Το κλασικό μοντέλο δημοκρατίας βασίζεται στην πόλη-κράτος της Αθήνας. Επρόκειτο για μια μορφή άμεσης (ενίοτε επονομαζόμενη «κλασική», «συμμετοχική» ή «ριζοσπαστική») δημοκρατίας, για ένα σύστημα λαϊκής αυτοδιακυβέρνησης, στο οποίο η διακυβέρνηση όχι μόνο πήγαζε από τους πολίτες, αλλά γινόταν κι από αυτούς.
Αυτό το είδος άμεσης δημοκρατίας είχε πολύ περιορισμένη εφαρμογή στον σύγχρονο κόσμο, κυρίως για πρακτικούς λόγους (πληθυσμιακή αύξηση, ανάπτυξη των πόλεων) κι έτσι, η ανθρωπότητα εισήγαγε την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, ένα σύστημα διακυβέρνησης διά αντιπροσώπων. Οι τελευταίοι συνήθως αναπαρίσταντο να εκφωνούν παρακινητικούς λόγους σε δημόσιες πλατείες, όπου πλήθη ανθρώπων συγκεντρώνονταν για να ακούσουν τις προτάσεις και τις λύσεις που διακήρυτταν.
Social Media: ως ιδέα
Σήμερα οι εικόνες αυτές έχουν πια ξεθωριάσει και τη θέση της πλατείας ήρθε να αντικαταστήσει το Διαδίκτυο, και πιο συγκεκριμένα, τα κοινωνικά δίκτυα (social media). Η ισχύς των τελευταίων είναι αδιαμφισβήτητη και δικαίως η πολιτική επικοινωνία ξανά συστήνεται με νέους όρους.
Πρόκειται για ισχυρά εργαλεία επικοινωνίας, μέσω των οποίων εν ενεργεία ή φιλόδοξοι, δυνητικά πολιτικοί δράττονται της ευκαιρίας όχι μόνο να κωδικοποιήσουν τις πολιτικές τους θέσεις, μα πολύ περισσότερο, να κατασκευάσουν μια περσόνα αρκετά φωτεινή, ώστε να κεντρίζει το λαϊκό ενδιαφέρον, συνάμα προσιτή, φιλική και ταπεινή, ώστε να επιτυγχάνει τη ζητούμενη ταύτιση του εκλογικού σώματος.
Αυτό δεν άργησαν να το αντιληφθούν οι πολιτικοί παράγοντες και όπως σχεδόν κάθε πρωτοποριακή ιδέα, ταξίδεψε στην Ελλάδα από τα δυτικά της, τις ΗΠΑ, όταν ο Μπαράκ Ομπάμα ενορχήστρωσε στην προεδρική του εκστρατεία (2008) το «X» (πρώην Twitter), ως άμεσο πολιτικό και ειδησεογραφικό μέσο.
πηγή: Inquiries Journal
Παρά τον διαχρονικό χαρακτήρα που συντηρεί το «X», όταν το στοχευμένο κοινό των πολιτικών στρέφεται ιδιαίτερα προς τους νέους ψηφοφόρους, η πρόκληση των πρώτων να βρουν σημεία επαφής μαζί τους, αυξάνεται. Ως εκ τούτου, η εξειδίκευση σε ένα μέσο, λ.χ. το «X», δεν δύναται πια να μονοπωλεί ως στρατηγική πρακτική.
Οι νέοι ψηφοφόροι, για μερικούς απολιτίκ, για άλλους πολιτικά αδιάφοροι έως και κυνικοί, διακρίνονται αναμφίβολα από δυσπιστία. Σε αυτό το κλίμα, όπου η ενημέρωση από παραδοσιακά (τηλεόραση, ράδιο, εφημερίδες) και σύγχρονα μέσα (διαδικτυακές ιστοσελίδες) τείνει να γίνει σενάριο επιστημονικής φαντασίας, προκύπτει ως επιτακτική ανάγκη η ανάπτυξη μιας ολοκληρωμένης επικοινωνιακής στρατηγικής, η οποία θα αξιοποιεί τις διαδικτυακές πλατφόρμες στο σύνολό τους, ανάγοντάς τες σε γέφυρες επικοινωνίας με το νεανικό εκλογικό σώμα.
Social media: ως πρακτική
Στις εθνικές εκλογές του 2023 πρωταγωνίστησε το TikTok, αλλάζοντας άρδην το ύφος της εκλογικής εκστρατείας των αρχηγών, των κομμάτων, αλλά και των απλών πολιτικών στελεχών. Ο Πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, αξιοποίησε τις δυνατότητες που προσφέρει η πλατφόρμα, με σκοπό να ξανά συστηθεί στους εκλογείς, επικεντρωμένος στην ανάδειξη μιας φιγούρας που δεν διστάζει να τσαλακωθεί, αυτοσαρκάζεται και οπωσδήποτε διαφέρει παρασάγγας από τη στιβαρή εικόνα ενός κατά τ’ άλλα νεοφιλελεύθερου πολιτικού, ο οποίος έχει στιγματιστεί εξαιτίας αμφιλεγόμενων πολιτικών επιλογών και ενός πολιτικά σκανδαλώδους ιστορικού.
