Στέλιος Βραχνής: «Σαν σκηνοθέτης, να είσαι διατεθειμένος να αναιρέσεις σε 5 λεπτά αυτό που πριν λίγο είπες»


Σε αυτήν την συνέντευξη, το DREAM ON-line συναντάει την γενιά του. Ίσως και ένα κομμάτι της. Είναι ιδιαίτερη η χαρά μας που το “Πρόσωπο της Εβδομάδας” είναι ο Σκηνοθέτης Στέλιος Βραχνής. Ο Στέλιος Βραχνής γεννήθηκε το 1998 στην Θεσσαλονίκη. Είναι απόφοιτος του Καλλιτεχνικού Σχολείου Θεσσαλονίκης Δ. Χορν και αριστούχος της Ανώτερης Δραματικής Σχολής του Ανδρέα Βουτσινά. Η συνάντηση μας έγινε στα πλάισια της παράστασης που σκηνοθετεί “Γράμμα στον Πατέρα” στο Ινστιτούτο Goethe, με αφορμή το “Έτος Κάφκα 2024”.

-Είσαι 26. Πάρα πολύ νεαρή ηλικία όπως καταλαβαίνουμε για να σκηνοθετείς τόσες παραστάσεις και συνήθως οι άνθρωποι στα 26 τους δεν έχουν ακόμη κατασταλάξει τι θα κάνουν στη ζωή τους, τι θα έρθει μετέπειτα και θέλω να μας πεις από πότε εσύ καταστάλλαξες, από πότε ξεκίνησε αυτό το ταξίδι για σένα;

-Αν σου είμαι ειλικρινής, έχω πάρα πολύ μεγάλη αίσθηση της ηλικίας μου και πρέπει να είναι κάτι που δεν είχα και ποτέ. Δεν νιώθω 26 αν και είμαι, μπορεί να νιώθω και μεγαλύτερος, μπορεί καμιά φορά να νιώθω και πολύ μικρότερος, δεν έχω κολλήσει πολύ σε αυτό.

Φωτ. Σοφία Βαφειάδου

-Είναι και λίγο κλισέ η ηλικία…

-Και κλισέ, και σου λέω πώς το αισθάνομαι, σου μιλάω πολύ προσωπικά αυτή τη στιγμή, δηλαδή σκέψου ότι φυσικά έχω ανθρώπους στην ηλικία μου, που ακόμα δεν έχουν κατασταλάξει πολύ στο τι θέλουν, δηλαδή ακόμα πηγαίνουν ταξίδια, ακόμα το ψάχνουν. Τώρα αυτό είναι κάτι τυχαίο, δηλαδή αυτό νομίζω είναι κάτι τυχερό. Όλα τα παιδιά, οι νέοι, δέχονται κάποια ερεθίσματα και από τα σπίτια τους, και από τα σχολεία, και από τις σχολές και από παντού. Το θέμα είναι ξέρεις, είναι λίγο το τυχερό, η συγκυρία το να καταφέρει αυτό που συμβαίνει να ερεθίσει κάτι βαθύ, έτσι ώστε να έρθει η στιγμή να αποκαλυφθεί στον άλλο.

Τώρα, εγώ επειδή ήμουν και σε ένα καλλιτεχνικό σχολείο, οπότε η προσωπική μου μηχανή είχε εκπαιδευτεί πολλά χρόνια, 6 χρόνια, να παράγει διαρκώς και να είναι κάτω από αυτόν τον μηχανισμό της καλλιτεχνικής ύπαρξης. Δηλαδή στο καλλιτεχνικό σχολείο εκπαιδευτήκαμε σε αυτό το ότι οτιδήποτε είναι εν δυνάμει τέχνη, ακόμα και κάτι που μου συμβαίνει στην προσωπική μου ζωή, ότι πρέπει να το διαχειριζόμαστε με ένα τέτοιο φάσμα. Οπότε αυτό, όσο εκπαιδευόμουν, κάπως λειτούργησε υποδόρια και κάπως δημιούργησε αυτό που είμαι αυτή τη στιγμή, το οποίο δεν έχω καμία επίγνωση του τι είναι.

– Πότε ξεκίνησες να καταλαβαίνεις ότι αυτό το αντικείμενο σου αρέσει και ότι είσαι κοντά, θέλεις να ασχοληθείς με αυτό;

-Στο γυμνάσιο. Αφού είχα δει κάποιες θρυλικές παραστάσεις τότε στο πλαίσιο του καλλιτεχνικού, όπως “Alarme” του Θεόδωρου Τερζόπουλου το 2012, η “Erofili Synopsis’ του Κακάλα, η “Γκόλφω” του Κακάλα, ο “Ορέστης” του Κακάλα, ο “Γυάλινος κόσμος” του Τένεσι Ουίλιαμς σε σκηνοθεσία της Ευαγγελάτου με τον Αλμπάνη,  η “Ελένη” του Ρίτσου με τον Βασίλη Παπαβασιλείου στο Μελίνα Μερκούρη, υπήρχαν κάποιες παραστάσεις εκείνη την περίοδο που κυριολεκτικά με διαμόρφωσαν. Ήταν μία περίοδος η οποία άρχισε να μου αναστατώνει κάτι μέσα μου στη σκηνοθεσία. Το πώς δυνατόν είναι δυνατόν ο άνθρωπος να εκπαιδευτεί σε αυτό το πράγμα, πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να είναι υπεύθυνος όλου αυτού το αίσθημα, σαν ένας θεατρικός ενορχηστρωτής, σαν ένας αν θέλεις συνθέτης στιγμών, αυτό μου φαινόταν αδιανόητο.

Η “Ελένη” του Ρίτσου στο ΚΘΒΕ

-Δεν σου έκανε πρώτα κλικ η ηθοποιία; Γιατί συνήθως τα παιδιά όταν βλέπουν μία παράσταση και τους αρέσει το πρώτο πράγμα που σκέφτονται την επόμενη μέρα είναι να γίνουν ηθοποιοί.

