Ο Κώστας Μπλιάτκας είναι ένας πολύ δραστήριος άνθρωπος με το βιογραφικό του να χρειάζεται πολλές σελίδες για να συμπληρωθεί. Σπούδασε βιολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης όμως το μικρόβιο της δημοσιογραφίας ήταν τελικά αυτό που τον κέρδισε. Συγγραφέας, δημοσιογράφος, παραγωγός, παρουσιαστής εκπομπών στην ΕΡΤ3 αλλά και σεναριογράφος. Εργάστηκε επί σειρά ετών στα μέσα ενημέρωσης της Θεσσαλονίκης, σε εφημερίδες, ραδιόφωνα αλλά και την τηλεόραση.
Υπήρξε μάλιστα παρουσιαστής ενημερωτικών, πολιτιστικών και επιστημονικών εκπομπών μεταξύ των οποίων βραβευμένες εκπομπές της δημόσιας τηλεόρασης: Με Μια Τρίτη Ματιά (1995 – 2006), Εκ του Πλησίον (2006 – 2008 και 2016 – 2017), Οι παρέες της Θεσσαλονίκης (2006 – 2011), Δεύτερη Ανάγνωση (2008 – 2010), Μιλώντας Πολιτικά (2004), Ευρώπη των Πολιτών (1998 – 1999). Έχει συνεργαστεί με το BBC αλλά και με άλλα έντυπα του εξωτερικού.
Την περίοδο 2010-2013 διετέλεσε Γενικός Διευθυντής της ΕΡΤ3, ενώ έχει αποτελέσει και Γενικός Διευθυντής της Πολιτιστικής Εταιρίας Επιχειρηματιών Βορείου Ελλάδος, αρχισυντάκτης των εφημερίδων Θεσσαλονίκη, Μακεδονία και Εξουσία, διευθυντής του 102fm της ΕΡΤ3 και υποδιευθυντής Διεθνών Προγραμμάτων και Συνεργασιών της ΕΡΤ3. Σήμερα θα τον βρούμε στην εφημερίδα Μακεδονία, στον ραδιοφωνικό σταθμό STATUS FM, στο περιοδικό Θεσσαλονικέων Πόλις, αλλά και στο σάιτ viosimi.gr.
Ως συγγραφέας, έχει γράψει επίσης σημαντικές βιογραφίες και ιστορικές έρευνες, ενώ έχει βραβευθεί στην Ελλάδα και στο εξωτερικό για τη δημιουργία ιστορικών ντοκιμαντέρ.
Είχαμε την χαρά να συναντήσουμε τον Κώστα Μπλιάτκα στο βιβλιοπωλείο ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ, στην πλατεία Ναβαρίνου, εκεί όπου τα τελευταία χρόνια βρήκε εκδοτική «στέγη» αφού εξέδωσε τα βιβλία «Woodstock» και «Η συνείδηση του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης». Με τον Κώστα Μπλιάτκα συζητήσαμε για τη δημοσιογραφική του καριέρα και για το μέλλον της δημοσιογραφίας, πρωτίστως όμως για τα πολλά και άκρως επιτυχημένα βιβλία του.
Τον ευχαριστούμε θερμά για τον χρόνο του.
– Θα ξεκινήσουμε με την «Υπόγεια Διαδρομή». Σας έλεγαν ότι γράφετε πολύ νωρίς τη βιογραφία του Σαββόπουλου.
– Ναι, αυτό το βιβλίο προέκυψε από τα ρεπορτάζ. Το πρώτο που είχα κάνει σε μία συνάντηση με τον δημιουργό που έπαιζε εδώ στην Θεσσαλονίκη ήταν το 1980-81, τότε που είχε βγάλει τη «ρεζέρβα». Έπειτα κρατήσαμε μία σχέση κάθε φορά που ερχόταν εδώ, σαν συντάκτης της εφημερίδας «Θεσσαλονίκη» του συγκροτήματος Βελλίδη. Βέβαια πρέπει να είσαι «Σαββοπουλικός» για να έχεις μία συνέπεια. Εντάξει θα μπορούσε να πάει και κάποιος άλλος. Εγώ πήγαινα τότε στους διευθυντάδες μου και τους έλεγα «έρχεται ο Σαββόπουλος να παίξει εδώ τους «Αχαρνείς», τη «Ρεζέρβα» ή «Τα τραπεζάκια έξω». Να πεταχτώ για καμία συνεντευξούλα;» και μου έλεγαν «να πας».
Αλλά προχωρώντας στο ρεπορτάζ μαζευόταν και το υλικό. Κάποια στιγμή ήρθαν φίλοι στο σπίτι. Είχα αρχίσει και στην τηλεόραση την εκπομπή «Τρίτη ματιά» στην ΕΡΤ3. Το έβλεπαν το υλικό οι συνάδελφοι και έλεγαν «ρε συ αυτό είναι υλικό για ένα βιβλίο». Αυτό μετετράπη στη συνέχεια σε «πότε θα βγει αυτό το βιβλίο;». Και κάποια στιγμή σκέφτηκα να ενοχλήσω τον τροβαδούρο. Στην αρχή με ρώτησε «τι τα θέλεις» αλλά μετά είδε το υλικό και μου είπε να το προχωρήσουμε, δεν παρενέβη.
«Ήθελα όμως, να μιλήσω με τη μάνα του να ρωτήσω πώς τον γέννησε σε μια μοτοσυκλέτα του ΕΛΑΣ»
– Ήταν το πρώτο βιβλίο που βγήκε για τον Σαββόπουλο;
Το πρώτο, ναι. Και αυτό χτίστηκε πάνω στους εκδρομείς του 60’ και τον κορυφαίο εκπρόσωπο τους, τον τροβαδούρο. «Εμείς του 60’ οι εκδρομείς» που λέει και το τραγούδι. Ξαμολύθηκα λοιπόν. Έκανα γύρω στις 50 συνεντεύξεις. Η συζήτηση γύρω από το ερώτημα «γιατί τώρα η βιβλιογραφία;»… βγήκε πολύ νωρίς, το 1999. Ήθελα όμως, να μιλήσω με τη μάνα του να ρωτήσω πως τον γέννησε σε μια μοτοσυκλέτα του ΕΛΑΣ που λέει και το τραγούδι. Να μιλήσω με ανθρώπους που ήταν οι φίλοι του.
