Κύριε Σαββόπουλε, είναι βέβαιο πως θα ξανανταμώσουμε

Την περασμένη Τρίτη, παρακολουθούσα μία παράσταση στο Μέγαρο Μουσικής. Είχα βάλει το κινητό μου σε λειτουργία πτήσης, έχοντας ήδη διαβάσει σε άρθρα πως η κατάσταση της υγείας του ήταν σταθερή και αναμενόταν να πάρει εξιτήριο. Μετά το πέρας της εκδήλωσης, βιάστηκα, όπως όλοι κάνουμε, να δω τις νέες ειδοποιήσεις, από συνήθεια και χωρίς κάποια συγκεκριμένη ανησυχία. Δύο μηνύματα τράβηξαν αμέσως την προσοχή μου· το ένα περιελάμβανε τη λέξη συννεφούλα κι ούτε που κατάλαβα τι ακριβώς έγραφε, το μυαλό μου δυσκολεύτηκε να το επεξεργαστεί. Το δεύτερο ήταν πολύ ξεκάθαρο και τελεσίδικο: πέθανε ο Σαββόπουλος.

Τις μέρες που ακολούθησαν, ο χρόνος έχασε κάθε γραμμικότητα, άρχισε να συστέλλεται και να διαστέλλεται, να σμιλεύεται από όσα δεν μπορούσα ακόμη να διατυπώσω. Κάποιες στιγμές ήμουν πέντε ετών, στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, να ακούω για πολλοστή φορά την κυρία με τη βραχνή φωνή να λέει πως «Λιοντάρια έχω πολλά. Και ελάφια. Αλλά δεν έχω σκύλο. Θα ‘θελα να ΄χω έναν σκύλο». Και τον γοητευμένο άνδρα να της απαντάει μαγεμένος πως, αν είχε έναν, θα της τον χάριζε. Και εγώ, μες στην αφέλεια των πέντε χρόνων μου, να είμαι βέβαιη πως η στιχομυθία αυτή επαναλαμβάνεται κάθε φορά, σε πραγματικό χρόνο, μόνο για μένα.

Άλλες φορές, είμαι κανα-δυο χρόνια μεγαλύτερη και απαιτώ από τους γονείς μου να βάλουν πάλι τον Καραγκιόζη, κι ας παίζεται εδώ και καμιά ώρα, να τραγουδάω μαζί με την οικεία ηχογραφημένη φωνή και να σκέφτομαι πόσο αστείες φαντάζουν οι λέξεις ‘λευκό μου σεντονάκι, λάμπα μου τρελή’, βαλμένες σε αυτή τη σειρά.

Κάποιες στιγμές θυμάμαι τότε που η αδελφή μου άκουγε κυριολεκτικά όλη μέρα τη Συννεφούλα και σχεδόν δεν άντεχα να την ακούσω ξανά, αλλά πώς να το μισήσεις αυτό το τραγούδι; Υπάρχουν και φορές που -ηθελημένα ή μη- επιστρέφω απότομα στο παρόν, που μου φαίνεται αλλόκοτο, σαν μια κακόγουστη φάρσα, που ουδεμία σχέση έχει με ό,τι εγώ αντιλαμβάνομαι ως πραγματικό.

Βλέπετε, είχα την τύχη να μην χρειαστεί ποτέ να ανακαλύψω τον Διονύση Σαββόπουλο. Για τον πολύ απλό λόγο πως υπήρχε στη ζωή μου πολύ πριν συνειδητοποιήσω πως υπάρχω. Στο σπίτι μας, τα τραγούδια του δεν ήταν μουσική επιλογή, ήταν η μουσική υπόκρουση που συνόδευε τις περισσότερες στιγμές μας, όχι μόνο τις γιορτές , αλλά και τις καθημερινές, μπανάλ σκηνές που συνήθως υποχωρούν στη λήθη (ή πιο σωστά στην άδηλη μνήμη, αυτή που δεν αντιλαμβανόμαστε πως έχουμε).

Δεν είχα καταλάβει πως το σπίτι μας ήταν σαββοπουλικό, νόμιζα πως σε όλα τα σπίτια η παρουσία του ήταν κάτι το εδραιωμένο. Αυτές τις μέρες καταλαβαίνω πως, πράγματι, πολλοί μοιραζόμαστε κοινές εμπειρίες σε σχέση με τη μουσική του κι έχει μια λυπητερή ομορφιά όλο αυτό, κάτι το αιώνιο.