-Μου άρεσε η υποκριτική έτσι, και πήγα και σε δραματική σχολή έτσι, αλλά βαριόμουν, δηλαδή όσες φορές δούλευα σαν ηθοποιός και στο πλαίσιο της σχολής δεν περνούσα πολύ καλά μετά από λίγο, και βαριόμουν οικτρά και είχα και διάφορους ναρκισσισμούς, που έβγαιναν και δεν μου άρεσαν. Ενώ στην σκηνοθεσία διατηρούσα μία αθωότητα, όπου με κρατάει δημιουργικό και alert.

Από την άλλη όμως ένας σκηνοθέτης, το καλό είναι ότι ξεκίνησα από νωρίς τη σκηνοθεσία (2016), οπότε έφαγα τα μούτρα μου και θα φάω τα μούτρα μου. Ξεκίνησα από μεγάλα θέατρα δηλαδή στο θέατρο Αυλαία,  στο θέατρο Σοφούλη, τα πρώτα χρόνια μέχρι να βρω τον εαυτό μου σε μικρότερες σάλες, όπου να μπορώ να ελέγχω την προσβασιμότητα.

Γιατί ένιωθα ότι από εκεί έπρεπε να ξεκινήσω για να εκπαιδεύσω τον θεατρικό μου οργανισμό, στο πώς ζεσταίνουμε αυτή τη σάλα 200 ατόμων. Οπότε, με έναν τρόπο από εκεί και μετά, κάπως τα πράγματα άρχισαν να λειτουργούν, δηλαδή αλήθεια στο ορκίζομαι, δεν είχα κανέναν προγραμματισμό πορείας και κάπως το ένα έφερε το άλλο, η μία εμμονή έφερνε την άλλη και φτάσαμε τώρα να έχουν γίνει αρκετά. Νομίζω το βασικότερο πράγμα που έχει να αντιμετωπίσει ένας σκηνοθέτης είναι το ego του, ο εγωισμός του. Και αυτό επειδή το συνάντησα νωρίς, ξέρεις οι εξάρσεις μας, φυσικά το πρόβλημα είμαστε πάντα εμείς.

Όταν ξεκινάει ο εγωισμός, πρέπει να έχει προλάβει ο σκηνοθέτης να έχει βρει τον τρόπο επικοινωνίας με τους ανθρώπους του. Γιατί συνήθως οι εξάρσεις οι φωνές, οι τσιρίδες, η βία έρχονται όταν δεν υπάρχει κώδικας επικοινωνίας. Είμαι έντονος, πάρα πολύ, αλλά πλέον έχω έναν προσωπικό τρόπο όπου αυτή η ένταση γίνεται πάθος. 

Φωτ. Σοφία Βαφειάδου

-Ήταν μία εποχή ωρίμανσης…

-Είμαι φωνακλάς. Εμένα μου το αθώωνε η ηλικία τότε, αλλά είναι σοβαρό. Όχι ότι ξέφευγα, αλλά ήμουν φωνακλάς Και αυτό σήμαινε ότι δεν είχα τρόπο. Οπότε όλη η έρευνα από εκεί και μετά ήταν για να βρεθεί αυτός ο τρόπος να γεφυρωθούν αυτά τα χάσματα.

“Δεν με πείθει” – “Δεν το πιάνω” – “Δεν είσαι αληθινός”

-Δεν πρέπει να είναι φωνακλάς ένας σκηνοθέτης;

-Δεν ξέρω, πρέπει; Πρέπει να είναι αυστηρός σε κάποια πράγματα. Αλλά εγώ έχω βρει έναν τρόπο που είμαι πολύ πιο ήσυχος πια, τα τελευταία χρόνια. Γιατί όταν εκπαιδεύεις τον ηθοποιό απέναντι στον κώδικα που χρησιμοποιείς, του δείχνεις τα υλικά σου, του δείχνεις ποια είναι η γλώσσα που θα ομιληθεί στην παράσταση, με αφορμή αυτό, τον εμπιστεύεσαι, δίνεις χώρο σε αυτόν και χρόνο, δίνεις ευκαιρίες σε νέους ανθρώπους διαρκώς, που αυτό εκπαιδεύει και εσένα. Τότε κάπως τα πράγματα δεν είναι στημένα, γιατί ο άλλος ξέρει τον κώδικα, ξέρει τα υλικά που χρειάζεται για να παίξει ποδόσφαιρο, είναι αυτά δεν είναι άλλα.

Έτσι ώστε να φτάσω στο σημείο να πω δεν με πείθεις δεν με κάνεις, γιατί οι σκηνοθέτες το πρόβλημα που έχουμε, ένα πολύ χαρακτηριστικό που λέμε οι σκηνοθέτες, είναι “δεν με πείθει”, ή “δεν το πιάνω”, και μετά “δεν είσαι αληθινός”. Εκεί ξεκινάμε μία μεγάλη συζήτηση τι θα πει αληθινός, τι θα πει αλήθεια, ως προς ποιον, ποιος είναι ο αποδέκτης αυτής της αλήθειας. Εδώ βγαίνουμε στον δρόμο συναντάμε έναν άνθρωπο σε ένα καφέ μας κάνει ο τρόπος του πολύ, και την ίδια στιγμή ένας άλλος άνθρωπος δεν τον πείθει αυτός ο άνθρωπος, άρα δεν έχει να κάνει με το αν με πείθεις ή δεν με πείθεις, έχει να κάνει με το ότι όσο εκπαιδεύεις τον ηθοποιό απέναντι σε έναν κώδικα δεν χρειάζεται μετά να συζητάς για αυτά.

