Τα τελευταία εκατό χρόνια, ο θρύλος του Κόμη Δράκουλα, του απέθαντου βαμπίρ που τρέφεται με ανθρώπινο αίμα, έχει στοιχειώσει τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο. Το έργο του Μπραμ Στόκερ με την πνιγηρή και σκοτεινή του ατμόσφαιρα εξακολουθεί να εμπνέει δημιουργούς κάθε μορφής της τέχνης. Μέχρι και σήμερα εξακολουθούν να κυκλοφορούν ταινίες, σειρές και βιβλία που φιλοδοξούν να αποτυπώσουν το απειλητικό κλίμα του πρωτοτύπου.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η τελευταία ταινία «Νοσφεράτου» του Ρόμπερτ Έγκερς (2024), που κυκλοφόρησε πρόσφατα ως ριμέικ του πρώτου «Νοσφεράτου: Μια συμφωνία τρόμου» (1922). Από τα παραπάνω είναι φανερός ο ηχηρός αντίκτυπος του βιβλίου και της ταινίας που πλέον συγκαταλέγονται στα κλασικά έργα της παγκόσμιας τέχνης του τρόμου. Ποια είναι όμως η μεταξύ τους σχέση; Πού συγκλίνουν, πού απέχουν και τι είναι αυτό που τα καθιστά αξεπέραστα;
Το βιβλίο
Ο «Δράκουλας», ίσως το πιο χαρακτηριστικό κλασικό μυθιστόρημα γοτθικού τρόμου, δημοσιεύτηκε το 1897 από τον Ιρλανδό συγγραφέα Μπραμ Στόκερ. Για τη συγγραφή του, ο Στόκερ βασίστηκε στη μακραίωνη παράδοση της περιοχής της Τρανσιλβανίας, συγκεντρώνοντας πληροφορίες για βρικόλακες, βαμπίρ και σκοτεινά πλάσματα της νύχτας, καθώς και όλες τις δεισιδαιμονίες που τα περιέβαλλαν.

Απ’ το βιβλίο είναι φανερό πως ο συγγραφέας εμπνεύστηκε από ιστορικές αναφορές σχετικά με την πραγματική ταυτότητα του Δράκουλα των Καρπαθίων, του Βλαντ Γ’ Τσέπες, γνωστό και ως Βλαντ Ντράκουλα ή Βλαντ ο Παλουκωτής (1431-1476). Ο αιμοσταγής ηγεμόνας υπήρξε βοεβόδας-πρίγκιπας της Βλαχίας τρεις φορές και έμεινε στην ιστορία για τη σκληρότητα με την οποία εξολόθρευσε χιλιάδες Οθωμανούς.
Ο Μπραμ Στόκερ αντλώντας έμπνευση απ’ τον θρύλο του αμείλικτου ηγεμόνα πλάθει τον χαρακτήρα του Κόμη Δράκουλα, ενός ευγενή από την Τρανσιλβανία που τρέφεται με ανθρώπινο αίμα και υπακούει στους κανόνες του σκότους. Αν και βιβλία για βαμπίρ υπήρξαν και πριν τη δημοσίευση του «Δράκουλα», η επιρροή του συγκεκριμένου βιβλίου στη λογοτεχνία τρόμου υπήρξε τόσο καθοριστική, ώστε ο Στόκερ θεωρήθηκε ο μεγάλος εμπνευστής του μύθου των βρικολάκων.
Η ταινία
Ωστόσο, η επίδραση αυτού του κλασικού έργου δεν σταματάει εδώ. Οι διασκευές του βιβλίου στον κινηματογράφο ξεκίνησαν από πολύ νωρίς, ενώ πλέον υπάρχουν πάνω από 200 κινηματογραφικές μεταφορές που άντλησαν έμπνευση από το βιβλίο. Σαφώς με τέτοια πληθώρα επιλογών είναι δύσκολο να διαλέξει κανείς την καλύτερη, ωστόσο αναμφίβολα η ταινία του Φ. Μουρνάου «Νοσφεράτου: Μια συμφωνία τρόμου» (1922) αποτελεί την πιο επιδραστική ταινία τρόμου που, αν και δεν αναγνωρίστηκε ποτέ επίσημα ως διασκευή του έργου του Στόκερ, εμπνέεται ξεκάθαρα απ’ αυτό.

Πρόκειται για την πρώτη διασωσμένη μεταφορά του βιβλίου σε ταινία που σημάδεψε τον κλασικό κινηματογράφο με την εξπρεσιονιστική της ατμόσφαιρα, τις έντονες αντιθέσεις σκοταδιού και φωτός και τη σκοτεινή αισθητική της. Είναι βουβή ταινία τρόμου γερμανικής παραγωγής που προβλήθηκε το 1922, όμως δεν έγινε γνωστή στο ευρύ κοινό πριν το 1929. Αυτό συνέβη γιατί η εταιρεία παραγωγής της, Prana films δεν είχε εξασφαλίσει τα πνευματικά δικαιώματα από το έργο του Στόκερ.
