Αφοπλισμένοι Θεσμοί: Με τεχνητές αναπνοές η διπλωματία

Στο μεταίχμιο της παγκόσμιας πραγματικότητας του 21ου αιώνα, η διεθνής κοινότητα υποτίθεται ότι λειτουργεί εντός ενός συστήματος εδρασμένου στην αρχή της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών, στον σεβασμό του διεθνούς δικαίου και στην αδιαπραγμάτευτη προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ωστόσο, η ένταση και η βιαιότητα των σύγχρονων συγκρούσεων έρχονται να ανατρέψουν την αισιόδοξη αφήγηση μιας «μεταπολεμικής» εποχής που έχει πλέον κατακτήσει τον δημοκρατικό βηματισμό της. Το εύλογο ερώτημα που αναδύεται είναι: Γιατί, ενώ οι διπλωματικές δομές είναι πλέον θεσμοθετημένες, πολυεπίπεδες και διαρκώς εξελισσόμενες, τα κράτη επιλέγουν να συγκρουστούν;

Στον πυρήνα του διεθνούς συστήματος κυριαρχούν δύο αντίρροπες θεωρητικές παραδόσεις: ο ιδεαλισμός, που ευαγγελίζεται την ειρήνη μέσω θεσμών, και ο ρεαλισμός, που αναγνωρίζει την έλλειψη ανώτατης εξουσίας (αναρχία) και νομιμοποιεί την επιδίωξη ισχύος ως θεμελιώδη λειτουργία των κρατών.

Παρά τη μακρόχρονη κυριαρχία του φιλελεύθερου διεθνισμού, ιδίως μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, παρατηρείται σήμερα μια αναβίωση ρεαλιστικών προσεγγίσεων, με κρατικές επιλογές που βασίζονται περισσότερο στην ασφάλεια, τον στρατηγικό ανταγωνισμό και την εθνική κυριαρχία, και λιγότερο στις ηθικοπολιτικές αξίες.

Η σύγκρουση στην Ουκρανία επιβεβαιώνει αυτήν τη μετατόπιση. Οι Δυτικές δυνάμεις, υπό την αιγίδα του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε., παρότι διακηρύσσουν την αφοσίωσή τους στις αξίες της ειρήνης και της διεθνούς συνεργασίας, προσχωρούν σε στρατιωτικές επιλογές, παρακάμπτοντας τις παραδοσιακές διαπραγματευτικές διαδικασίες. Το φαινόμενο αυτό δεν συνιστά αντίφαση μόνο σε θεωρητικό επίπεδο· αποτελεί, κυρίως, μια έκφραση της λειτουργικής αδυναμίας του σύγχρονου διεθνούς συστήματος να ελέγξει ή να προλάβει την κλιμάκωση κρίσεων.

 διπλωματία
Πηγή: pexels.com

Η διπλωματία, ως κύριο μέσο πρόληψης και ειρηνικής επίλυσης των διαφορών, έχει υποστεί σημαντική αποδυνάμωση τα τελευταία χρόνια, εξαιτίας μιας σειράς αλληλένδετων παραγόντων. Πρωτίστως, έχει παρατηρηθεί μια αυξανόμενη τάση σαθρής εργαλειοποίησης της διπλωματίας, κατά την οποία οι διαπραγματευτικές διαδικασίες λειτουργούν περισσότερο ως προσχηματικοί μηχανισμοί νομιμοποίησης προειλημμένων – συχνά στρατιωτικών – αποφάσεων, παρά ως ειλικρινείς διάλογοι επί ίσοις όροις μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών.

Παράλληλα, η μετάβαση του διεθνούς συστήματος από τον διπολισμό σε μια χαοτική μορφή πολυπολικότητας έχει αναδείξει ένα περιβάλλον γεμάτο ανταγωνιστικές γεωστρατηγικές αναγνώσεις της διεθνούς έννομης τάξης, όπου η ερμηνεία και η εφαρμογή των διεθνών κανόνων γίνονται αντικείμενα σύγκρουσης και όχι συναίνεσης. Επιπλέον, η σταδιακή απώλεια εμπιστοσύνης προς διεθνείς θεσμούς – όπως ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών – οι οποίοι αδυνατούν πλέον να λειτουργήσουν ως αξιόπιστοι και ουδέτεροι διαμεσολαβητές, οδηγεί στην απαξίωση της θεσμικής διπλωματίας και στην αναζήτηση εναλλακτικών, πιο επιθετικών επιλογών. 