Αυτά πηγαίνουν λίγο σε κάτι πιο προσωπικό, τυραννάς τον ηθοποιό χωρίς λόγο. Αλλά η αυστηρότητα πρέπει να υπάρχει, και η αυστηρότητα έχει να κάνει με την απόσταση. Δηλαδή εγώ παρόλο που αγαπάω πάρα πολύ τους ηθοποιούς μου, σε βαθμό φρενίτιδας, γιατί έχω ντιλάρει με το ότι το θέατρο είναι εθνικό σπορ του ηθοποιού και όχι του σκηνοθέτη. Υπό αυτό το πρίσμα λοιπόν έχω ηρεμήσει πάρα πολύ, ότι απλά πρέπει να εκπαιδεύσω αυτό το καλό παιδί που λέγεται ηθοποιός για να βγει 50 φορές να βάζει γκολ, 50 φορές όμως όχι μία παράσταση, να βάζει κατά συρροή γκολ σε κάθε παράσταση

“Θεωρώ θα ήταν μία άλλη η κοινωνία εάν όλοι αυτοί ήξεραν τον Κάφκα”

– Είναι η 3η φορά που ανεβαίνει η παράσταση και είναι και sold out. Πώς νιώθεις για αυτό;

-Τι να σου πω δεν ξέρω πώς νιώθω, για να σου είμαι ειλικρινής αυτήν την παράσταση δεν την καταλαβαίνω, καταλαβαίνω κάποια πράγματα, καταλαβαίνω τι κάνει και γιατί πάει έτσι όπως πάει, φαντάζομαι ότι σίγουρα ο τίτλος μετράει πολύ, δηλαδή τόσα χρόνια έχουν έρθει 7.500 κόσμος, δεν φαντάζομαι ότι 7.500 ξέρουν τον Κάφκα, θεωρώ ότι θα ήταν μία άλλη η κοινωνία εάν όλοι αυτοί ήξεραν τον Κάυκα και διαβάζαν έργα του. Απλά θεωρώ ότι κάπως ο τίτλος ερεθίζει ότι κάπως από στόμα σε στόμα έχει πάει ότι αυτή η παράσταση αξίζει να τη δει κάποιος να μετέχει σε αυτήν.

Νομίζω ότι αυτό που έχει το “Γράμμα στον Πατέρα”, είναι αυτό που μου είπε κάποιος φίλος προχθές. Ήρθε ένας πολύ αγαπημένος μου άνθρωπος, και που πρόκειται να συνεργαστούμε, ο Δημήτρης Μαραμής, συνθέτης, ήρθε από την Αθήνα για το γράμμα γιατί ένιωθε ότι αν δεν έρθει θα τον δείρω. Μου είπε κάτι το οποίο δεν κατάλαβε πόσο κολακευτικό και τιμητικό ήταν, στο λέω τώρα και νιώθω ένα αυτό. Είπε “βγαίνοντας από τις παραστάσεις σου και ειδικά από αυτήν, δεν μπορείς να πεις αν ήταν καλή ή κακή, δεν έχει αυτό σημασία, αυτό που έχει σημασία είναι ότι δεν καταλαβαίνω από πού ξεκινάει η σκηνοθεσία, πού τελειώνει η σκηνογραφία, πού ξεκινάει ο φωτισμός, πού τελειώνει η σύλληψη, πού ξεκινάει ο ηθοποιός είναι όλο σαν να φτιάχτηκε εκείνη τη στιγμή. 

Φωτ. Σοφία Βαφειάδου

Αυτό, δεν μπορείς να φανταστείς πόσο τιμητικό είναι, το να μην φαίνεται ο σκηνοθέτης. Όλο φαίνεται τόσο οργανικό, σαν μία αναγκαστική κατάδυση στη συνάντηση, γιατί αυτό είναι το θέατρο. Εγώ δουλεύω κάτω από αυτό το πρίσμα, το κατά πόσο ο θεατής μπορεί να έρθει σε μία συνάντηση που θα τον διαμορφώσει. Γιατί όσο είναι σε απόσταση ο θεατής, και σκέψου σε μεγάλες σκηνές, όσο πιο μακριά είναι ο θεατής από το δρώμενο, θεωρώ ότι έχει την ευχέρεια να μπορεί και να φύγει από αυτό.

Για παράδειγμα είναι διαφορετικό να είσαι σε ένα πανηγύρι εκεί και διαφορετικό να είσαι 30 μέτρα μακριά. Στο ένα που είσαι μακριά βλέπεις το γενικό frame, διακρίνεις την αίσθηση που λαμβάνουν οι άλλοι, όταν είσαι μέσα στο πανηγύρι δεν έχεις χρόνο να σκεφτείς τι γίνεται απλά βιώνεις σαν ηθοποιός. Σκέψου πόσο ενδιαφέρον θα είχε οι θεατές μίας συναυλίας να ήταν δίπλα στα βιολιά. Δεν θα είχε πολύ ενδιαφέρον;

-Η πρώτη σου επαφή με τον Κάφκα πότε ήταν; Δεν εννοώ σκηνοθετικά, εννοώ πότε άκουσες το όνομά του πρώτη φορά, πότε διάβασες το πρώτο του βιβλίο;

-Τον Κάφκα τον συνάντησα στα γυμνασιακά μου χρόνια και η αλήθεια είναι ότι μου προκάλεσε πολλές αναστατώσεις προσωπικές. 

-Με ποιο βιβλίο;

-Με τη Μεταμόρφωση. Χωρίς να είμαι ένας άνθρωπος που έχει πρόβλημα με τους γονείς του, χωρίς να πει ότι δεν υπάρχει απλά δεν το έχω διακρίνει ακόμα, νομίζω ότι αυτό που με συγκίνησε πάρα πολύ ήταν ένας ιδιαίτερος χάρτης που μου αποκάλυψε η στιγμή της συνάντησής μου με τον Κάφκα, το ότι είναι ένας άνθρωπος όπως ο Προυστ, όπου αυτοβιογραφούνταν όταν γράφουν, δεν γράφουν fiction, γράφουν αυτούς. Και όχι με έναν τρόπο, με μία διάθεση ναρκισσισμού, ή μία διάθεση απεικόνισης του εαυτού τους, αλλά η τάση τους ήταν μέσα από τη γραφή να αυτο-αποκαλυφθούν, είναι φοβερό αυτό.