Κι αν όλα αυτά μοιάζουν τετριμμένα και υπερβολικά -εξάλλου τόσα έχουν γραφτεί τις τελευταίες μέρες- θέλω να διευκρινίσω πως δεν θα πλέξω το εγκώμιο κανενός, δεν αισθάνομαι πως έχω την ανάγκη να κάνω κάτι τέτοιο. Ο Σαββόπουλος δεν ήταν το είδωλο των παιδικών μου χρόνων, ούτε ο μπροστάρης της εφηβείας μου. Δεν τον θεοποίησα ποτέ, ούτε ανέμενα από εκείνον να επιβεβαιώνει κάποια εικόνα που είχα πλάσει στο μυαλό μου, ούτε του φόρτωσα τους αγώνες που η ίδια δεν κατόρθωσα να δώσω.

Γεννήθηκα μετά το 2000, αφού είχε εκδώσει όλη τη δισκογραφία του. Για ‘μένα ήταν ανέκαθεν ο κύριος με τα λευκά μούσια και τις τιράντες, που τραγουδούσε τα τραγούδια που ήξερα καλύτερα απ’ όλα και που ήξερε να αφηγείται, τόσο παραστατικά, ακατανόητα στην αρχή, μα πάντοτε απείρως γοητευτικά παραμύθια.

Γι’ αυτό, όταν έμαθα πως έφυγε, ένιωσα σαν να έχασα έναν άνθρωπο δικό μου.Και όπως συμβαίνει συχνά με την απώλεια, συνειδητοποίησα πως δεν πενθούσα κυρίως εκείνον, αλλά όλες τις πτυχές του εαυτού μου που είχα συνδέσει μαζί του. Τα χρόνια του δημοτικού, όπου, όταν διδασκόμασταν κάποιο τραγούδι του, εγώ ένιωθα σαν οι συμμαθητές μου να είναι παρόντες σε μια ιδιωτική στιγμή μου. Την εποχή της πρώιμης εφηβείας μου, που σιγά-σιγά άρχισα να παρατηρώ αυτούς τους παράξενους στίχους, να θαυμάζω τον πλούτο τους, να εντοπίζω μέσα τους εμένα την ίδια. Τις ημέρες που έδινα πανελλήνιες, όταν το ζεϊμπέκικο με τη Λένα Πλάτωνος έδινε μια υπερβατική υπόσταση στην πεζότητα των ημερών (ακόμη πιστεύω πως αυτή είναι η αρτιότερη εκτέλεση του κομματιού).

Κι αν μεγαλώνοντας ερχόμουν σε επαφή με διαφορετικούς καλλιτέχνες και ρεύματα στη μουσική, το δικό του έργο ξεδιπλωνόταν παράλληλα με τα ακούσματα που με άγγιζαν βαθύτερα.

Ήταν οι «Πρωτοχρονιές του ραδιοφώνου» που, λίγο πριν κλείσω τα είκοσι, μου αποκάλυψαν ότι η ενηλικίωση φέρει πόνο και ματαίωση, αλλά έχει έρθει ο καιρός να σκηνοθετήσω τις δικές μου γιορτές, να γίνω χρονοποιός της ζωής μου. Άκουγα το τραγούδι ασταμάτητα, συχνά με δάκρυα στα μάτια, δίνοντας στον εαυτό μου την υπόσχεση να το ακούω σε κάθε προσωπική πρωτοχρονιά μου, σαν υπενθύμιση πως έχω εντός μου τα υλικά για να δομήσω τον δικό μου πλανήτη, να δώσω σχήμα στα χρόνια που τρέχουν χύμα.

Ήταν η «Πρωτομαγιά», το προσωπικό μου αγαπημένο, που με μορφή ονειροφαντασίας παρηγόρησε τους φόβους μου. Με διαβεβαίωσε πως το για πάντα μας, είναι μια στιγμή στον χρόνο, πως κάθε Πρωτομαγιά θα ξανανταμώνουμε, πως δεν χρειάζεται να ανησυχώ, η άνοιξη θα έρχεται στο τέλος. Κυρίως, μου έμαθε τη φράση «δώσ’ μου τα λόγια επιτέλους να μην είμαι μοναχός’, που απαλά σήκωσε από το στέρνο μου ένα βάρος και μου έδωσε μια γωνιά για να υπάρξω.

