*Η εικόνα είναι δημιουργία της Νίκα Ταραντίνα
Την ώρα που ο Φιλίπο Ιντζάκι επιστρέφει στη προπονητική σκακιέρα της Σέριε Α, για λογαριασμό της ουραγού της βαθμολογίας, Σαλερνιτάνα, ο μικρός του αδελφός, Σιμόνε, έχει βρει την προπονητική του Ιθάκη στο Μιλάνο και την Ίντερ, την οποία οδηγεί στην κατάκτηση του Σκουντέτο. Πρόκειται για μία προσωπική δικαίωση του Σιμόνε που καθόλη τη διάρκεια της ποδοσφαιρικής του καριέρας βρισκόταν στη σκιά του αδελφού του. Πως φτάσαμε όμως σε αυτό το σημείο;
Τα δύο αδέλφια γεννήθηκαν σε μία γειτονιά του Σαν Νικολό, λίγα χιλιόμετρα έξω από την Πιασέντζα, στη Βόρεια Ιταλία. Η μητέρα τους, Μαρίνα, είχε βλέψεις να τους κάνει γιατρούς. Ωστόσο, η μπάλα ήταν εκείνη που λάτρευαν από μικροί, μικρόβιο του πατέρα τους. Ξεκίνησαν να παίζουν στην ομάδα του χωριού.
Εκτός από την εμφάνιση, ο Πίπο και ο Σιμόνε έμοιαζαν και στο στυλ παιχνιδιού καθώς αμφότεροι αγωνίζονταν ως επιθετικοί περιοχής. Παρόλο που ο Πίπο φαινόταν να είναι καλύτερος, αρχηγός της ομάδας ήταν ο κατά τρία χρόνια μικρότερος, Σιμόνε. Ήταν δύο αγαπημένα αδέλφια και η σχέση τους, όσο περίεργο και αν ακούγεται, δεν διακρινόταν/εται από ανταγωνισμό και ζήλο.
Η καριέρα του «γεννημένου οφσάιντ» Πίπο
Ο Πίπο ήταν εκείνος που ξεκίνησε πρώτος τα επαγγελματικά του βήματα στην Πιασέντζα, ομάδα που αγωνιζόταν στη Σέριε Β. Τα χνάρια του ακολούθησε ύστερα και ο Σιμόνε.
Μετά από τους δανεισμούς του σε ΑλμπινοΛέφφε και Ελλάς Βερόνα, ο Φιλίπο επέστρεψε στην Πιασέντζα δριμύτερος και τη σεζόν 1994-95 συνέβαλε τα μέγιστα ώστε η ομάδα να κατακτήσει το πρωτάθλημα και την άνοδο στα «σαλόνια» της Σέριε Α. Τα 15 γκολ που πέτυχε του εξασφάλισαν μία μεταγραφή στην τροπαιούχο του κυπέλλου ΟΥΕΦΑ, Πάρμα. Στους «κροτσιάτι» (μτφ. σταυροφόροι) θα πετύχει μόλις 2 γκολ σε 15 εμφανίσεις, το ένα μάλιστα κόντρα στην Πασιέντζα, όπου αγωνιζόταν τότε ο μικρός του αδελφός, Σιμόνε.
Την επόμενη σεζόν μετακομίζει στο Μπέργκαμο για χάρη της Αταλάντα και το έπος του Σούπερ Πίπο ξεκινά να γράφεται. 25 γκολ σε 34 εμφανίσεις, πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος (Capocannoniere), ενώ βρήκε γκόλ κόντρα σε κάθε ομάδα της Σέριε Α. Οι εξωπραγματικές εμφανίσεις δεν μπορούσαν παρά να τραβήξουν τα ραντάρ της Γιουβέντους. Στη «Μεγάλη Κυρία» έμεινε για τέσσερις συνολικά σεζόν. Σκόραρε 89 γκολ σε 165 εμφανίσεις ενώ έγινε ο πρώτος ποδοσφαιριστής που πετυχαίνει παραπάνω από ένα χατ-τρικ στο Τσάμπιονς Λιγκ.
Οι φήμες περί ρήξης του Ιντζάκι με τη Γιουβέντους αλλά και η έλευση του νεαρού επιθετικού Νταβίντ Τρεζεγκέ, έφεραν τον Ιντζάκι στην πόρτα της εξόδου και τη μεταγραφή του στην αγαπημένη του Μίλαν. Στο Μιλάνο θα βρει την ποδοσφαιρική του Ιθάκη. Θα μείνει για 11 συνολικά σεζόν, θα σκοράρει ακατάπαυστα, θα κατακτήσει τα πάντα και θα δοξαστεί.