Η χήρα του συγγραφέα, Φλόρενς Στόκερ, ξεκίνησε μια μεγάλη δικαστική διαμάχη και τελικά κέρδισε στα δικαστήρια που αποφάσισαν να καταστραφεί κάθε κόπια της ταινίας. Ωστόσο, παρά την εντολή μερικά αντίγραφα διασώθηκαν και έτσι το «Νοσφεράτου» επιβίωσε για να σημαδέψει τελικά την ιστορία της έβδομης τέχνης.
Διαφορές και ομοιότητες στην πλοκή και το σενάριο
Ο σεναριογράφος της ταινίας, Χένρικ Γκάλεεν κρατάει τον βασικό αφηγηματικό κορμό του «Δράκουλα», αλλάζει ωστόσο τα ονόματα των χαρακτήρων και την τοποθεσία που εκτυλίσσονται τα γεγονότα για να αποφύγει την ταύτιση με το έργο του Στόκερ. Έτσι, ο Κόμης Δράκουλας γίνεται Κόμης Όρλοκ, ο Τζόναθαν Χάρκερ, Χούτερ και η Μίνα μετονομάζεται σε Έλεν.
Παράλληλα, ένα μεγάλο κομμάτι της δράσης μεταφέρεται από το Λονδίνο («Δράκουλας») στη Βρέμη («Νοσφεράτου»). Επιπλέον, χαρακτήρες του βιβλίου που έχουν πιο καθοριστικό ρόλο και έντονη δράση, όπως ο Βαν Χέλσινκ και η Λούσι, στην ταινία είτε απουσιάζουν είτε υποβαθμίζονται, ώστε η αφήγηση να επικεντρωθεί περισσότερο στον Κόμη Όρλοκ και την αλληλεπίδρασή του με τους κεντρικούς χαρακτήρες -τον Χούτερ και την Έλεν.
Παρά την απλουστευμένη πλοκή της, η ταινία δεν υπολείπεται στην αποτύπωση της αισθητικής του βιβλίου. Οι έντονες σκιές, τα σκοτεινά πλάνα, η αντίθεση ανάμεσα στο τεχνητό φως και το πυκνό σκοτάδι της νύχτας δημιουργούν μια πυκνή, κλειστοφοβική ατμόσφαιρα που ταιριάζει με την εσωτερική ένταση και τον τρόμο του μυθιστορήματος.
Ο Στόκερ χρησιμοποιεί στην αφήγησή του ισχυρά εκφραστικά μέσα, πολύπλευρες οπτικές αφήγησης που συνεισφέρουν στην επανάληψη ή αναδιήγηση σημαντικών σκηνών, επίθετα, παρομοιώσεις και συχνά έναν φορτισμένο συναισθηματικά λόγο που δημιουργεί ένταση και αμεσότητα. Το σκοτάδι τόσο στην αφήγηση του Στόκερ, όσο και στην πλοκή της ταινίας συμβολίζει το κακό και τον θάνατο, ενώ το φως που παλεύει να επικρατήσει συμβολίζει τη σωτηρία της ψυχής, τη λύτρωση από καταχθόνιες δυνάμεις του κακού.
Άλλες διαφορές: Ο τίτλος
Οι διαφορές, όμως, ανάμεσα σε βιβλίο και ταινία δεν σταματούν εδώ. Η πιο εμφανής είναι ίσως ο τίτλος που επιλέγεται. Η επιβλητική λέξη «Δράκουλας» αντικαθίσταται από τον Φρίντριχ Μουρνάου σε «Νοσφεράτου», μια ακατανόητη λέξη για το ευρύ κοινό που τελικά προσδίδει στην ταινία μια διαφορετική αλληγορική διάσταση.
Η λέξη «νοσφεράτου» εμφανίζεται πράγματι και στο μυθιστόρημα του Στόκερ δύο φορές, όπου αποδίδεται η έννοια του «νεκροζώντανου», του «απέθαντου». Ο συγγραφέας την χρησιμοποιεί σαν συνώνυμη του βαμπίρ ή του βρικόλακα, γράφοντας χαρακτηριστικά «Ο νοσφεράτου δεν πεθαίνει σαν τη μέλισσα μετά το τσίμπημα. Αντιθέτως γίνεται πιο δυνατός».

Ο Μουρνάου, όμως, εμβαθύνει στην προέλευση και την ετυμολογία της λέξης και προσδίδει ένα νέο συμβολικό φορτίο που απουσιάζει παντελώς στο βιβλίο: αυτό του «νοσοφόρου», του φορέα δηλαδή της ασθένειας. Σύμφωνα με κάποιες θεωρίες, το «νοσφεράτου» πιθανότατα συνδέεται με την ελληνική λέξη «νοσοφόρος».
