Ξεκίνησε με ένα βιβλίο που βρήκα τυχαία σε έναν σιδηροδρομικό σταθμό. Ο τίτλος ήταν ‘The day the World Stops Shopping’ και καθώς με ιντρίγκαρε η ιδέα ενός οικονομικού πειράματος με πράσινη κατεύθυνση, δεν το πολυσκέφτηκα και το αγόρασα. Πέρα από την εξαιρετική γραφή και ενδιαφέρουσα πληροφόρηση που προσφέρει, η κεντρική ιδέα είναι ότι, όσο και να προσπαθούμε να βρούμε μεθόδους για να λειτουργούμε ‘πράσινα’, κανένα από αυτά τα σενάρια δεν ικανοποιεί τις προσδοκίες μας για επιβίωση του περιβάλλοντος παρά ένα -και αυτό δεν είναι άλλο από το να αλλάξουμε το καταναλωτικό πρότυπο ζωής μας.
Εδώ παίρνει θέση ένα κίνημα, πιθανώς ολίγον παρεξηγημένο. Ο μινιμαλισμός ξεκίνησε ως καλλιτεχνικό ρεύμα επηρεασμένο από τη σχολή του Μπάουχαους και έγινε ευρύτερα γνωστό στα τέλη του ‘50, ως αντίδραση στην τέχνη των προηγούμενων δεκαετιών. Μέχρι το ‘50 κυρίαρχη ήταν η ιδέα ότι η τέχνη πρέπει να απεικονίζει κάτι από από την πραγματικότητα. Ο μινιμαλισμός υποστήριξε ότι κάτι τέτοιο δεν είναι απαραίτητο, αλλά ότι η τέχνη μπορεί να αποκαλύπτει απλώς ‘αξίες όπως την αλήθεια, την τάξη, την απλότητα και την αρμονία’. Η ερμηνεία αυτή ήρθε πιο κοντά στον μέσο άνθρωπο κυρίως ως διακοσμητική άποψη, μέσα από κενούς, μονόχρωμους και απλοϊκούς χώρους.
Στην πιο προηγμένη του μορφή, πάντως, ο μινιμαλισμός εμπερικλείει ένα lifestyle βασισμένο στο “less is more” και την ιδέα ότι με το απλό, λιτό και απέριττο μπορεί κανείς να εστιάσει σε αυτά που έχουν πραγματική σημασία για τον ίδιο. Έτσι λοιπόν προστίθεται στον τρομακτικά ογκώδη σε αυτό το σημείο χείμαρρο του self-improvement, με challenges όπως το 100-item or less, οδηγούς για να ξεφορτωθείς όσα δεν χρειάζεσαι, ακόμη και σειρές στο Netflix – δείτε για παράδειγμα το “Σπίτι και Ζωή σε Τάξη” με τη Μαρί Κόντο. Όλες αυτές οι πρακτικές μπορεί να μοιάζουν σε κάποιους μόνο ως τρόποι να εκτονώσει κανείς τον οργανωτικό του οίστρο, όμως τα πράγματα δείχνουν αλλιώς. Ο μινιμαλισμός ήρθε για να μείνει, και υπάρχουν δύο κύρια επιχειρήματα που πείθουν για αυτό.
Πρώτον, η φιλοσοφία της εθελοντικής απλότητας δείχνει να συνδέεται πράγματι με την ευεξία και την ευτυχία. Μία έρευνα του 2021 εντόπισε σύνδεσμο μεταξύ του μινιμαλισμού και της ευεξίας και ευτυχίας σε ποσοστό 80% και 85% στις έρευνες που εξέτασε. Οι ερευνητές πιθανολογούν ότι ο σύνδεσμος οφείλεται στο γεγονός ότι “οι μινιμαλιστές είναι καλύτεροι στο να ελέγχουν τις καταναλωτικές τους επιθυμίες” και αυτό τους επιτρέπει “να εστιάζουν σε ανάγκες όπως η αυτονομία, η επάρκεια και η συγγένεια που προάγουν την ψυχολογική ανάπτυξη”. Ως εκ τούτου οι μινιμαλιστές είναι πιο πιθανό να ξοδέψουν για να αποκτήσουν εμπειρίες παρά προϊόντα, επιλογή που ενισχύει την ευτυχία και ενδυναμώνει τις κοινωνικές σχέσεις.
