Οι δέκα καλύτερες ταινίες του 2019

15 Μαρτίου 2020 Το 2019 υπήρξε μία πολύ παραγωγική χρονιά, στον τομέα του κινηματογράφου. Οι απανταχού φίλοι του σινεμά και όχι μόνο είχαν την ευκαιρία να απολαύσουν μία ευρεία γκάμα ταινιών, από πρωτότυπες κωμωδίες, μέχρι υπερ-ηρωικά έπη. Έφτασε λοιπόν, η στιγμή για τον απολογισμό και την αξιολόγηση του κινηματογραφικού έτους, που μας άφησε πριν από λίγους μήνες. Motherless Brooklyn (Οι Σκιές του Μπρούκλυν) Υπόθεση: Ένας ντετέκτιβ που πάσχει από σύνδρομο Τουρέτ καλείται να λύσει το μυστήριο του θανάτου του μέντορά του. Κριτική: Ο, τρεις φορές υποψήφιος για Όσκαρ, Edward Norton, γράφει, σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί σε μία ενδιαφέρουσα ιστορία, βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Jonathan Lethem, το οποίο εκδόθηκε το 1999. Από τη στιγμή που διάβασε το βιβλίο ο Norton έθεσε ως προσωπικό του στόχο να μεταφέρει την πλοκή του στη μεγάλη οθόνη, με κάποιες αλλαγές. Η βασικότερη όλων, είναι η μεταφορά της ιστορίας στη δεκαετία του 1950, αντί του 1990, στην οποία εκτυλίσσονται τα γεγονότα στο βιβλίο. Ο καταξιωμένος ηθοποιός θεώρησε ότι έτσι θα μπορούσε να δώσει στο κοινό μία πιο ρεαλιστική προσέγγιση των γεγονότων, με περισσότερο μυστήριο και νουάρ ατμόσφαιρα, τα οποία και επιτυγχάνει. Η αγάπη του για το βιβλίο είναι διάχυτη σε όλη την ταινία, από τα προσεγμένα πλάνα, μέχρι το πώς σκιαγραφούνται οι πρωταγωνιστές. Τα βασικότερο πλεονέκτημα της ταινίας είναι οι ερμηνείες. Ηθοποιοί όπως ο Bruce Willis, ο Willem Dafoe, ο Alec Baldwin, αλλά κυρίως ο ίδιος ο Norton καταθέτουν τα διαπιστευτήριά τους και βοηθούν το θεατή να κατανοήσει και να αφουγκραστεί την κοινωνία των ΗΠΑ το 1950. Ειδικότερα, ο Alec Baldwin στο ρόλο του άτεγκτου καιροσκόπου, δίνει ρεσιτάλ. Ο αμοραλισμός, ο οπορτουνισμός, η εκμετάλλευση, ο ευτελισμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας είναι έννοιες που απασχολούν έντονα το Norton, ο οποίος μεταφέρει τις ανησυχίες και τους προβληματισμούς του στο θεατή, βάζοντας τον στη διαδικασία της περισυλλογής και της ενδοσκόπησης για την σκληρή και πολλές φορές, απαισιόδοξη και αδυσώπητη κοινωνία, τα σαθρά της θεμέλια, καθώς και τους συντελεστές που τη συναπαρτίζουν. Ο ήρωάς μας πασχίζει να βρει τη θέση του σε αυτήν, μάχεται, για να βρει την αλήθεια, είναι ευγενικός, αλλά και περίεργος, ήρεμος, αλλά και ανήσυχος. Η ψυχοσύνθεση και η ιδιοσυγκρασία του είναι εμπόδια, αλλά και αρωγοί στο έργο του. Το μοναδικό πρόβλημα στο όλο εγχείρημα είναι η κάπως μεγάλη διάρκεια, κάτι που οφείλεται στην απειρία του Norton στη συγγραφή σεναρίων. Ad Astra Υπόθεση: Στο κοντινό μέλλον, ένας αστροναύτης αναλαμβάνει να φέρει εις πέρας