Και υπάρχουν τώρα πια άνθρωποι που δεν μπορείς να τους βρεις. Ο Παπάζογλου δεν είναι πια εν ζωή ή ο Μάκης ο Τρικούκης, εμβληματική φιγούρα της νεολαίας Λαμπράκη και του φοιτητικού κινήματος του 60’ τον καιρό του Γρηγόρη Λαμπράκη. Έχει σημασία να παίρνεις έγκαιρα συνεντεύξεις γιατί αν κρίνεις ότι η ιστορία πρέπει να έχει μία απόσταση 50 χρόνων για να την γράψεις χάνεις μαρτυρίες. Τώρα αυτό το βιβλίο το φωτίζει η παρουσία της Αικατερίνης Σαββοπούλου, της μητέρας του Διονυσάκου που περιγράφει πως ήταν η Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του ’20. ‘Ήταν μαθήτρια των θηλέων του Κουντουρά, του κορυφαίου δημοτικιστική.
Τέλος πάντων, το βγάλαμε αυτό το βιβλίο το 1999 με τη βοήθεια φίλων οι οποίοι μου έδωσαν και φωτογραφίες. Ήταν το πρωτόλειο μου. Αν το δείτε μέσα εμφανίζει δύο στοιχεία. Το ένα είναι του οπαδού του Σαββόπουλου (γέλια). Μέσα υπάρχει μία μάχη. Της απόστασης από τον άνθρωπο και το να είσαι γοητευμένος από αυτά που έχει κάνει. Και το δεύτερο στοιχείο πέρα από τη σχέση που έχεις ψυχικά με έναν άνθρωπο, ήταν η ανάγκη του δημοσιογράφου να βρίσκει. Να βρει φωτογραφίες, ντοκουμέντα και δευτερευόντως να προβεί σε αξιολογήσεις. Διαφορετικά θα γραφόταν σήμερα, αλλά το βιβλίο αυτό κατάφερε και διέσωσε ένα απίστευτο υλικό από ανθρώπους που τότε ήταν εν ζωή.
– Τι είναι για εσάς ο Διονύσης Σαββόπουλος;
Ένας φωτεινός φάρος που είδε τον κόσμο σαν έργο τέχνης. Απίστευτα αφηγηματικός, απίστευτα ρομαντικός, αλλά βαθύς. Είναι τυπικός εκπρόσωπος της γενιάς του ’60 η οποία διατύπωσε το αίτημα προσώπου στα κοινά. Όχι να πας να πεις «εμείς οι φοιτητές, εμείς οι εργάτες, εμείς οι συνδικαλιστές». Αργότερα ήρθε στην μόδα να εκφράζεσαι ως ιδιότητα. Διεκδικεί Ο ΦΟΙΤΗΤΗΣ, Ο ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΗΣ, Ο ΑΓΡΟΤΗΣ, Ο ΕΡΓΑΤΗΣ. Τότε υπήρχε το άτομο. Ήταν το αίτημα του προσώπου να συμμετέχει στα κοινά. Ο Σαββόπουλος είναι απίστευτα ταλαντούχος, είχε καλούς δασκάλους στα αρχαία. Αγάπησε την γλώσσα, αλλά το κυριότερο είναι ότι συνδέθηκε άπαξ και διαπαντός με τη μοίρα του τόπου και αποφάσισε να περιγράψει την περιπέτεια του στα χρόνια που του έτυχαν.
– Θεωρείτε ότι είναι από τους τελευταίους μεγάλους Έλληνες;
– Κάθε γενιά αυτό λέει. Είχε γράψει ένα τραγούδι, το «Εμείς του 60’ οι εκδρομείς». Αλλά εγώ πιστεύω ότι κάθε γενιά κάνει τη δική της εκδρομή. Και εσείς θα κάνετε την δική σας εκδρομή. Θα λάμψουν παιδιά από τη γενιά σας, βγαλμένα από τα σπλάχνα. Θα πουν την αλήθεια τους. Θα κάνουν τις εξεγέρσεις τους. Ποιος έβλεπε τον Τζον Λένον στα 17 του στο Λίβερπουλ και πίστευε ότι αυτός θα γίνει σπουδαίος ή στη Σταδίου αν κάποιος το 1950 έβλεπε τους δύο 25 χρόνους Χατζηδάκι και Θεοδωράκη πέρναγε από το μυαλό του ότι θα γίνουν σπουδαίοι; Πού ξέρετε εσείς πού θα είστε; Οπότε πιστεύω ότι έρχονται σπουδαία πράγματα και από τις επόμενες γενιές. Ιδίως από τη δικιά σας που είχε τεράστιες παραστάσεις και με την πίεση της τεχνολογίας. Αν είσαι στην τσίτα, κάνεις ωραία πράγματα έτσι δεν είναι;
– Και από τον Διονύση Σαββόπουλο, πάμε στον «ψηλό» (σ.σ. Αντώνης Αντωνιάδης). Έναν ποδοσφαιριστή που απ’ ό,τι γνωρίζουμε αποτελεί τον δεύτερο σκόρερ στην ιστορία του Παναθηναϊκού. Τι ανάμνηση σας αφήνει η συνεργασία μαζί του;
– Ο Αντώνης Αντωνιάδης είναι υπόδειγμα και παράδειγμα προς μίμηση του αυτοδημιούργητου ανθρώπου. Από το ταπεινό Πετροχώρι Ξάνθης βρέθηκε στην Αθήνα. Πρώτος σκόρερ του τότε κυπέλλου πρωταθλητριών/σημερινού Τσάμπιονς Λιγκ. Δεν ξέρω αν τον τίμησε ο Παναθηναϊκός διαχρονικά για αυτό. Άλλες ομάδες στην Ελλάδα εξίσου μεγάλες αν είχαν αυτόν τον τίτλο θα τον διακινούσαν αλλιώς.
Πέντε φορές πρώτος σκόρερ του ελληνικού πρωταθλήματος και μέλος του πιο απίστευτου ντουέτου σημειολογικά στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Ο κοντός και ο ψηλός. Δομάζος και Αντωνιάδης. Είναι εμβληματικό. Δύο φίλοι τους οποίους τους βλέπεις ακόμα στη θύρα 3 εκεί στους επισήμους του Παναθηναϊκού στα ματς. Όλη αυτή η πορεία του αυτοδημιούργητου ανθρώπου ο οποίος πήγαινε μπαλέτο για να αποκτήσει σουλούπι ποδοσφαιριστού γιατί ήταν ψηλός, είχε δυνατό σουτ, κεφαλιά αλλά αυτές τις κινήσεις τις έμαθε από το μπαλέτο και τη γυμναστική που έκανε τα καλοκαίρια.