Αυτό με χτύπησε πάρα πολύ, και σε άλλους ποιητές με είχε ερεθίσει πάρα πολύ, τον Δημητριάδη, τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, ακόμα και πιο ελάσσονες ποιητές, όπως η Κατερίνα Γώγου. Είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, δεν είναι ποιήτρια, δεν είναι μείζονας σημασίας στην πανελλήνια κατάσταση, αλλά έχει κάτι, μία προσωπική αποτύπωση στο βαθύτατο αίσθημά της σε σχέση και με την εποχή της έτσι, όπου αυτό που διαμόρφωσε ήταν ένα καλλιτεχνικό statement. 

“Η ποίηση που με διαμόρφωσε τελικά ήταν ο Καβάφης”

– Έγραφε λίγο έντονα για την εποχή, οριακά και ριζοσπαστικά…

-Δεν υπάρχει, διαμόρφωσε. Όποιος την συναντάει τον διαμορφώνει. Αλλά, εγώ ας πούμε επειδή οι ποιητές των παιδικών μου χρόνων, από το γυμνάσιο μέχρι το λύκειο, ήταν ο Ρίτσος, η Γώγου, η Αγγελάκη-Ρουκ, ο Χριστιανόπουλος. Ξέρεις όμως τι εκτιμώ πάρα πολύ όμως, ότι η ποίηση που με διαμόρφωσε τελικά ήταν ο Καβάφης, τον οποίο κατάλαβα μετά. Είναι δύσκολος κιόλας δεν μπορεί να τον διαβάσει ένας νεότερος, θέλει εκτενή, θέλει το βλέμμα σου να μην σκοντάψει απλά πάνω σε μία λέξη, θέλει να ψάξει κιόλας για να του αποκαλυφθεί αυτό που λέγεται.

Φωτ. Σοφία Βαφειάδου

Ο Καβάφης δηλαδή ακόμα και τώρα που μιλάμε μπορεί και προχθές πάλι επέστρεψα σε ποίημα του, πιάνω τον εαυτό μου δηλαδή να επιστρέφει διαρκώς στο τοπίο Καβάφη, που θεωρώ επίσης ότι έχει βαθιά συγγένεια με τον Κάφκα. Γιατί όλοι οι σπουδαίοι συγγραφείς ενέχουν ο ένας μέσα στον άλλο, και τα έργα τους, δηλαδή ο Φάουστ ενέχει μέσα του την Οδύσσεια, η Οδύσσεια τη Μαχαμπαράτα, η Μαχαμπαράτα μπορεί να έχει μέσα της την ποίηση του Καβάφη. Και οι ίδιοι οι συγγραφείς έχουν έτσι βαθιές συγγένεις.

-Με κάποιο τρόπο δηλαδή όλα τα έργα μεταξύ τους συνδέονται δηλαδή.

-Τα σημαντικά έτσι, δεν μιλάμε για τα έργα τα οποία αρέσουν πολύ στην εποχή τους, αυτά είναι άλλα, ο χρόνος θα τα αναδείξει.

-Η αλήθεια είναι ότι ο Καβάφης είναι πολλά περισσότερα από την Ιθάκη, και αυτό δυστυχώς δεν το καταλαβαίνουν και δεν το αντιλαμβάνονται πολλοί.

-Δεν το ήθελε ούτε ο ίδιος. Δεν πειράζει, και; Είναι εκεί που είναι; Είναι στην δεκάδα των μεγαλύτερων ποιητών στον κόσμο;

-Το ίδιο ισχύει και για τον Κάφκα, ότι έχει ταυτιστεί με τη Δίκη ενώ παρόλα αυτά έχει γράψει κι άλλα…

Είναι το ίδιο αίσθημα και στην ελληνική μουσική, η Φουρέιρα είναι σούπερ. Δεν θα κρίνω κάποιον, που ακούει Φουρέιρα, και είναι μια χαρά έτσι. Αλλά εντάξει δεν θα πει ότι όλοι ξέρουν τη Γιαννάτου, ή την Αρλέτα ή τη Λένα Πλάτωνος. Δεν χρειάζεται. Δεν χρειάζεται να την ξέρουν όλοι. Αυτοί που την ξέρουν ξέρουν γιατί και πώς. Και νομίζω δεν το επιδιώκουν και οι ίδιοι. Ας πούμε ο Χατζιδάκις, που για μένα είναι το προσωπικό μου κρατίδιο.

Έλεγε “εμένα ο στόχος μου δεν είναι να γεμίσω σάλες, και ούτε η τέχνη μου να μπορεί να επικοινωνήσει σε όλους. Εμένα με ενδιαφέρει μέσα από το έργο μου να συναντηθώ με τους ανθρώπους που ενδεχομένως έχουμε το ίδιο αίσθημα. Και αυτή η διαδικασία της συναυλίας ή του έργου να μας κάνει ξαφνικά συγγενείς”.

-Αυτό σε εκφράζει και εσένα φαντάζομαι πλήρως…

-Δεν μπορείς να φανταστείς, αδιανόητα πολύ. Μα ούτε στη ζωή δεν μπορώ να είμαι αρεστός σε όλους, εδώ είμαι 26 χρονών ξέρεις τι μπορεί να λέγεται πίσω από την πλάτη μου. Και δεν έχει και καμία σημασία. Και ξέρεις και γιατί, το 99% αυτών που λέγονται είναι από ανθρώπους που δεν έχουν δει ποτέ έργο τους. Και αν έχουν δει καλά λένε και το λένε δεν πειράζει. Για αυτό η ποίηση βοηθά, για αυτό η τέχνη βοηθά, δεν πειράζει ας λένε πάντα ότι θέλουν γιατί αυτό είναι τέχνη.