μία δύσκολη αποστολή, καθώς και να βρει τον, επί χρόνια, αγνοούμενο πατέρα του. Κριτική: Η πολύ στιβαρή σκηνοθεσία του James Gray σε συνδυασμό με μία τρομερή ερμηνεία από τον Brad Pitt είναι τα δύο ατού της ταινίας. Μετά από πολλά χρονιά, ο Pitt εισήλθε και πάλι στο προσκήνιο και έγινε δέκτης πολλών εγκωμιαστικών σχολίων. Το 2019 τον «απογείωσε», φέρνοντας στην επιφάνεια τον καλύτερο του εαυτό. Ο διάσημος ηθοποιός ταυτίζεται απόλυτα με τον πρωταγωνιστή μας. Με μία ευρεία γκάμα εκφραστικών μέσων, προσφέρει στο θεατή τη δυνατότητα να γίνει ο ίδιος μέρος αυτής της μοναδικής διαστημικής εμπειρίας. Σκεπτικός, μοναχικός, μπερδεμένος, αβέβαιος για τον σκοπό και την χρησιμότητα της αποστολής του, η οποία έχει αποκτήσει χαρακτήρα, διεκπεραιωτικό για τον ίδιο, αλλά εξελίσσεται σε μάθημα ζωής. Ο σκηνοθέτης James Gray καταφέρνει και βγάζει το καλύτερο από τον πρωταγωνιστή του, ενώ τα εντυπωσιακά εφέ, μαζί με τη σαγηνευτική φωτογραφία, «χτίζουν» ένα ενθουσιώδες και μαγευτικό περιβάλλον. Συνεπικουρούμενος από ένα καταξιωμένο καστ, με ονόματα όπως ο Donald Sutherland και ο Tommy Lee Jones, ο οποίος υποδύεται τον πατέρα του Pitt, παρουσιάζει μία πολύ ρεαλιστική οπτική του μέλλοντος, ενός μέλλοντος με περισσότερη τεχνολογική πρόοδο, αλλά παρόμοιες δυσκολίες, δυσχέρειες και προβλήματα. Ο τρόπος που ο καθένας καθορίζει τις προτεραιότητές του, πώς αξιοποιεί τον χρόνο του, οι μικρές χαρές της ζωής που όλοι οφείλουν να εκτιμούν και να απολαμβάνουν είναι θέματα σύνθετα, που παρουσιάζονται με σεβασμό από τον Gray και χρήζουν σκέψης. Once Upon a Time… in Hollywood (Κάποτε στο Χόλυγουντ) Υπόθεση: Οι περιπέτειες του ξεπεσμένου σταρ, Rick Dalton και του πιστού του φίλου και κασκαντέρ, Cliff Booth στο Χόλυγουντ στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Κριτική: Ο Quentin Tarantino έχει ένα μοναδικό και ιδιαίτερο τρόπο να γοητεύει και να ενθουσιάζει τα πλήθη με τις ταινίες του. Πρόκειται για έναν σκηνοθέτη όλες οι ταινίες του οποίου έχουν αποθεωθεί από τους κριτικούς. Στη δέκατή του ταινία, την προτελευταία σύμφωνα με τα λεγόμενά του, η οποία απέσπασε 10 υποψηφιότητες για Όσκαρ, ενώνει επί σκηνής δύο σπουδαία ονόματα, τον Leonardo DiCaprio και τον Brad Pitt. Για πρώτη φορά στην ένδοξη καριέρα του επιλέγει να ασχοληθεί με μία περίοδο μεγάλων αλλαγών στην κινηματογραφική και όχι μόνο βιομηχανία, τη δεκαετία του 1960. Με ανάλαφρο και νοσταλγικό στυλ και μέσα από ενδιαφέρουσες και διασκεδαστικές μικρές παράλληλες ιστορίες παρουσιάζει την προσπάθεια των δύο πρωταγωνιστών να προσαρμοστούν στις ανάγκες και απαιτήσεις μίας νέας πραγματικότητας, ενώ αποτίει φόρο τιμής σε σημαντικά πρόσωπα και γεγονότα του περασμένου