19 Μαρτίου 2021
Στο DREAM ON-line δεν μας αρέσει ο μονόλογος. Κάθε μήνα, οι αναγνώστες μιλούν και μας στέλνουν τα άρθρα τους με ποικίλα θέματα, προβληματισμούς και πολλές πολλές χαρές. Περιμένουμε και το δικό σου άρθρο!
Είσαι είκοσι χρονών, έχεις ζήσει πάνω από εφτά χιλιάδες διαφορετικές μέρες, έχεις τριάντα δόντια και γύρω στις είκοσι μπλούζες αν και πάντα φοράς μία ή δύο από αυτές. Έχεις μια μητέρα, έναν πατέρα και ελάχιστους φίλους τους οποίους αγνοείς, εξοβελίζοντας τους δυναμικά από την ζωή σου. Στερείς έναν σκοπό, τον δικό σου προσωπικό μύθο, μια εσωτερική αναγκαιότητα για δράση. Αντικατέστησες το να ζεις με το να υπάρχεις, τίποτα πλέον δεν ασκεί έστω και την ελάχιστη διεγερτική δύναμη στις αισθήσεις σου. Καταδικασμένος στην απομόνωση. Οι συνθήκες της ζωής σου, τελεσίδικες, η ύπαρξη σου, μια περίεργη κατάσταση ημισυνειδητότητας χωρίς πιθανότητα αλλαγής.
Καταδικασμένος και συνάμα καταραμένος, έχεις βολευτεί στην γωνία του κρεβατιού σου, σχεδόν ακίνητος, ακολουθώντας τις ρωγμές του ντιβανιού ψάχνοντας μια αρχή και ένα τέλος. Αυτός ο αποπνικτικός χώρος λίγων τετραγωνικών είναι ο κόσμος σου. Κάποτε τον κόσμο αυτόν σιγόνταρε και ο κόσμος των ονείρων με το πλούσιο και γεμάτο σημασία περιεχόμενο του, αλλά ακόμα και αυτή η πρωταρχική ανθρώπινη ιδιότητα ανήκει στο παρελθόν. Σπάνια ονειρεύεσαι πλέον, και τις ελάχιστες φόρες που το φιμωμένο ασυνείδητο κομμάτι της ψυχής σου εκφράζεται, το καταφέρνει επικοινωνώντας απόκρυφες εικόνες που προεξοφλούν τον επερχόμενο ψυχικό σου θάνατο. Ωστόσο εσύ σχεδόν αμέσως τις λησμονείς και συνεχίζεις να κοιμάσαι…
Βλέπεις, αλλά είσαι τυφλός, ακούς αλλά το κερί μπλοκάρει τα αυτιά σου. Η όψη του απισχνασμένου σώματος σου στον ραγισμένο καθρέφτη δεν προκαλεί καμιά αντίδραση, η σκονισμένη στοίβα βιβλίων που ποτέ δεν διάβασες, επίσης. Υπάρχεις, αυτό αρκεί για σένα. Υπό τη σκέψη ότι απλά υπάρχεις κλείνεις συνειδητά τα μάτια σου κάθε βράδυ χωρίς να ανυπομονείς για το αύριο, καθώς αυτό δεν θα είναι τίποτα παραπάνω από μια επανάληψη του παρελθόντος. Ο παράγοντας της τύχης, του απροσδόκητου δεν έχει θέση στον κόσμο σου.
Σώμα και πνεύμα, αλυσοδεμένα στη γωνία του δωματίου σου, μόνο τα βασικά ένστικτα επιβίωσης μπορούν και χαλαρώνουν προσωρινά τα δεσμά. Κοιτάς τα ρολόγια του δωματίου σου για να διαπιστώσεις ότι κανένα δεν έχει δείκτες. Έχεις χάσει το δικαίωμα να προσδιορίζεσαι στον χρόνο και μόνο από το ελάχιστο φως που καταφέρνει να ξεγλιστρήσει από τα παραθυρόφυλλα γίνεσαι ικανός να κάνεις μια βασική διάκριση μέρας και νύχτας.