Η διαδικασία της σύγκρουσης της συνένωσης, της διαλεκτικής. Όσο λένε και τα μεν και τα δε, τόσο κάτι καλα κάνεις. Όταν δεν μιλάνε σημαίνει ότι αυτό που κάνεις είναι ήδη μάζα. Αυτό δεν σημαίνει ότι επιδιώκουμε να λένε τα χειρότερα, εντάξει μην το πάμε εκεί. Αλλά αν προκαλεί ο εαυτός σου, εάν κάτι προκαλεί πάνω σου, και; 

-Για αυτό σε αυτές τις περιπτώσεις λέμε ότι είναι καλύτερα να δεις το έργο και μετά να το κρίνεις.

Ας πουν ότι θέλουν, όποιος κρίνει το έργο μου κρίνει και εμένα, και καλά κάνει. Γιατί δεν έχει διαφορά το έργο από εμένα. Εγώ το επέλεξα, εγώ το έστησα, εγώ του έδωσα αυτή τη θεωρία. Άρα εμένα κρίνουν, είτε κρίνουν το έργο μου και άρα κρίνουν εμένα, είτε κρίνουν εμένα και άρα κρίνουν και το έργο μου. Το θέμα είναι να υπάρχει εκτίμηση, είναι σοβαρό πράγμα, και να υπάρχει σεβασμός Δηλαδή μπορείς να λες ότι θες και εγώ μπορεί να λέω ότι θέλω, και εγώ έχω ανθρώπους που δεν μου αρέσουν, και όχι επειδή δεν μου αρέσει η παράστασή τους, δεν μου αρέσει η επιλογή των έργων, η στάση τους στην τέχνη. Αλλά και ποιος νοιάζεται.

-Τα ίδια κάποτε λέγανε και για τον γλύπτη “Takis”…

-Εντάξει τώρα να μην βάλω τον εαυτό μου δίπλα στον Takis.

Ο γλύπτης Takis δίπλα σε ένα από τα έργα του

…Υπό την έννοια ότι πάντα θα λένε και πάντα θα σχολιάζουν, όπως και για τον Andy Warhol…

-Ζωγραφίζει και αυτό είναι όλο. Και για σκηνοθέτες Έλληνες, τον Βουτσινά. Μπροστά του το τάδε και πίσω του το άλλο.

-Είναι και αυτός τρόπος ζωής της τέχνης. Αν δεν την σχολιάσεις και δεν την κράξεις, μπορεί να σταματήσει να υφίσταται.

-Αυτό είναι και το καλό του να ξεκινάς μικρός. Αυτά τώρα ούτε με αφορούν.

-Είναι όμως και λίγο παγίδα. Γιατί μικρός είσαι περισσότερο απροστάτευτος και ευαίσθητος απέναντι στην κριτική.

-Έτσι πρέπει. Δεν μπορείς να φανταστείς τι σχολείο είναι αυτό. Φαντάσου τώρα να ξεκινούσα το θέατρο στα 35 μου. Με τι μετριοπάθεια θα έμπαινα, βέβαια θα το ήθελα πολύ. Από όλες τις μπάντες το έχεις δει και θέλεις αυτό, είσαι έτοιμος να θυσιάσεις με ωριμότητα τα πάντα. Αυτό είναι το σπουδαίο. Με τι τεράστιους τόνους εγκεφαλικότητας μπαίνεις, με πόσα “πρόσεχε”, με πόσους δισταγμούς, με, με, με…. Εγώ όταν μπήκα ήμουν σε παντελή άγνοια κινδύνου, το μόνο φωτεινό που είχα είναι ότι ήξερα ποιοι σκηνοθέτες είναι αυτοί που γουστάρω, και ποιες είναι οι αναφορές μου σε αυτήν την πόλη.

Όχι σε ποιους θέλω να μοιάσω, αλλά αυτούς που ξέρω ότι σε δύσκολες στιγμές θα ακουμπήσω στο έργο τους για να πάρω δύναμη. Είχα άγνοια κινδύνου, ήμουν εξαιρετικά τρωτός, και αυτό ήταν που σιγά-σιγά με διαμόρφωσε. Και αυτό μπορεί να προκαλεί ξέρεις. “Ποιος είναι ο μικρός τώρα”. Και καλά λένε. Και εγώ μπορεί να το λέω. “Ποιος νομίζει ότι είναι”. Ξέρεις κάτι, είναι πολύ λογική σκέψη αυτή.

Κάποτε δεν το καταλάβαινα. “Ποιον ήρθε να φάει ή ποιος νομίζει ότι είναι”. Και τους καταλαβαίνω κι εγώ, απόλυτα. Δεν χρειάζεται να αρέσουμε σε όλους. Βέβαια δεν έχω κανένα παράπονο έτσι, οι άνθρωποι που εκτιμώ με εκτιμούν, δηλαδή μπροστά μου δεν έχω δεχτεί κάτι. Οπότε αυτό που σου λέω τώρα είναι αυτό που νιώθω ή αυτό που μου έχουν πει μάλλον.

-Η Θεσσαλονίκη είναι θεατρόφιλη, το κοινό της ο κόσμος της; Της αρέσει το θέατρο; 

-Εντάξει, δεν νιώθω ότι είναι τόσο θεατρόφιλη , είναι λίγο μία ταμπέλα που δεν ξέρω κατά πόσο μπορεί να ισχύει. Σίγουρα είναι δύσκολη, αυτό το αισθάνομαι.

-Σε μία άλλη συνέντευξη που είχαμε κάνει με τον Βασίλη Γάκη για το κοινό του Μεγάρου Μουσικής τότε, μας έλεγε ότι συνέχεια έρχονται οι ίδιοι και οι ίδιοι, εσύ το νιώθεις αυτό; Βλέπεις οικεία πρόσωπα στο κοινό;

-Επειδή είμαι 6 χρόνια, φυσικά έχεις κερδίσει το κοινό σου. Υπήρξαν όμως και αποτυχίες, ας πούμε σε μια παραγωγή, η οποία πήγε χάλια, αποτυχία. 