αιώνα. Οι DiCaprio και Pitt είναι απολαυστικοί στους ρόλους τους, ο πρώτος ως ο απογοητευμένος και ανήσυχος για το μέλλον, ο δεύτερος ο επιστήθιος και καλοπροαίρετος υποστηρικτής των προσπαθειών του, ρόλοι που τους χάρισαν υποψηφιότητες για Όσκαρ α’ και β’ ανδρικού αντιστοίχως. Παράλληλα, παρακολουθούμε την φιγούρα της Sharon Tate, μέσα από μία Margot Robbie, η οποία βρίσκεται σε φόρμα, το κίνημα των hippies, τη σέχτα του Charles Manson και το πώς αυτές οι θεματικές συμπίπτουν, επηρεάζουν τους ήρωες, τον τρόπο σκέψης και τις αποφάσεις τους. Πουθενά όμως μέσα στην ταινία δεν υπάρχει διδακτικός ή παιδευτικός τόνος, απότοκο των προθέσεων του δημιουργού, το οποίο συγκαταλέγεται στα συν της ταινίας. Στόχος του Tarantino είναι να αποτίσει φόρο τιμής στη δεκαετία στην οποία γεννήθηκε, την «τρέλα» της, τη συμβολή της στην εξέλιξη του Χόλυγουντ ως οργανισμός, όχι να «κουνήσει» το δάχτυλο. Φυσικά, ευχάριστες είναι και οι παρουσίες διάσημων ηθοποιών σε μικρούς ή μεγαλύτερους ρόλους, με τον Al Pacino, τον Kurt Russell, τον Timothy Olyphant και το Luke Perry, στην τελευταία του ερμηνεία πριν το θάνατό του, μεταξύ άλλων να εμφανίζονται στη μεγάλη οθόνη. Joker Υπόθεση: Στην Gotham City του 1981, ο Arthur Fleck, ένας απροσάρμοστος που ζει με τη μητέρα και δουλεύει ως κλόουν, φιλοδοξεί να γίνει κωμικός. Όμως, η κοινωνία είναι σκληρή και το ξέσπασμα δε θα αργήσει. Κριτική: Τι να πει κανείς για τον Joaquin Phoenix και την ερμηνεία του; Τα λόγια είναι λίγα, για να περιγράψουν το μεγαλείο της υποκριτικής ικανότητας του ηθοποιού. Μία ερμηνεία ανάλογη της οποίας είχαμε χρόνια να δούμε. Δε θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι ο Phoenix παίρνει την ταινία στις πλάτες του. Δίπλα του στέκεται επάξια, ο αειθαλής και κατά πολλούς, καλύτερος ηθοποιός όλων των εποχών, Robert De Niro Βασανισμένος και με αυτοκτονικές τάσεις, ο Arthur Fleck κρατιέται από ένα μόνο πράγμα. Την ελπίδα. Την ελπίδα ότι κάποια μέρα θα πραγματοποιήσει το παιδικό του όνειρο και θα καταφέρει να ακολουθήσει καριέρα κωμικού που τόσο επιθυμεί. Αντιμετωπίζει την περιφρόνηση της κοινωνίας, νιώθει ένας απόκληρος, ενώ έχει να διαχειριστεί και την πάθησή του, η οποία τον κάνει να γελάει σε ανύποπτες στιγμές. Είναι χαρακτηριστική η πρώτη στιγμή της ταινίας, στην οποία κάποια παιδιά τον ξυλοκοπούν. Μέσα σε όλα αυτά, έχει επωμιστεί και το βάρος της φροντίδας της μητέρας του, ενώ ο ίδιος ασφυκτιά, ψάχνει ένα διέξοδο. Βρίσκεται όμως, στο επίκεντρο μίας κοινωνίας, η οποία παρακμάζει, έχει χάσει τα διακριτά όριά της. Η απουσία ηθικών φραγμών των γύρω του και ο χλευασμός προς το πρόσωπό του, τον ωθούν στην ανάγκη να «βγάλει» το θυμό του, να απελευθερώσει