Και προσέφερε πάρα πολλά στην αξιοπρέπεια του Έλληνα ποδοσφαιριστή. 33 χρόνια πρόεδρος στον ΠΣΑΠΠ (Πανελλήνιο Σύνδεσμο Αμειβομένων Ποδοσφαιριστών/στριών). Για το ασφαλιστικό, το όνομα, τα συμβόλαια, την προστασία των ποδοσφαιριστών/στριών. Προσέφερε και εκεί ο Αντωνιάδης. Γενικά η ιστορία του κυλούσε σαν παραμύθι. Εγώ ήθελα να τιμήσω και τη μνήμη του πατέρα μου, ο οποίος ήταν πολύ καλός φίλος με έναν φοβερό άσο του Παναθηναϊκού που ήταν συστρατιώτες, του Ανδρέα Παπαεμμανουήλ. Εγώ αγάπησα τον Ηρακλή βέβαια (γελάει).
Ο Κώστας Μπλιάτκας μίλησε και για το εγχειρίδιο «Εισαγωγή στο τηλεοπτικό ρεπορτάζ», το οποίο έγραψε το 2001.
– Ήταν μία έρευνα από τα ταξίδια μου στο BBC λόγω της συνεργασίας μας, το οποίο ξεπεράστηκε τεχνολογικά αλλά σαν άποψη, σαν κόνσεπτ και σαν τυπολογία αντέχει ακόμα. Εγώ αυτό με την άδεια καρέκλα το αντιμετώπισα στις εκπομπές μου. Ξαφνικά ένα κόμμα αποφασίζει να μην σου στείλει εκπρόσωπο.Τι κάνεις σε αυτήν την περίπτωση;
Βάζεις μία άδεια καρέκλα. Λες ότι εδώ θα καθόταν ο τάδε, εμείς τον καλέσαμε. Και για κάθε θέμα ή ενότητα που ανοίγεις με τους παρόντες, γιατί μπορεί να έχεις εκπροσώπους των άλλων κομμάτων, διαβάζεις έστω πέντε σειρές, τα βασικά, τι λέει το κόμμα αυτό για την υγεία, για την παιδεία, για τις υποκλοπές, για το οτιδήποτε. Αυτό δεν ξεπεράστηκε, δεν είναι θέμα τεχνολογίας. Είναι θέμα καθαρά δημοσιογραφικής ηθικής.
«Τζόρτζιο Κούντας ε Ριβέρα ντι Σαλονίκο»
– Με τον Γιώργο Κούδα δημιουργήσατε το «Της Ζωής μου το Παιχνίδι» το οποίο είναι και το μεγαλύτερό σας best seller. Τι θυμάστε από αυτό;
– Με τον Γιώργο Κούδα δουλέψαμε με πάρα πολλή αγάπη. Για τον Κούδα κόντεψε να χωριστεί η Ελλάδα στα δύο τότε που υπήρχε το φλερτ με τον Ολυμπιακό. Είναι το σύμβολο του Βορειοελλαδίτικου ποδοσφαίρου. Είναι τεράστιος παίκτης, απίστευτου ήθους. Αριστερών πεποιθήσεων, αλλά θεωρούταν αστός αριστοκράτης των αριστερών πεποιθήσεων. Πραγματικός αρχηγός.
Είχα βρει στο Στρασβούργο το χρυσό παιδί της Μίλαν, τον Τζιάνι Ριβέρα. Τεράστιος, μυθικός, είχε παίξει τελικούς Μουντιάλ και τα λοιπά. Και όταν συστηθήκαμε μου λέει «Θεσσαλονίκη, τον Κούδα τον βλέπεις;» λέω «έχω γράψει το βιβλίο του». Και μου λέει «Τζόρτζιο Κούντας ε Ριβέρα ντι Σαλονίκο», είναι ο Ριβέρα της Σαλονίκης. Και μου λέει πραγματικός αρχηγός με απίστευτο ήθος και με απίστευτη αξιοπρέπεια που την διέδιδε στους συμπαίκτες.
Ήταν ο ΠΑΟΚ του Σάνον τότε που πήρε το πρωτάθλημα με τον Λόρενς και δύο κύπελλα και του στέρησε και τρία-τέσσερα που άξιζε το κατεστημένο των Αθηνών (γελάει). Έτσι έγραφε ο Τύπος της εποχής. Το βιβλίο είχε την αφήγηση του Γιώργου, όμως εγώ στα βιβλία μου, στις βιογραφίες βάζω και ανθρώπους μέσα. Μέσα θα βρεις Αναγνωστάκη, θα βρεις Γιάννη Διακογιάννη, θα βρεις λογοτέχνες, μουσικούς.
Και στου «Νιόνιου» το βιβλίο και στου Κούδα και στου Αντώνη Αντωνιάδη, τα βιβλία μου τα εμπλουτίζω με απόψεις ανθρώπων που τους έζησαν μέσα από συνεντεύξεις που έκανα εγώ και την κεντρική συνέντευξη που είναι ο βιογραφούμενος. Από εκεί και πέρα αρχίζει η δουλειά στα σεντούκια. Να βρουν φωτογραφίες να τις ταιριάξουμε. Να είναι ακριβείς οι λεζάντες. Μην λένε λάθος χρονολογία, λάθος ονόματα, λάθος εκτιμήσεις και να βασίζονται πάνω από όλα στο τρίπτυχο «βίος όραμα και έργον».
«Ο Γιάννης Κυριακίδης είχε κατεβάσει βασιλείς από τα άλογα»
– Και μετά έκανα τον Κυριακίδη. Ο Γιάννης μου το ζήτησε. Ο Κυριακίδης είχε το πείσμα να μην γυρίσει ποτέ στον σκοτεινό θάλαμο να βγάλει φωτογραφία, χωρίς το θέμα. Το θεωρούσε επαγγελματική μείωση. Και πάντα ήταν εκεί. Είχε κατεβάσει βασιλείς από τα άλογα. Ήταν σαν τον ήρωα του «Sympathy for the devil» που λέει το τραγούδι των Rolling Stones πως όταν αμφέβαλε ο Χριστός πάνω στον Σταυρό, ήμουνα εκεί. Όταν έπεφτε ο Κομμουνισμός και ούρλιαζαν η Αναστασία και οι Τσάροι ήμουν εκεί. Όταν σκότωναν τους Κένεντι ήμουνα εκεί. Εννοεί τον διάβολο συμβολικά.
