Γιώργος Τσιφλόγλου: Αριστοτελίτης, Απολλωνιστής και… νικητής της ζωής

Η ιστορία της Καλαμαριάς, ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Ο Γιώργος Τσιφλόγλου ή αλλιώς «Τσιφ» για φίλους και μυημένους, μας άνοιξε την καρδιά του και μας φιλοξένησε στους χώρους του Αριστοτέλη, του θρυλικού ορφανοτροφείου της Καλαμαριάς στο οποίο ανατράφηκαν γενιές ορφανόπουλων και φτωχών παιδιών από τη βόρεια Ελλάδα.

Μαθημένος στις κακουχίες από μικρός, το ταπεραμέντο και η επιμονή του «Τσιφ» τον βοήθησαν να ξεπεράσει κάθε αναποδιά που βρήκε στον δρόμο του. Μεγαλύτερό του κατόρθωμα, όπως ομολογεί ο ίδιος, η ανατροφή των δύο κοριτσιών του που διαπρέπουν στο δικό τους μετερίζι.

Μεγαλωμένος μέσα στη δίνη του Εμφυλίου, ο κ. Γιώργος στερήθηκε νωρίς τον πατέρα του, τραγική συνέπεια των παθών της εποχής. Παρά τις πικρίες που έζησε στον Αριστοτέλη, αναπολεί με νοσταλγία τις όμορφες στιγμές στις οποίες συνήθως παραμόνευε και μία μπάλα. Η παθολογική του αγάπη άλλωστε για το ποδόσφαιρο τον οδήγησε να εγκαταλείψει το σχολείο, μία απόφαση που μετάνιωσε αργότερα στη ζωή του.

Η υπογραφή «Τσιφ» άφησε το στίγμα της στα Αθλητικά Νέα και έμελλε να γίνει συνώνυμο της λαμπρής πορείας του Απόλλωνα Καλαμαριάς στην Α’ Εθνική κατηγορία. Μία πορεία που έκανε τον «Τσιφ» «να αλλαξοπιστήσει» και να αφήσει προς στιγμήν τον Άρη για χάρη των Ποντίων.

Η προσήλωσή του στο δίκαιο τον έφερε συχνά σε δυσμενή θέση, ακόμα και στις βιομηχανίες που δούλεψε. Όλοι όμως έβλεπαν στο πρόσωπό του έναν ακέραιο άνθρωπο στους ώμους του οποίου θα μπορούσαν να βασιστούν για να διεκδικήσουν τα δίκαια αιτήματά τους.

Αυτά και άλλα πολλά αναφέρονται και στην αυτοβιογραφία που εξέδωσε πριν λίγο καιρό και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις i-Write με τίτλο «Μαχητής, Αγωνιστής, Νικητής της Ζωής». Μια περιγραφή που αντιπροσωπεύει απόλυτα τη ζωή του κυρ Γιώργου, ενός ζωντανού θρύλου της Καλαμαριάς…

«Έπρεπε να γίνουμε μαχητές της ζωής»

Φωτ: Βασίλης Ιατρούδης / dreamonline.gr

– Περιγράψτε μας σε αδρές γραμμές την παιδική σας ηλικία.

– Η παιδική μου ηλικία ήταν πάρα πολύ δύσκολη. Από μικρός γνώρισα το σκληρό πρόσωπο της ζωής, επειδή στερήθηκα τους γονείς μου. Η λύση ήταν τα ορφανοτροφεία που υπήρχαν και για εμάς τα ορφανά ήταν κάτι το σπουδαίο, γιατί ενώ άλλοι δεν είχαν να φάνε, εμείς τουλάχιστον είχαμε ένα κομμάτι ψωμί.

Αργότερα, προέκυψαν και τα συνεργεία που μάθαιναν τέχνες στα παιδιά, αλλά και σχολείο, μέχρι την τάξη της τρίτης γυμνασίου, όπου φοίτησα εγώ. Όταν μπήκαμε λοιπόν στο ορφανοτροφείο, ήμασταν σε γενικές γραμμές καλά: είχαμε το φαΐ και το ψωμί μας.

