Η ταινία «Ανατομία μιας πτώσης» της Ζιστίν Τριέ (Justine Triet)[1] είναι μία από τις πιο πολυσυζητημένες ταινίες της χρονιάς. Αρχικά, έχει διακριθεί σε διάφορες διοργανώσεις, έχει κερδίσει τον Χρυσό Φοίνικα στο 76ο Φεστιβάλ Καννών και είναι προτεινόμενη για πέντε Όσκαρ (Καλύτερης Ταινίας, Καλύτερης Σκηνοθεσίας, Α΄ Γυναικείου Ρόλου, Καλύτερου Πρωτότυπου Σεναρίου και Καλύτερου Μοντάζ).
Κυρίως, όμως, αξίζει να δώσουμε την προσοχή μας σε αυτή, γιατί είναι μια ταινία που ασχολείται με την ουσία των ανθρώπινων σχέσεων μέσα σε έναν γάμο, με τις δυναμικές που δημιουργούνται, με τα δικαιώματα και τις ευθύνες που αναλαμβάνουν οι εμπλεκόμενοι και τις διαφορετικές οπτικές που έχει ο καθένας για τη συμβίωση και γενικά τη ζωή.
Η υπόθεση του έργου
Βρισκόμαστε στις Γαλλικές Άλπεις, σε ένα σαλέ κοντά στην Γκρενόμπλ. Εκεί μένουν τα τελευταία χρόνια η πρωταγωνίστρια Σάντρα Βόιτερ (Sandra Hüller) και ο σύζυγός της, Σαμιουέλ Μαλέσκι (Samuel Theis), μαζί με τον δεκάχρονο γιο τους, Ντανιέλ (Milo Machado Graner). Η Σάντρα είναι μια επιτυχημένη συγγραφέας και μεταφράστρια. Από την άλλη, ο Σαμιουέλ είναι καθηγητής μερικής απασχόλησης σε σχολείο κι έχει αναλάβει κατά κύριο λόγο την εκπαίδευση του γιου τους, προσπαθώντας παράλληλα να ολοκληρώσει το πρώτο του ακόμα βιβλίο.
Η ταινία μας ξεκινά με την πρωταγωνίστρια να δίνει συνέντευξη σε μία φοιτήτρια στο σαλόνι του σπιτιού τους, η οποία όμως δεν ολοκληρώνεται ποτέ. Η συνέντευξη διακόπτεται από τη δυνατή μουσική που βάζει ο Σαμιουέλ, ενώ κάνει κάποια μερεμέτια στη σοφίτα. Το κομμάτι που παίζει στη διαπασών και κατ’ επανάληψη είναι το «P.I.M.P.» του 50 Cent, το οποίο μαζί με τις μελωδίες που παίζει ο Ντανιέλ στο πιάνο επανέρχονται συχνά καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας, εντείνοντας και αντιδιαστέλλοντας με έναν τρόπο το κυρίαρχο κλίμα της. Η φοιτήτρια αποχωρεί και σε ελάχιστο χρονικό διάστημα φεύγει κι ο Ντανιέλ με τον σκύλο τους για μια βόλτα.
Γυρνώντας από τη βόλτα, το παιδί αντικρύζει κάτι αποτρόπαιο. Ο πατέρας του έχει πέσει νεκρός στο χιόνι από το παράθυρο της σοφίτας. Πανικοβλημένος φωνάζει τη μαμά του, η οποία μετά από λίγο βγαίνει από το σπίτι και καλεί την αστυνομία. Αυτή είναι η αρχή της ιστορίας μας και η αφορμή για να εισχωρήσουμε στη ζωή των πρωταγωνιστών πριν το συμβάν και ειδικότερα στη σχέση μεταξύ του ζευγαριού.
Δολοφονία, αυτοκτονία ή ατύχημα;
Η «Ανατομία μιας πτώσης» εκ προοιμίου μας φέρνει αντιμέτωπους με αυτή τη διερώτηση. Έτσι, με μια πρώτη ματιά θα λέγαμε πως πρόκειται για μια δραματική ταινία μυστηρίου. Στην ουσία, όμως, πρόκειται για το ψυχογράφημα των μελών μιας οικογένειας και των διάφορων ρόλων που επωμίζονται. Κυρίαρχο ρόλο, βέβαια, σε όλο αυτό έχει η πρωταγωνίστρια. Η Σάντρα είναι η κύρια ύποπτη για τον θάνατο του άνδρα της, μιας και ήταν η μόνη που βρισκόταν στο σπίτι τη στιγμή του συμβάντος και για αυτό της απαγγέλλεται η κατηγορία του φόνου. Εκείνη αρνείται πως το έχει διαπράξει και έτσι ξεκινάει η διαδικασία απόδειξης της αθωότητάς της.