Ο Γιάννης ήταν πανταχού παρών, ένας χρονογράφος με την μηχανή του. Φαντάζομαι, χωρίς να το ξέρει, έκανε αυτό το οποίο έλεγαν στις σχολές σαμποτέρ, οι σύμμαχοι εναντίον του Χίτλερ. «Μην σταματάτε να τους αναστατώνετε για να αποσταθεροποιήσουν το Ράιχ». Και ο Κυριακίδης χωνόταν σε έναν χώρο που μπορεί να ήταν παρέλαση, μπορεί να ήταν συνέδριο, μπορεί να ήταν μεγάλη πολιτική συγκέντρωση και τους αναστάτωνε με τη σκάλα του για να βγάλει την τέλεια φωτογραφία. Όλη αυτήν τη διαδρομή την κάναμε στη βιογραφία του Γιάννη με τις καλύτερες των φωτογραφιών του. Και βέβαια εκεί γράφουν σημαντικοί άνθρωποι που τον έζησαν.
«Αν πάρεις 50 συνεντεύξεις, είσαι πολύ κοντά στην αλήθεια»
Τη μέθοδο του Γιάννη Κυριακίδη αξιοποίησε ο κ. Μπλιάτκας και στην τηλεόραση με την εκπομπή «Εκ του πλησίον».
– Αυτό το τήρησα και στην τηλεόραση στη σειρά Eκ του Πλησίον. Την ξεκίνησα το 2006 μέχρι το 2008 και μετά είχε και έναν δεύτερο γύρο το 2016-2017, η οποία βασιζόταν σε αυτό. Μιλούσα στο στούντιο με έναν άνθρωπο και μετά τρεις άνθρωποι που τους έζησαν μιλάγανε και αυτοί ενώ ταυτοχρόνως παρεμβάλλονταν φωτογραφίες, φιλμ, μαρτυρίες και τα λοιπά. Πιστεύω ότι είναι περισσότερο δημοσιογραφικό και έντιμο αυτό. Να προσπαθήσεις να αντικειμενικοποιήσεις τα κριτήρια σε μία βιογραφία. Να ρωτάς κόσμο και αν πάρεις 50 συνεντεύξεις, είσαι πολύ κοντά στην αλήθεια. Αν μιλήσουν 50 είναι καλύτερο από το να μιλήσουν δύο.
Στο Εκ του Πλησίον του Κώστα Βουτσά πήγαμε σε μέρη όπου γυρίζονταν οι ταινίες του. Με τη Λάσκαρη, με τον Δαλιανίδη. Και πραγματικά δεν μπορούσε να κρύψει την συγκίνηση του. Εκεί στην ΧΑΝΘ που φαίνονταν τα παραθυράκια με τη Νίτσα Μαρούδα σε εκείνο το τραγούδι τότε από την ταινία «Τέντυ Μπόι». Πήγαμε στο σπίτι του εκεί κοντά στο εργατικό κέντρο, στην αγορά. Χτύπησε το κουδούνι, ενώ τον έπαιρνε η κάμερα. Φτιάχναμε και φιλμάκια αν το ήθελε ο προσκεκλημένος μου. Η μέθοδος επομένως, που χρησιμοποίησα και στις βιογραφίες αυτή είναι, αλλά προσαρμοσμένη στα τηλεοπτικά δεδομένα γιατί έπρεπε να έχεις εικόνα.
– Πάμε τώρα και στον Τιτανικό. Το γράψατε νομίζω όταν συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από τη βύθισή του. Τι είναι αυτό γενικά που σας εμπνέει και με ποια κριτήρια επιλέγετε τα θέματα των βιβλίων;
– Ουσιαστικά ξαναξυπνά μέσα μου ένα χαζούτσικο παιδάκι το οποίο του αρέσει να θαυμάζει. Το λέω και στον γιο μου να μάθει να θαυμάζει. Εγώ πιστεύω ότι οι άνθρωποι πρέπει να θαυμάζουν και αυτό το παθαίνουν από μικροί. Ο Τιτανικός είναι ένα θέμα γενικής συγκίνησης γιατί πάντα ο μύθος του τροφοδοτεί ερωτηματικά για την απληστία του ανθρώπου ή για το απόλυτο δυστύχημα. Να βουλιάζει το καράβι και να βρίσκεσαι στη μέση του πουθενά. Τι κάνεις εκείνη την ώρα;
Το κίνητρο ήταν ας πούμε ότι ήθελα να κάνω μία αναψηλάφιση. Δεν πρόλαβα να την κάνω. Υπάρχουν πάρα πολλές ομοιότητες με την υπόθεση των «6» που τουφεκίστηκαν ως υπαίτιοι της Μικρασιατικής Καταστροφής και της Μαρίας Αντουανέτας και του Λουδοβίκου. Δεν ταιριάζει ούτε η εποχή ούτε τα πολιτικά χαρακτηριστικά, αλλά υπήρχε η ατμόσφαιρα «και οι θεοί διψούν».
– Πώς προέκυψε το βιβλίο σας για το εμβληματικό φεστιβάλ του Woodstock;
Το Woodstock το γράψαμε μαζί με τον Σακελλαρίδη, το παιδί που ήμασταν στο ίδιο θρανίο. Με τον Σακελλαρίδη βρεθήκαμε στη Νέα Υόρκη το 2017. Και του λέω «ρε συ, 50 χρόνια από το Woodstock το 2019». Το 69’ έγινε το Γούντστοκ. Εμείς ήμασταν έκτη δημοτικού τότε. Δύο δωδεκάχρονοι που έβλεπαν ξαφνικά οι φούστες να κονταίνουν, έβλεπαν τα πάρτι, τους Beatles. τους Stones, και βιαζόντουσαν να μεγαλώσουνε να πάνε σε κανένα πάρτι.
Είχε εξαφθεί η φαντασία μας για τη ροκ σκηνή και τις εξεγέρσεις εκείνης της εποχής. Γαλλικός Μάης, Άνοιξη της Πράγας, το Woodstock. Και του λέω «ρε συ γράφουμε κάτι για το Woodstock;» Τώρα να πεις για το Woodstock σε έναν παλιό-ροκά ο οποίος είναι κορυφαίο στέλεχος πολυεθνικής εταιρείας χημικών. Αυτό που εξασφαλίζεις είναι ότι θα δουλέψει μεθοδικά. Και τι έκανε ο μπαγάσας; Πήγε στο Woodstock και πήρε συνέντευξη μέχρι και από τις αγελάδες.
