Από την απαρχή της ιστορικής της πορείας, η ανθρώπινη ύπαρξη αναζητούσε την “καλλιτεχνική τροφή της”. Αφότου δηλαδή ξεπέρασε τις βιοτικές της ανάγκες, ποθούσε κάτι παραπάνω από αυτό που μπορούσε εύκολα να αντικρίσει. Παρατηρούσε τον γυμνό τοίχο και το μυαλό της σκαρφιζόταν τρόπους εξωραϊσμού του.
Έτσι λοιπόν, ο άνθρωπος ξεκίνησε να καταγίνεται με την τέχνη, στην προσπάθεια ανακάλυψης του “ωραίου” ή καλύτερα στην προσπάθεια δημιουργίας κάτι καλύτερου. Επιχείρησε, εξακολουθεί να επιχειρεί και θα συνεχίζει αιωνίως να επιχειρεί να αντικρίσει με τα μάτια του, να αγγίξει με τα χέρια του, και κυρίως να αισθανθεί με την ψυχή του τις φανταστικές εικόνες που οραματίζεται, οι οποίες θα κεντρίσουν την προσοχή του και θα ακινητοποιήσουν το σώμα του μόλις αποκτήσουν μορφή.
Είναι πραγματικά αξιοθαύμαστο, ίσως μάλιστα περίεργο, πως ένας ήχος, μία εικόνα, μία λέξη, μία μορφή, μπορεί να σε καθηλώσει σε τέτοιο βαθμό, που τα μάτια σου να παραμένουν αγκιστρωμένα πάνω του, σαν να τα δένει με αυτό ένα νήμα τόσο σφιχτό που δεν τους επιτρέπει να στρέψουν αλλού την προσοχή τους, αλλά τα υποτάσσει σε καθολική εξάρτηση από το θέαμα που αντικρίζουν.
Τα βλέφαρα προσπαθούν να παραμείνουν ανοιχτά προκειμένου να μην χάσουν ούτε μία πτυχή του, η ακοή προσπαθεί να κατακτήσει κάθε μικρή μελωδία και το σώμα εφάπτεται στο έργο σαν να εξαρτάται από αυτό η επιβίωση του. Διότι η τέχνη διαθέτει την εξαιρετική ικανότητα να μαγεύει το κοινό της με τρόπο που ούτε εκείνο αλλά ούτε και η ίδια μπορεί να εξηγήσει.
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι τα χρώματα είναι η απόλαυση της όρασης, ο άρτιος συγκερασμός των μελωδιών πόθος της ακοής. Κάποιοι πάλι θεωρούν απλώς ότι η ανθρώπινη οντότητα έλκεται σε ό,τι της εξάπτει το ενδιαφέρον, σε ό,τι δεν μπορεί να κατανοήσει πλήρως και σε ό,τι της φαντάζει περίεργο, νέο, μοναδικό. Άλλοι ωστόσο πιστεύουν ότι οι κλασικές τέχνες προσελκύουν το κοινό λόγω της αρμονίας που τις χαρακτηρίζει. Το βέβαιο πάντως είναι ότι ο άνθρωπος θαυμάζει την τέχνη γιατί έλκεται από το ωραίο.
Τι θεωρούμε όμως “ωραίο”; Τι θα έπρεπε να αποκαλούμε “ωραίο” και με ποια κριτήρια δύναται να καθοριστεί; Είναι άραγε κανείς αρκετά ικανός για την αποσαφήνιση μίας τόσο αόριστης και υποκειμενικής έννοιας όπως αυτή του “κάλλους”;
Άνθρωποι διαφόρων κλάδων, πρόσωπα της καθημερινής ζωής, ακόμη και άτομα των τεχνών, επιχείρησαν και προσπαθούν μέχρι σήμερα να ορίσουν αυτόν τον πολυσήμαντο όρο μέσω μιας αναλυτικής προσέγγισης των διαφόρων καλλιτεχνικών δημιουργημάτων.
Καταγίνονται σε μία προσπάθεια επεξήγησης των επιμέρους στοιχείων ενός πίνακα, αποσπούν κομμάτια της μελωδίας για να ανακαλύψουν το “μυστικό επιτυχίας” της, κατακερματίζουν ένα ποίημα σε μικροσκοπικά μέρη, σε στροφές και στίχους, απομονώνουν φράσεις και λέξεις από λογοτεχνικά αριστουργήματα και κοιτούν υπό το μικροσκόπιο θεατρικά, αρχιτεκτονικά και οποιουδήποτε είδους έργα, μήπως και ανακαλύψουν σημαντικές λεπτομέρειες που θα “διαλευκάνουν την υπόθεση”.
Προτιμούν μάλιστα να αναφέρονται στην τέχνη υπό το πρίσμα ιστορικών και αντικειμενικών στοιχείων, νομίζοντας -εσφαλμένα- ότι μία τόσο ευρεία έννοια χωρεί σε αντικειμενικά καλούπια. Διότι ακόμη κι αν ένα έργο γεννήθηκε στην εποχή της Αναγέννησης, κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει “τι θέλει να πει ο ποιητής”.
