Ο ανθρώπινος νους είναι δύναμη μεγάλη, όχι όμως μεγαλύτερη από την περιέργεια του!
Καθόλη τη διάρκεια της ζωής του, στριφογυρνά κανείς τα μάτια του και ψάχνει σαν αρπακτικό το επόμενο “θύμα” της… σκέψης του, της περιέργειας του, της φαντασίας του.
Καθόλη τη ζωή του, ενώ τρέχει με τα πόδια, ο εγκέφαλος του καλπάζει φτάνοντας σε νέα μονοπάτια αμφιταλάντευσης, σε νέες ανακαλύψεις… φαντασίας!
Καθόλη τη ζωή του, είναι υποχείριο μίας απροσπέλαστης, ανίκητης, λαίμαργης ανάγκης να δει, να ακούσει, να νιώσει αυτό που μπορεί, κι αυτό που δεν μπορεί με την ελπίδα να ανακαλύψει τον θησαυρό της ευτυχίας του.
Έως ότου βέβαια η περιέργεια καταλήξει κοφτερό μαχαίρι που δεν διαπερνά τα εμπόδια, αλλά το δέρμα του. Τότε, σταματά να ψάχνει με τις αισθήσεις του και ξεκινά να δημιουργεί με τη φαντασία του. Γιατί πώς μπορεί να πληγωθεί κανείς αν όλοι οι παράγοντες, όλες οι καταστάσεις, αν ακόμη και η τύχη ρυθμίζονται από τον ίδιο; Γιατί, όταν κανείς πλάθει τον κόσμο με τις δικές του πλαστελίνες, όταν τοποθετεί τα δικά του τουβλάκια για να χτίσει το πιο εμβληματικό κάστρο σε μία διάσταση όπου καμία δύναμη δεν μπορεί να το διαλύσει, πώς θα δυστυχήσει;
Έτσι ο άνθρωπος επιλέγει να φαντάζεται, ξεκινά να πλάθει με τον νου του “το ιδανικό”, να “γεμίζει” τα κενά ή καλύτερα τις τρύπες της πραγματικότητας που δημιουργούν οι τακτικές πυρκαγιές της ζωής του. Γιατί όταν η ιστορία σου παίρνει φωτιά, αντί να πάρεις τον πυροσβεστήρα, μπορείς απλώς να κλείσεις τα μάτια… και η φωτιά εξαφανίστηκε. Γιατί στη φαντασία σου δεν υπάρχει φωτιά, στη φαντασία σου δεν σε πλήγωσε κανείς, στη φαντασία σου δεν θα σε πληγώσει ποτέ κανένας. Γιατί στη φαντασία σου είναι όλα υπέροχα! Δεν είναι υπέροχο;
Έτσι λοιπόν, αρχίζεις να αγαπάς αυτά τα γεμίσματα, ξεκινάς να επιδιώκεις να υπάρχουν κενά στην ιστορία σου, στοιχεία που λείπουν για ανθρώπους που νοιάζεσαι να τα “καταχωνιάσεις” κι’ άλλο, μη τυχόν εμφανιστούν στην επιφάνεια και σου χαλάσουν την “εικόνα”. Άνθρωποι που μόλις γνώρισες, με ενθουσιασμό τους εκθειάζεις. Άνθρωποι που γνωρίζεις ελάχιστα, τους περιγράφεις με χαμόγελο στα χείλη.
Καταλήγουμε λοιπόν να αγαπάμε και να θέλουμε να αγαπήσουμε όσους θα θέλαμε να μάθουμε. Αγαπάμε όσους θαυμάζουμε, όσους ζηλεύουμε τη ζωή τους και σε όσους θα θέλαμε να μοιάσουμε. Αγαπάμε όσους περαστικούς στη ζωή μας πρόσθεσαν ένα χαμόγελο στα χείλη μας και έφυγαν.
Και τους αγαπάμε γιατί δεν προλάβαμε να πληγωθούμε γνωρίζοντας τους.
Τους αγαπάγαμε γιατί δεν προλάβαμε να εντοπίσουμε τα μελανά τους σημεία.
Τους αγαπάμε γιατί νιώθουμε την ανάγκη να αγαπήσουμε κάποιον προτού αντιληφθούμε αν αξίζει η όχι την καρδιά μας.
Γιατί φοβόμαστε οι άνθρωποι μην γίνουν στάχτη, σκόνη και χαθούν με τον βοριά, ή χειρότερα, γιατί φοβόμαστε ότι θα αποδειχτούν σχέσεις σκάρτες, ενώ εμείς θελουμε να θεμελιώσουμε σχέσεις ζωής. Και υπό αυτόν τον φόβο, προσπαθούμε να «ρουφήξουμε» όσο οξυγόνο μπορούμε, όσες καλές στιγμές μπορούν να γίνουν γλυκές αναμνήσεις, όσα χαμόγελα μπορούν να σχηματιστούν στο πρόσωπο μέχρι τα χείλη να ευθυγραμμιστούν πλήρως.
Γιατί, δυστυχώς, ίσως εκείνος ο φόβος επιβεβαιωθεί. Και τότε, θα ήθελες τουλάχιστον να ζεσταθείς από μια γλυκόπικρη ανάμνηση μίας εμπειρίας που άξιζε, χρησιμοποιώντας την σαν απαλή γάζα για την πληγή που τώρα άνοιξε.
Ίσως όμως η φαντασία να μην είναι τόσο υπέροχη όσο πιστεύουμε. Ίσως απλώς κρύβει πολύ καλά το αληθινό της πρόσωπο. Ίσως χρησιμοποιεί και για εκείνη το ίδιο προσωπείο που “δανείζει” στη ζωή σου και από πραγματικότητα μετατρέπεται σε όνειρο ή καλύτερα… σε ψευδαίσθηση.
Η φαντασία είναι ο σύμμαχος που κάποια στιγμή γίνεται εχθρός και σε μαχαιρώνει πισώπλατα. Είναι εκείνη που σου δημιουργεί το ποθητό, εκείνο που όταν το βλέπεις οι κόρες διαστέλλονται και τα βλέφαρα κολλούν στα φρύδια. Κι όταν το πιστέψεις αρκετά, θρυμματίζει το πάτωμα που πατούσες και σε ρίχνει στην αληθινή διάσταση των πραγμάτων. Η πτώση είναι άγαρμπη, πέφτεις από ψηλά, πολύ ψηλά, και ξαφνικά, εκεί που δεν το περιμένεις. Το σώμα σου γεμίζει μώλωπες, η καρδιά σου ρωγμές και τα μάτια σου απογοήτευση. Το πλήγμα είναι μεγάλο.
Η φαντασία δεν σε χτύπησε μόνο, σε αποπλάνησε δημιουργώντας προσδοκίες, και σε ανάγκασε να τις παρακολουθείς να καταρρίπτονται μία-μία. Συνειδητοποιείς τη σαθρότητα της φαντασίας σου, την κενότητα ενός πλασματικού σύμπαντος, αντιλαμβάνεσαι πως “ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός”. Κι έτσι επιλέγεις την επιστροφή στην πραγματικότητα. Γιατί, αν πληγώνεσαι ακόμα και σε μια πλασματική ευτυχία, καλύτερα να ζήσεις με τα σημάδια μιας αληθινής!