Τι υλικό μάζεψε, τι φωτογράφισε, τι ρώτησε. Έψαξε υπέργηρους ανθρώπους που ήταν 80 χρονών και τότε ήταν πιτσιρίκια…το ενδιαφέρον είναι βέβαια τα παράλληλα γεγονότα. Δηλαδή τι οδήγησε στο Woodstock. The British Invasion, που πήγαν τα συγκροτήματα οι Beatles, οι Stones στην Αμερική. Η μίνι φούστα. Δηλαδή αν δεις μία φωτογραφία στο Λονδίνο ή στη Νέα Υόρκη το 63’ που τα αγοράκια φόραγαν τα κοστουμάκια και είχαν τις φρατζούλες που είχαν τότε και δεις μετά μία φωτογραφία του 67’–68’ είναι λες και μιλάμε για άλλον πλανήτη.
Όλη εκείνη η μούρλα των 60’s που κορυφώθηκε με τα αδιέξοδα στο Woodstock…δεν κέρδισε βέβαια ούτε η κοινωνία των κοινοβίων ούτε η κοινωνία του «sex drugs and rock n roll» και το λέει καλύτερα ο Σαββόπουλος: «Υπάρχουν εποχές που φουσκώνουν τα νερά και στον βράχο το νερό φτάνει πολύ ψηλά. Μοιραία κάποια στιγμή το νερό θα πέσει αλλά το σημάδι που είχε φτάσει το νερό θα υπάρχει πάντα εκεί για να θυμίζει πόσο ένας νέος άνθρωπος είναι διψασμένος να κάνει το δικό του πράγμα».
– Πώς γνωρίσατε την Εύα Βαρελάς;
– Από σύμπτωση. Αυτό έχει έναν ιδιαίτερο ηλεκτρισμό (να σου διηγείται την ιστορία ο πρωταγωνιστής). Αυτή η γενιά ήταν απίστευτη. Που άκουγε αυτά τα τραγούδια. Ήταν το ίδιο ακροατήριο με τον Χέντρικς, τον Ντίλαν. Έχω έναν ιδιαίτερο σεβασμό για τα κορίτσια εκείνης της εποχής και βρίσκεις έτσι τους πρόδρομους των μηνυμάτων του «ΜeΤoo», της γυναικείας απελευθέρωσης και τα λοιπά τότε που ήταν πιο πατριαρχικά τα πράγματα. Συγκινήθηκα για αυτήν τη συζήτηση που κάναμε, γιατί αυτή ήταν από τότε υπέρμαχος των δικαιωμάτων. Των κοινωνικών δικαιωμάτων, όχι μόνο της γυναίκας.
– Θα μπορούσαμε να συμβεί ένα αντίστοιχο Woodstock σήμερα;
– Αν ξέρει κάποιος ότι θα περιμένει μέχρι τις 5 τα ξημερώματα για να ακούσει τους «Who» πιστεύετε θα πάει; Παίζουν ρόλο οι εταιρείες τώρα πια. Η δισκογραφία έχει εξαφανιστεί γιατί τώρα υπάρχουν άλλοι τρόποι. Το πουλάς διαδικτυακά.
«Προσπάθησα να φτιάξω ένα νοερό αμφιθέατρο στο οποίο μαζευόμαστε οι φοιτητές όλων των γενεών και ακούμε τους μεγάλους δασκάλους»
– Τι έχετε να μας πείτε και για το τελευταίο σας «παιδί», το βιβλίο για το ΑΠΘ, ένα ρεπορτάζ διάρκειας 42 ολόκληρων ετών.
– Εμείς στο συγκρότημα Βελλίδη είχαμε κάνει μία παρέα σαν εσάς, το τμήμα «νέοι, επιστήμη, παιδεία». Εκείνον τον καιρό στις αρχές της δεκαετίας του ’80 έρχονταν στην Ελλάδα τα πρώτα σκιρτήματα του οικολογικού κινήματος, οι φεμινίστριες κλπ. Όλα αυτά σε συνδυασμό με τις σπουδές και τις αλλαγές, μας είχαν κάνει ένα εκρηκτικό μείγμα και μας είχαν δοθεί τρεις σελίδες από τις εφημερίδες για να γράφουμε για αυτά τα θέματα. Μιλάγαμε για διαδηλώσεις, για εκδηλώσεις κλπ.
Πηγαίναμε στο πανεπιστήμιο και βλέπαμε τον Παπάζογλου, τους Χειμερινούς Κολυμβητές. Ήταν μία πραγματικά εξωστρεφής και ενδιαφέρουσα εποχή. Είχα την τιμή λοιπόν, μέσα από τις εκπομπές στην ΕΡΤ3, αλλά και το περιοδικό «Θεσσαλονικέων πόλις» που τώρα διευθύνω, να κάνω μερικές συνεντεύξεις με σημαντικούς καθηγητές στους οποίους πήγαιναν φοιτητές από άλλα γνωστικά αντικείμενα για να τους ακούσουν.
Όταν λοιπόν τις είδα αυτές τις συνεντεύξεις είχα ένα ερώτημα. Για το αν η συνέντευξη είναι λογοτεχνία. Μία ανησυχία που διατύπωσε και το Paris Review σε ένα βιβλίο με παλιές συνεντεύξεις της δεκαετίας του ’50 με ασύλληπτες προσωπικότητες της εποχής (Χέμινγουεϊ, Φώκνερ, Καπότε). Και βλέποντας το βιβλίο αυτό, σκέφτηκα ότι είναι καλό να διασωθεί ο προφορικός λόγος αυτών των ανθρώπων. Και είδα πως αυτή η προσπάθεια αγκαλιάστηκε από το πανεπιστήμιο. Πιστεύω πως το βιβλίο αυτό είναι ένα δώρο για τις επόμενες γενιές. Να διαβάζεις το πώς μίλαγε ο Μαρωνίτης.
