Στην 97η τελετή απονομής των Όσκαρ, που είχε αρκετές εκπλήξεις, θριάμβευσε τελικά η ταινία του Σον Μπέικερ, «Anora» κερδίζοντας πέντε χρυσά αγαλματίδια.
Τα βραβεία
Ο σκηνοθέτης της ταινίας κατάφερε να αποσπάσει τέσσερα Όσκαρ για μια μόνο ταινία: Καλύτερης Tαινίας, Σκηνοθεσίας, Πρωτότυπου Σεναρίου και Μοντάζ, ένα επίτευγμα σπάνιο στην ιστορία των βραβείων. Αντίστοιχο αριθμό βραβείων είχε κερδίσει ο Γούλτ Ντίσνει το 1954, αλλά για διαφορετικές ταινίες. Επιπλέον, η πρωταγωνίστρια της ταινίας, Μάικι Μάντισον κέρδισε το Όσκαρ Α’ Γυναικείου ρόλου για την ερμηνεία της, αφήνοντας πίσω της την Ντέμι Μουρ, που από πολλούς θεωρούνταν φαβορί λόγω της μεταμορφωτικής ερμηνείας της στην ταινία, «The substance: Το ελιξίριο της Νιότης».


Πορεία στον χρόνο μέχρι την ανάδειξη στα Όσκαρ
Είναι γεγονός πως πριν καλά-καλά κυκλοφορήσει η ταινία ξεκίνησε δυναμικά κερδίζοντας τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών, τον Μάιο του 2024. Με την κυκλοφορία της στις αίθουσες, η «Anora», με προϋπολογισμό μόλις έξι εκατομμυρίων δολαρίων, σημείωσε εμπορική επιτυχία φτάνοντας τα 40 εκατομμύρια δολάρια, αλλά δίχασε το κοινό. Ενώ οι κριτικοί την αποθέωσαν, πολλοί θεατές θεώρησαν πως δεν ανταποκρίνεται στις υψηλές προσδοκίες που δημιουργήθηκαν με τη βράβευσή της στις Κάννες. Λίγο πριν τη σαρωτική της επικράτηση στα βραβεία Όσκαρ, η «Anora» άρχισε ξανά να κερδίζει έδαφος με την ανάδειξή της στα βραβεία Critics’ Choice και Independent Spirit.
Άξιζε τελικά η «Anora» τις τόσες βραβεύσεις;
Πλοκή
Η ταινία, που από πολλούς έχει χαρακτηριστεί ως μια σύγχρονη εκδοχή της «Σταχτοπούτας», αφηγείται την ιστορία μιας σεξεργάτριας από τη Νέα Υόρκη που γνωρίζει τον γιο ενός Ρώσου ολιγάρχη στο στριπ κλαμπ, όπου εργάζεται. Σύντομα, αποφασίζει να τον παντρευτεί, μόλις όμως η είδηση φτάνει στους γονείς του είναι σαφές πως εκείνοι θα κάνουν τα πάντα για να ακυρώσουν αυτόν τον γάμο.
Κοινωνικά ζητήματα στην ταινία
Επιλέγοντας ξανά το θέμα της σεξεργασίας μετά το Tangerine (2015), ο Σον Μπέικερ με τον ωμό ρεαλισμό που τον διακρίνει και την ευαίσθητη ματιά του, εστιάζει σε ήρωες του περιθωρίου. Η Ανόρα, η Άνι όπως της αρέσει να την αποκαλούν, είναι μια δυναμική ηρωίδα που βιώνει την πραγματικότητα με αποδοχή. Δεν κάνει πίσω, ξέρει να διεκδικεί ό,τι θεωρεί ότι της ανήκει.
Ξαφνικά όμως, γνωρίζοντας τον Ιβάν (Mark Eydelshteyn), το αμερικανικό όνειρο χτυπάει την πόρτα της και νέοι ορίζοντες ανοίγονται μπροστά της. Η Ανόρα βουτάει σ’ αυτό το όνειρο σχεδόν βίαια και παρορμητικά, με το θάρρος της σύγχρονης γυναίκας που παρότι έχει μάθει στη σκληρότητα της ανέχειας, δεν έχει πάψει να ονειρεύεται.
Σ’ εκείνο το σημείο, η πάλη της κοινωνικής ανισότητας κάνει την εμφάνισή της και απειλεί να κλονίσει το όνειρο που σιγοκαίει, εκείνο το κομμάτι της «Σταχτοπούτας» που θέλει να σωθεί. Ο Σον Μπέικερ, όμως, δεν είναι σκηνοθέτης των κλισέ και η ηρωίδα του, αυτόνομη και καθαρή μπορεί να ανατρέψει τη ροή του παραμυθιού, χωρίς να αναιρέσει την ελπίδα των χαμηλότερων κοινωνικών τάξεων για ένα καλύτερο μέλλον.