Μετά την αποφοίτησή μας όμως, βρεθήκαμε σε δύσκολες καταστάσεις. Βρεθήκαμε σε μια φορτουνιασμένη κοινωνία. Έπρεπε να γίνουμε μαχητές της ζωής. Όσοι μάθανε τέχνες είχαν ένα γερό όπλο, όμως υπήρξαν και άλλα παιδιά που δεν έμαθαν κάποια τέχνη, όπως εγώ. Εγώ ασχολούμουν πολύ με το ποδόσφαιρο και μου άρεσε πολύ να γράφω για αγώνες. Διάβαζα πολύ τις αθλητικές εφημερίδες των Αθηνών, την Αθλητική Ηχώ, το Φως των Σπορ, και μέσα από αυτές, είχα πάρει μια μόρφωση.

Εγώ έγραφα τους αγώνες εδώ στο ορφανοτροφείο, γιατί τότε είχαμε ομάδες. Έγραφα τα κείμενα και τα πήγαινα στα Αθλητικά Νέα. Κάποτε λοιπόν ο διευθυντής ήρθε και μας ρώτησε: «Ποιος γράφει αυτά τα τόσο ωραία πράγματα;». Με σεμνότητα του απαντάω ότι εγώ ήμουν. «Μόλις αποφοιτήσεις από τον Αριστοτέλη, θα έρθεις σε μένα και θα σε βάλω στο αθλητικό επιτελείο, γιατί βλέπω ότι έχεις πολύ ταλέντο» μου είπε. Έτσι κι έγινε.

Φωτ: Βασίλης Ιατρούδης / dreamonline.gr

– Ποια είναι η πιο δυνατή ανάμνηση που έχετε από τα χρόνια που βρεθήκατε στον Αριστοτέλη;

– Όταν βγήκα από το ορφανοτροφείο, έφυγα κλοτσηδόν, επειδή κάποιος διευθυντής ήθελε να ασκεί εξουσία πάνω στα ορφανόπουλα, θεωρώντας μας αποπαίδια. Ήμουν τότε 17-18 χρονών και πάνω-κάτω ήξερα τι με περιμένει. Μας είχαν συγκεντρώσει σε μία καινούργια τραπεζαρία για να φάμε, όμως εμείς ήμασταν έξω πιο μπροστά και παίζαμε μπάλα. Τότε βαρούσε η σάλπιγγα για να μαζευτούμε, όμως εγώ παρακίνησα τα άλλα τα παιδιά να κάτσουν άλλα 2-3 λεπτά μέχρι να τελειώσει ο αγώνας. Στο μεταξύ ο διευθυντής μας έβλεπε και με είχε βάλει στο μάτι.

Όταν πια τελειώσαμε και έπαιρνε παρουσίες για να καθίσουμε στην τραπεζαρία, μας έλεγε να φωνάζουμε παρών. Ακούω, λοιπόν, το όνομά μου, φωνάζω παρών και πάω να περάσω από μπροστά του. Εκείνη τη στιγμή με πιάνει σφιχτά –ήταν και πολύ χειροδύναμος- και με ρωτάει: «εσύ φώναξες παρών;», δήθεν ότι δεν άκουσε τίποτα. Μου υποδεικνύει να περπατήσω μισό χιλιόμετρο και να φωνάξω τρεις φορές δυνατά «παρών». Ο εγωισμός μου είχε πληγωθεί. Του λέω: «Εγώ δεν πάω πουθενά κι αν εσύ έχεις βαρηκοΐα και δεν ακούς καλά, εγώ δεν σου φταίω σε τίποτα». Τι το ήθελα; Με πιάνει και με βγάζει έξω από την τραπεζαρία και μου λέει: «εσύ δεν θα φας ούτε σήμερα, ούτε ποτέ».

Κατάλαβα λοιπόν ότι απλά ήθελε να με διώξει. Ήρθε μετά και ένας άλλος παιδονόμος –έτσι τους λέγαμε τότε- και μου είπε ότι με ήθελε ο διευθυντής, γιατί κινδύνευε η θέση μου στο ίδρυμα. Με προέτρεψε να ζητήσω συγγνώμη. Εγώ του απαντώ: «Θα πάω πάνω, αλλά συγγνώμη δεν ζητάω». Πάω στο γραφείο του διευθυντή λοιπόν και μου φωνάζει ότι τον έκανα ρεζίλι μπροστά στα παιδιά. Του απαντώ ότι αυτός φταίει για όλα, δεν ήταν δική μου η ευθύνη.