“Είναι λίγο κέρμα να ακουμπήσεις το θυμικό ενός λογικού κοινού και ενός λογικού θεατή”

Φωτ. Σοφία Βαφειάδου

-Ναι αλλά ρίσκαρες.

-Τα πάντα, ίσως πολύ παραπάνω από όσο χρειαζόταν.

-Και δεν σταμάτησες…

-Όχι όχι θα τελειώσουν οι παραστάσεις, θα τη φας όλη την ήττα. Δική σου να τη χαίρεσια. Και μετά θα πας στον ψυχολόγο σου και μία χαρά τα βρήκα. Σε αυτή την παράσταση δεν ήρθε κανείς. Δεν την εμπιστεύτηκαν και καλά έκαναν, κάτι λάθος έκανα. Είχα τόσα ρίσκα, τα οποία δημιούργησαν μία αμφιβολία. Νέος χώρος, νέο έργο, νέοι ηθοποιοί, σε μία εποχή επικαιρότητας τέτοια που εγώ έβγαλα ένα έργο που έτυχε και έπεσε πάνω σε αυτό το επίκαιρο.

Το “Noigandres” στον Πολυχώρο Ένεκεν ήταν. Όλα νέα, ε εντάξει την έπαθα. Αλλά, “το Γράμμα” έκλεισε χωρίς να έχει γίνει καμία προώθηση. Νομίζω η παραγωγή μου είπε δεν έχουν βγάλει ούτε αφίσες. Δεν έχει βγει τίποτα, και γέμισε. Αυτό τώρα, άντε βρες λύση. Εγώ δεν μπορώ να το εξηγήσω. Αν μπορείτε με μεγάλη χαρά να έρθετε να μου πείτε. Έτσι ώστε να εκπαιδευτώ κι εγώ να μάθω.

-Και μέρες και λίγο unfamous για το κοινό…

-…Πες μου σε παρακαλώ πώς πήγε καλά, να με εκπαιδεύσει κάποιος να έρθει κάποιος ειδήμων, έτσι ώστε η επόμενη παραγωγή να έχει τα ίδια χαρακτηριστικά. Είναι λίγο κέρμα να ακουμπήσεις το θυμικό ενός λογικού κοινού και ενός λογικού θεατή.

-Να επιστρέψουμε λίγο στο έργο, το έργο “δίνει” το γράμμα στον κάθε πατέρα που το παρακολουθεί; Δηλαδή, ένας πατέρας που θα έρθει θα νιώσει κάποια συναισθήματα λίγο πιο έντονα; Πιστεύεις ότι απευθύνεται στους πατεράδες που έρχονται να το δουν;

-Κυρίως. Η κριτική δηλαδή είναι οξύτατη προς την οικογένεια, οπότε ναι εκεί πέρα αφορά. Δηλαδή η κριτική αφορά τους γονείς, όχι τα παιδιά. Τι να κρίνουν τα παιδιά. Η νέα γενιά γιατί να κριθεί ακόμη πριν μπει σε αυτή τη διαδικασία. Οι γονείς, και η καταλληλότητά τους. 

“Εμένα το θέμα μου είναι αν γενικά κάποιος είναι κατάλληλος να γίνει γονιός”

-Εξαιρετικά επίκαιρο στις μέρες μας που συζητάμε πόσο ικανοί είναι μερικοί άνθρωποι να αποκτήσουν παιδιά..

-Ναι δεν είναι; Εμένα το ζήτημά μου δεν είναι αν είναι κατάλληλο ένα ομόφυλο ή ένα ετερόφυλο ζευγάρι να αποκτήσουν παιδιά, εμένα το θέμα μου είναι αν γενικά κάποιος είναι κατάλληλος να γίνει γονιός,  Και αν είναι έτοιμος να πληρώσει το κόστος. Γιατί ο γονιός είναι κάτι στο οποίο εκπαιδεύεσαι πρώτη φορά, δεν είναι κάτι που το ξέρεις. Πρέπει να μπεις με πολλή σοφία σε αυτό το θέμα, θέλει τεράστια ευθύνη, και μπορεί να δημιουργήσεις κάτι που να είναι ανεπανόρθωτο, ή και κάτι που είναι σπουδαίο.

Εγώ θέτω το ζήτημα της καταλληλότητας, και το ζήτημα της ανικανότητας. Αν κάποιος δεν έχει την ικανότητα για αυτό. Γιατί ο γονιός είναι ρόλος. Είναι ένας κοινωνικός ρόλος, ίσως ο βασικότερος. Μπορεί να μεταβεί εύκολα από το ένα στο άλλο. Από έναν ερωτικό σύντροφο μέχρι μια μητέρα ή έναν πατέρα; Πολλά προσωπεία, δεν ξέρω πόσο εύκολο είναι. Δηλαδή, εννοείται είμαι υπέρ στο θέμα των ομόφυλων ζευγαριών και εννοείται η εκκλησία και μάλιστα η ορθόδοξη εκδοχή της φέρει πολύ μεγάλη ευθύνη, και ας μην κρυβόμαστε και τώρα είναι η εποχή να τα λέμε. Γιατί θεωρώ ότι με αυτές τις κινήσεις, αυτό που κάνει είναι απαράδεκτο. Ό,τι κάνει είναι απαράδεκτο, χρόνια τώρα, αλλά τώρα αυτό είναι πασιφανές. Δεν έχει κανένα δικαίωμα, πουθενά.