Εκεί θα κλείσει και την καριέρα του. Απολογισμός; 288 γκολ και 45 ασίστ σε 624 αγωνιστικές. 6ος σκόρερ στη λίστα του Τσάμπιονς Λιγκ και βασικό μέλος της Εθνικής Ιταλίας που κατέκτησε το Μουντιάλ του 2006. H εκτελεστική δεινότητα του Πίπο, η «αδιάκοπη» επαφή του με τα δίχτυα τον μετέτρεψαν σε έναν πραγματικό θρύλο του ιταλικού ποδοσφαίρου.
Πολλοί μίλησαν για εκείνον αλλά το «born offside» του Αλέκου, κοινώς Σερ Άλεξ Φέργκιουσον, είναι η πιο χαρακτηριστική φράση κάθως ο Σούπερ Πίπο έπαιζε κυριολεκτικά στον ώμο του τελευταίου αμυντικού.
Η αθόρυβη καριέρα του Σιμόνε
Βλέποντας τον αδελφό του να διαπρέπει, το επαγγελματικό ξεκίνημα του Σιμόνε Ιντζάκι δεν θα ήταν εύκολο. Ο «Ιντζαγκίνο» ξεκίνησε επίσης την καριέρα του από την Πιασέντζα. Την περίοδο που ο αδελφός του είχε ξεκινήσει να γίνεται αστέρας του ποδοσφαίρου, εκείνος «βολόδερνε» στις χαμηλές κατηγορίες Ιταλίας όντας δανεικός σε ομάδες όπως η Κάρπι, η Νοβάρα και η Λουμετσάνε.
Τα πράγματα ξεκίνησαν να αλλάζουν όταν στον τελευταίο του δανεισμό στην ομάδα της Μπρέσελο σκόραρε 10 τέρματα. Η επιστροφή του στην Πιασέντζα, η οποία αγωνιζόταν τότε στη Σέριε Α, θα τον έβρισκε σε δαιμονιώδη κατάσταση καθώς θα σκόραρε 15 γκολ, επίδοση που δεν κατάφερε ποτέ να ξεπεράσει.
Οι καλές του εμφανίσεις έκαναν τον Σουηδό τεχνικό της Λάτσιο, Σβεν Γκόραν Έρικσον, να τον καλέσει αυτοπροσώπως και να του ζητήσει να μετακομίσει στη Ρώμη. Έτσι, ο Μόνε από την ομάδα της πόλης του βρέθηκε σε μία Λάτσιο γεμάτη αστέρες. Ο ανταγωνισμός που είχε με επιθετικούς όπως ο Ρομπέρτο Μαντσίνι, Μαρσέλο Σάλας, Κρίστιαν Βιέρι και Πάβελ Νεντβεντ δεν τον πτόησε. Βρήκε χρόνο συμμετοχής, σκόραρε κάποια σπουδαία γκολ ενώ ήταν μέλος της ομάδας που κατέκτησε το ιστορικό νταμπλ τη σεζόν 1999-00.
Στους Λατσιάλι έμεινε για 10 σεζόν. Και αν δεν μπόρεσε να «πιάσει» τον αδελφό του όσον αφορά στις ατομικές επιδόσεις και διακρίσεις, κατάφερε να πανηγυρίσει 6 εγχώριους τίτλους. Στην Εθνική Ιταλίας είχε μόλις τρεις συμμετοχές, ενώ σε μία από αυτές αγωνίστηκε για 11 λεπτά στην κορυφή της επίθεσης παρέα με τον αδελφό του.
Η σταθερή καταξίωση του Μόνε ως προπονητής
Αδιαμφισβήτητα, από τα δύο αδέλφια, ο Πίπο είναι εκείνος που ως ποδοσφαιριστής έχει αποτυπωθεί εντονότερα στη συνείδηση των οπαδών. Παρόλα αυτά, ο Σιμόνε, που καθ’όλη τη διάρκεια της καριέρας του βρισκόταν στη σκιά του αδελφού του, βρήκε τελικά την αναγνώριση που άξιζε μέσα από την προπονητική.
Όταν αποσύρθηκε από την ενεργό δράση το 2010, η διοίκηση της Λάτσιο επέτρεψε στον Σιμόνε να παραμείνει στην ομάδα. Για έξι χρόνια ο Σιμόνε Ιντζάκι διάβαζε για να γίνει επαγγελματίας προπονητής ενώ παράλληλα προπονούσε τις μικρές ομάδες της Λάτσιο με αρκετή επιτυχία. Το 2016 θα παρουσιαζόταν η ευκαιρία που έψαχνε. Μετά την απόλυση του Στέφανο Πιόλι, ο Σιμόνε ανέλαβε χρέη προπονητή της πρώτης ομάδας μέχρι το τέλος της σεζόν.
