Αν με ρωτήσεις τι είναι ζωή, θα απαντήσω πως πρόκειται για ένα ποτάμι μόλις έλιωσαν τα χιόνια -το νερό τρέχει γοργά, τρέχει να προλάβει αλλά ποτέ εν τέλει δεν φτάνει στον προορισμό, απλώς τρέχει. Το νερό είναι κρυστάλλινο και διαμπερές, όσο όμως το αντικρίζεις από μακριά, θαυμάζεις μονάχα το γαλάζιο χρώμα γιατί μόνο αυτό μπορείς να διακρίνεις, την επιφάνεια, ένα συνεχόμενο χρώμα, το θέαμα του οποίου είναι όλο και πιο αξιοθαύμαστο όσο απομακρύνεσαι και το βλέπεις από θέα.
Όταν όμως φτάσεις κοντά, αρχίζεις και αντιλαμβάνεσαι ότι δεν υπάρχει μόνο γαλάζιο, ούτε μόνο χρώμα. Όταν έρχεσαι εγγύτερα, συνειδητοποιείς πως το νερό τρέχει, όχι όμως σαν ενιαίο πανί. Ανά διαστήματα κάτι το σταματά και κάνει γούρνες, κάτι κάπου βρίσκεται και το διακόπτει στιγμιαία, δημιουργεί κυματάκι ή αλλάζει την κατεύθυνσή του και μπλέκεται με το από δίπλα ρεύμα. Κι όταν φτάσεις τόσο κοντά που να δροσίζεις τα χέρια σου στο ποτάμι, τότε αντικρίζεις πέτρες, πετραδάκια και φυτά που τείνουν να κόψουν την ροή του νερού, το δυσκολεύουν να τρέξει. Το σημαντικό όμως είναι ότι το νερό πετυχαίνει το σκοπό του: ρέει.
Κάπως έτσι δύναμαι να περιγράψω όχι μόνο την πορεία της ζωής, αλλά και τις προσπάθειες των ανθρώπων να ζήσουν. Το δυστυχές ωστόσο είναι ότι η πλειοψηφία των ανθρώπων, ενώ αντικρίζει το δικό της ποτάμι με μικροσκοπικό φακό, κοιτά των υπολοίπων από ψηλά, πολύ ψηλά, μακριά από τις όχθες του, κι έτσι βλέπει μόνο ένα “τέλειο γαλάζιο”, χωρίς να αντιλαμβάνεται τι το συνοδεύει.
Πόσες φορές έχεις δει μια φωτογραφία και σκέφτηκες πόσο τέλεια είναι η ζωή κάποιου; Πόσες φορές θέλησες να ζήσεις τη ζωή αλλουνού και αισθάνθηκες άσχημα για τη δική σου πραγματικότητα; Πόσες στιγμές έμαθες, άκουσες, είδες τα επιτεύγματα κάποιου, την ευτυχία του και σκέφτηκες “μα πως γίνεται να τα καταφέρνει όλα αυτά;”, “πως είναι τόσο τέλεια η ζωή του;”.

Κι επειδή συνήθως οι φορές αυτές είναι πολλές και πληθαίνουν διαρκώς, ανακουφίζεις τον εαυτό σου, πείθοντας τον πως όσα βλέπεις, όσα σου δείχνουν οι άνθρωποι αυτοί είναι ψεύτικα, μορφές της φαντασίας τους ή καλύτερα δημιουργήματα μιας προσπάθειας εξιδανίκευσης της ζωής τους. Κι αυτό γιατί καλείσαι να αντιμετωπίσεις ανασφάλειες καλά κρυμμένες που ξεπηδούν και σε κάνουν να αισθάνεσαι μετέωρος, να νιώθεις μία… κενότητα.