Αρχίζει ξανά να φωνάζει και μου λέει: «πρόσεχε, γιατί σήμερα είναι η τελευταία σου μέρα εδώ». «Το έχω καταλάβει», του απαντώ. «Είμαι 18 χρονών, αλλά θα σου πω κάτι: σε πήρε το κράτος εδώ για να δημιουργήσεις παιδιά, πολύτιμα για το κοινωνικό σύνολο και εσύ αντ’ αυτού επιτίθεσαι σαν τον λύκο στα πρόβατα. Θέλω να συμμορφωθείς και αυτή τη στάση που δείχνεις σε μένα, να μην την δείξεις στα άλλα τα παιδιά».

Κάπως έτσι τελείωσε για μένα η ζωή μου στο ορφανοτροφείο και αυτή πράγματι, Βασίλη, είναι η χειρότερή μου ανάμνηση από τότε.

– Τι θυμάστε από την Ελλάδα του Εμφυλίου Πολέμου, δεδομένου ότι οι πρώτες σας αναμνήσεις χρονολογούνται κατά τη διάρκεια αυτής της «μαύρης» σελίδας για ολόκληρο τον Ελληνισμό.

– Όλα ξεκίνησαν όταν το ΕΑΜ που πολέμησε περισσότερο από όλους τους κατακτητές, θέλησε να διεκδικήσει την πολιτική εξουσία, μετά την Κατοχή. Τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά, γιατί οι Αμερικανοί δεν θα επέτρεπαν ποτέ να κυβερνήσει την Ελλάδα το ΚΚΕ. Είναι αλήθεια ότι ούτε ο λαός ήθελε το ΚΚΕ, διότι ήμασταν ανέκαθεν ένας δημοκρατικός λαός.

Το 1946 αρχίζει ο Εμφύλιος Πόλεμος και θυμάμαι ότι ήμουν στο ίδιο κτίριο στο οποίο μιλάμε και σήμερα. Στις 31 Μαρτίου του ίδιου έτους –και ενώ μαίνεται ο εμφύλιος- γίνονται εκλογές και εδώ πέρα μάλιστα είχε στηθεί εκλογικό κέντρο. Στα βουνά και τις πόλεις υπάρχουν σφαγές και θάνατοι. Αδερφός σκοτώνει αδερφό. Ήταν πολύ δύσκολα τα πράγματα.

Θυμάμαι τον κόσμο να έρχεται φοβισμένος εδώ στο ορφανοτροφείο για να ψηφίσει. Τότε το ΚΚΕ είχε δώσει εντολή να μην ψηφίσει κανένας. Αυτό ήταν λάθος, γιατί ως εκ τούτου, οι άλλες παρατάξεις βγήκαν παμψηφεί.

Ο Εμφύλιος Πόλεμος σταμάτησε τον Αύγουστο του 1949 με νίκη των Εθνικοφρόνων, των δεξιών θα λέγαμε, με σημερινούς όρους. Από εκεί και μετά, η χώρα άρχισε σιγά-σιγά να αναπτύσσεται, όμως ακόμη και μετά τη λήξη του εμφυλίου συνέχισαν να κυνηγούν τους κομμουνιστές και κάθε άλλον που είχε αντίθετη γνώμη. Θεωρούσαν κομμουνιστές, ακόμα και ανθρώπους που ήταν στην πραγματικότητα βαθύτατα δημοκράτες. Ο κομμουνισμός είχε γίνει ο μπαμπούλας του λαού.

– Είχατε θύματα και στην ίδια την οικογένειά σας, όπως διαβάσαμε στο βιβλίο σας.

– Εγώ είχα θύμα τον πατέρα μου, τον οποίο είχαν συλλάβει οι κομμουνιστές που τότε είχαν τα πρωτεία, αλλά και μεγάλη δύναμη. Τον πατέρα μου τον πιάσανε και τον βάλανε σε φυλακές των Σερρών. Ακόμα και μέσα στη φυλακή, ο πατέρας μου ήταν αντιδραστικός και δεν κρατούσε ήπια γραμμή. Μια μέρα όμως τον φορτώσανε σε ένα στρατιωτικό τζιπ και τον μετέφεραν στη Βροντού, στα σύνορα Σερρών και Δράμας. Εκεί εκτέλεσαν 300 άτομα μεταξύ αυτών και τον πατέρα μου, ο οποίος τότε ήταν 40 χρονών και εγώ μόλις τεσσάρων. Τον θυμάμαι πολύ λίγο. Ήταν ψηλός, γερός και μας υποστήριζε πάντα.