Το ευχαριστήθηκα, αλλά πάλι δεν μου έφτανε. Και σκέφτηκα να συλλέξω από ανθρώπους και άρθρα το πώς ήταν το φοιτητιλίκι από τη δεκαετία του ’50 μέχρι σήμερα. Ο πιο παλιός που γράφει μέσα είναι ο Μιχάλης Παπαδόπουλος, ο παλιός Πρύτανης ο οποίος ανήκει στην φουρνιά των πρώτων μηχανικών που έβγαλε η Θεσσαλονίκη. Πολιτικοί μηχανικοί που πέρασαν το 1955 και αποφοίτησαν το ’60 και έκαναν μάθημα στην Παλιά Φιλοσοφική. Ο Σωτήρης Κούβελας ήταν ανάμεσα σε αυτούς, όπως και ο Αλεξόπουλος που έκανε τον πύργο του ΟΤΕ.
Για τη δεκαετία του ’60 έγραψε ο Γιώργος Αναστασιάδης και ούτω καθεξής. Ουσιαστικά προσπάθησα να φτιάξω ένα νοερό αμφιθέατρο στο οποίο μαζευόμαστε οι φοιτητές όλων των γενεών και ακούμε τους μεγάλους δασκάλους. Αυτό είναι το βιβλίο «η συνείδηση του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης».
– Τι είναι για σας το ΑΠΘ;
– Το τέμπλο της γνώσης. Γνώρισα τον κόσμο με τον τρόπο που τον γνώρισα. Πηγαίναμε πρωί και φεύγαμε βράδυ. Εκπαιδευτικός δημοτικισμός εναντίον των κατακτητών. Τα σπέρματα του κινήματος 1-1-4. Κινήματα για εκσυγχρονισμό, για τη συμμετοχή, για τα δικαιώματα των γυναικών, το οικολογικό. Ένα προοδευτικό πανεπιστήμιο. Η Αθήνα έχει τις δικές της αρετές, αλλά να υπάρχει ένα τέτοιο πανεπιστήμιο στο κέντρο της πόλης είναι άλλο πράγμα. Και το κυριότερο είναι πως άλλο πράγμα είναι μία πόλη να φιλοξενεί ένα πανεπιστήμιο και άλλο να διαθέτει ένα πανεπιστήμιο σάρκα δικιά του που δίνει και παίρνει σε αυτή τη σχέση μεταβολισμού.
Έχει και πολλά κουσούρια βέβαια. Μην τα εξιδανικεύουμε εμείς οι παππούδες (γέλια). Τότε ξέραμε ότι μόλις παίρναμε το πτυχίο, θα βρίσκαμε δουλειά. Τώρα υπάρχει αβεβαιότητα. Είναι μεγάλη αδικία για τη γενιά σας. Έχετε και ένα χρέος να διορθώσετε τα χάλια των πατεράδων σας…
– Ποιος ήταν ο πιο δύσκολος συνεντευξιαζόμενος ή αυτός που εσείς ξεχωρίσατε περισσότερο από τους άλλους;
– Με τους ξένους ήταν πιο δύσκολα, γιατί εκεί σε προδίδει η γλώσσα ειδικά αν ψυλλιάζεσαι ότι θα ειπωθούν πολύ σημαντικά πράγματα και σε ενημερώνουν ότι έχεις μόνο 15 λεπτά, όχι παραπάνω. Έκανα ένα Εκ του Πλησίον με τον Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ, τον ηγέτη του «Γαλλικού Μάη». Τα αγγλικά του, όπως φαντάζεστε, ήταν με γαλλική προφορά. Εγώ μεταφραστή δεν είχα. Ό,τι έπιανα. Καταλάβαινα ότι εδώ πέρα, λέγονται πράγματα. Για τα κινήματα, για το τι απέγιναν. Και υπέφερα γιατί καταλάβαινα ένα 60% από αυτά που έλεγε. Πολλές φορές σε μία συνέντευξη μπορεί να σου τύχει μία τέτοια κατάσταση.
Οδηγήθηκα σε κάποιους ανθρώπους από την αγάπη μου για αυτούς. Εγώ ας πούμε ήθελα να γνωρίσω τον Λούτσιο Ντάλα. Τον είχε φέρει στη Θεσσαλονίκη το Ιταλικό Ινστιτούτο στο περιθώριο των εκδηλώσεων για το Φεστιβάλια. Ήταν μάλιστα φίλος του «Νιόνιου» και είχα αποσπάσει την υπόσχεσή του ότι άμα πήγαινα στη Μπολόνια, θα μου μιλούσε. Δυστυχώς δεν πρόλαβα, πέθανε.
«Άμα κρίνουμε από τη διάρκειά της, η Τρίτη Ματιά ήταν μία καλή ιδέα»
– Ξεχωρίζετε κάποια από τις εκπομπές σας;
– Δεν είναι όλες οι ιδέες καλές. Άμα κρίνουμε από τη διάρκειά της, η Τρίτη Ματιά ήταν μία καλή ιδέα. Ήταν ουσιαστικά το μαγκαζίνο της Θεσσαλονίκης που είχε θέματα πανελλαδικού ενδιαφέροντος, αλλά πάντα από τη ματιά της Θεσσαλονίκης στα πράγματα.
– Τι ήταν αυτό που σας οδήγησε να ασχοληθείτε με τη δημοσιογραφία;
– Μου άρεσε από μικρός. Στο λύκειο είχα βγάλει τη σχολική εφημερίδα. Ο μπαμπάς μου ήταν εφημεριδοφάγος και με τα περιοδικά. Διάβαζε τον θησαυρό θυμάμαι. Εγώ ξεκίνησα στο συγκρότημα Βελλίδη, στην εφημερίδα «Θεσσαλονίκη» και μετά με κάποια άρθρα στη «Μακεδονία».
– Είχατε κάποιο πρότυπο τότε;
– Παρακολουθούσαμε τους παλαιότερους. Εγώ διάβαζα και τα χρονογραφήματα του Φρέντι Γερμανού, του Ψαθά και την Ελευθεροτυπία του Φυντανίδη.
– Ποια ήταν η κατάσταση που αντιμετωπίσατε, όταν ήσασταν στην ΕΡΤ3;
– Γινόταν μία μεγάλη προσπάθεια να ενσωματωθούν οι νέες τεχνολογίες. Γιατί πρέπει να έχεις καλές κάμερες, καλές συνδέσεις ώστε να είσαι παρών, εκεί όπου γεννιέται η είδηση. Ταυτοχρόνως, η Αθήνα είχε τεράστια παράδοση στην τηλεόραση. Προηγήθηκε ο Φρέντι ο Γερμανός με το «Αλάτι και Πιπέρι» ή οι μεταδόσεις του Γιάννη Διακογιάννη, οι σειρές.