Κάποια στιγμή αντίκρισα μία κοπέλα που είχε μόλις καταφέρει να φέρει εις πέρας κάτι αξιοθαύμαστο που εγώ ονειρευόμουν, να συνομιλεί χαρούμενη και να γελά, και σκεφτόμουν πόσο επιτυχημένη, πόσο ονειρική είναι η ζωή της, πόσο θα ήθελα να της μοιάσω ή έστω να καταφέρω κάτι από αυτά που είχε επιτύχει εκείνη. Χωρίς ζήλεια, μόνο με θαυμασμό και ελπίδα. Ίσως και κάποια θλίψη που ακόμη δεν έχω φτάσει σε αυτό το επίπεδο και δεν ξέρω αν θα φτάσω ποτέ.
Ή τότε που αντίκρισα φωτογραφίες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ενός ατόμου που είχε βρει την ευτυχία και την κρατούσε σφιχτά, διότι είχε μόλις επισκεφτεί τον αγαπημένο του προορισμό με τον έρωτα της ζωής του. Και έμοιαζαν όλα τόσο μαγευτικά. Χαιρόμουν για τον ίδιο, λυπόμουν για εμένα. Αργότερα ωστόσο έμαθα την αλήθεια.
Όχι, δεν ήταν ψέμματα όσο έβλεπα, κανείς από όλους αυτούς δεν προσποιούνταν, όλοι ήταν πράγματι ευτυχισμένοι, πράγματι η κοπέλα χαμογελούσε επειδή πράγματι είχε καταφέρει κάτι αξιέπαινο και πράγματι εκείνος στη φωτογραφία ένιωθε την ευτυχία στην ψυχή του. Αυτό που δεν ήξερα ωστόσο και κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει όταν αντικρίζει απλώς μία φωτογραφία ή έναν άνθρωπο για λίγα λεπτά, πολλές φορές ακόμη και για ώρες ολόκληρες, είναι το “πριν”. Πριν την πραγματοποίηση, πριν την επιτυχία, πριν την αγαλλίαση.
Διότι πριν τα καταφέρει, η κοπέλα έκλαιγε στο μπάνιο από άγχος και αμφιβολίες πως δεν θα επιτύχει, δεύτερες σκέψεις που καταβρόχθιζαν την ψυχολογία της. Το σώμα και η ψυχή της είχαν κουραστεί από τις αμέτρητες προσπάθειες, θυσίες, δυσκολίες που είχε περάσει, ζήσει, αντέξει και ξεσπούσαν σε δάκρυα και λυγμούς, ενώ το μυαλό της βρισκόταν σε απόγνωση, γιατί δεν γνώριζε τι άλλο μπορούσε ή έπρεπε να κάνει.
Πριν από την “ινσταγκραμική” φωτογραφία στο Μάτσου Πίτσου και την αγάπη που ξεχειλίζει από τα μάτια και των δύο, το ζευγάρι είχε περάσει αμέτρητες φορές με τα μάτια καρφωμένα στο ταβάνι, με τα μάτια να κλαίνε, να μην μιλούν ή να μιλούν τόσο δυνατά που να φωνάζουν. Γιατί όταν τα μάτια τους αντίκριζαν το ένα το άλλο και έβλεπαν φουρτούνες, δεν έκλεισαν τα βλέφαρα, αλλά επέμειναν, άντεξαν και είδαν επιτέλους το ουράνιο τόξο μετά την καταιγίδα.

Όχι λοιπόν, όλες οι φωτογραφίες, τα “στόρι”, οι χαρμόσυνες ιστορίες και οι άνθρωποι που τους βλέπεις από κοντά ή μακριά δεν είναι ψεύτικοι απλώς επειδή είναι “υπερβολικά” χαρούμενοι, πολύ επιτυχημένοι ή ιδιαιτέρως ευτυχισμένοι.
Δεν πρέπει να πείθουμε τον εαυτό μας πως ό,τι κανείς προβάλει που θεωρούμε καλύτερο από τη δική μας πραγματικότητα είναι πλασματικό, προκειμένου να αισθανθούμε καλύτερα για τον εαυτό μας, να πάρουμε μία ανάσα και να επιβεβαιωθούμε πως η κατάσταση του εγώ μας είναι “μια χαρά”, επειδή οι υπόλοιποι είναι ακριβώς το ίδιο, αλλά ψεύδονται.