«Οι σημερινοί δερματολόγοι δεν μπορούν να καταλάβουνε τι κεφάλια είναι αυτά»

Φωτ: Βασίλης Ιατρούδης / dreamonline.gr

– Διαβάζοντας το βιβλίο σας, μου έκανε πολλή εντύπωση το γεγονός ότι εσείς και άλλοι συμμαθητές σας στο ορφανοτροφείο υποβληθήκατε σε ακτινοβολίες για πειραματικούς σκοπούς. Τι ανακαλείτε από αυτήν την τρομακτική εμπειρία;

– Κάποια μέρα στον Αριστοτέλη μας φώναξαν με τον κατάλογο και μας πάτησαν με μία σφραγίδα το κεφάλι. Αργότερα, μας πήγανε σε έναν γιατρό στον Λευκό Πύργο που είχε φέρει ένα μηχάνημα από τη Γερμανία. Επί μισή ώρα μας περνούσε από ακτίνες για άγνωστο λόγο. Μετά από 20 ημέρες, τα μαλλιά μας πέφτανε, ενώ δεν είχαμε τίποτα.

Προσπαθούσαν να βρουν παιδιά που δεν είχαν και τους δύο γονείς για να κάνουν αυτά τα πειράματα. Και εγώ ήμουν ανάμεσά τους. Πήγα συνολικά τρεις φορές για να περάσω από ακτινοβολίες. Το κεφάλι μας γινόταν γλόμπος, τα μαλλιά φύτρωναν και πάλι, αφού μας βάζανε κάτι ιώδια, και ξανά η ίδια διαδικασία από την αρχή.

Ήταν αυτά τα ιατρικά πειράματα, τα οποία χαρακτηρίζω στο βιβλίο ως «έγκλημα χωρίς τιμωρία». Ήταν ένα έγκλημα που δεν τιμωρήθηκε ποτέ. Στα πειράματα αυτά συμμετείχαν παιδιά από τον Αριστοτέλη και το Παπάφειο, αλλά και από αλλού. Αυτά τα πειράματα ήταν μία από τις πιο κακές στιγμές της ζωής μου και ακόμη και σήμερα, υποφέρω.

Οι σημερινοί δερματολόγοι δεν μπορούν να καταλάβουνε τι κεφάλια είναι αυτά. Όταν τους λέμε ότι μας έκαναν ακτινοβολίες, μένουν εμβρόντητοι. Ακτινοβολία θα πει ότι σου καίνε το κεφάλι. Αυτά γίνονταν στην εποχή του Εμφυλίου Πολέμου.

– Πώς ήταν η ζωή για ένα ορφανόπουλο στη μεταπολεμική Ελλάδα;

– Από το ορφανοτροφείο βγαίναμε στα 18. Όπως ανέφερα και πριν, όσοι είχαν μάθει τέχνες, π.χ. μαραγκοί και ηλεκτρολόγοι, έβρισκαν δουλειές, συγκατοικούσαν μεταξύ τους και προχωρούσαν στη ζωή τους. Για εμάς που δεν μάθαμε τέχνες ήταν δύσκολα να βουλευτούμε στη ζωή. Εγώ, δόξα τω Θεώ, πήγα στα Αθλητικά Νέα και εκεί έγραφα για αγώνες.

«Γράψε κάτι και για εμένα ρε Τσιφ»

Φωτ: Βασίλης Ιατρούδης / dreamonline.gr

– Το μεγάλο σας πάθος ήταν η αθλητικογραφία, όπως μπορούμε να αντιληφθούμε. Τι θυμάστε από εκείνη την εποχή;

– Έτσι ακριβώς. Στην αρχή έγραφα για τις πιο μικρές κατηγορίες. Όταν είδε ο διευθυντής όμως ότι έχω μεγάλο ταλέντο, άρχισε να με βάζει να γράφω για τον Άρη, τον ΠΑΟΚ, τον Ηρακλή, αλλά και για τον Ολυμπιακό, όταν ανέβαινε στη Θεσσαλονίκη. Έγινα από τις μεγαλύτερες φίρμες, όχι λόγω των γραμματικών μου γνώσεων, αλλά λόγω του ταλέντου και της αγάπης μου. Όταν διάβαζαν τα άρθρα μου οι πρόεδροι των ομάδων, έβλεπαν ότι έγραφα με αμεροληψία και μου έστελναν συγχαρητήριες επιστολές, λέγοντάς μου ότι έδινα φτερά στα πόδια των παικτών. Εγώ υπέγραφα ως «Τσιφ».

