Ένας απαλός νυχτερινός ουρανός και εγώ συνειδητοποιώ πως βρίσκομαι, για ακόμη μια φορά, στα πλαίσια ενός βαρυσήμαντος γεγονότος. Πρόκειται για μια στιγμή κατά την οποία αισθάνομαι τον χρόνο να διαστέλλεται, το φυσικό περιβάλλον μου να μεταρσιώνεται και να αποκτά μια πολύτιμη διάσταση.
Ένα ευχάριστο γεγονός που διαρρηγνύει τη νωχελική πορεία της ζωής μου, στο αίμα μου αισθάνομαι την καθαρή ζεστασιά ενός αειθαλούς πάθους. “Πρόκειται για μια καινούργια εκκίνηση ή είναι απλά το αποτέλεσμα κάποιας ανεπαίσθητης αλλαγής που μου συνέβη;”, αναρωτιέμαι καθώς αναπολώ παρόμοιες στιγμές της ζωής μου, και αυτές ξεπροβάλλουν σαν χρυσαφένια νησιά, μέσα σε έναν ταραχώδη ωκεανό.
Σε κάθε μια από αυτές, μετά τη φαινομενική εκκίνηση τους, πάντα προαισθανόμουν τη διαφαινόμενη καταστροφή τους, και τότε αυτή ερχόταν, και αδυσώπητα σήμαινε ένα γλυκό ή πικρό τέλος. “Άραγε δεν είναι και αυτή η στιγμή σαν τις άλλες;”
Στιγμιαία το βλέμμα σου καρφώνεται πάνω στο δικό μου, διακόπτοντας τη συγκεχυμένη ροή της σκέψης μου. Ένα ηδυπαθές ζευγάρι ματιών, που περισσότερο μπερδεύει παρά αποσαφηνίζει, πέφτει πάνω μου, την ίδια στιγμή που τα υγρά χείλη μας απομακρύνονται. Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε και ομορφαίνει τον γεωγραφικό χάρτη του προσώπου σου. Με αβρότητα μιλάμε για συναισθήματα και με χαμερπή αιδημοσύνη μιλάμε για το κοινό μας αύριο. Αλλά και οι δύο γνωρίζουμε πως υποκρινόμαστε.
Ένα απαραίτητο θέατρο, από δύο κατ’ επίφαση ερασιτέχνες ηθοποιούς, αντικαταστάσιμοι, ο ένας στο δράμα του άλλου. Προσπαθώντας να διαφυλάξουμε την υπόληψη μας παραδιδόμαστε στη νύχτα και στην αγκαλιά του άλλου, αποσιωπώντας την αλήθεια που θα εξημερώσει. Ωστόσο η αλήθεια, κοινή και για τους δύο μας, βρίσκεται ήδη εδώ, ώριμη, αποτέλεσε την πρωταρχική δύναμη που μας έφερε κοντά αυτήν εδώ τη στιγμή και εμείς δεν θα θέλαμε οι συγκυρίες να ήταν καθόλου διαφορετικές.
Καθώς το χέρι σου κυλάει απαλά στον λαιμό μου με κυριαρχεί η πικρή σκέψη της αλήθειας: Δεν θα υπάρξει νέα εκκίνηση, αυτή η στιγμή είναι σαν όλες τις άλλες, γιατί αυτή η στιγμή είμαι εγώ και εσύ. Για μένα και για σένα η νύχτα αυτή δεν επιδέχεται προεκτάσεις και θα αποκτήσει νόημα, μόνο μετά το θάνατο της. Γιατί λοιπόν οι ψυχές μας διψούσαν για μια νύχτα σαν αυτή;
Έχουμε ξεχάσει να αγαπάμε, έχουμε χάσει την πίστη στην ίδια την αγάπη. Αυτή η υπερβατική ένωση δύο γυμνών ψυχών, αυτός ο χορός δύο γυμνών σωμάτων, η γλυκιά εναλλαγή δύο γυμνών φωνών -πράγματα που άλλοτε αναζητούσαμε σαν το μοναδικό γιατρικό απέναντι σε μια σκληρή ύπαρξη- τώρα, μας είναι ξένα.
Πλέον ντρεπόμαστε για τη γύμνια της ψυχής μας, για τη γύμνια του σώματος μας, για τη γύμνια της φωνής μας. Επιλέγουμε να τις καλύψουμε με κάθε λογής παραπετάσματα και φιοριτούρες και μέσα σε αυτά καταφέρνουμε να παγιδεύσουμε τη δυστυχία μας, και μόλις την αισθανθούμε να ξεχειλίζει από το μεδούλι μας, ετοιμαζόμαστε να υποκριθούμε.