όλο το μίσος που έχει συσσωρευτεί στο εσωτερικό του και σιγοβράζει. Φτάνει στον φόνο και όταν το κάνει νιώθει χαρά, ευχαρίστηση. Όπως του συμπεριφέρθηκαν, έτσι θα συμπεριφερθεί, γιατί κανείς δε νοιάζεται για τον ίδιο και πλέον αυτός δε νοιάζεται για τίποτα. Θα προκαλέσει αλυσιδωτές αντιδράσεις και για πρώτη φορά θα αισθανθεί ότι τυγχάνει της προσοχής που δικαιούται. Για να επανέλθουμε στον Phoenix και να κλείσουμε, αξίζει να αναφέρουμε την σκηνή που χορεύει στο μπάνιο, την απόλυτη κορύφωση της ερμηνείας του. Marriage Story (Ιστορία Γάμου) Υπόθεση: Ένα ζευγάρι το οποίο αποφασίζει να χωρίσει, προσπαθεί να προστατέψει το παιδί του από την όλη διαδικασία. Κριτική: Μία ανθρώπινη, βαθιά συναισθηματική ιστορία για τις δυσκολίες ενός διαζυγίου. Εμπνευσμένος από το δικό του διαζύγιο με την ηθοποιό Jennifer Jason Leigh, ο Noah Baumbach απεικονίζει με λεπτομέρεια, αλλά κυρίως ρεαλισμό τις δυσκολίες και τα «σκαμπανεβάσματα» στην σχέση ενός ζευγαριού, και το πώς αυτή φθίνει, όταν πια το χάσμα, που έχει δημιουργηθεί, μοιάζει αγεφύρωτο. Με τους πρωταγωνιστές του, την Scarlett Johansson και τον Adam Driver να δίνουν δύο αξιοσημείωτες ερμηνείες, ο Baumbach «οικοδομεί» το σενάριό του πάνω στις αρχές της οικογένειας, της στοργής και της αγάπης. Το διαζύγιο που εν τέλει μοιάζει ως η μοναδική λύση φτάνει τους δύο πρωταγωνιστές στα άκρα και όριά τους. Η Johansson, τηρώντας τα γνωστά πλέον υποκριτικά στάνταρ της, είναι σκληρή, δυναμική και ορισμένες φορές άκαρδη, για να πάρει αυτό που θέλει. Από την άλλη, ο Driver, ο οποίος συνεχώς «ανεβαίνει», είναι ευγενικός, ήρεμος, καταβάλλει προσπάθειες να βρεθεί μία ικανοποιητική λύση, αλλά «τροχοπέδη» στο έργο του αποτελούν η αφέλεια και η καλοσύνη του. Η ερμηνεία του είναι αξιοπρόσεκτη, ειλικρινής, με τον ηθοποιό να «κλέβει» την παράσταση. Από κοντά και η Laura Dern, στο ρόλο της αδίστακτης δικηγόρου της Johansson, η οποία τιμήθηκε με Όσκαρ β’ Γυναικείου ρόλου. Οι εντάσεις έρχονται ως φυσικό επακόλουθο μίας, προ πολλού, καταδικασμένης σχέσης, όμως κοινός στόχος είναι ο νεαρός γιος τους να απέχει από αυτή την επώδυνη, χρονοβόρα και συναισθηματικά φορτισμένη διαδικασία, να μην εκτεθεί στον πόνο και την αβεβαιότητα. Παρόλα αυτά, οι ωραίες και ευχάριστες στιγμές που έχουν ζήσει και ο γιος τους, θα είναι πάντα εκεί, υπενθυμίζοντάς τους ότι τίποτα δεν μπορεί να διαγράψει το κοινό παρελθόν, το οποίο τους ενώνει. Just Mercy (Αγώνας για Δικαιοσύνη) Υπόθεση: Ένας φιλόδοξος και ιδεαλιστής Αφρο-Αμερικανός δικηγόρος αναλαμβάνει την υπεράσπιση ενός βαρυποινίτη, ο οποίος έχει καταδικαστεί άδικα για φόνο στην Αλαμπάμα. Κριτική: Η τρίτη ταινία του Destin Daniel Cretton παρουσιάζει μία αληθινή