15 Απριλίου 2020
15 Απριλίου του 1980 αφήνει την τελευταία του πνοή ένας συγγραφέας, φιλόσοφος, ακτιβιστής, κριτικός, αντισυμβατικός εραστής, αναρχικός και πάνω από όλα ένας άνθρωπος καταδικασμένος να ζει ελεύθερος.
Ο Ζαν Πολ Σαρτρ γεννήθηκε στο Παρίσι, στις 21 Ιουνίου 1905. Μεγάλωσε με τους παππούδες του καθώς έχασε σε παιδική ηλικία τον πατέρα του. Όντας άριστος μαθητής, πέτυχε την εισαγωγή του στην περίφημη σχολή École Normale Supérieure, όπου έμελλε να γνωρίσει και την αγάπη της ζωής του, τη Σιμόν Ντε Μποβουάρ.
Ξεκίνησε να εργάζεται ως διδάσκων, ώσπου ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος όταν και κατετάχθη στην υπηρεσία μετεωρολογίας του στρατού. Ο Σαρτρ συνελήφθη, και κατάφερε να ξεφύγει με ψευδείς ιατρικές βεβαιώσεις. Τα γεγονότα αυτά που έζησε τον οδήγησαν στο να διαμορφώσει την αντίληψη ότι ο άνθρωπος δεν είναι ατομιστής, αλλά έχει χρέος στην κοινωνία.
Μετά την αποφυλάκισή του συμμετέχει στο αντιστασιακό δίκτυο «Σοσιαλισμός και Ελευθερία». Ξεκινά να αναζητά την έννοια του ανθρωπισμού και η δημοτικότητα που λαμβάνει ολοένα και εξελίσσεται, με τις παραστάσεις του να ανεβαίνουν, την ίδρυση του λογοτεχνικού του περιοδικού και την περίφημη του διάλεξη με τίτλο «Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός».
Συνεχίζει την αέναη αναζήτηση της έννοιας της ελευθερίας, ενταγμένος πάντα στο φιλοσοφικό ρεύμα του υπαρξιασμού, του οποίου υπήρξε «κινητήρια δύναμη». Ο Σαρτρ υποστήριξε την ανυπαρξία του θείου και τη δυνατότητα της ελεύθερης βούλησης και επιλογής του ατόμου.
«Ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να ζει ελεύθερος, γιατί με το που ρίχνεται στον κόσμο είναι υπεύθυνος για ό,τι κάνει, και έρχεται αντιμέτωπος με τις πράξεις του, έχοντας αποκλειστικά ευθύνη για εκείνες».
Θεωρούσε ότι ο άνθρωπος κρίνεται αποκλειστικά και μόνο από τις πράξεις ή και τις προθέσεις του, και κανένας άλλος μεταφυσικός παράγοντας δεν υφίσταται. Και κάπου εδώ έγκειται και η πρωτοτυπία του, σύμφωνα με την Σιμόν Ντε Μποβουάρ: το εξαιρετικό βάρος που έδινε στην πραγματικότητα, παρόλο που δεχόταν ταυτόχρονα την ανεξαρτησία της συνείδησης. «Δεν ξέρουμε τι θέλουμε, και όμως είμαστε υπεύθυνοι για αυτό που είμαστε» είχε πει ο σπουδαίος φιλόσοφος.
Το 1964, ο Σαρτρ ανακαλύπτει ότι είναι υποψήφιος για το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ευθύς, γράφει στη Σουηδική Ακαδημία για να τους ενημερώσει ότι επιθυμεί την άρση της υποψηφιότητάς του. Ωστόσο, καθώς δεν ήταν δυνατόν να γίνει καμία διαβούλευση μεταξύ της Ακαδημίας και των υποψηφίων, καταλήγει να τιμάται με το Νόμπελ Λογοτεχνίας στις 22 Οκτωβρίου του ίδιου έτους, για το έργο «πλούσιο σε ιδέες, με πνεύμα ελευθερίας και αναζήτησης της αλήθειας» που παρήγαγε. Δεν το παρέλαβε ποτέ.
Η πράξη του αυτή μπορεί να μείωσε τη φήμη του, αλλά ισχυροποίησε τον πνευματικό αγώνα του φιλοσόφου. Δεν ήταν μια παρορμητική απόφαση της στιγμής- είχε τη συνήθεια να αρνείται τις επίσημες τιμές καθώς θεωρούσε ότι επισκίαζαν την ελευθερία του και πως το όνομά του θα συνδεόταν με το όργανο που θα τον τιμούσε.
«Ο συγγραφέας πρέπει να αρνηθεί να μετατρέψει τον εαυτό του σε όργανο, ακόμη κι αν αυτό συμβαίνει κάτω από τις πιο τιμητικές περιστάσεις», δήλωσε στον Τύπο. «Αν υπογράψω ως Jean Paul Sartre, δε θα είναι το ίδιο με το να υπογράψω ως ο βραβευμένος με νόμπελ, Jean Paul Sartre».
Φυσικά δε θα μπορούσε να γραφθεί κείμενο για τον Ζαν-Πολ Σαρτρ δίχως να υπάρξει αναφορά στην Σιμόν ντε Μποβουάρ. Γνωρίστηκαν, όπως προαναφέρθηκε, στο École Normale Supérieure και έμελλε να περάσουν μαζί 55 χρόνια κοινής πορείας. Δεν παντρεύτηκαν ποτέ, εφαρμόζοντας τις φιλοσοφικές πεποιθήσεις του Σαρτρ περί ελευθερίας, μήτε τεκνοποίησαν. Συγκατοίκησαν για ελάχιστα χρονικά διαστήματα, ενώ σύναψαν πολλές ερωτικές σχέσεις.
Η ερωτική τους αντισυμβατική σχέση έχει περάσει στην ιστορία. Δεν ήταν μόνο σωματικά εραστές, αλλά και πνευματικά- δύο διανοούμενοι που θα έγραφαν μαζί και θα μιλούσαν για τις ιδέες του αθεϊσμού, του φεμινισμού, του υπαρξιασμού και τόσων άλλων ακόμη. «Έρωτας είναι ο παράφορος πόθος δύο σωμάτων και η αγωνιώδης αναζήτηση δύο ψυχών» έγραφε ο Σαρτρ.
Πέρασαν μαζί 55 χρόνια, ώσπου ο Ζαν Πολ Σαρτρ αφήνει την τελευταία πνοή στις 15 Απριλίου 1980, χτυπημένος από πνευμονικό οίδημα. Θάβεται στο νεκροταφείο του Μονπαρνάς, στο Παρίσι. Η Σιμόν Ντε Μπουβουάρ έφυγε ακριβώς έξι χρόνια παρά μία μέρα μετά, στις 14 Απριλίου 1986. Θάφτηκε στο νεκροταφείο του Μονπαρνάς, στο Παρίσι, και το ζευγάρι. «Αυτή και μόνο αυτή», δίπλα του, στο τελευταίο ταξίδι της ζωής τους.
Γράφει η Μαρκέλα Κερκέζου