Έτσι, στην προσπάθεια να απωλέσουμε τη δυστυχία μας, θα αναζητούμε ένα ζευγάρι ανήσυχα μάτια που θα μας ακούσουν, θα μιλήσουμε για τους εαυτούς μας, όπως τους έχουμε συνηθίσει πλέον, θα μιλήσουμε για τα προβλήματα μας, λαχταρώντας έναν καθησυχαστικό λόγο σαν απάντηση, έναν λόγο που θα επιβεβαίωνε το υποκριτικό μας ταλέντο και μόλις η νύχτα φτάσει στο τέλος της, θα περηφανευτούμε πως καταφέραμε να απαλλαχτούμε από τη δυστυχία μας. Αλλά, σε αυτό το παιχνίδι ξεγελάμε τον εαυτό μας και σύντομα θα συνειδητοποιήσουμε πως την κρατήσαμε όλη, και τώρα αυτή διαστέλλεται ασφυχτικά, οδηγώντας μας από τη μία νύχτα στην άλλη, από τον έναν άνθρωπο στον άλλον.
Έχουμε ξεχάσει να αγαπάμε γιατί η αγάπη δεν είναι πια σκοπός, αλλά περισπασμός από άλλους σκοπούς. “Αν δεν πετύχει η αγάπη;” αναρωτιόμαστε και τρέμουμε σύγκορμοι με την ιδέα πως ό,τι αγαπήσαμε κάποτε, τώρα αποσυντίθεται αργά μέσα μας.
Πόσα όμορφα συναισθήματά έχουν αντικατασταθεί πλέον από θραύσματα εικόνων που ανασύρουμε διστακτικά, πόσες όμορφες στιγμές έχουν αντικατασταθεί από πενιχρές λέξεις; Ό,τι έχουμε αγαπήσει χάνεται σύσσωμο στο παρελθόν, κατακρημνίζεται και μαζί του παίρνει και οτιδήποτε στερεό βρισκόταν κάτω από τα πόδια μας, ώστε στο τέλος να μένουμε πληγωμένοι, χαμένοι και αποπροσανατολισμένοι, με τη μυρωδιά της αποσύνθεσης να γαργαλάει τα ρουθούνια μας.
Στο πλαίσιο όμως μιας ήδη ασφυχτικής καθημερινότητας, αυτά τα συναισθήματα περισσεύουν. Πράγματι πόσα πρόσωπα έχουμε ξεχάσει; Πόσα χαμόγελα και πόσα ζευγάρια μάτια; Παρά τις αντιστάσεις μας, τα ξεχάσαμε όλα, το καθένα ένας μικρός θάνατος. “Πόσο θάνατο θες να αντέξεις πια;” αντηχεί το ελάχιστο ένστικτο της αυτοσυντήρησής μας- Για να μπορέσεις να αγαπήσεις πραγματικά, πρέπει να μπορείς να πεθάνεις.
Ο ήλιος μπαίνει ντροπαλά στο δωμάτιο, τρεις χρυσές κηλίδες σχηματίζονται πάνω στα κλειστά βλέφαρά σου, ξημερώνει! Προσηλώνομαι σε κάθε δευτερόλεπτο που περνάει, καταγραφώ τα πάντα μέσα μου, την απαλή και ρυθμική αναπνοή σου, το πρόσωπο σου, όπως τώρα κρύβεται πίσω από τα ανακατεμένα μαλλιά σου.
Θα ήθελα να προστατέψω αυτήν την εικόνα, να μείνει δικιά μου για πάντα, αλλά γνωρίζω πως, με τον χρόνο, το δωμάτιο θα αρχίζει να συστέλλεται, καθώς φθίνει, και το ίδιο και εσύ. Ωστόσο, κάτι με τραβάει προς τα εσένα, σαν να συγκεντρώνεται στο πρόσωπο σου ολόκληρη η ύπαρξη μου, από το παρελθόν μου, με όλες τις στιγμές που με οδήγησαν σε εσένα, έως και το άγνωστο μέλλον μου.
Η εικόνα αυτή δεν θα υπάρχει πια μόλις φύγουμε από το δωμάτιο, θα μετατραπεί σε ένα αποκύημα της φαντασίας μου. “Αν έμενα; Αν σου ζητούσα να μείνεις; Αν μπορούσαμε να κρατηθούμε από κάτι το σίγουρο ακόμα και αν αυτό το σίγουρο είναι οι ανησυχίες και οι φόβοι μας; Θα μπορούσαμε να μετατρέψουμε τη ζωή μας σε μια αντήχηση αυτής της νύχτας, αυτής της εικόνας; Θα μπορούσαμε να ανταπεξέλθουμε ενάντια στη φθορά της συνήθειας και του χρόνου, και η εικόνα αυτή να με συνοδεύει κάθε ανατολή με το πρώτο φως του ήλιου;”.
Πολλές φορές είχα κάνει αυτές τις ερωτήσεις στον εαυτό μου και άλλες τόσες με είχαν αποθαρρύνει, αυτή τη φόρα καταλαβαίνω πως για αυτή την εικόνα θέλω να ζήσω. Έκλεισα απαλά τα μάτια, και όταν τα ξανάνοιξα ξάπλωνα μόνος.