Ειδικά όταν ο Απόλλων Καλαμαριάς ανέβηκε στην πρώτη κατηγορία, παίρνοντας το πρωτάθλημα Θεσσαλονίκης. Ο Απόλλων έπαιξε στην Α’ Εθνική κατηγορία και βγήκε μάλιστα τέταρτος, πίσω από Ολυμπιακό, ΑΕΚ και Παναθηναϊκό. Τους ισοπέδωνε όλους στην Καλαμαριά. Είχε τότε αυτό το Ποντιακό στοιχείο, όλοι οι παίκτες ήταν δυνατά παιδιά.

Θυμάμαι είχα γράψει για έναν αγώνα μεταξύ του Άρη και του Απόλλωνα, όπου ο Απόλλων είχε νικήσει 2-1. Από «Αρειανός» έγινα «Απολλωνιστής», γιατί τότε ο Απόλλων έπαιζε με ψυχή. Έγραφα λοιπόν εγώ, μετά τον αγώνα: «δεν ήσαν 11 κοινοί ποδοσφαιρισταί, παίχται της Καλαμαριάς, ήσαν 11 κοκκινόμαυροι δαίμονες που εξοστράκιζαν τα πάντα». Κάτι τέτοια έγραφα λοιπόν και ο διευθυντής πουλούσε πολλά φύλα εδώ στην Καλαμαριά και μου έλεγε «γράφε, γράφε»…

Μπούκαρα μέσα στα αποδυτήρια και ρωτούσα τους παίκτες τι γνώμη είχαν για τον αγώνα. Πήγαινα μέσα στα λεωφορεία, με τα οποία έφευγε η ομάδα για να πάει στο γήπεδο. Υπό την ιδιότητα του αθλητικού συντάκτη, με παίρνανε μαζί τους στο πούλμαν οι αποστολές του Άρη και του Απόλλωνα, όταν πήγαιναν να παίξουν στη Δράμα, στην Κατερίνη ή ακόμη και στην Αθήνα. Τα έγραφα μετά όλα αυτά στην εφημερίδα. Μου λέγανε οι παίκτες: «γράψε κάτι και για εμένα ρε Τσιφ». Είχα πολύ θράσος. Αυτό όμως μου έδινε ζωή.

Είχα βγάλει και ένα ποίημα για τον Απόλλωνα, όταν είχε κερδίσει τον Παναθηναϊκό μέσα στη Λεωφόρο με 3-0:

«Σε μια στιγμή πετάχτηκες, τίναξες τα φτερά σου

Ξύπνησες από τον λήθαργο και είπες με τη σειρά σου

Κοίταξε Παναθηναϊκέ, ποιος στέκει τώρα μπρος σου

Με λένε Απόλλωνα Καλαμαριάς και κάνε τον σταυρό σου

Τι ήταν αυτό που ξέσπασε, όλη η Αθήνα τρέμει

Από των Απολλωνιστών μας την ορμή, τα θάρρος, το θράσος, την αντοχή

(Λέει ο Παναθηναϊκός)

Θεέ μου, η Καλαμαριά μας έκανε ρεζίλι

Κάνε Εσύ το θαύμα σου και σώσε το τριφύλλι

Μα η Καλαμαριά έχει θυμό, πρωτοφανή μανία

Σηκώνει μπρος απ’ τον Μαθιό μεγάλη τρικυμία (ο τότε τερματοφύλακας του Απόλλωνα)

Γεια σας λεβέντες ενδεκάς, παίχτες μας τιμημένοι

Δείξατε πως η Καλαμαριά ποτέ της δεν πεθαίνει»

Αυτό το ποίημα το έχω πει εδώ στην Καλαμαριά. Τέτοιο χειροκρότημα δεν έχω ξαναζήσει. Δεν με αφήνανε να κατέβω, μου λέγανε να το πω ξανά!

Κυριάκος Μυταριώτης

 

– Ποιος είναι ο ποδοσφαιριστής που δεν θα ξεχάσετε;

– Ο Κυριάκος Μυταριώτης, παίκτης του Απόλλωνα και τρόφιμος του Αριστοτέλη. Ήμασταν οι παιδικοί κολλητοί φίλοι. Για αυτόν έγραφα τα πιο ωραία λόγια. Και μου λέει μια φορά ο διευθυντής μου ότι έχεις κάνει την εφημερίδα «Νέα του Απόλλωνα και του Κυριάκου του Μυταριώτη». Είχε όμως ένα σουτ, το οποίο μπορούσε να σπάσει δοκάρια. Έπαιξε και έναν αγώνα με την Εθνική Ελλάδος.