ιστορία με πρωταγωνιστές τον Michael B. Jordan και το βραβευμένο με Όσκαρ, Jamie Foxx. Το βασικό πλεονέκτημα της ταινίας είναι η ισορροπία που καταφέρει και διατηρεί ανάμεσα στην κεντρική ιδέα και στα βαθύτερα νοήματα. Πώς είναι δυνατόν ο άνθρωπος να αποφασίζει ποιος θα ζήσει και ποιος θα πεθάνει; Δε δικαιούνται όλοι μία δεύτερη ευκαιρία; Το πιο σημαντικό είναι ότι όσο και αν ο άνθρωπος βαυκαλίζεται για την αρετή της δικαιοσύνης και την αξία της, οι διακρίσεις, ο ρατσισμός και τα εξιλαστήρια θύματα πάντα θα υπάρχουν. Ο Michael B. Jordan δίνει μία πολύ δυνατή ερμηνεία στο ρόλο του δυναμικού, μαχητικού φιλάνθρωπου δικηγόρου, απόδειξη της σταθερής προόδου του ως ηθοποιού, μετά τις δύο ταινίες Creed και το ρόλο του ανταγωνιστή στο Black Panther. Από την άλλη, ο Jamie Foxx επανέρχεται στα στάνταρ του, μετά την τελευταία πραγματικά καλή ερμηνεία του στο «Tζάνγκο ο Τιμωρός» του Quentin Tarantino. Ο Foxx δίνει μία άλλη πτυχή στο ρόλο του βαρυποινίτη κατηγορουμένου, από την αρχική δυσπιστία και καχυποψία στη μετάβαση στη συγκρατημένη αισιοδοξία και κυρίως στην προσπάθεια να «κρατήσει» ενωμένη την οικογένειά του και να σταθεί συμπαραστάτης στους άλλους τρόφιμους. Άξιοι συμπαραστάτες τους, οι Brie Larson, ως η συνεργάτιδα του χαρακτήρα του Jordan και ο Rafe Spall, ως ο συνήγορος της Πολιτείας. Knives Out (Στα Μαχαίρια) Υπόθεση: Ένας ιδιόρρυθμος ιδιωτικός ντετέκτιβ βοηθάει την αστυνομία στην εξιχνίαση του θανάτου ενός διακεκριμένου και πλούσιου συγγραφέα. Κριτική: Μία απολαυστική μαύρη κωμωδία από τον σκηνοθέτη και σεναριογράφο Rian Johnson. Πιστός στην τακτική του να αλλάζει θεματικές, έτσι και σε αυτή την περίπτωση ο Johnson καταπιάνεται με ένα εντελώς καινούριο θέμα και πετυχαίνει απόλυτα. Με ένα καταξιωμένο καστ, που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων ηθοποιούς, όπως ο Daniel Craig, ο Chris Evans, ο Christopher Plummer, η Jamie Lee Curtis και ο Michael Shannon, μεταξύ άλλων, ο σκηνοθέτης ξεγελά και ειρωνεύεται, μπερδεύει και κριτικάρει. Σε μία, όχι και τόσο μονιασμένη και αγαπημένη οικογένεια, στην οποία επικρατεί η παράνοια και μοναδική «φωνή» της λογικής, είναι ο 85χρονος μακαρίτης, ο θάνατός του ανοίγει τον ασκό του Αιόλου για την κληρονομιά του. Αυτό από μόνο του καθιστά όλα σχεδόν τα μέλη της οικογένειας υπόπτους. Όλοι έχουν κίνητρο, καθώς τα λεφτά… είναι πολλά και δεν υπάρχει χώρος για συναισθηματισμούς. Ή όλα ή τίποτα. Μέσα σε αυτό τοξικό και επιβλαβές περιβάλλον, που έχει έντονες επιρροές από την Agatha Christie, θυμίζοντας το κομψό στυλ της, ο ιδιόρρυθμος, αλλά πάντα ευγενικός ντετέκτιβ Benoit Blanc προσπαθεί να ενώσει τα κομμάτια του παζλ, να ανακαλύψει τι πραγματικά συνέβη, να