Με τον Σιμόνε στον πάγκο, η Λάτσιο πέτυχε τέσσερις νίκες (μία επί της Ίντερ) και τρεις ήττες. Η ομάδα έδειξε σημάδια βελτίωσης όμως το καλοκαίρι η διοίκηση θα υπέγραφε τον Μαρσέλο Μπιέλσα ως νέο προπονητή της ομάδας. Η κίνηση αυτή δυσαρέστησε τον Σιμόνε που άρχισε να βλέπει το μέλλον του μακριά από τη Ρώμη με πιθανότερο προορισμό το Σαλέρνο.
Για καλή του τύχη, η υπόθεση Μπιέλσα εξελίχθησε σε φιάσκο και έτσι ο Ιντζάκι ανέλαβε το δύσκολο έργο να κοουτσάρει μία ομάδα χωρίς καλό υλικό και με ένα κοινό που διψούσε για νίκες και τίτλους. Στην πρώτη του (ολοκληρωμένη) σεζόν κατάφερενα φτάσει με τη Λάτσιο στη κατάκτηση του Κυπέλλου Ιταλίας και την πέμπτη θέση στο πρωτάθλημα. Ο Σιμόνε κατάφερε να κάνει τη Λάτσιο ξανά ομάδα, να αναστήσει την καριέρα του Τσίρο Ιμόμπιλε και να ξεφύγει από τη σκιά του αδελφού του, καθώς ο Πίπο είχε ήδη απομακρυνθεί από τον πάγκο της Μίλαν όντας αποτυχημένο το πέρασμα του.
Την επόμενη σεζόν η Λάτσιο κατέκτησε το Σούπερ Καπ Ιταλίας ενώ τη σεζόν 2020-21 θα οδηγούσε τους Λατσιάλι μέχρι τη «φάση των 16» του Τσάμπιονς Λιγκ. Τον Μάιο του 2021, η διοίκηση της Λάτσιο θα επιβεβαίωνε τις φήμες περί αποχώρησης του Σιμόνε για το Μιλάνο και την Ίντερ.
Αναλαμβάνοντας ένα ακόμη δύσκολο έργο, καθώς παρέλαβε την άκρως επιτυχημένη ομάδα του Αντόνιο Κόντε, ο Ιντζάκι κράτησε τη φόρμουλα επιτυχίας (3-5-2) και κατάφερε να οδηγήσει την Ίντερ σε κατάκτηση δύο Κυπέλλων Ιταλίας και δύο Σούπερ Καπ, ενώ πέρσι με τους νερατζούρι κατάφερε να φτάσει μέχρι τον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ, όπου και τον έχασε στις λεπτομέρειες από τη «διαστημική» Μάντσεστερ Σίτι του Γκουαρντιόλα.
Τη φετινή σεζόν συνεχίζει τις υψηλές πτήσεις σε πρωτάθλημα και Τσάμπιονς Λιγκ μετρώντας 12 νίκες και 2 ισοπαλίες σε 15 παιχνίδια ενώ είναι φαβορί για την κατάκτηση του Σκουντέτο, το μοναδικό εγχώριο τρόπαιο που λείπει από τη συλλογή του. Όλα αυτά την ώρα που ο αδελφός του, Πίπο δεν έχει βρει ακόμη σταθερή προπονητική στέγη με τον ίδιο να επιστρέφει φέτος στη Σέριε Α, αναλαμβάνοντας την τεχνική ηγεσία της ουραγού της βαθμολογίας Σαλερνιτάνα. Το ξεκίνημα του μάλιστα δεν ήταν το ιδανικό, καθώς σε 5 παιχνίδια η ομάδα έχει μόλις μία νίκη στο Κύπελλο.
Η ιστορία των αδελφών Ιντζάκι μας δείχνει ότι με υπομονή και σκληρή δουλειά μπορείς να φτάσεις στην καταξίωση και την αναγνώριση που σου αξίζει. Μπορεί ο Σιμόνε να μην μπόρεσε να κάνει την καριέρα του αδελφού του ως ποδοσφαιριστής όμως η ζωή τον έφερε να είναι πολύ καλύτερος ως προπονητής.
Το σίγουρο είναι πάντως πως οι ισορροπίες αποκατάσταθηκαν στην οικογενεια Ιντζάκι και η Μαρίνα και ο Τζιανκάρλο θα έχουν την ευκαιρία να απολαύσουν μία ακόμη φορά τους γιους τους, αυτή τη φορά από τις κερκίδες του Τζουσέπε Μεάτσα. Άλλωστε, όπως έχει δηλώσει ο πατέρας τους στο παρελθόν «τουλάχιστον, αν ο ένας από τους γιους μου χάσει, μπορεί να παρηγορηθεί με το γεγονός ότι ο άλλος κέρδισε».