Η κρίση των Ιμίων (1996) είναι ένα από τα καθοριστικά γεγονότα της πρόσφατης ιστορίας των ελληνοτουρκικών σχέσεων και ένα σημαντικό παράδειγμα των σύγχρονων γεωπολιτικών εντάσεων στην Ανατολική Μεσόγειο, περιοχή που αποτελεί μέρος του ευρύτερου πλαισίου των ελληνοτουρκικών διαφορών και των γεωπολιτικών ισορροπιών στο Αιγαίο.
Θρυαλλίδα για ξέσπασμα των επεισοδίων αποτέλεσε η αμφισβήτηση της Συμφωνίας του 1947 (Συνθήκες Ειρήνης των Παρισίων- Traités de Paris), βάσει της οποίας (άρθρο 14) οι βραχονησίδες είχαν παραχωρηθεί στην Ελλάδα μαζί με τα Δωδεκάνησα:
«H Ιταλία εκχωρεί εις την Ελλάδα εν πλήρει κυριαρχία τας νήσους της Δωδεκανήσου τας κατωτέρω απαριθμωμένας ήτοι: Αστυπάλαιαν, Ρόδον, Χάλκην, Κάρπαθον, Κάσον, Τήλον, Νίσυρον, Κάλυμνον, Λέρον, Πάτμον, Λίψον, Σύμην, Κω, και Καστελόριζον ως και τας παρακειμένας νησίδας».
Θα πρέπει να αναφερθεί ότι, κατά την υπογραφή της συνθήκης, η ελληνική πλευρά διευκρίνισε πως με τον όρο «παρακείμενες» εννοούνταν όλες οι νησίδες που βρίσκονταν υπό ιταλική κυριαρχία, κατά την είσοδο της Ιταλίας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην προγενέστερη Ιταλοτουρκική Σύμβαση που υπεγράφη το 1932, τα Ίμια συμπεριλαμβάνονταν στον χάρτη με τα ιταλικά εδάφη.
Επομένως, όταν οι ιταλικές κτήσεις μεταβιβάστηκαν στην ελληνική κυριότητα, τα Ίμια ενσωματώθηκαν και αυτά στο ελληνικό κράτος. Η Τουρκία, παρά το γεγονός ότι δεν είχε ούτε λόγο, ούτε θέση στη Συμφωνία του 1947, είχε αποδεχθεί το ελληνικό καθεστώς επικυριαρχίας στα εν λόγω νησιά.
Ωστόσο, το ζήτημα ανέκυψε στα τέλη του 1995, όταν το τουρκικό φορτηγό πλοίο «Φιγκέν Ακάτ» προσάραξε σε μία από τις βραχονησίδες των Ιμίων (στην Τουρκία γνωστές ως “Kardak”) και πιο συγκεκριμένα στην Ανατολική Ίμια, όπου και εξέπεμψε σήμα κινδύνου. Ο πλοίαρχος αρνήθηκε τη βοήθεια του Λιμεναρχείου της Καλύμνου, ισχυριζόμενος πως οι μόνες αρμόδιες αρχές για την παροχή βοήθειας ήταν αυτές της χώρας του, διότι βρισκόταν σε τουρκική περιοχή.
Η στάση του Τούρκου πλοιάρχου εξέφραζε τις τουρκικές ενστάσεις σχετικά με την κυριαρχία των Ιμίων, οι οποίες στηρίζονται στο επιχείρημα ότι η απόσταση των βραχονησίδων από την τουρκική ακτογραμμή (περιοχή Μπόντρουμ, στα ελληνικά Αλικαρνασσός) είναι μικρότερη (3,8 ν. μ.) από την απόστασή τους από την Κάλυμνο (5,5 ν.μ.) και συνεπώς είναι φυσικά εξαρτώμενες από την Τουρκία.
Το ζήτημα πολύ γρήγορα πήρε επικίνδυνες διαστάσεις, λόγω της στρατιωτικής παρουσίας και των δύο πλευρών. Οι προκλητικές κινήσεις συμβολικού χαρακτήρα (ύψωση σημαιών) και οι παραβιάσεις των ελληνικών χωρικών υδάτων συνεχίστηκαν και τις επόμενες ημέρες. Τα ξημερώματα της τελευταίας ημέρας του Ιανουαρίου του 1996, το ΓΕΕΘΑ έλαβε πληροφορίες για την αποβίβαση Τούρκων κομάντος στη Μικρή Ίμια.
Η πληροφορία επιβεβαιώθηκε από ελικόπτερο του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού, το οποίο απονηώθηκε από τη φρεγάτα «Ναυαρίνο». Λίγο αργότερα, τα τρία μέλη του πληρώματος , ο υποπλοίαρχος Χριστόδουλος Καραθανάσης, ο υποπλοίαρχος Παναγιώτης Βλαχάκος και ο αρχικελευστής Έκτορας Γιαλοψός, ανασύρθηκαν νεκρά.