Προσλαμβάνει, λοιπόν, έναν παλιό φίλο ως δικηγόρο της, τον Βίνσεντ (Swann Arlaud), όπου του εξηγεί πώς συνέβησαν τα πράγματα και ετοιμάζουν μαζί την απολογία της. Μέσα από αυτές τις συζητήσεις τους καθώς και μέσα από τη διαδικασία της δίκης μέχρι να φτάσουμε στο τέλος της, ξετυλίγεται στις/στους θεατές ο χαρακτήρας της ηρωίδας, ο οποίος γεννά ανάμεικτα συναισθήματα. Tο κοινό καταβάλλεται συνεχώς από προκαταλήψεις, ερωτήματα και υποθέσεις για το τι συνέβη. Πολλά από αυτά, μάλιστα, αφορούν και τον ρόλο της γυναίκας σε μια σύγχρονη προοδευτική κοινωνία.
Ο ρόλος της γυναίκας – Ψυχογράφημα των πρωταγωνιστών
Η Σάντρα είναι μια γυναίκα δυναμική με σπουδαία καριέρα και πολλά επιτεύγματα, στοιχεία που την καθιστούν κοινωνικά πιο πετυχημένη από τον άνδρα της. Είναι μια γυναίκα μετανάστρια, αφού η καταγωγή της είναι από τη Γερμανία και αμφιφυλόφιλη. Είναι ψυχρή εκ πρώτης όψεως, αγέλαστη, απρόσιτη και σκληρή. Είναι μια γυναίκα που ξέρει τι θέλει, το διεκδικεί και δεν απολογείται για αυτά που πετυχαίνει. Ένας συνδυασμός στοιχείων που διαμορφώνουν και προκαταβάλλουν μάλλον αρνητικά τις συνειδήσεις του κόσμου. Και αυτό ακριβώς είναι που στηλιτεύει η ταινία. Την ανθρώπινη συνήθεια να στεκόμαστε στην επιφάνεια και να κρίνουμε αυστηρά χωρίς να έχουμε την πλήρη γνώση.
Ακόμα, αντιλαμβανόμαστε ότι η Σάντρα δεν έχει επωμιστεί πλήρως τις υποχρεώσεις του σπιτιού και τη διαπαιδαγώγηση του παιδιού, αλλά κατά κύριο λόγο αυτά τα έχει αναλάβει ο άνδρας της. Επομένως, θα λέγαμε ότι είναι μια γυναικεία φιγούρα που δεν χωράει στα κοινωνικά καλούπια τα οποία επιβάλλονται στις γυναίκες. Αυτό, όμως, ασυνείδητα αλλά και συνειδητά, την επιφορτίζει με ένα ιδιαίτερο βάρος, διότι την κάνει να διαφέρει από αυτό που ορίζει η κοινωνία ως «φυσιολογικό» για τις γυναίκες και την καθιστά πιο εύκολα ένοχη στις συνειδήσεις του κόσμου και των δικαστών.
Παράλληλα, κομβικό ρόλο στην εξέλιξη του έργου έχει και ο γιος της Σάντρας, Ντανιέλ. Ο Ντανιέλ έχει προβλήματα όρασης, τα οποία προκλήθηκαν εξαιτίας ενός ατυχήματος που του συνέβη, όταν ήταν τεσσάρων χρονών και για το οποίο ανακαλύπτουμε πως αισθάνεται ένοχος ο πατέρας του. Αυτός θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως είναι και ο λόγος που ο Σαμιουέλ αναλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της φροντίδας του γιου του· έχει ενοχές και προσπαθεί να εξιλεωθεί με κάποιον τρόπο.
Η ζωή του Ντανιέλ κλωνίζεται ολόκληρη σε μια στιγμή. Είναι αυτός που βρίσκει τον Σαμιουέλ νεκρό, μέσα στα αίματα και καλείται από εκείνη τη στιγμή να διαχειριστεί μια σειρά από έντονες καταστάσεις και συναισθήματα. Πέρα από την απώλεια του αγαπημένου του πατέρα, έρχεται αντιμέτωπος και με την ενδεχόμενη ενοχή της μητέρας του. Ωστόσο, είναι και ο μοναδικός μάρτυρας που μπορεί να βοηθήσει στην εξιχνίαση της υπόθεσης. Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι κι ο ήρωας αυτός περνάει από διάφορες διακυμάνσεις, αλλά αντιμετωπίζει τις καταστάσεις που του προκύπτουν με ειλικρίνεια, δυναμισμό, μεγάλη σοβαρότητα και ωριμότητα για την ηλικία του.
