Και καθώς στεκόμουν κάτω από τον ουρανό μιας αστερόφωτης καλοκαιρινής νύκτας, ακούγοντας τον σίγουρο ήχο των κυμάτων της θάλασσας, στην πιο σιωπηλή μου ώρα, απευθύνθηκα στην ίδια μου την ψυχή και αναρωτήθηκα: πόσο καλοκαίρι κρύβω και εγώ μέσα μου;
Είμαι σαν αυτά τα κύματα που συγκρούονται στα βράχια της ακτής, αφήνοντας έναν μακρόσυρτο αφρώδη ήχο, που είναι νανούρισμα για τα αυτιά μου; Κάθε κύμα που έρχεται και χάνεται, προμηνύει το επόμενο. Είναι όλα τόσο σίγουρα για τον εαυτό τους και για τον σκοπό τους, και από τα πολλά κύματα θα διαβρωθεί ακόμη και ο σκληρότερος βράχος. Είμαι και εγώ ρευστή ορμή και σιγουριά, που καταφέρνει να διαπεράσει το άκαμπτο, το βαρύ, το εδραιωμένο; Πάνω στον βράχο με τον οποίο συγκρούονται τα καλύτερα κύματα είναι χαραγμένο κάθε “πρέπει”, κάθε “οφείλεις”, κάθε έτοιμος σκοπός. Αφρίζει και εμένα έτσι η καρδιά μου;
Είμαι αυτή η χορωδία από τζίτζικες που αν τους αφαιρούσες το τραγούδι τους, θα αφαιρούσες την ίδια την ουσία τους. Με πενιχρές λέξεις επιχειρούσα να δώσω μορφή στις ιδέες μου και να αποσαφηνίσω τον κόσμο γύρω μου, μέχρι που και οι καλύτερες ιδέες μου πέθαναν από αυτές τις στεγνές λέξεις. Σαν τα τζιτζίκια, πρέπει τους καλύτερους σκοπούς μου να τους φωνάζω τραγουδιστά και η ίδια μου η ζωή ας γίνει ένα τραγούδι που αγαπά και που φτάνει σε μακρινά αυτιά.
Και όσο βρισκόμουν σε έντονο ρεμβασμό, η ώρα πέρασε και τα πρώτα ροδίσματα της αυγής ζωγραφίστηκαν στον ουρανό. Είμαι εγώ σαν τις χρυσαφένιες κηλίδες φωτός αυτού του ήλιου που ρίχνουν τη λάμψη τους σε κάθε απόμακρη και βαθύσκια γωνία. Είναι η θέληση μου σαν τον αδυσώπητο ήλιο που ξεγλιστρά μέσα από τα σύννεφα και τη νοσηρή ομίχλη, και με την απληστία ενός όμορφου εγωισμού φτάνει έως τις πιο απόκρημνες κορυφές.
Θέλω να ξεσκεπάσω αυτές τις κορυφές από κάθε πέπλο ομίχλης που τις σκεπάζει, γιατί μερικά από τα ωραιότερα πράγματα στη ζωή έχουν καλυφθεί από ομίχλη και λάσπη, που μόνο ένας ήλιος μπορεί να διαπεράσει, και όπως ο ήλιος ρίχνει ένα μετρημένο και αποκαλυπτικό φως πάνω στα πράγματα που μέχρι πρότινος αγαπούσα, έτσι και εγώ, θέλω να ρίξω φως σε ό,τι έχω μάθει να αγαπάω και σε ό,τι έχω μάθει να μισώ, και να το επανεξετάσω από κάθε γωνία, ώσπου να βρω την πραγματική του αξία.
Είμαι φως που θέλει να γνωρίσει καλύτερα όλες τις πτυχές της ζωής, γιατί θέλει να αγαπήσει περισσότερο τη ζωή; Είμαι μια ζεστή ανάσα έτοιμη να ακούσει ψυχρές αλήθειες και να ξεψύξει παγωμένες καρδιές; Ας είναι το φως μου οδοδείκτης κρυμμένων μονοπατιών, που οδηγούν σε νέες αλήθειες και κάτω από το φως μου ας ανθοφορήσουν ακόμα και τα πιο μαραμένα δέντρα.
Είμαι σαν τούτη τη θάλασσα, που ήρεμη απλώνεται τώρα μπροστά μου ή είμαι ένα ρηχό, λασπωμένο ρυάκι. Περηφανεύεται η ψυχή μου για το βάθος της και για τους θησαυρούς που κρύβει; Αυτό πρέπει να μάθει από τη θάλασσα. Είμαι μια απέραντη άβυσσος, πλούσια σε ζωή και με κρυμμένους θησαυρούς, η οποία μπορεί να δεχτεί και βρώμικο νερό παραμένοντας η ίδια καθαρή, μια όμορφη απεραντοσύνη που οδηγεί σε νέες στεριές;
Θέλω τα νερά της καρδιάς μου να είναι πηγή δροσιάς και αναζωογόνησης για τους φίλους μου και για όσους ξέρουν να κολυμπούν. Στο λιμάνι της καρδιάς μου θέλω να αγκυροβολήσουν πλοία, να βρουν θαλπωρή και να ξαποστάσουν. Θέλω να μου μοιραστούν τις ιστορίες από τα ταξίδια τους και από τις διαφορετικές θάλασσες που διέσχισαν ώσπου να έρθει η ώρα να με αποχωριστούν και να συνεχίσουν το ταξίδι τους. Είμαι όμως εγώ δροσιά για όσους ξέρουν να κολυμπούν και κίνδυνος πνιγμού για όσους δεν ξέρουν;
Πόσο πρόσκαιρη και λυτρωτική καλοκαιρινή φυγή κρύβω στα σωθικά μου; Πόση παρορμητικότητα και καλοκαιρινή περιπέτεια; Ξέρω να αποκόβομαι από την καθημερινότητα, όταν αυτή γίνεται υπερβολικά προβλέψιμη; Ξέρω να απομακρύνομαι από τη ζωή όταν αυτή γίνεται υπερβολικά σοβαρή, και να επιστρέφω σε αυτή με το χαμόγελο και το γέλιο που χαρίζει στους νέους η ανεμελιά του καλοκαιριού;
Ακόμα και στις πιο ψυχρές νύχτες του χειμώνα, εγώ θέλω να έχω καλοκαίρι μέσα μου. Πόσο καλοκαίρι κρύβω μέσα μου άραγε; Και εσύ: πόσο καλοκαίρι κρύβεις εσύ μέσα σου; Πώς μετατρέπεται κανείς στα σπάργανα μιας καλοκαιρινής αυγής; Οφείλεις να ζεις στο πέρας των αισθήσεων σου, να θες να λούζεσαι από τις αχτίδες του ήλιου και από τα κύματα, να επιθυμείς να γίνεις ένα με την άμμο και τα βότσαλα της θάλασσας. Κάθε ρανίδα του βλέμματος σου οφείλει να είναι διακαή επιθυμία για ζέστη και ιδρώτα. Έτσι και μόνο έτσι θα αισθανθείς την πραγματική ομορφιά του κόσμου και θα θελήσεις να ανέβεις στο ύψος της.
“Στη μέση του χειμώνα, ανακάλυψα μέσα μου ένα ακατάβλητο καλοκαίρι.”