Νομίζω πως αρκετοί μπλεχτήκαμε, όλες αυτές τις μέρες, σε μια αντίστοιχη δίνη εσωτερίκευσης και συνακόλουθης αυτοαναφορικότητας. Και πιστεύω πως αυτά ήταν και τα πιο ειλικρινή κείμενα που διάβασα. Αυτά των οποίων οι συντάκτες δεν δίσταζαν να ομολογήσουν: «Σας αγάπησα, κύριε Σαββόπουλε». Χωρίς το ασφαλές και κάπως άνευ νοήματος «παρόλο που/αν και/μέχρι τη στιγμή που» (παρόλο που…τι, αλήθεια; Που συνεχώς ανέπλαθε τον εαυτό του και τον εξέθετε, χωρίς να έχει ανάγκη να ευχαριστήσει κανέναν; ).

Eίναι άσκοπο, μπροστά σε μια τέτοια απώλεια, να δείχνει κανείς τη μικροψυχία του. Είναι, ωστόσο, καίριας σημασίας να παραδεχτούμε επιτέλους, ως λαός, πως ο Διονύσης Σαββόπουλος ήταν και είναι η εθνική μας λαλιά. Πως άνοιξε νέους δρόμους, πρωτίστως προσωπικούς, μα και συλλογικούς, πως υπήρξε ενωτικός, γιορτινός. Γεννημένος στην έναρξη του Εμφυλίου, αγαπήθηκε και λοιδορήθηκε και από τις δύο Ελλάδες, γιατί τις περιείχε και τις δύο. Μας ένωσε, έτσι, όλους στο τέλος. Μας έκανε να συμβιώσουμε στο περιβόλι του, όμοιοι μες στην τρέλα μας.

Κάπως έτσι, θα μου επιτρέψετε κι εμένα να κλείσω το κείμενό μου. Σας ευχαριστώ, λοιπόν, κι εγώ από καρδιάς, κύριε Σαββόπουλε. Όχι γιατί ήσασταν ηρωικός, σωτήριος, άμωμος ή ό,τι άλλο (βαθιά επικίνδυνο) κανένας δεν μπορεί και δεν χρειάζεται να είναι. Παρά γιατί με συντροφεύετε, σε όλη τη ζωή μου, σε όσους δρόμους προσπαθώ να χαράξω. Γιατί εκφράζετε όλα όσα αδυνατώ να ξεστομίσω, γιατί είστε παραμυθητικός.

Γιατί, χάρη σε εσάς, κατάλαβα πως μπορούμε να διαφωνούμε και ταυτόχρονα να αγαπάμε, κι αυτό δεν είναι υποκρισία, μα κεκτημένη ωριμότητα και ειλικρίνεια. Κι αν κάποιες φορές σταθήκαμε αμήχανοι μπροστά στο πόσο πολύς υπήρξατε, σας ζητώ προσωπικά συγγνώμη. Ήταν, ξέρετε, επίπονο να καθρεφτίζετε την ασημαντότητά μας, να μας θυμίζετε πόσο ανθρώπινοι είμαστε, πόσο μικροί μπροστά στο μεγαλειώδες, το υπέρ-ανθρώπινο της τέχνης.

Σας ευχαριστώ για την ποίηση και τη μουσική που μας εμπεριέχει όλους. Σας ευχαριστώ που μου μάθατε την αγάπη για τις λέξεις. Σας ευχαριστούμε για όλα, κύριε Σαββόπουλε, δεν μας χωρίζει τίποτα πια. Όπως θα λέγατε κι εσείς, εμείς πάντα θα ανταμώνουμε.

Μοιράσου το:

Σοφία Συμεωνίδου

Σοφία Συμεωνίδου

Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη, μεγάλωσα στην Κατερίνη, επέστρεψα για να σπουδάσω. Διαβάζω, προσπαθώ να γράφω, βλέπω καλές και κακές ταινίες, ψήνω άνοστα κεικ, ενίοτε ασχολούμαι με το θέατρο, άλλοτε σπουδάζω Ψυχολογία στο ΑΠΘ. Αγαπώ πολύ τις λέξεις και εδώ θα προσπαθώ να τις βάζω σε σειρά.

Πρόσφατα

Διαβάστε Περισσότερα

Σχετικά Άρθρα