Η «ανατομία» της ταινίας
Η σκηνοθέτρια, η οποία μαζί με τον σύζυγό της, Αρτούρ Αραρί (Arthur Harari), υπογράφουν το σενάριο της ταινίας, δημιουργούν ένα έργο, όπου κυριαρχεί συνεχώς το αίσθημα της αμφισβήτησης. Πρόκειται για φόνο ή για αυτοκτονία; Προσπαθώντας να απαντήσουν σε αυτό το δίλημμα παρουσιάζουν και αναλύουν τη σχέση ενός ζευγαριού. Χαρακτηριστικό σχόλιο της ταινίας είναι πως ο γάμος είναι σαν ένα μωσαϊκό από όμορφες και άσχημες στιγμές/ψηφίδες. Ωστόσο, αποκομμένες αυτές οι ψηφίδες, όσο έντονες κι αν είναι, μπορούν να σου τραβήξουν την προσοχή, όμως δεν μπορούν να σχηματίσουν μια ολόκληρη εικόνα.
Μια κορυφαία —κατά τη γνώμη μου— σκηνή της ταινίας είναι η κουβέντα που έχει η Σάντρα και ο Σαμιουέλ, ένας διαπληκτισμός που έγινε μεταξύ τους μια μέρα πριν το τραγικό συμβάν. Εκεί βλέπουμε να κυριαρχεί το αίσθημα πως κανείς δεν είναι αθώος, αλλά αυτό δεν τους καθιστά αυτόματα και ενόχους. Όλοι έχουν μερίδιο ευθύνης στην εξέλιξη μιας σχέσης. Το κοινό δεν γνωρίζει τι συνέβη πραγματικά, αλλά η ταινία μας πληροφορεί πως δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία αυτό. Κι αυτό γιατί ο καθένας έχει τη δική του αλήθεια, η οποία αντικατοπτρίζεται μέσα από τον τρόπο που επιλέγει κανείς να δει τα πράγματα και να τα εξιστορήσει.
Ένα σημαντικό στοιχείο της ταινίας, στο οποίο αξίζει να σταθούμε, είναι η γλώσσα. Η Σάντρα όπως είπαμε κατάγεται από τη Γερμανία, οπότε η μητρική της γλώσσα είναι τα γερμανικά. Ο Σαμιουέλ από την άλλη είναι Γάλλος. Άρα, η μεταξύ τους επικοινωνία εξαρχής γινόταν στα αγγλικά. Μάλιστα, πριν μετακομίσουν σε αυτό το σαλέ, ζούσαν όλοι μαζί στην Αγγλία, σε ένα ουδέτερο για τους δυο τους περιβάλλον.
Ο Ντανιέλ από την άλλη μιλάει γαλλικά, ενώ η Σάντρα τού μιλάει στα αγγλικά. Στην αρχή της δίκης η Σάντρα αναγκάζεται να υποστηρίξει τον εαυτό της στα γαλλικά, σε μια γλώσσα που δεν κατέχει καλά και στην οποία δεν μπορεί να εκφραστεί έτσι όπως θέλει. Διαπιστώνουμε, άρα, πως όλο αυτό το στοιχείο της γλώσσας προσδίδει ένα αίσθημα καταπίεσης και μια ευρύτερη δυσκολία στην επικοινωνία, αλλά και στην έκφραση του καθενός.
Τέλος, η «Ανατομία μιας πτώσης» είναι μια ταινία με ανοιχτό τέλος και με έναν ανοιχτό διάλογο προς το κοινό σχετικά με διάφορα ζητήματα που απασχολούν την ανθρώπινη φύση και την ανθρώπινη συνύπαρξη. Το έργο είναι έτσι δομημένο από τους δημιουργούς του, που ενώ σε πρώτο πλάνο ασχολείται με την εξιχνίαση ενός φόνου, σε ένα δεύτερο επίπεδο καταπιάνεται με καίρια κοινωνικά θέματα, όπως είναι η θέση της γυναίκας στην κοινωνία, η ανδρική ευαλωτότητα, η αντιμετώπιση μιας αναπηρίας χωρίς, ωστόσο, να τα ονομάζει ποτέ ευθέως.
Είναι μια ταινία που πέρα από την ανάλυση και την κυριολεκτική κι ενδελεχή ανατομία της πτώσης του Σαμιουέλ, φέρνει τους πρωταγωνιστές, αλλά και το κοινό αντιμέτωπους με πολλές εσωτερικές πτώσεις και συνεχόμενες μεταπτώσεις.
[1] Η Ζιστίν Τριέ είναι η 3η γυναίκα ιστορικά —μετά την Τζέιν Κάμπιον (Jane Campion) και τη Ζουλιά Ντουκουρνό (Julia Ducournau)— που κερδίζει τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Καννών.
Στην εικόνα αριστερά βλέπουμε τη σκηνοθέτρια με το βραβείο του Χρυσού Φοίνικα.