βάλει μία τάξη σε αυτό το χάος. Με όπλα την οξυδέρκεια, την παρατηρητικότητα, το κοφτερό μυαλό του και έχοντας για βοηθό τη νοσοκόμα του αποθανόντος, ο Blanc δεν πρόκειται να χάσει. Εδώ έχουμε μία μοναδική ερμηνεία από τον Daniel Craig, ο οποίος λίγους μήνες πριν από την τελευταία του ταινία ως James Bond, αφήνει για λίγο την τζειμσμποντική σοβαρότητα και επιστρατεύει την κωμική πλευρά του, μαζί με μία βαριά νότια προφορά, είναι απολαυστικός και δείχνει να το διασκεδάζει αφάνταστα. Ευχάριστες εκπλήξεις η Ana De Armas, ως η νοσοκόμα του μακαρίτη, αλλά και ο Chris Evans, σε ένα ρόλο πολύ διαφορετικό από αυτόν του «καλού παιδιού» ως Captain America, όπως τον έχουμε συνηθίσει. Μέσα σε αυτή την οικογένεια, όπου όλοι μισούν όλους, η μοναδική ειλικρινής και έντιμη παρουσία είναι αυτή της νοσοκόμας, την οποία όλοι «αγαπάνε», αλλά κανείς δεν ξέρει από ποια χώρα κατάγεται. Στο τελευταίο κομμάτι εντάσσονται και τα καυστικά και δηκτικά σχόλια και οι ειρωνικές αναφορές προς την πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών και στον Donald Trump, για τον οποίο γίνεται ολόκληρη συζήτηση με υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς, χωρίς όμως να ακούγεται ποτέ το όνομά του. Avengers: Endgame (Εκδικητές: Η Τελευταία Πράξη) Υπόθεση: Μετά την ήττα τους από τον Thanos, οι εναπομείναντες Εκδικητές, πρέπει να μαζέψουν τα κομμάτια τους και να πολεμήσουν για μία τελευταία φορά. Κριτική: Ένα κινηματογραφικό ταξίδι που ξεκίνησε με τον Iron Man του Robert Downey Jr. Το 2008, ολοκληρώθηκε μετά από 11 χρόνια και 21 ταινίες με το Endgame. Η πιο πολυαναμενόμενη ταινία όλων των εποχών έσπασε το ρεκόρ με τις περισσότερες εισπράξεις στο box office, μοιράζοντας παράλληλα συγκινήσεις στους απανταχού πιστούς, ανά την υφήλιο. Για πρώτη φορά, οι Εκδικητές ηττήθηκαν στον Infinity War. Έχασαν φίλους, οικογένεια, αλλά και κομμάτι του εαυτού τους. Στην αρχή της ταινίας τους βλέπουμε συντετριμμένους, με την ψυχολογία στα τάρταρα, χωρίς ίχνος ελπίδας. Η Γη είναι διαλυμένη, οι άνθρωποι ζουν στον φόβο, την αβεβαιότητα και τη ματαιότητα που δεν μπορούν να ξεπεράσουν, αδυνατώντας να συνειδητοποιήσουν αυτά που χάθηκαν. Οι αδερφοί Russo, σκηνοθέτες της ταινίας, κάνουν αριστουργηματική δουλειά, τόσο στο ανθρώπινο μέρος της ταινίας, τους ήρωες, τις σχέσεις και την ψυχοσύνθεσή τους δηλαδή, όσο και στο καθαρά υπερηρωικό μέρος. Ειδικότερα αυτό που συμβαίνει στην αρχή της ταινίας παραξένεψε και σάστισε πολλούς, αλλά η συνέχεια σβήνει τις όποιες αμφιβολίες είχαν δημιουργηθεί. Χωρίς υπερβολές και φανφάρες, τα αδέρφια Russo παίρνουν τον χρόνο τους, αποσαφηνίζουν δεδομένα και καταστάσεις, αξιοποιούν όλο το υλικό που ήδη υπάρχει, δίνοντας