Γιατί με αυτή τη λογική, βουλιάζουμε ακόμη πιο βαθιά στον καναπέ που ήδη είμαστε καθηλωμένοι. Γιατί αυτό το σκεπτικό οδηγεί αποκλειστικά σε μία στιγμιαία ανακούφιση, αλλά και στην ακόμη πιο επικίνδυνη απλή αποδοχή της πραγματικότητας.
“Ο εχθρός του καλού δεν είναι το κακό, είναι το καλύτερο” έλεγε πάντα μία αγαπημένη μου καθηγήτρια. Εγώ θα πω ότι το καλύτερο δεν πρέπει να είναι εχθρός αλλά μέντορας του καλού, να είναι ο ήλιος που φωτίζει τον δικό του πλανήτη και όχι η καταιγίδα που φοβάται και αναζητεί καταφύγιο για να σωθεί.
Καθίσταται αναγκαίο λοιπόν να απορρίψουμε αυτή την πεσιμιστική, παθογόνα ίσως λογική, διότι δεν εφιστά την προσοχή μας στο πραγματικά σημαντικό και ωφέλιμο, διότι το κέντρο βάρους της δεν είναι τίποτα άλλο παρά βολικό, ακριβώς γιατί με αυτήν, δεν χρειάζεται να κάνουμε τ ί π ο τ α!
Και το να μην κάνεις κάτι, να παραμένεις στην ίδια κατάσταση πείθοντας το εγώ σου ότι απλώς “έτσι είναι όλοι” είναι δελεαστικό γιατί είναι εύκολο. Είναι όμως πλασματικό, γιατί εθελοτυφλούμε εκουσίως.
Αντί λοιπόν να θεωρούμε κάτι όμορφο ή αξιέπαινο ή “τέλειο”, δημιούργημα φαντασίας και εικονικότητας, πρέπει να το αξιοποιούμε ως κίνητρο ώστε κάποια στιγμή να είμαστε πραγματικά χαρούμενοι, χωρίς να χρειαζόμαστε επιβεβαίωση από τη “δυστυχία” ή καλύτερα τη μη ευτυχία των υπολοίπων.
Το κέντρο βάρους θα πρέπει να εστιάζει στο γεγονός ότι κάτι τέλειο τώρα είναι εφικτό, αλλά με ένα μη τέλειο πριν, ίσως και ένα μη τέλειο μετά, ώστε να ξανά εμφανιστεί το προσδοκώμενο. Διότι η ευτυχία δεν έχει πόδια να έρθει μόνη της, ούτε φυτρώνει ξαφνικά στα δέντρα. Χρειάζεται φροντίδα, αντοχή, επιμονή, και συνειδητοποίηση των δυσκολιών.
Κι όταν αυτά τα εμπόδια ξεπροβάλλουν, απαιτείται αποδοχή ότι προκειμένου ο άνθρωπος να σκουπίσει τα δάκρυά του πρέπει πρώτα να κλάψει, αποδοχή ότι δεν είναι ντροπή να κάνεις παύσεις, ότι δεν είναι αδυναμία να λυγίσεις όταν το μονοπάτι γίνεται δυσβάσταχτο. Αδυναμία είναι να μην ξανασηκωθείς. Γιατί γενναίος είσαι κυρίως όταν πραγματοποιείς τα όνειρα και τους στόχους σου, ενώ φοβάσαι.
Τρέξε λοιπόν προς τους στόχους σου ακόμη κι αν τα πόδια σου τρέμουν, μην ξεχνώντας ότι προηγουμένως τα έχεις γυμνάσει και επομένως θα είσαι εκεί που πραγματικά προσδωκείς, αλήθεια!