Τέλος, ο ρόλος του επικοινωνιακού πολέμου και η ενίσχυση της πολιτικής ταυτότητας στον δημόσιο λόγο (χειραγώγηση της κοινής γνώμης και πολιτικοποίηση των διαφορών) εντείνουν την αδιαλλαξία και τη ριζοσπαστικοποίηση των θέσεων, καθιστώντας κάθε προσπάθεια συμβιβασμού όχι μόνο δύσκολη, αλλά και πολιτικά τοξική και επιζήμια για τους συμμετέχοντες. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η διπλωματία χάνει τον βασικό της ρόλο ως εργαλείο ειρήνης και μετατρέπεται σε σκιά του εαυτού της.

Η αποτυχία της διπλωματίας δεν είναι απλώς αποτέλεσμα έλλειψης μέσων, αλλά κυρίως έλλειψης πολιτικής βούλησης. Το δίλημμα της ασφάλειας επιβάλλει λογικές προληπτικής επιθετικότητας, ενώ η ανισότητα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων δημιουργεί σχέσεις εξάρτησης και υποταγής. Η άσκηση επιτυχούς διπλωματίας προϋποθέτει: 

α) αμοιβαία αναγνώριση συμφερόντων 

β) διαφάνεια και αξιοπιστία

γ) θεσμική κατοχύρωση και λογοδοσία

Όταν απουσιάζει έστω και ένα από αυτά τα στοιχεία, η διπλωματία καθίσταται απλώς τελετουργική, ενώ η στρατιωτική σύγκρουση αναδεικνύεται ως αποτελεσματικότερη λύση παρά τον καταστροφικό της χαρακτήρα. 

Σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον όπου οι παραδοσιακές μορφές διπλωματίας εμφανίζονται ανεπαρκείς να αποτρέψουν ή να περιορίσουν ένοπλες συγκρούσεις, η ανάγκη για μια εναλλακτική στρατηγική ειρηνικής διαχείρισης των διεθνών ζητημάτων καθίσταται επιτακτική. Η ανασυγκρότηση της διπλωματίας δεν μπορεί πλέον να βασίζεται αποκλειστικά στις κλασικές κρατοκεντρικές δομές του βεστφαλιανού συστήματος, αλλά οφείλει να επαναπροσδιοριστεί μέσω ενός πολυδιάστατου, συμμετοχικού και ηθικά αναβαθμισμένου πλαισίου άσκησης διεθνούς πολιτικής.

Καταρχάς, κρίνεται αναγκαία η ενίσχυση της πολυεπίπεδης διπλωματίας, δηλαδή μιας διπλωματικής πρακτικής που υπερβαίνει τις παραδοσιακές κρατικές διαπραγματεύσεις και εντάσσει ενεργά στο διπλωματικό πεδίο μη κρατικούς δρώντες (ΜΚΟ, φορείς της κοινωνίας των πολιτών, ακαδημαϊκά ιδρύματα, θρησκευτικές κοινότητες κ.α.) που διαθέτουν πολλές φορές μεγαλύτερη ευελιξία, τοπική γνώση και κοινωνική αποδοχή από τα κρατικά όργανα, γεγονός που τους καθιστά κρίσιμους διαμεσολαβητές σε περιβάλλοντα με έντονη καχυποψία ή έλλειψη επίσημων διαύλων επικοινωνίας. 

Παράλληλα, η ψηφιακή διπλωματία αναδύεται ως απαραίτητο εργαλείο σε έναν κόσμο όπου η πληροφόρηση, η διαμόρφωση της κοινής γνώμης και η πολιτική κινητοποίηση πραγματοποιούνται σε πραγματικό χρόνο. Η τεχνολογία, και ειδικότερα οι ψηφιακές πλατφόρμες επικοινωνίας, μπορούν να αξιοποιηθούν για την ενίσχυση της διαφάνειας, της προσβασιμότητας και της άμεσης διαβούλευσης μεταξύ κυβερνήσεων και πολιτών, αλλά και μεταξύ διαφορετικών κρατικών και μη κρατικών παραγόντων στο διεθνές επίπεδο.

Ουσιαστικά η ψηφιακή διπλωματία μπορεί να συμβάλλει στην ενίσχυση της λογοδοσίας και στη διεύρυνση του φάσματος των δρώντων που συμμετέχουν ενεργά στις διεθνείς υποθέσεις.

Ωστόσο, η τεχνολογική αυτή εξέλιξη απαιτεί και μια ενισχυμένη στρατηγική κυβερνοασφάλειας, καθώς η ψηφιακή σφαίρα μετατρέπεται ολοένα και περισσότερο σε πεδίο σύγκρουσης και ανταγωνισμού.