μία γενική οπτική στο θεατή. Στο επίκεντρο όλων αυτών, οι ήρωες ξαναβρίσκουν το θάρρος τους, κλείνουν παλιούς λογαριασμούς, συμφιλιώνονται, βάζουν στόχο να ξαναφέρουν την ελπίδα, στη μάχη της ζωής τους, όποιο και αν είναι το κόστος. Οι ηθοποιοί είναι πλέον οι χαρακτήρες που υποδύονται, έχουν διάθεση και θέληση. Απέναντί τους, ο επιβλητικός Josh Brolin στο ρόλο του Thanos, είναι απειλητικός, ανηλεής και έτοιμος να κάνει αυτό που πρέπει, χωρίς ίχνος ενδοιασμού. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με την καθηλωτική μουσική του Alan Silvestri αναγάγουν την ταινία σε ένα διαμάντι του υπερηρωικού είδους, αντάξιο των προσδοκιών και της αδημονίας του κοινού. Ford v Ferrari (Κόντρα σε Όλα) Υπόθεση: Το 1965, η Ford θα προσλάβει τον Carroll Shelby, σχεδιαστή αυτοκινήτων και τον Ken Miles, οδηγό, για να πετύχουν το ακατόρθωτο. Να φτιάξουν ένα αμάξι που θα νικήσει την Ferrari. Κριτική: Για πρώτη φορά στην καριέρα τους, δύο από τους καλύτερος ηθοποιούς της γενιάς τους, ο Christian Bale και ο Matt Damon, συνεργάζονται στη νέα ταινία του James Mangold. Στα πρώιμα στάδια, για τους δύο πρωταγωνιστικούς ρόλους έθεταν σοβαρή υποψηφιότητα οι Tom Cruise και Brad Pitt. Δε δύναται να γνωρίζουμε τι θα γινόταν αν πρωταγωνιστούσαν αυτοί οι δύο, αλλά αυτό που μπορούμε με σιγουριά να πούμε είναι ότι οι Bale και Damon είναι απλά φοβεροί. Οι ερμηνείες των δύο ηθοποιών κατατάσσονται χωρίς δεύτερη αμφιβολία στις καλύτερες της καριέρας τους. Ο Bale μετά από καιρό μιλάει σαν κανονικός Άγγλος, είναι πιο χαλαρός, ισχυρογνώμων, ξεροκέφαλος και όπως κάθε καλός άντρας συμμορφώνεται μόνο με τις υποδείξεις της γυναίκας του. Αντίθετα, ο Damon είναι πιο λογικός, προσπαθήσει να χαλιναγωγήσει το ταπεραμέντο του εκκεντρικού συμπρωταγωνιστή του, σπάνια όμως, επιτυγχάνει. Μεταξύ τους διατηρούν μία σχέση αγάπης και μίσους, παλεύουν ενάντια σε δυσμενείς συνθήκες, για να ξεπεράσουν τα όριά τους και να επιτύχουν τον στόχο τους. «Αποκάλυψη» η ερμηνεία του Tracy Letts στο ρόλο του Henry Ford III, ευχάριστες οι παρουσίες του Jon Bernthal, γνωστού από τη σειρά The Punisher και του Josh Lucas. Αρωγός στο όλο εγχείρημα, η ζωντανή και σπιρτόζικη σκηνοθεσία του James Mangold. Πρόκειται για έναν αρκετά υποτιμημένο σκηνοθέτη, που έχει κάνει αξιοπρόσεκτες ταινίες, όπως τα Walk the Line και Logan ενώ θα σκηνοθετήσει και τη βιογραφική ταινία του Bob Dylan, με πρωταγωνιστή τον Timothée Chalamet. Στην προκειμένη περίπτωση, ο πεπειραμένος, πλέον, σκηνοθέτης παραδίδει μαθήματα έντασης, δράσης και κλιμάκωσης, ανεβάζοντας ταχύτητα και πατώντας τέρμα τα γκάζια όταν πρέπει και ακολουθώντας ένα πιο χαμηλό ρυθμό στις πιο ανθρώπινες στιγμές. Τηρεί τις λεπτές ισορροπίες, χωρίς ποτέ να αναλώνεται σε περιττές και ανούσιες πληροφορίες, ενώ εκπληκτικός είναι ο ήχος της ταινίας, που κέρδισε τελικά και το σχετικό Όσκαρ σε μία από τις καλύτερες αθλητικές ταινίες όλων των εποχών. 