Φωτ: Βασίλης Ιατρούδης / dreamonline.gr – η ομάδα του Αριστοτέλη, κάτω δεξιά διακρίνεται ο Γιώργος Τσιφλόγλου ως ποδοσφαιριστής

– Να αναφέρουμε σε αυτό το σημείο ότι είστε ο ιδρυτής και της ιστορικής ομάδας του Αριστοτέλη Καλαμαριάς.

– Όταν βγήκα από τον Αριστοτέλη, ήμασταν έξω πάρα πολλά παιδιά από το ορφανοτροφείο, τα οποία συχνάζαμε στον Βαρδάρη. Κάποια στιγμή, σκέφτηκα να φτιάξω μία ομάδα αποφοίτων του Αριστοτέλη, όμως χρειάζονταν χρήματα. Ένας φίλος μου που είχε κάποια λεφτά στην άκρη, μου είπε ότι θα με χρηματοδοτούσε και αφού κάναμε το καταστατικό, αρχίσαμε να συμμετέχουμε στο πρωτάθλημα της ΕΠΣΜ.

Κράτησα τον Αριστοτέλη, μέχρι τη στιγμή που παντρεύτηκα και δεν μπορούσα πια να τρέχω στα γήπεδα. Τώρα την ομάδα έχει ένας παλαίμαχος της Καλαμαριάς και αγωνίζεται στη Β’ Ερασιτεχνική κατηγορία. Όπου δηλαδή την άφησα κι εγώ πριν από τόσα χρόνια (γέλια)!

– Ποια ήταν η σχέση σας με τα γράμματα;     

– Εγώ ήμουν πολύ καλός στα γράμματα. Το ’51 είχα δώσει εξετάσεις για το γυμνάσιο και πέρασα. Πήγα για πάνω από έξι μήνες. Τότε ήμασταν στην παιδόπολη του Αγίου Δημητρίου στον Βαρδάρη. Από εκεί ήρθε η διαταγή να μας πάνε στη Βέροια σε μια παιδόπολη που λεγόταν «Καλή Παναγιά».

Οι παιδοπόλεις ήταν πρωτοβουλία της τότε Βασίλισσας Φρειδερίκης, η οποία μάλιστα είχε έρθει μια φορά στη δομή. Θυμάμαι ότι με είχαν προτρέψει να την υποδεχτώ και να της μιλήσω με ωραία λόγια. Έτσι κι έγινε και μάλιστα η Βασίλισσα με είχε φιλήσει στο μάγουλο, φιλί για το οποίο εισέπραξα τη χλεύη ορισμένων συμμαθητών μου.

Τέλος πάντων, όταν πήγα εκεί, αυτό το πάθος και η αγάπη μου για το ποδόσφαιρο δεν με άφησαν να συνεχίσω τη μόρφωσή μου, ενώ οι διευθυντάδες μου λέγανε να συνεχίσω. Θα με πήγαιναν εκείνοι στη Βέροια με το αυτοκίνητο για να συνέχιζα το Γυμνάσιο. Εγώ όμως είχα δει ένα πολύ ωραίο γήπεδο, έκανα μία ομάδα και τελικά το ρίξαμε στο ποδόσφαιρο.

«Η μόρφωση των κοριτσιών μου είναι το μεγαλύτερό μου κατόρθωμα»

– Μετανιώσατε αργότερα για την απόφασή σας να εγκαταλείψετε το Γυμνάσιο;

– Το μετάνιωσα πολύ πικρά, αλλά προσπάθησα για τα κορίτσια μου. Και τα δύο σπουδάσανε και αυτό για μένα ήταν μια μεγάλη επιτυχία. Αυτό θεωρώ ότι είναι και το μεγαλύτερο μου κατόρθωμα. Η μία κόρη μου είναι κορυφαία δικαστικός και πρόεδρος των Εφετών, ενώ η άλλη πολύ σπουδαία οικονομολόγος. Τις πρόσεξα από μικρές και ό,τι δεν κατάφερα εγώ με τις βλακείες μου, το κατάφεραν αυτές.