Η ταινία χωρίζεται σε τρεις πράξεις, κάθε μια με τη δική της ξεχωριστή γοητεία και ένταση. Στο πρώτο μέρος παρακολουθούμε με ρεαλιστική ματιά τη ζωή της σεξεργάτριας και την πρώτη της γνωριμία με τον Ιβάν, τον γιο του Ρώσου ολιγάρχη. Επικρατούν ρυθμοί διασκέδασης, σεξ, χορός, μουσική και καταχρήσεις. Μετά τον γάμο τους στο Λας Βέγκας, ξεκινά η δεύτερη πράξη της ταινίας, μια ανελέητη κωμωδία που παραπέμπει σε κωμωδία σλάπστικ ή σκρούμπολ. Μια κωμωδία “τραβηγμένων” καταστάσεων και υπερβολής, με την οποία ο σκηνοθέτης χαρίζει γέλιο και στον πιο απαιτητικό θεατή.
Τέλος, έρχεται το δράμα, εκεί που το όνειρο ανατρέπεται και η ματαίωση κυριαρχεί, ενώ το φινάλε πέφτει με μια τρυφερή και γεμάτη συναίσθημα ρομαντική σκηνή.
Ο ανεξάρτητος κινηματογράφος θριαμβεύει
Με βάση τα παραπάνω, φαίνεται πως ο Σόν Μπέικερ, δημιουργός του ανεξάρτητου κινηματογράφου σε παραγωγές χαμηλού προϋπολογισμού, επενδύει στον ρεαλισμό και το συναίσθημα. Αποφεύγοντας τον εκβιασμό συναισθημάτων, με ελκυστική ροή που κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή δίκαια διακρίνεται για την αλήθεια που αναδεικνύει. Επιλέγει σχετικά άγνωστους ηθοποιούς, οι οποίοι ενσαρκώνουν τους ρόλους με αυθεντικότητα.
Οι χώροι που γυρίζονται οι σκηνές του είναι γεμάτοι αληθινές, καθημερινές εικόνες και ήχους, ενώ το μοντάζ εμβαθύνει στους χαρακτήρες που βρίσκονται στο περιθώριο, δίνοντάς τους φωνή και χώρο να αναπνεύσουν. Δεν επιλέγει να κρίνει επιφανειακά, μα αφήνει τον θεατή να αξιολογήσει την αλήθεια που παρουσιάζεται στα μάτια του, αυτή που είναι αποτέλεσμα ουσιαστικής και ενσυναισθητικής έρευνας.

Το αμερικανικό όνειρο και η Anora
Τελικά, το αν η ταινία «Anora» κριθεί υπερεκτιμημένη ή αντάξια των πολλαπλών βραβείων που απέσπασε, μόνο ο χρόνος θα το δείξει. Αν επικρατήσει όμως, θα παραμείνει ως μια ρεαλιστική απεικόνιση της πραγματικότητας για όλους τους απογοητευμένους ρομαντικούς της σύγχρονης εποχής. Για όσους νιώθουν πως το αμερικανικό όνειρο, όπως το γνωρίσαμε στις αρχές του 20ου αιώνα μέσα από τις τέχνες, δεν έχει θέση στη σύγχρονη εποχή. Όχι μόνο επειδή είναι ουτοπικό και δύσκολα θα ταυτιστεί κανείς μαζί του, αλλά κυρίως γιατί στο τέλος αποδεικνύεται σαθρό και ανασφαλές.
Η Ανόρα, όπως και ο αδιάλλακτος ρομαντικός του σήμερα, θα βιώσει απανωτά χαστούκια στην πορεία της καθημερινότητας, θα πονέσει για την αλλαγή που αποζητά και θα ματαιωθεί ξανά και ξανά. Θα διεκδικήσει, αλλά δεν θα ζητιανέψει για όσα της ανήκουν. Ίσως αρχικά στραφεί προς τη λανθασμένη κατεύθυνση, αναζητώντας υλική ευημερία. Στο τέλος, όμως, μέσα από την ήττα θα βρει τη δική της νίκη, μια νίκη που δεν μετριέται σε υλικά αγαθά, αλλά στον συναισθηματικό πλούτο και τον θρίαμβο της αυθεντικότητας.