Είναι κοινώς αποδεκτό ότι στην Ελλάδα ξέρουμε τι θα πει “σωστό καλοκαίρι”. Μεγαλώνουμε με τον ήλιο να τυφλώνει την όραση μας, το θαλασσινό νερό να αγκαλιάζει το σώμα μας και η αλμύρα να μένει στο δέρμα μέχρι το βράδυ που -ίσως- φύγουμε από τη θάλασσα.
Ωσάν παιδιά, περιμέναμε ανυπόμονα τις 15 Ιουνίου, να πούμε αντίο στα καλά συνηθισμένα και να ξεκινήσουμε να μετράμε παγωτά και καλαμαράκια, σμίγοντας με τους καλοκαιρινούς μας φίλους, τη θάλασσα, το χωριό, και τα ήρεμα απογεύματα με τα αξημέρωτα βράδια.
Και τώρα όμως που η παιδική μου ηλικία έχει παρέλθει, αισθάνομαι τον ίδιο ενθουσιασμό για αυτή την θερινή ξεγνοιασιά. Μπορεί να μην περιμένω τις 15 Ιουνίου, προσθέτω ωστόσο στο ημερολόγιο μου την πρώτη προβολή στα θερινά, διότι σηματοδοτεί την ημέρα έναρξης μιας συναρπαστικής περιόδου, που όμως δεν έχει ξεκινήσει ολοκληρωτικά ακόμη, γιατί είναι Ιούνιος.
Αν περιέγραφα λοιπόν με μία λέξη τον Ιούνιο, αυτή θα ήταν ανυπομονησία. Κι αν τον περιέγραφα με δύο, θα πρόσθετα και την υπομονή. Είναι ο μήνας που η δύση του ηλίου καθυστερεί, δίνοντας σου την παραίσθηση ότι κλέβεις χρόνο, ότι σου χαρίζονται ώρες και μαζί με αυτές στιγμές και εικόνες. Είναι ο μήνας που, αν και δεν τελειώνει το έτος, νιώθεις τη αίσθηση του τέλματος και της αρχής.
Είναι ο μήνας που ξεκινάς να νιώθεις τη ζέστη και δυστυχώς τον ιδρώτα στο δέρμα σου, που αισθάνεσαι την κούραση στο σώμα σου, παράλληλα όμως γεμίζεις με όρεξη και ενέργεια να δράσεις, να γελάσεις, να χορέψεις, να κολυμπήσεις, να ταξιδέψεις… να βγεις ΕΞΩ! Γιατί πλέον το “μέσα” δεν είναι μία φιλόξενη φωλιά, αλλά ένα ζεστό κλουβί που σε κρατά μακριά από όλα όσα πλημμυρίζουν την καρδιά σου με ήλιο!
Μολονότι όμως το μυαλό σου κατακλύζεται από αυτές τις σκέψεις, εσύ παραμένεις δέσμιος της πραγματικότητας γιατί… είναι Ιούνιος! Διότι όλα αυτά που ονειρεύεσαι δύνανται να γίνουν, αλλά όχι τώρα, μετά. Έτσι καταλήγεις να κατακλύζεσαι από ανυπομονησία που όμως παραμένει ανικανοποίητη. Κι όσο δεν τρέφεται, η πείνα της φουντώνει τόσο, ώσπου κάποια στιγμή μετατρέπεται σε απογοήτευση, απελπισία, αμηχανία. Εδώ χρειάζεται η δεύτερη λέξη, η υπομονή.
Είναι πραγματικά δύσκολο να μείνεις αλώβητος όταν, ενώ οι ιδανικές συνθήκες υφίστανται και η όρεξη είναι αχαλίνωτη, πρέπει να μείνεις βιδωμένος σε ένα σπίτι… για να διαβάσεις, να παραμείνεις σε ένα γραφείο, ένα νοσοκομείο, ένα εργοστάσιο… για να δουλέψεις, σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Σαν να μην είσαι σε ένα παράλληλο σύμπαν κάπου αλλού, μακριά, να κάνεις κάτι σίγουρα εντελώς διαφορετικό.
“Ο Ιούνιος είναι ωραίος, αν…” ακούγεται συχνά, δικαιολογημένα. Ένας μήνας μεταίχμιο, που όχι μόνο δεν ξέρεις πώς πρέπει να αντιδράσεις, αλλά στην πραγματικότητα δεν έχεις ούτε τη δυνατότητα να το κάνεις. Κι η δυσκολία εντείνεται, καθώς παρακολουθείς αυτούς τους τυχερούς που έχουν ήδη ενσαρκώσει τον καλοκαιρινό τους εαυτό.