Πηγή: protothema.gr / Ο Μιχαλολιάκος στο εδώλιο

– Αναφερθήκατε στη μία από τις κόρες σας, η οποία ήταν μέλος του τριμελούς εφετείου κακουργημάτων που καταδίκασε τη Χρυσή Αυγή σε μία δίκη που χαρακτηρίστηκε από πολλούς ως «η Δίκη του Αιώνα». Πώς αισθανθήκατε στο άκουσμα της απόφασης;

– Ένιωσα τη μεγαλύτερη περηφάνια σαν πατέρας, αλλά κυρίως σαν Έλληνας. Αυτή η απόφαση έπρεπε να βγει και χαροποίησε τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων. Νιώθω ακόμα και σήμερα περήφανος για το γεγονός ότι η κόρη μου ήταν μέρος αυτής της ιστορίας.

– Και από την αθλητικογραφία καταλήξατε στα εργοστάσια. Τι μεσολάβησε;

– Κάποια στιγμή και αφού έγραφα στην εφημερίδα για 10 χρόνια, πέθανε ο διευθυντής, έκλεισε η εφημερίδα και δεν μπόρεσα να βρω δουλειά σε άλλο έντυπο, γιατί δεν είχα πτυχίο. Έπρεπε να πάω κάπου για να βρω δουλειά. Πήγα ακόμα και σε οικοδομή, αλλά εγώ δεν μπορούσα να δουλέψω εκεί, γιατί ήμουν αδύναμος. Τελικά πήγα σε βιομηχανίες, αλλά και εκεί είδα μεγάλες αδικίες. Οι εργοδότες ήταν ο ένας χειρότερος από τον άλλον.

Δεν την ήθελα την αδικία. Όπως γράφω στο βιβλίο, υπήρξε ένα περιστατικό στο εργοστάσιο που δούλευα, όπου είχα δει τον προϊστάμενο να πατάει κάτω ένα παιδί 16-17 χρονών. Εγώ δεν άντεξα και του είπα πως αν αυτό το πράγμα το έκανε σε μένα, θα τα έβρισκε «μπαστούνια». Με πήρανε πάνω στο γραφείο και πλακώσανε και μένα στο ξύλο.

Εγώ όμως είχα διασυνδέσεις στις εφημερίδες. Πήγα τότε στην εφημερίδα «Βορράς» επί της Τσιμισκή, γιατί είχα γνωστούς δημοσιογράφους, καθώς στον ίδιο χώρο εκδίδονταν και τα Αθλητικά Νέα. Είχαν γράψει λοιπόν στο πρωτοσέλιδο της επόμενης ημέρας ότι «εργοδότες και έμπιστοί τους ξυλοκόπησαν άγρια εργαζόμενο». Ανακοίνωση υπέρ μου είχε εκδώσει και ο σύλλογος του Αριστοτέλη, χαρακτηρίζοντας την πράξη του ξυλοδαρμού μου ως «φασιστική».

«Όταν είσαι με τον λαό, δεν έχεις ανάγκη»

– Όπως αντιλαμβανόμαστε, η προσήλωσή σας στο δίκαιο είναι κάτι που σας έχει χαρακτηρίσει. Αυτές ακριβώς οι αδικίες που βιώσατε ήταν το κίνητρο για να αναπτύξετε έντονη συνδικαλιστική δράση;

– Αναγκαστικά έγινα συνδικαλιστής. Ο συνδικαλισμός προστατευόταν, δεν μπορούσαν να σε σχολάσουν. Ανέπτυξα μεγάλη συνδικαλιστική δράση στα εργοστάσια που πήγα και χάρη στον συνδικαλισμό κρατήθηκα και μπόρεσα και έβγαλα σύνταξη, κάνοντας 11.000 ένσημα. Δεν ήμουν όμως εργατοπατέρας, ήμουν με τον λαό –που λένε- και γι’ αυτό είχα την αγάπη τους.

Να σας πω και ένα άλλο περιστατικό που έζησα ως συνδικαλιστής στο τελευταίο εργοστάσιο που δούλεψα: στην επιχείρηση ήμασταν 150 εργαζόμενοι και μας χρωστούσαν αναδρομικά από 10.000 το κατώτερο έως 20.000 δραχμές. Όλοι οι εργάτες με κοιτούσαν στα μάτια κάθε πρωί για το πότε θα τα πάρουν, γιατί ήμουν ο μόνος που μπορούσα να μιλήσω και να ορθώσω ανάστημα. Εγώ έκανα υπομονή έξι μήνες, όμως δεν έδωσαν τίποτα.