Ανά διαστήματα επιτρέπεις τα πνεύματα του εξωτερικού κόσμου να σε επισκεφτούν, τα ίδια πνεύματα που κατά δική σου ομολογία είναι υπεύθυνα για την καταδίκη σου. Βλέπεις ανθρώπους που έχουν χάσει την πίστη τους, που δεν πιστεύουν πλέον σε καμία θρησκεία, καμία μεταφυσική προσέγγιση των πραγμάτων. Απορρίπτουν οποιαδήποτε θέαση του κόσμου, της ζωής και του θανάτου που ξεπερνάει τα περιορισμένα όρια της ανθρώπινης «λογικής», ασχέτως και αν αυτή δίνει χρώμα και παρηγοριά στην ύπαρξη.
Βλέπεις ανθρώπους χωρίς πρόσωπα, να περπατάνε βιαστικά, όλοι τους με τον ίδιο ρυθμό, κυνηγώντας ένα πράγμα. Άνθρωποι- ηθοποιοί στο έργο ενός άγνωστου σκηνοθέτη. Βλέπεις ανθρώπους, δίχως το παραμικρό αίσθημα μετριοφροσύνης, έτοιμους να επιβάλλουν τις «απόλυτες αλήθειες» τους με τη βοήθεια κάθε μορφής βίας. Ανθρώπους που απέναντι σε κάθε διαφωνία, κάθε φορέα της ανθρώπινης διανόησης, υψώνουν τεράστια ψυχολογικά φράγματα.
Βλέπεις έναν κόσμο διχασμένο, όπου η αγάπη, η καλοκαγαθία, εκείνο το χαμόγελο των ματιών δεν έχουν πια καμία θέση. Έναν κόσμο όπου η τρέλα, η όρεξη για εξερεύνηση, περιπέτεια, μια περισσειά πνεύματος και ευδιαθεσίας, μια ενδόμυχη επιθυμία για ευζωία, θεωρούνται κατακριτέες, αφού σε αποσυντονίζουν από τον κοινό στόχο.
Ενώ τα πνεύματα αυτά περιστρέφονται γύρω από το εγώ σου, δεν μπορείς παρά να αναρωτηθείς αν πίσω από την απομόνωση σου, βρίσκεται ο μεγαλύτερος δόλος της αυτοσυντήρησης. Διαπιστώνεις ότι δεν κρέμεται καμιά κατάρα πάνω από το κεφάλι σου. Εσύ ο ίδιος σφυρηλάτησες τα φίδια που σφίγγουν τα πόδια σου, εσύ τοποθέτησες τις εφημερίδες και τα βιβλία στο ψηλότερο ράφι, που δύσκολα φτάνεις. Δεν θες να σκέφτεσαι, θες να κοιμάσαι, να αγνοείς την ανθρώπινη φύση σου, επειδή ξέρεις πολύ καλά για τι είναι ικανή αυτή η φύση.
Φοβάσαι τόσο πολύ να γίνεις μάζα και για αυτό αποφασίζεις να μην είσαι τίποτα, ούτε νεκρός αλλά ούτε ζωντανός, αρέσκεσαι στο να κοιμάσαι. Αν έψαχνες και τελικά έβρισκες τον δικό σου μύθο; την προσωπική σου αλήθεια; Αν ανέπτυσσες μια ευγενή περιφρόνηση απέναντι σε ό,τι σου επιβάλλουν ως καθήκον και ως παράδοση; Αν ήξερες να κλείνεις τα μάτια σου μπροστά στον υλικό ευδαιμονισμό και τη φτηνή διασκέδαση; Αν μπορούσες να ζεις τη ζωή που θέλεις; Τότε θα μπορούσες να περάσεις μέσα από τους πιο δυνατούς ανέμους και με το δικό σου φως θα φώτιζες και το σκοτάδι των υπολοίπων . Αυτό ακριβώς σκέφτεται κάποιος άλλος, σε ένα άλλο δωμάτιο, αλλά στην ίδια κατάσταση με εσένα. Όταν αυτός αποφασίζει επιτέλους να σηκωθεί εσύ συνεχίζεις να κοιμάσαι.