Υπήρχε μία τεράστια τηλεοπτική παράδοση που η Θεσσαλονίκη δεν την είχε. Η Θεσσαλονίκη απέκτησε την ΕΡΤ3, το 1988. Όλα ήταν καινούρια. Σιγά σιγά υπήρξαν σκηνοθέτες, σεναριογράφοι, αρχισυντάκτες, καλοί τεχνικοί που προσπάθησαν να βάλουν την ΕΡΤ3 στον χάρτη. Με λάθη, όμως με τη μεγάλη αγάπη του κόσμου που είδε τη Θεσσαλονίκη να έχει το δικό της κανάλι. Και όσο περνούσε ο καιρός αποκτούσε αξιοπρόσεκτη τηλεθέαση. Ο κόσμος σου το ανταπέδιδε, έβλεπε ότι γίνεται μία προσπάθεια.
Ήταν μία περίοδος αναζήτησης ταυτότητας με λάθη μεν, αλλά με πάρα πολλά μεγάλα ταλέντα, οι οποίοι αυτή τη στιγμή διαπρέπουν ή αν συνταξιοδοτήθηκαν ο κόσμος τους θυμάται με νοσταλγία. Πέρασαν από την ΕΡΤ3 κάνοντας τη δουλειά πρωτοπόρου. Εμείς σφραγίσαμε τα τέλη της δεκαετίας του ’90 και την πρώτη του 2000 μέχρι το 2013 που έπεσε το «μαύρο». Αυτή η απαράδεκτη, σε οποιοδήποτε επίπεδο, κατάσταση. Από εκεί και έπειτα, άλλαξαν κάπως τα πράγματα. Πιστεύω ότι παλαιότερα ήταν καλύτερα συνδεδεμένη…ήταν ο καθρέφτης που ο Βορειοελλαδίτης έβλεπε τον εαυτό του. Αυτό κάπου απωλέσθη. Τώρα γίνεται μία καινούρια προσπάθεια. Πρέπει να δώσουμε μία πίστωση χρόνου. Να δούμε που πάει, με καλή διάθεση.
Δεν ξέρω τώρα στην εποχή του διαδικτύου τι θέλει ο κόσμος από την τηλεόραση. Φαντάζομαι θέλει όλα εκείνα που δεν δίνει η ιδιωτική. Λένε αυτό δεν φέρνει νούμερα, ναι αλλά υπάρχει ένα κοινό. Αυτό το ρεύμα στο θέατρο, την κλασσική μουσική, το ντοκιμαντέρ, τους νέους δημιουργούς πρέπει να τους δώσει (η τηλεόραση) ένα βήμα. Μπορεί να μην φέρνει τα τεράστια νούμερα. Δεν είναι όλα ριάλιτι σόου. Είναι και αυτά αλλά εν πάση περιπτώσει, δεν πρέπει το μοναδικό κριτήριο να είναι το τι φέρνει νούμερα. Πρέπει να δώσει (η τηλεόραση) λόγο σε εσάς, τους νέους δημιουργούς. Σε έναν που γράφει ένα συγκλονιστικό διήγημα ή μυθιστόρημα. Σε έναν που είναι πρωτοπόρος στην Τζαζ. Σε έναν ωραίο εικαστικό. Αυτή την στιγμή μέσα στα διαμερίσματα, στα ατελιέ και τα στούντιο, στα ανήλιαγα ή στα ζορισμένα παιδιά, η νέα γενιά, βγάζει μόνο διαμάντια. Κι εγώ θα καθίσω να αναρωτηθώ αν φέρνει τα ίδια νούμερα με το «Σαρβάιβορ»; Δεν είναι καλό μάρκετινγκ αυτό. Δεν μου αρέσει.
– Θεωρείτε ότι οδηγούμαστε προς την εξαφάνιση των εφημερίδων;
– Εκεί που το φοβάμαι αυτό, βλέπω σε τοπικούς σιδηροδρόμους του Λονδίνου να μπαίνουν σε κάθε στάση πιτσιρικάκια 17-18-19 χρονών και να έχουν μαζί τους μία εφημεριδούλα. Οι εφημερίδες είναι ναυαρχίδες. Μπορεί να έχουν πολύ καλή διαδικτυακή έκδοση, αλλά το οριακό κάλεσμα του κύρους είναι το τυπωμένο χαρτί. Κάποιες εφημερίδες ανέστειλαν στο Ηνωμένο Βασίλειο τη χάρτινή τους έκδοση. Δεν τους βγήκε σε καλό.
«Γύρνα τη σελίδα, δεν θα πάθεις κάτι»
– Οπότε πιστεύετε ότι ο κόσμος -και ειδικά οι νέοι- πρέπει να ενημερώνεται και από τα έντυπα, πέραν των ψηφιακών μέσων;
– Είναι μία τελετή. Αν μπούμε στον κομφορμισμό, ότι ουσιαστικά σκάκι εγώ θα παίξω μόνο στο διαδίκτυο, μα εγώ έχω τον καφέ μου εδώ. Πιάνω το άλογο και τον πύργο τον ξύλινο. Το ευχαριστιέμαι. Αν είναι να μην περπατάω. Να αφήσω τις αρτηρίες μου να βουλώσουν. Πρέπει να κουράζεται και λίγο ο κόσμος. Γύρνα τη σελίδα, δεν θα πάθεις κάτι. Εμείς μυρίζαμε τα βιβλία, όταν μας τα μοιράζανε στο σχολείο. Μοσχοβολάει το χαρτί. Κάθε γενιά βέβαια έχει τη δική της αγάπη. Εγώ θέλω να μείνουν οι εφημερίδες.
– Τι εφόδια χρειάζεται ένας δημοσιογράφος σήμερα;
– Περιέργεια. Αγάπη για ανάδειξη της αλήθειας. Να βλέπει τον κόσμο σαν έργο τέχνης. Να ξέρει να θαυμάζει. Να μην είναι καχύποπτος, αλλά να αμφιβάλλεις απέναντι στην οποιαδήποτε εξουσία και είναι δουλειά του να την αμφισβητείς. Αν θες να την υμνήσεις και να γίνεις «σαβουροκόλακας» δεν είσαι δημοσιογράφος, διαφημιστής τους είσαι. Να είσαι καχύποπτος με την εξουσία, να είσαι ελεγκτικός, σοβαρός, τεκμηριωμένος και να βλέπεις το δημόσιο βήμα με μία αγάπη.