Εξίσου κρίσιμη είναι και η ηθική αναβάθμιση της διπλωματίας, μέσω της επανατοποθέτησης της έννοιας της ανθρώπινης ασφάλειας στο επίκεντρο της εξωτερικής πολιτικής. Η μετάβαση από την παραδοσιακή ασφάλεια του κράτους στην ασφάλεια του ατόμου σηματοδοτεί μια θεμελιώδη αλλαγή στην προσέγγιση της διεθνούς σταθερότητας. Η ηθική αυτή διάσταση δεν είναι απλώς ζήτημα αξιακής τάξης, αλλά και πρακτικής αναγκαιότητας: κοινωνίες που βιώνουν καταπίεση, αποκλεισμό ή αβεβαιότητα είναι πιο επιρρεπείς σε ριζοσπαστικοποίηση και συγκρούσεις, με ευρύτερες περιφερειακές και διεθνείς επιπτώσεις.

Στο πλαίσιο αυτής της αναγκαίας ανασυγκρότησης της διπλωματίας, οι διεθνείς θεσμοί καλούνται να διαδραματίσουν ρόλο καταλυτικό, λειτουργώντας όχι απλώς ως γραφειοκρατικοί διαχειριστές της διεθνούς τάξης, αλλά ως ζωντανοί φορείς συντονισμού, πρόληψης κρίσεων και επίλυσης συγκρούσεων.

Η πολυπλοκότητα των διεθνών σχέσεων καθιστά απαραίτητη την ύπαρξη θεσμικών μηχανισμών που να μπορούν να ενοποιούν, να διευκολύνουν και να ενισχύουν τον διάλογο μεταξύ των κρατών. Προκειμένου να επιτελέσουν αποτελεσματικά αυτόν τον ρόλο, οι θεσμοί αυτοί οφείλουν να αναβαθμίσουν τη νομιμοποίησή τους, να αποκαταστήσουν την εμπιστοσύνη της διεθνούς κοινότητας και να λειτουργούν με μεγαλύτερη διαφάνεια, αμεροληψία και προσαρμοστικότητα στις γεωπολιτικές συνθήκες κάθε περιοχής.

Όταν γίνεται λόγος για ανασύσταση των διεθνών θεσμών, δεν αναφερόμαστε απλώς σε οργανωτικές ή λειτουργικές μεταρρυθμίσεις. Αναφερόμαστε πρωτίστως στην προϋπόθεση της ύπαρξης ενός αξιακού κώδικα που θα αποτελεί ποιοτικό υπόβαθρο, καθώς η νέα εποχή της διπλωματίας είναι αδύνατο να οικοδομηθεί εν απουσία θεσμών, που όχι μόνο αντανακλούν, αλλά και διαμορφώνουν ένα πολυκεντρικό, διασυνδεδεμένο και ηθικά καλλιεργημένο διεθνές σύστημα.

Ο σύγχρονος κόσμος δεν υποφέρει από έλλειψη μέσων ειρήνης, αλλά από έλλειμμα θεσμικής ανεξαρτησίας και εμπιστοσύνης. Ο πόλεμος, όσο και αν παραμένει νομικά και ηθικά απαράδεκτος, διατηρεί την ισχυρή στρατηγική λειτουργικότητά του. Επομένως, η παγκόσμια κοινότητα καλείται να επιλέξει αν θα αναμορφώσει τους θεσμούς της ειρήνης ή αν θα συνεχίσει να τους παρακολουθεί να παρακάμπτονται, έως ότου καταστούν πλήρως παρωχημένοι.

Μοιράσου το:

Νικολέτα Καρπινκάκη

Νικολέτα Καρπινκάκη

Από μικρή ηλικία είχα έντονο ενδιαφέρον για τα κοινωνικά και πολιτικα ζητήματα, με στόχο να κατανοήσω τις εξελίξεις που διαμορφώνουν τον κόσμο γύρω μου. Η κοινωνική ευαισθησία και η πολιτική δράση είναι σημαντικά στοιχεία της προσωπικότητάς μου, γι' αυτό και η επιλογή μου να ακολουθήσω τις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές ήταν φυσικό επακόλουθο. Παράλληλα, η λογοτεχνία και το θέατρο με γοητεύουν, καθώς θεωρώ ότι βοηθούν στην κατανόηση των ανθρώπινων σχέσεων και της κοινωνίας. Μέσα από τα άρθρα μου επιδιώκω να ενισχύσω τη συζήτηση πάνω σε θέματα που μάλλον δεν είναι και τόσο μακριά και ξένα όσο θέλουμε ή μας αρέσει να πιστεύουμε ότι είναι.

Πρόσφατα

Διαβάστε Περισσότερα

Σχετικά Άρθρα