Μήπως όμως το ζητούμενο δεν είναι ούτε η ανακάλυψη της βούλησης του καλλιτέχνη; Μήπως θα έπρεπε να μας περνάει εντελώς αδιάφορο τι ήθελε εκείνη τη στιγμή ο δημιουργός και έπλασε αυτό το αριστούργημα;
Σε μία συνέντευξη της Κικής Δημουλάς, όταν ερωτήθηκε με ποια αφορμή έγραψε το χ ποίημα και ποιο ακριβώς νόημα υποκρύπτει, εκείνη απάντησε: “Δεν ξέρω, δεν θυμάμαι”, καταρρίπτοντας με δύο απλές προτάσεις τις κατοχυρωμένες θεωρίες περί ανάλυσης, άρα και κατακερματισμού της τέχνης. Όταν λοιπόν ο ίδιος ο συγγραφέας δεν είναι σίγουρος για το επακριβές νόημα ενός έργου, γιατί καταγινόμαστε να το βρούμε εμείς;
Μολονότι πάντως η Κικής Δημουλά δεν μπόρεσε να απαντήσει όπως θα περίμεναν οι περισσότεροι, δηλώνω βέβαιη ότι σε περίπτωση που ερωτούνταν πώς ένιωσε όταν “έφερε στον κόσμο” το ποίημα αλλά και πώς νιώθει σήμερα για αυτό, θα θυμόταν για να απαντήσει. Ακόμη κι αν γνώριζε όμως την απάντηση, ίσως έναντι αυτής, καλύτερη θα ήταν η αντερώτηση: “Πως ένιωσες εσύ όταν το διάβασες;” Η απάντηση σε αυτό, αν και θα πίστευε κανείς ότι στηρίζεται στο στεγνό περιεχόμενο του έργου, στην πραγματικότητα βασίζεται σε πολύπλοκους συναισθηματικούς μηχανισμούς.
Είναι άλλωστε αποδεκτό από αρκετούς, ότι η λογοτεχνία, η μουσική και οποιαδήποτε τέχνη εμπλέκει τη γλώσσα, “συνδιαλέγεται” με το κοινό της χωρίς τη βοήθεια των λέξεων. Ακόμη δηλαδή κι αν κάποιος δεν ομιλεί τη γλώσσα στην οποία γράφτηκε ένα τραγούδι, δύναται να αντιληφθεί την ουσία του όταν το ακούσει.
Διότι αν και με τις γνώσεις του δεν μπορεί να καταλάβει τίποτα, στην πραγματικότητα καταλαβαίνει τα πάντα. Κι αυτό γιατί η τέχνη τελικά δεν γίνεται αντιληπτή με τον κατακερματισμό της σε μικρά κομμάτια και την επιστημονική, γλωσσική στην προκειμένη περίπτωση, ανάλυση της, αλλά αποκρυπτογραφείται από τα αισθήματα που προκαλεί στο πρόσωπο που βρίσκεται μπροστά της.
Η μαγεία της τέχνης επομένως έγκειται στο γεγονός ότι ένας Έλληνας που δεν γνωρίζει γαλλικά, σαν ακούσει ένα ποίημα Γάλλου λογοτέχνη, θα αισθανθεί το ρίγος στο σώμα του, την κόρη των ματιών να διαστέλλεται, την ακοή του να διψάει για περισσότερο, και την καρδιά του να χορεύει. Γιατί δεν διάβασε το ποίημα, το αισθάνθηκε!
Ένας πίνακας ζωγραφικής δεν εξαρτά την επιτυχία του από τα χρώματα ή την τεχνική που χρησιμοποιήθηκε, αλλά από τα αισθήματα που γεννά στον άνθρωπο όταν τον αντικρίζει και σταματά να τον θαυμάσει.
Ένα μυθιστόρημα δεν κρίνεται από τα εκφραστικά του μέσα ούτε τον μικροπερίοδο λόγο και τις περίτεχνες εκφράσεις. Η επιτυχία του καθορίζεται από το πώς εξάπτει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, πώς η σύνθεση των λέξεων δημιουργεί αισθήματα και από απλές φράσεις στο χαρτί μετατρέπονται σε οχλήσεις στο σώμα.
Η τέχνη λοιπόν χαρακτηρίζεται από την ακαταμάχητη και μοναδική δυνατότητα να μαγεύει τον άνθρωπο ακριβώς γιατί τον υποβάλλει στη διαδικασία να αισθανθεί, χωρίς να χρειάζεται να αναλύσει ή να ανακαλύψει τίποτα. Καθώς κοιτά την τέχνη κατάματα, διεισδύει στον θησαυρό της και μετατρέπεται σε υποχείριο αυτής, αλλά ταυτόχρονα και στην πιο απελευθερωμένη εκδοχή του. Με αυτόν τον τρόπο εξηγείται γιατί η τέχνη επιφέρει τόσα διαφορετικά αποτελέσματα όσα και οι αποδέκτες της.
Δεν έχει νόημα επομένως να καταγίνεται κανείς σε μία αυστηρή ανάλυση του περιεχομένου της, αφού στην πραγματικότητα ούτε μια, ούτε ορθή ερμηνεία υπάρχει. Ας αφεθούμε λοιπόν στη δύναμη της τέχνης, καθώς μόνο τότε θα ακούσουμε τη φωνή που βρηχάται μέσα της και θα αισθανθούμε τα πινέλα να ζωγραφίζουν στον κόσμο όσα οραματιζόμαστε και υποσυνείδητα χρειαζόμαστε!