Βλέπεις τα παιδιά να είναι ήδη στο 10ο παγωτό, ενώ εσύ είσαι στο 10ο καφέ στην ύστατη προσπάθεια σου να ξυπνήσεις, μήπως και βγει η δουλειά. Γιατί μετά θα λείπεις, απολαμβάνοντας την ηρεμία των κυμάτων της θάλασσας και όχι τη νηνεμία ενός ξερού αστικού δρόμου που αντικρίζεις τώρα. Ευτυχώς για την ψυχική σου υγεία, δυστυχώς όμως για τις υποχρεώσεις σου.
Έτσι ο Ιούνιος δεν είναι μόνο δύσκολος, γιατί η ανυπομονησία σου είναι κουδούνι που παρακαλάει να το ακούσεις και η υπομονή σου ξεχειλωμένο λάστιχο, αλλά και γιατί καλείσαι να ανταποκριθείς σε αυξημένες απαιτήσεις υπό αυτές τις συνθήκες. Από τις σχολικές εξετάσεις, στην ακαδημαϊκή εξεταστική, στις προθεσμίες που λήγουν λόγω καλοκαιριού και τις επαγγελματικές υποχρεώσεις που δεν πρέπει να μείνουν πίσω, όσο θα τις έχεις ξεχάσει όταν ανέβεις στο πλοίο και δεις το πέλαγος.

Τι κάνεις λοιπόν;
Πώς επιβιώνεις σε αυτή την εκνευριστική κατάσταση αναμονής;
Πώς σταματάς να αισθάνεσαι παγιδευμένος σε αυτή την ατελείωτη ουρά που, όσο κυλά ο μήνας μικραίνει, μικραίνει όμως και η υπομονή σου και εσύ την βλέπεις να διογκώνεται;
Θυμάμαι κάτι καλοκαιρινά βράδια Ιουνίου να κοιτάμε με τους φίλους μου τα αστέρια και να ευχόμαστε να δούμε πεφταστέρι. Όσο περιμέναμε, εκμυστηρευόμασταν στους υπόλοιπους τι ευχή θα κάνουμε με το που το εντοπίσουμε. Δεν είδαμε ποτέ.
Όταν πέρασε το καλοκαίρι όμως κατάλαβα ότι το ζήτημα δεν ήταν ποτέ το πεφταστέρι. Ήταν οι ώρες που περνούσαμε με τα μάτια καρφωμένα στον ουρανό να μοιραζόμαστε τις σκέψεις μας, τα γέλια μας, την ίδια ελπίδα ότι θα το εντοπίσουμε. Διότι, όταν πήγαινα εν τέλει για ύπνο, αν και δεν το είχαμε δει, αισθανόμουν πλήρης.
Γιατί αυτή η αίσθηση ανυπομονησίας, αυτή η ξεγνοιασιά και κυρίως, το συναίσθημα ότι μοιράζομαι όλες αυτές τις στιγμές με ανθρώπους που με το πέρας του χρόνου συνειδητοποίησα ότι λάμπουν περισσότερο από οποιοδήποτε αστέρι, πλημμύριζε την καρδιά μου και εξακολουθεί να το κάνει επιτυχώς.
Ακόμη κι αν είναι Ιούνιος, ακόμη κι αν το επόμενο πρωί θα βρεθώ στο ίδιο γραφείο και όχι σε μία ξαπλώστρα να ακούω τα κύματα. Κι αυτό γιατί ακόμη κι αν ο Ιούνιος σε αφήνει μόνο με ανυπομονησία, πάντα μπορείς να διοχετεύσεις έστω και αυτό το προοίμιο καλοκαιρινού συναισθήματος σε μία μικρή, απλή, καθημερινή εμπειρία, προκειμένου να αναχθεί σε κύρια θερινή ανάμνηση. Διότι, σαφώς τα καλύτερα έπονται, αυτό δεν συνεπάγεται όμως ότι τα προηγηθέντα είναι χείριστα ή άσημα. Σημαίνει απλώς ότι είναι η αρχή!
Μετάτρεψε τον Ιούνιο σου λοιπόν στην πιο αισιόδοξη αρχή ενός καλοκαιριού που δεν αργεί να αρχίσει. Κι όταν αισθανθείς ότι η ανυπομονησία έχει εξαντλήσει την υπομονή σου, κοίτα ψηλά, γιατί πάντα υπάρχει ένα αστέρι που λάμπει να σου υπενθυμίζει ότι παντού μπορείς να βρεις την ομορφιά… ακόμη και χωρίς πεφταστέρι.