Δεύτερον, συνιστά μία υγιή απάντηση απέναντι στο εμφανώς πλέον μη βιώσιμο υπερκαταναλωτικό πρότυπο. Φυσικά, όπως εύστοχα αναλύει ο ΜακΚίνον στο βιβλίο, η μέρα όπου ο κόσμος θα έπαυε να ψωνίζει θα συνοδευόταν από μία κατάρρευση του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος και αφετέρου, προς το παρόν παραμένει σενάριο μόνο θεωρητικό. Εκείνο όμως, που μας δίνει αυτό το πείραμα είναι μία ματιά σε ένα λιγότερο καταναλωτικό αύριο. Αν πάψουμε να εθελοτυφλούμε για λίγο, θα συνειδητοποιήσουμε ότι δεν χρειάζεται να καταργήσουμε εντελώς τον τρόπο ζωής μας, μόνο να τον αναθεωρήσουμε. Έτσι και αλλιώς αυτό θα ήταν καλό να γίνεται κάθε τόσο, ασχέτως μίας επικείμενης οικολογικής καταστροφής.
Να σημειωθεί ότι ο μινιμαλισμός δεν ήρθε να κακολογήσει όσους απολαμβάνουν να έχουν περισσότερα από δύο ζευγάρια παπούτσια. Σίγουρα δεν μπορούμε όλοι – ούτε και θα πρέπει – να γίνουμε σαν τον Γκάντι, δηλαδή να κατέχουμε πέντε αντικείμενα. Το κίνημα δεν πρέπει να θεωρείται ως ακραία απάρνηση της ιδιοκτησίας, αλλά ως κριτική αντιμετώπιση του ακραίου καταναλωτισμού.
Έτσι λοιπόν δεν θα πρέπει κανείς να ανησυχεί αν έχει τρία ή εφτά ζευγάρια παπούτσια, αρκεί να χρησιμοποιεί και τα τρία ή εφτά αντίστοιχα. Τα αντικείμενα που κατέχουμε θα πρέπει να μας φαίνονται χρήσιμα και να μας βοηθούν να πετύχουμε τους στόχους μας. Δεν υπάρχει τίποτα μεμπτό στο να έχει κανείς πολλά αντικείμενα αθλητικού εξοπλισμού εφόσον τα χρησιμοποιεί και χάρη σε αυτά μπορεί να πλάσει τον εαυτό του όπως τον φαντάζεται.
Μία πολύ εύστοχη παρατήρηση σε όλα τα παραπάνω έρχεται από την Τζιά Τολεντίνο, αρθρογράφο του “The New Yorker”. Η Τολεντίνο εστιάζει στη διαφορετική επίδραση του μινιμαλισμού στις διαφορετικές οικονομικές τάξεις και στο γεγονός ότι για κάποιους δεν αποτελεί απαραίτητα επιλογή. Απαντά ότι “το λιγότερο είναι πιο ελκυστικό όταν έχεις πολλά χρήματα, και ο μινιμαλισμός μετατρέπεται εύκολα από μια φιλοσοφία σκόπιμης αυτοσυγκράτησης σε μια αισθητική γλώσσα μέσω της οποίας διεκδικείται μια μορφή περιφραγμένης πολυτέλειας – μια εγωκεντρική και ανταγωνιστική παρόρμηση που δεν διαφέρει και πολύ από την αποκτήνωση που ο μινιμαλισμός υποτίθεται ότι απορρίπτει”.
Αν και αληθεύει ότι ακόμη και ο μινιμαλισμός εν τέλει μετατρέπεται σε επιδεικτική νοοτροπία, αυτό επιβεβαιώνει και την οπτική μας: ο επιδεικτικός καταναλωτισμός διαπερνά όλο το κοινωνικό γίγνεσθαι και τον τρόπο ζωής μας. Η τάση να αποκτήσουμε το ‘πιο’ ωραίο και ‘πιο’ εντυπωσιακό και ‘πιο’, ‘πιο’, ‘πιο’ από του άλλου έχει ριζώσει τόσο βαθιά στη νοοτροπία μας ώστε ακόμη και κινήματα-αντίδραση προς αυτήν αποδεικνύονται ανίκανα να ξεφύγουν από τον επίδρασή της.
Ίσως αυτός να είναι τελικά ο κυριότερος λόγος να στραφούμε στην εθελοντική απλότητα: να διαμορφώσουμε μία καινούρια λογική που μας απελευθερώνει από την ανάγκη της επίδειξης μέσω των αγαθών σε όποια μορφή κι αν παρουσιάζεται. Ίσως έτσι να αντέξουμε ευκολότερα το σενάριο στο “The day the World Stops Shopping” και να δώσουμε περισσότερο χώρο στην ευδαιμονία μας. Όσοι δεν έχουν ακόμη πειστεί, θα πρότεινα να το ξανασκεφτούν.