Ώσπου τελικά κάναμε απεργία, διάρκειας 16 ημερών, την οποία γράψανε και οι εφημερίδες της εποχής. Εμείς διεκδικούσαμε τόσο τα αναδρομικά, όσο και τα μεροκάματα των ημερών της απεργίας. Είχα πάει στην Επιθεώρηση Εργασίας και τους είχα πει ότι εμείς δεν φταίμε για την απεργία και ότι την ευθύνη είχαν οι εργοδότες. Από την Επιθεώρησαν μου είπαν να προχωρήσω.

Κατορθώνω λοιπόν να πάρω από τα αφεντικά και τα αναδρομικά και τα 16 μεροκάματα. Στο τέλος, όταν πληρώθηκαν οι εργαζόμενοι, με πήρανε στους ώμους τους και ψάλλανε το «ως των αιχμαλώτων ελευθερωτής και των φτωχών υπερασπιστής», το Απολυτίκιον του Αγίου Γεωργίου. Αυτές οι στιγμές, δεν ξεχνιούνται. Όταν είσαι με τον λαό, δεν έχεις ανάγκη.

«Αν η Αθήνα έχει την Ακρόπολη και η Θεσσαλονίκη τον Λευκό Πύργο, τότε η Καλαμαριά έχει τον Τσιφ»

Γιώργος Τσιφλόγλου
Φωτ: Βασίλης Ιατρούδης / dreamonline.gr – στην πάνω κορνίζα διακρίνεται η βράβευση του Γιώργου Τσιφλόγλου από τον Δήμο Καλαμαριάς

– Η βράβευσή σας από τον Δήμο Καλαμαριάς ήταν μία από τις πιο ξεχωριστές στιγμές της ζωής σας;

– Σαφώς. Θυμάμαι τότε ότι ο Δήμαρχος Οικονομίδης με είχε προτείνει, μετά από πίεση Αριστοτελιτών. Για πρώτη φορά, η απόφαση για τη βράβευσή μου ελήφθη παμψηφεί από το δημοτικό συμβούλιο. Η εκδήλωση είχε γίνει στο Γυμνάσιο Καλαμαριάς, παρουσία 5.000 ανθρώπων που φώναζαν «άξιος, άξιος». Αυτά μένουν στη ζωή.

Ο Μητροπολίτης Νέας Κρήνης και Καλαμαριάς, Ιουστίνος σε κάθε ομιλία που κάνει στους χώρους μας λέει το εξής: «Αν η Αθήνα έχει την Ακρόπολη και η Θεσσαλονίκη τον Λευκό Πύργο, τότε η Καλαμαριά έχει τον «Τσιφ», τον Γιώργο τον Τσιφλόγλου». Αυτό είναι επίσης κάτι το άκρως τιμητικό για μένα. Έχουμε μια πολύ ιδιαίτερη σχέση με τον Δεσπότη. Με έχει σαν πατέρα του.

Φωτ: Βασίλης Ιατρούδης / dreamonline.gr

– Η ζωή σας έπαιξε άσχημα παιχνίδια, όμως εσείς βρίσκατε τον τρόπο να βγαίνετε πάντα πιο δυνατός από τις δοκιμασίες που ζήσατε. Πώς θα περιγράφατε τον εαυτό σας με μία λέξη;

– Αυτό που έχω ως τίτλο στο βιβλίο μου: μαχητής, αγωνιστής, νικητής της ζωής… Διότι θεωρώ ως νίκη μου να έχω μια καλή οικογένεια και αυτό εμένα μου αρκεί. Κοίταξα καλά την οικογένειά μου και αυτό το θεωρώ προσωπικό μου επίτευγμα.

Μοιράσου το:

Βασίλης Ιατρούδης

Βασίλης Ιατρούδης

Απολαμβάνω να γράφω με άποψη για όλα τα σημαντικά της επικαιρότητας. Με σταθερή έδρα τη Θεσσαλονίκη, φοιτώ στο Τμήμα Δημοσιογραφίας & ΜΜΕ του ΑΠΘ και στο DREAM ON-line εκτελώ χρέη Αρχισυντάκτη. Λάτρης του καλού φαγητού, αγαπώ ιδιαίτερα τα ταξίδια, τη φωτογραφία και τον αθλητισμό. Το μότο μου; Μίλα λιγότερο, Άκου περισσότερο!

 

Πρόσφατα

Διαβάστε Περισσότερα

Σχετικά Άρθρα