Αυτή την άποψη αξιοποιούν οι δημιουργοί της ταινίας, εντάσσοντας στην πλοκή μια επιδημία πανούκλας που ξεσπά στην πόλη της Βρέμης μαζί με την άφιξη του καταχθόνιου Κόμη Όρλοκ. Έτσι, ο νοσφεράτου δεν είναι μόνο ένα βαμπίρ που απειλεί τη ζωή των πρωταγωνιστών, αλλά και ο φορέας ενός συλλογικού κακού, μιας ευρύτερης απειλής της σήψης και του θανάτου.
Ο συμβολισμός της ασθένειας
Η επιλογή της επιδημίας μιας τρομακτικής ασθένειας -της πανούκλας- δεν συμβάλλει μόνο στην καθολικότητα του τρόμου, αλλά αποκτά και έντονη συμβολική φόρτιση. Ο Μουρνάου κάνει σαφή υπαινιγμό στην πανδημία της Ισπανικής Γρίπης του 1918, μια φριχτή εμπειρία ακόμα νωπή στη μνήμη του τότε κοινού. Έτσι, προς το τέλος της ταινίας κυριαρχεί η αίσθηση του αδιεξόδου, του πανικού, αλλά και της μόλυνσης από το ακάθαρτο.
Αντίστοιχα, στο μυθιστόρημα ο τρόμος δεν περιορίζεται μόνο στο σωματικό επίπεδο, αλλά και στην αλλοίωση της ανθρώπινης ψυχής μέσω του μολυσμένου, βρόμικου αίματος. Το αίμα ως προάγγελος ζωής συμβολίζει τη φυσική της συνέχεια, η ακραία όμως επιμήκυνση αυτής μέσα από την ύπαρξη του απέθαντου, βεβηλώνει την ιερότητά του. Έτσι, η ευτυχία συνδέεται τελικά με τον σωματικό θάνατο, ο οποίος εξασφαλίζει τη σωτηρία της αιώνιας ψυχής.
Η θρησκευτική διάσταση που δίνει ο συγγραφέας στο μυθιστόρημα είναι έκδηλη σε πολλές τελετουργίες που ακολουθούν οι ήρωες για να εξαλείψουν το κακό. Χαρακτηριστικά χρησιμοποιούν το σύμβολο του σταυρού και την όστια ως όργανα απώθησης και εξολόθρευσης του Δράκουλα, ενώ οι συχνές προσευχές τους τους βοηθούν να διατηρούν την πίστη και την ελπίδα πως το κακό μπορεί τελικά να εξοντωθεί. Αυτή η έντονη θρησκευτική παρουσία δεν λειτουργεί μόνο ως μέσο εξολόθρευσης του εξωτερικού κακού, αλλά αποκαλύπτει και τον εσωτερικό αγώνα των ηρώων για ηθική και πνευματική καθαρότητα.
Συμπερασματικά
Όπως φαίνεται λοιπόν, παρά τις διαφορές τους που ποικίλλουν, το βιβλίο και η ταινία καταφέρνουν εξίσου να μεταδώσουν την αίσθηση του απόλυτου τρόμου. Ενός τρόμου, μάλιστα, υπαρξιακού που εμβαθύνει στη φιλοσοφία και την αξία της ύπαρξης.
Αν όλοι οι φόβοι μας αντανακλούν τελικά τον φόβο του θανάτου, ο Στόκερ και οι δημιουργοί της ταινίας καταφέρνουν κάτι βαθύτερο από αυτό: να μεταθέσουν το επίκεντρο του φόβου όχι στην απώλεια της ζωής, αλλά στη διαφθορά της. Το ουσιώδες δεν είναι απλώς να ζεις, αλλά να ζεις με καθαρότητα και ακεραιότητα, χωρίς να μολυνθείς απ’ το σκοτάδι. Η μεγάλη αγωνία των ηρώων δεν είναι ο θάνατος, αλλά η απώλεια του εαυτού τους.
Μέσα από τα δύο αριστουργήματα της λογοτεχνίας και του κινηματογράφου, εκεί που το σκοτάδι συναντάει το φως και οι σκιές μεγεθύνονται, αποκαλύπτεται το αληθινό στοίχημα της ανθρώπινης ύπαρξης: όχι να γλιτώσουμε τον θάνατο, αλλά να διαφυλάξουμε την ακεραιότητά μας πριν έρθει. Αυτός ο φόβος -διαχρονικός όσο και ανθρώπινος- είναι αυτός που κρατάει ακόμα ζωντανό τον θρύλο του Δράκουλα πάνω από εκατό χρόνια, μετά την κυκλοφορία του.