Μάλιστα, πέρα από την προβολή δημιουργικού και έντονα χιουμοριστικού οπτικοακουστικού υλικού, ο Πρωθυπουργός εμφανίστηκε στο YouTube, μέσω μιας απρόσμενης συνέντευξης που παραχώρησε στο κανάλι της Νεφέλης Μεγκ. Το κανάλι της έχει ευρεία απήχηση στο νεανικό κοινό, πολλοί εκ των οποίων θα μπορούσαν να είναι εν δυνάμει ψηφοφόροι.
Η πολιτική καθ’ ομοίωση του lifestyle
Κι αν η είσοδος του Πρωθυπουργού στον κόσμο των social media έγινε, στην αρχή, με μιαν ορισμένη διακριτικότητα, δεν θα μπορούσε να υποστηριχθεί το ίδιο και για τον Στέφανο Κασσελάκη, η εμφάνιση του οποίου ήταν θορυβώδης. Η εντυπωσιακή του διείσδυση στο εκλογικό σώμα του ΣΥΡΙΖΑ ερμηνεύεται, από πολλούς, με όρους «πολιτικού μάρκετινγκ».
Μολονότι τίποτα στην ιστορία του δεν φαίνεται να τον συνδέει με το πρότυπο της παραδοσιακής αριστεράς, πολλώ δε μάλλον με την αξιωματική αντιπολίτευση, κατάφερε, εντούτοις, να συγκεντρώσει τη μεγαλύτερη υποστήριξη των μελών του ΣΥΡΙΖΑ, διεξάγοντας μια επιτυχημένη πολιτική καμπάνια, οπλισμένη με τα τεχνάσματα των social media.
Από την αρχή της εκλογικής του καμπάνιας, μέχρι και σήμερα, στο κατώφλι των Ευρωεκλογών της 9ης Ιουνίου, το προβαλλόμενο περιεχόμενο διαφαίνεται προσεκτικά επιλεγμένο, κομμένο και ραμμένο σε αποσπάσματα σύντομης διάρκειας, εμπλουτισμένα με συνθήματα μικρά και με διάθεση να καυτηριάσουν το «σύστημα» που, σαν Μεσσίας, ήρθε να εκτοπίσει.
Συνδυάζοντας, λοιπόν, την πολιτική με το lifestyle (το επίμονο «με λένε Στέφανο» και η γνωριμία του λαού με την προσωπική του ζωή), δεν άργησε να μονοπωλήσει όχι μόνο το ενδιαφέρον των ψυχαγωγικών τηλεοπτικών εκπομπών, αλλά, πλέον, και των καναλιών στο Youtube, με νεανικό, κατά βάση, ακροατήριο. Βρέθηκε, λοιπόν, στο κανάλι του Φίλιππου Ιωάννου, ευρύτερα γνωστός ως «Fipster», σε μια συζήτηση πολιτικά αποχρωματισμένη, για να παίξει μαζί του «θάρρος ή αλήθεια», να μοιραστεί (κι άλλες) προσωπικές ιστορίες, να γελάσει και να κάνει… φάρσες.
Αυτού του είδους η πολιτική επικοινωνία είναι τόσο επιδραστική, καθώς μετατρέπει τον εκάστοτε πολιτικό σε «έναν από εμάς», αντλώντας συμπάθεια από την ευρύτερη νεανική βάση ψηφοφόρων. Κυρίως, όμως, αυτό που επιτυγχάνει είναι να μετασχηματίζει δραστικά τα κριτήρια βάσει των οποίων κρίνουν οι ψηφοφόροι, και πρωτίστως, οι νέοι.
Στην πλειονότητά τους, τα social media αφορούν πλατφόρμες που προτάσσουν τη ψυχαγωγία έναντι της ενημέρωσης, ή τουλάχιστον, προσφέρουν μια ενημέρωση πρόσκαιρη και ευτελή, με επικεντρωμένο σε ψυχαγωγικούς όρους περιεχόμενο. Τα social media υπηρετούν τις σύντομες και άνευ νοήματος θεαματικές εικόνες, την ελαφρότητα και την απουσία κριτικής σκέψης. Έτσι, οι πολιτικοί εμφανίζονται σε αυτές τις πλατφόρμες, συχνά για να συνοψίσουν, μέσα από απλά οπτικοακουστικά ερεθίσματα, τις θέσεις τους, χωρίς να φορτώσουν τους ψηφοφόρους με περιττές, φαινομενικά, πληροφορίες.
Στον αντίποδα, η πολιτική οφείλει να εκπροσωπεί αντίθετες αξίες. Ζητούμενο είναι η ουσιαστική μελέτη των υφιστάμενων προβλημάτων και η αναζήτηση πολιτικών που εναρμονίζονται με τα σύγχρονα κοινωνικά ζητήματα, όπως αυτά προκύπτουν από την τρωτή πολιτειακή οργάνωση, την κοινωνική ανασφάλεια, την πολυδιάστατη κρίση που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα σήμερα.
Το βάρος τέτοιων ζητημάτων επιτάσσει βαθιά ανάλυση, προτάσσοντας τους πολιτικούς όρους έναντι των επικοινωνιακών τεχνασμάτων, του «χαβαλέ» και της ανάλαφρης, κατασκευασμένης περσόνας, που αναλώνεται σε παιχνίδια «θάρρους ή αλήθειας», σαν να πρόκειται για άλλο ένα ιντερνετικό πρόσωπο, με πιασάρικους τίτλους-clickbait. Σε τελευταία ανάλυση, η πολιτική επιτάσσει την προτίμηση της ουσίας έναντι του εντυπωσιασμού.