-Πιστεύεις ότι δεν θα έπρεπε να πάρει θέση στο ζήτημα;

-Όχι θα έπρεπε να πάρει θέση, αλλά να την κρατήσει για τον εαυτό της. Να πάρει θέση να το λέει δημόσια ότι θέλει, ο καθένας ας κάνει ότι θέλει. Αλλά δεν μπορεί να υπάρχει αυτή η υποκρισία. Μόνο και μόνο που ένας άνθρωπος θεωρεί τον εαυτό του εκπρόσωπο ενός λαού, και λέει αυτά, είναι παθογενές. Δεν υπάρχει περίπτωση, ποιος είσαι; Ποιος σε έχρισε; Ποιος τους έχρισε; Ο θείος μου είναι παππάς. Ήταν μαραγκός. Ασ’ το, το ‘χω δει. Εγώ όχι. Και δεν μιλάω για το Χριστό, δεν μιλάω για το θείο, μιλάω για τους εκπροσώπους. Να μη μιλάνε, και αν μιλάνε να δεχτούν αυτό που θα γίνει. Δεν γίνεται πια αυτό το πράγμα. Η αμορφωσιά έχει φτάσει στο μεγαλείο της.

-Από ένα σημείο και μετά δεν είναι λίγο κουραστικό που όλοι εκφέρουμε γνώμη;

-Δεν πειράζει καλό είναι να εκτεθούμε. Να λέμε τα πράγματα, και εγώ αυτή τη στιγμή δεν εκτίθεμαι. Ας τα πούμε να καταλάβει ο άλλος ποιοι είμαστε να βγάλει το πόρισμά του. Να έρθει στην παράσταση ο θεατής, που θα του είναι χρήσιμο αυτό που θα δει. Να μην έρθει όποιος να ναι. Ή αν έρθει όποιος να ναι να ξέρει τι θα δει. Εγώ δηλώνω ότι είμαι απέναντι στην εκκλησία σε αυτό που γίνεται. Καταρχάς είμαι απέναντι στον όρο, ορθοδοξία. Τι θα πει ορθή δόξα. Δηλαδή όλα τα άλλα τι είναι. Όποιος δεν ακολουθεί είναι άπιστος. Όποιος δεν ακολουθεί τους κανόνες, είναι ανώμαλος. Λοιπόν, κάποια πράγματα πρέπει να τα δούμε.

Κάποια πράγματα ήταν κάποτε έτσι, τώρα ισχύουν κάποια άλλα. Πονάει πολύ αλλά ακούστε το. Δεν μπορεί η γυναίκα να έχει αυτή τη θέση στα πράγματα. Και δεν μπορεί να θεωρούνται παρείες οι άνθρωποι που φάγανε όλη αυτήν τη κατακραυγή από ανθρώπους που είτε τους έμοιαζαν και δεν το λέγανε, είτε δεν μπορούσαν να διαχειριστούν την ανικανότητά τους. Γιατί φαντάσου για να κρίνει κάποιος την σεξουαλικότητα του άλλου, πόσο ανίκανος σεξουαλικά είναι. Πόσο δυστυχισμένη είναι η σεξουαλική ζωή του. Δεν μπορώ να πω κάτι άλλο πέρα από αυτό. Και πόσο έρμος, καψερός αυτός ο άνθρωπος, εγώ νιώθω λύπη για αυτούς. Δεν νιώθω θυμό, τους λυπάμαι. Άκου τώρα μικροπρέπεια. Ασήμαντα ανθρωπάκια, τι να κάτσεις να ασχοληθείς.

-Υπάρχουν ωστόσο και εξαιρέσεις, όπως ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής, όπου έχει γίνει μεγάλη συζήτηση, γιατί τόλμησε να βαφτίσει παιδιά ομόφυλων ζευγαριού. Η βάφτιση που είναι κάτι ιερό…

-Το σημαντικότερο μυστήριο της ορθοδοξίας. Μπράβο του, δεν το ξέρω το περιστατικό. Εγώ μιλάω για τον κανόνα αυτή τη στιγμή. Προφανώς υπάρχουν εξαιρέσεις. Αλλά τώρα δεν θα κάτσω να μιλήσω για τις εξαιρέσεις. Είναι σαν να μιλάμε για το Me Too, και να λέμε “παρόλα αυτά ο τάδε εμένα μου έχει φερθεί καλά”. Αυτή τη στιγμή δεν θα πούμε τα καλά όμως, τα καλά εξυπακούονται. Και μιλάμε για ανθρώπους που έχουν κάνει έργο, ανθρώπους που είναι σε μοναστήρια κτλ. Δεν μιλάμε όμως για αυτές τις περιπτώσεις.

σκηνοθέτης
Φωτ. Σοφία Βαφειάδου

-Τι χρειάζεται ένας σκηνοθέτης για να ξεφύγει από το κλασικό θέατρο στην Ελλάδα του 2024, να ανοίξει τους ορίζοντες του και εκτός από την Επίδαυρο, το αρχαίο θέατρο κτλ.;

-Για μένα 3 πράγματα. Πρώτον να μη θέλει να πρωτοπορήσει, να μην είναι αυτοσκοπός. Να έχει σχέση με τις βασικές αρχές της τέχνης μας. Να ξέρει τον Κουν, τον Ροντήρη, να έχει μελετήσει τις σκηνοθεσίες του Πέτερ Στάιν, από βίντεο από οτιδήποτε. Θα πρέπει να τα ξέρει γιατί πώς αλλιώς θα έρθει η πρόταση; Πρέπει να έχουμε επίγνωση του παλαιότερου και μετά ας το απορρίψουμε, αλλά να το ξέρουμε. Τους σκηνοθέτες της πόλης μας, της Αθήνας, δεν γίνεται να μην τους ξέρω.Της γενιάς μου. Δεν γίνεται να μην τους ξέρω, είναι δουλειά μου.

Και το άλλο είναι τα ταξίδια. Να πηγαίνεις Βερολίνο, Παρίσι, Λονδίνο, και πιο έξω, εγώ δεν έχω πάει πιο έξω, αλλά να πηγαίνουμε. Να βλέπουμε πού χτυπάει αυτή τη στιγμή η καρδιά στο θέατρο, τι θέλει η κοινωνία, πρέπει να τα βλέπεις αυτά είσαι λίγο ρεπόρτερ στιγμών και κοινωνίας. Και να είσαι διατεθειμένος να αναιρέσεις σε 5 λεπτά αυτό που πριν λίγο είπες. Αυτό είναι πολύ σοβαρό.