1917 Υπόθεση: Το 1917, δύο νεαροί στρατιώτες επιφορτίζονται το δύσκολο έργο της μεταφοράς ενός μηνύματος σε ένα τάγμα 1600 ανδρών, ανάμεσα στους οποίος βρίσκεται και ο αδερφός ενός εκ των δύο. Κριτική: Ήταν το 1998 όταν ο σπουδαίος Steven Spielberg σκηνοθέτησε τη Διάσωση του Στρατιώτη Ράιαν, ταινία στην οποία πρωταγωνιστούσε ο συγκλονιστικός Tom Hanks. Δύο δεκαετίες αργότερα, ο Sam Mendes, αξιοποιώντας τις ιστορίες που του διηγήθηκε ο παππούς του, ο οποίος υπηρέτησε στον αγγλικό στρατό κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου, φέρνει επί σκηνής ένα μοναδικό κομψοτέχνημα, ένα πολεμικό έπος, αντάξιο της ταινίας του Spielberg. Η ταινία είναι ένα μοναδικό επίτευγμα, καθώς γυρίστηκε σε ένα μόνο πλάνο, για να γίνουν όσο το δυνατόν περισσότερο ρεαλιστικές και πειστικές, οι εξωτερικές συνθήκες. Παράλληλα, η απίστευτη φωτογραφία, η οποία τιμήθηκε με Όσκαρ, προσφέρει μία αξέχαστη εμπειρία. Οι δύο πρωταγωνιστές, ο George MacKay και ο Dean-Charles Chapman είναι κουρασμένοι από τις αντιξοότητες και τις συνέπειες του πολέμου, ανυπόμονοι να τελειώσει αυτός ο εφιάλτης και να γυρίσουν στην πατρίδα τους. Πριν γίνει αυτό όμως, αναλαμβάνουν να αποπερατώσουν ένα δύσκολο έργο, να ξεπεράσουν κάθε λογής εμπόδια και κυρίως τα όριά τους. Η φρίκη, η βαναυσότητα και η σκληρότητα του πολέμου τους ακολουθούν σε όλη τη διάρκεια της «Οδύσσειάς» τους, πάντα όμως, θα υπάρχει η ελπίδα ότι τα πράγματα θα πάνε καλύτερα. Ακόμη και στον πόλεμο, η αξία της ανθρώπινης ζωής είναι ανεκτίμητη, σε όποιο στρατόπεδο και αν είναι και αυτό ο Mendes το δίνει με απλότητα και σεβασμό, χωρίς τυμπανοκρουσίες. Μέσα στην ταινία εμφανίζονται και αρκετοί διάσημοι Βρετανοί ηθοποιοί όπως ο Colin Firth, ο Benedict Cumberbatch, ο Mark Strong και ο Richard Madden, δημιουργώντας ένα κλίμα αγωνιώδες και αβέβαιο στις λίγες σκηνές που τους βλέπουμε. Αν και βρέθηκε υποψήφια για 10 Όσκαρ, το αριστούργημα του Sam Mends, κέρδισε μόλις 3, κανένα εκ των οποίων Σκηνοθεσία ή Καλύτερης Ταινίας, σε ένα από τα μεγαλύτερα «εγκλήματα» στην ιστορία των βραβείων.  

Μοιράσου το:

Γιώργος Ψάλλας

Γιώργος Ψάλλας

Αντισυμβατικός και υπερβολικά διαφορετικός για την ηλικία μου, θα με βρεις να προτιμάω την ηρεμία από την ένταση και την παράνοια, να βλέπω ταινίες, να ακούω μουσική (την κανονική, όχι αυτή που βρίσκεται στη μόδα), να παρακολουθώ τα αθλητικά τεκταινόμενα και ενίοτε να διαβάζω βιβλία.

 

Πρόσφατα

Διαβάστε Περισσότερα

Σχετικά Άρθρα