Το κριτήριο του δημοσιογράφου είναι η περιέργεια, η διάθεση να αναδείξει την αλήθεια ξέροντας όμως ότι υπάρχουν και άλλες και η δια βίου επιμόρφωση. Γιατί παίζει μεγάλο ρόλο η εκάστοτε τεχνολογία. Και να μην απογοητεύεται. Σημασία έχει να τον γεμίζει. Εγώ το έλεγα από πάντα. Ο καλός δημοσιογράφος λάμπει από μόνος του. Δεν έχει σημασία αν έχει πέντε ή δεκαπέντε σπίτια στη ζωή του. Αν έχει κάποιο σκάφος να πάει κάπου. Και αυτά ωραία είναι, διευκολύνουν τη ζωή σου, αλλά ο δημοσιογράφος λάμπει από μόνος του όταν είναι δημοσιογράφος και τον γεμίζει αυτό που κάνει.
– Θα μας αντικαταστήσει η τεχνητή νοημοσύνη; Με αφορμή την εικονική παρουσιάστρια ειδήσεων στο Κουβέιτ αλλά και το σχετικό κείμενο σας στην Μακεδονία.
– Είναι εφιάλτης, όταν βλέπεις ότι κάποιος μπορεί να παρουσιάσει κάτι δικό σου για δικό του. Τη φωνή σου, το πρόσωπο σου, την υπογραφή σου, τη σελίδα σου και να μην έχεις ιδέα για αυτό. Είναι φασισμός. Πρέπει να αποτραπεί η μετατροπή της πραγματικότητας σε ένα ατέλειωτο fake news.
Ο Γκίτεμποργκ τα έλεγε αυτά στην «Κοινωνία του θεάματος». Έλεγε ότι η αλήθεια θα γίνει μία βερσιόν του ψεύτικου. Φανταστείτε, λέει, μία σειρά πραγμάτων να περνάνε από μπροστά σας και να είναι ψεύτικο, ψεύτικο, ψεύτικο, αληθινό, ψεύτικο. Να περνάει από μπροστά σας σαν ισότιμο μέλος αυτή η φευγαλέα παρουσία της αλήθειας και μετά ξανά ψέματα. Πιστεύω εσείς θα δουλέψετε, με ζόρι αλλά θα δουλέψετε. Της επόμενης γενιάς όμως τα παιδιά που γεννιούνται τώρα τη δεκαετία του ’20 θα έχουν τεράστιο πρόβλημα αντικατάστασης της ανθρώπινης εργασίας από το μηχάνημα. Και ο καπιταλισμός δεν χαρίζει κάστανα.
«Δεν πιστεύω ότι η Ελλάδα βρίσκεται στον πάτο της ελευθερίας του Τύπου»
– Πώς κρίνετε το γεγονός ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην 107η θέση ελευθερίας του Τύπου;
– Mε σεβασμό πάντα προς τους ανθρώπους που κάνουν τις έρευνες, αλλά εγώ βλέπω μία πολύ σκληρή κριτική στην Ελλάδα. Εγώ ήμουν ένα παιδί της κεντροαριστεράς. Δεν έχω ανάγκη να υπερασπιστώ ούτε τη ριζοσπαστική αριστερά, ούτε την τωρινή κυβέρνηση. Εμείς έχουμε έναν πολύ απελευθερωμένο Τύπο. Τώρα αν κάποιοι θέλουν να τον ελέγξουν έχοντας οικονομικά ή άλλα συμφέροντα, αυτό είναι άλλο. Εγώ δεν αισθάνθηκα ποτέ την πίεση να γράψω. Δεν είμαστε πια και στην εποχή του φιμώματος. Εγώ πρόλαβα φιμωμένο τον Τύπο.
Ήμουν 7-8 χρονών και ο μπαμπάς μου, μου έλεγε να βάζω τη Μακεδονία κάτω από την μασχάλη μου. Υπάρχουν αυτές οι απόψεις, αλλά το ότι η Ελλάδα είναι στον πάτο της ελευθερίας του Τύπου, δεν το πιστεύω. Τώρα αν κάποιοι λόγω επιχειρηματικών συμφερόντων θέλουν να ελέγχουν τα μέσα… και στην Βρετανία ή στην Αμερική δεν υπάρχουν πάμπλουτοι άνθρωποι που θέλουν να ελέγξουν την ενημέρωση;
Το πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι αυτό. Το πρόβλημα είναι ότι έχει πέσει πάρα πολύ ο αριθμός των αντιτύπων που πουλάνε οι εφημερίδες σε καθημερινή βάση. Εγώ πρόλαβα κυριακάτικο φύλλο με 900.000 αντίτυπα. Το Βήμα με 150.000, η Καθημερινή με 110.000, ακόμα και η Μακεδονία εδώ πέρα έδινε 75.000 φύλλα. Στη Θεσσαλονίκη με τα αθλητικά, τον κινηματογράφο και τα εκπαιδευτικά, δίναμε 50.000 φύλλα τη Δευτέρα. Στα περίπτερα υπήρχαν ουρές. Άλλαξαν τα πράγματα, αλλά στην Ιταλία ή στο Ηνωμένο Βασίλειο τα επίπεδα είναι ικανοποιητικά για το πόσες εφημερίδες παίρνει ο κόσμος. Εδώ πέρα ο κόσμος είναι πολύ στο τζάμπα. Θέλει να τα βρει όλα στο διαδίκτυο.
– Πού μπορούμε να σας βρούμε/διαβάσουμε;
– Έχω κάποιες συνεργασίες και στο Protagon. Συνεργάζομαι με τηλεοπτικούς σταθμούς και οργανισμούς που κάνουν ντοκιμαντέρ. Κάνουμε και εμείς πολύ καλά ντοκιμαντέρ στην Πολιτιστική Εταιρεία Επιχειρηματιών Βορείου Ελλάδος. Τα μνημεία της UNESCO, η Συνοικία των Εξοχών. Έχω κάνει και το ντοκιμαντέρ της ιστορίας της Έκθεσης. Τώρα ετοιμάζουμε το τρίτο μέρος.
Συνέντευξη: Νίκος Ζαφειρόπουλος, Βαγγέλης Λαζαρίδης και Βασίλης Ιατρούδης