-Κατά τη γνώμη σου πού χτυπάει αυτή τη στιγμή η καρδιά του θεάτρου; Ποια είναι η τάση;

-Ψυχανεμίζομαι ότι αυτή τη στιγμή η τάση έχει να κάνει με το ότι ο κόσμος θέλει επαφή, συνάντηση. Επειδή από τη ζωή δεν το λαμβάνουμε τόσο έντονα αυτό. Δεν είναι κάτι που του είναι εύκολο, αλλά το θέλει, κάπως το ζητάει σαν μία απόκρυφη τάση, τη συνάντηση, το πιο κοντινό, το πιο αυτό. Αυτό νιώθω.

-Βλέπουμε λοιπόν στο έργο ότι ο Κάφκα εξομολογείται κάποια πράγματα. Θέλω να μου πεις μία δική σου εξομολόγηση, όπως κάνει ο Κάφκα στο έργο του. Πολύ φιλοσοφική ερώτηση βέβαια…

-Πάρα πολλά θα μπορούσα να εξομολογηθώ, ίσως το ότι ένα πολύ ενδιαφέρον τον πρώτο καιρό δεν αντιμετώπισα με την αγάπη και το αίσθημα που αυτή τη στιγμή που αυτή τη στιγμή διαχειρίζομαι τα πράγματα, τους ηθοποιούς μου, και τους συντελεστές μου. Αυτό είναι σοβαρό. Δεν είχα αυτό το αίσθημα, δηλαδή μπορεί να ήμουν καλός ή ευγενής αλλά δεν είχα αυτό το αίσθημα. Και αυτό μου στοίχισε πολύ. Όλη μου η πορεία μέχρι τώρα από τότε έχει να κάνει με το να επανορθώσω αυτό. Την εμπιστοσύνη, νομίζω. 

-Και σε τι στάδιο είσαι;

-Καλό. Γιατί αρχίζω να εμπιστεύομαι τους ανθρώπους στο θέατρο, στη ζωή ακόμα έχω θέμα, πολύ περισσότερο, δεν το είχα στην αρχή.

-Τα επόμενα σχέδια ποια είναι;

-10 Φλεβάρη ξεκινάει το “Sanatorium”, το οποίο έχει ήδη κάνει έναν πρώτο κύκλο στο θέατρο Σοφούλη, τώρα θα συνεχιστεί. 22 Φλεβάρη ξεκινάει “Η Μηχανή Κάφκα” στο πλαίσιο του Goethe Institut. Και μετά τον Απρίλη, Μάη ετοιμάζω κάτι καινούργιο, το οποίο είναι βασισμένο σε μία ταινία, αλλά δεν θέλω να πω περισσότερα ακόμα, για το οποίο είμαι πάρα πολύ χαρούμενος. Επίσης προβλέπεται και μία συνεργασία που ετοιμάζουμε με τον Δημήτρη τον Μαραμή, τον συνθέτη, έχουμε πολλά πράγματα.

-Πολλοί μας ρώτησαν αν θα ξανα ανέβει αυτό το έργο, γιατί τώρα που είναι sold out πολλοί θέλουν να έρθουν.

-Θα πάρει παράταση κάθε Δευτέρα, Τρίτη για άλλους 2 μήνες.

-Και τελευταία ερώτηση, ποιο είναι το μήνυμα που θα ήθελες να στείλεις σε αυτούς που θα διαβάσουν αυτή τη συνέντευξη;

-Να βλέπετε θέατρο, πάρα πολύ, και ας είναι μαρτυρικό, γιατί μόνο έτσι θα μπορούμε να έχουμε άποψη και γνώμη, και γνώση, για το τι πραγματικά χρειαζόμαστε σε αυτήν την εποχή. Αν δεν έχουμε επίγνωση και βιωματική σχέση με την τέχνη της εποχής μας, στην πραγματικότητα δεν μπορούμε να προτείνουμε κάτι άλλο. Και αυτό το απευθύνω και στους καλλιτέχνες, να είναι θεατές.

 

*Το οπτικοακουστικό σκέλος της συνέντευξης θα είναι διαθέσιμο σε λίγες μέρες στο νέο κανάλι του DREAM ON-line στο YouTube.

Συνέντευξη: Βαγγέλης Λαζαρίδης, σε συνεργασία με την Σοφία Βαφειάδου.

Ευχαριστούμε θερμά την Ελένη Κολυμπιανάκη για την πολύτιμη συνεισφορά της στην συνέντευξη.

 

Μοιράσου το:

Βαγγέλης Λαζαρίδης

Βαγγέλης Λαζαρίδης

Μεγάλωσα στην Νέα Μηχανιώνα της Θεσσαλονίκης και κατοικώ στην Καλαμαριά. Είμαι απόφοιτος της Νομικής, ενώ ταυτόχρονα ασχολούμαι με την ερευνητική δημοσιογραφία. Στον ελεύθερο μου χρόνο, διαβάζω βιβλία (τα οποία κατά καιρούς ανεβάζουμε στο READ ON-line), ακούω μουσική στο πικάπ και μου αρέσει να συζητώ για την κοινωνία και την πολιτική με φίλους και γνωστούς. Το DREAM ON-line αποτελεί ένα πρότζεκτ το οποίο με πολύ κόπο και με συλλογική προσπάθεια έφτασε εδώ που είναι σήμερα, προσωπικά, θεωρείται ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα. «Βρες της γης τα θαύματα σε αυτά που λαχταράς» λέει ένα τραγούδι, και ίσως αυτή είναι η χρυσή συνταγή για τα πάντα.

 

Πρόσφατα

Διαβάστε Περισσότερα

Σχετικά Άρθρα