Για την πτώση του ελικοπτέρου, η επίσημη θέση του ελληνικού κράτους ήταν ότι το αεροσκάφος κατέπεσε εξαιτίας των άσχημων καιρικών συνθηκών που επικρατούσαν, σημειώνοντας ότι το ελικόπτερο είχε αναφέρει βλάβη κατά την πτήση του και πως είχε χαθεί από τα ραντάρ. Η ελληνική κοινή γνώμη δεν πείστηκε ιδιαίτερα και διατύπωσε την άποψη -που είναι ευρέως διαδεδομένη μέχρι και σήμερα- ότι το ελικόπτερο καταρρίφθηκε είτε από το τουρκικό Πολεμικό Ναυτικό, είτε από τους Τούρκους καταδρομείς που υπήρχαν πάνω στο νησί, και ότι η αληθινή αιτία της πτώσης αποκρύφτηκε προκειμένου να λήξει η κρίση και να μην οδηγηθούν οι δύο χώρες σε γενικευμένη σύρραξη ή ακόμα και σε πόλεμο.
Η ένταση με την οποία ξέσπασε και εκδηλώθηκε η κρίση οφείλεται στο βαθύ και περίπλοκο γεωπολιτικό υπόβαθρο των ελληνοτουρκικών αντιπαραθέσεων, οι οποίες διαμορφώνουν και τις σχέσεις των δύο κρατών. Ουσιαστικά, τα Ίμια έχουν καταγραφεί ως ένα συμβάν που αποδεικνύει την ευρύτερη ελληνοτουρκική αντιπαλότητα. Παρότι οι δύο αυτές βραχονησίδες είναι μικρές και ακατοίκητες, φαινομενικά χωρίς καμία εγγενή οικονομική ή στρατηγική αξία, η σημασία τους είναι συμβολική και πολιτική.
Η συμβολική τους αξία σχετίζεται αφενός με την εθνική κυριαρχία, διότι κάθε απώλεια ή παραχώρηση σε αυτό το ζήτημα θα μπορούσε να εκληφθεί ως υποχώρηση σε άλλα πιο κρίσιμα εδαφικά ή θαλάσσια θέματα, και αφετέρου με την ιστορική ταυτότητα, αφού η διεκδίκησή τους είναι ένας τρόπος διατήρησης ιστορικών αφηγημάτων που ενισχύουν την εδαφική ταυτότητα κάθε κράτους.
Όσον αφορά την πολιτική αξία των βραχονησίδων, αυτή πηγάζει από τέσσερις παράγοντες. Ο πρώτος είναι η προβολή των δικαιωμάτων στο Αιγαίο, καθώς η κυριαρχία επί των Ιμίων επηρεάζει την ευρύτερη πολιτική των χωρικών υδάτων, της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ. Αν μία από τις δύο χώρες, μετά το πέρας της κρίσης, είχε καταφέρει να εδραιώσει την κυριαρχία της στα Ίμια, χωρίς να αφήνονται περιθώρια για αμφισβήτηση της εν λόγω κυριαρχίας, τότε θα μπορούσε να προωθήσει διεκδικήσεις και σε άλλες περιοχές του Αιγαίου.
Ο δεύτερος παράγοντας είναι η πρόκληση διπλωματικών τετελεσμένων, υπό την έννοια ότι η κρίση των Ιμίων ήταν μία δοκιμασία για την αποφασιστικότητα του κάθε κράτους να υπερασπιστεί τα εθνικά του συμφέροντα, δεδομένου ότι κάθε υποχώρηση ερμηνεύεται πολιτικά ως αδυναμία.
Ο τρίτος παράγοντας έχει να κάνει με την επιβίωση και διατήρηση της κυβέρνησης στην εξουσία. Παρότι η κρίση κατέδειξε ελλείψεις στρατηγικού σχεδιασμού και διπλωματικής επάρκειας, και οι δύο κυβερνήσεις επιδίωξαν την ενίσχυσή τους μέσω της πατριωτικής ρητορικής, η οποία λειτούργησε ως εργαλείο συσπείρωσης και υποστήριξης.
Ο τέταρτος και τελευταίος παράγοντας είναι οι διεθνείς ισορροπίες, αφού δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των γεγονότων. Η Αμερική, με την αποφασιστική παρέμβασή της, συνέβαλε πραγματικά στην εκτόνωση της κρίσης. Η κυβέρνηση του Μπιλ Κλίντον, μέσω του διπλωμάτη Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ, ανέλαβε πρωτοβουλία για αποκλιμάκωση, απαιτώντας και από τις δύο πλευρές την άμεση απόσυρση των στρατιωτικών τους δυνάμεων από τις βραχονησίδες.
Παρόλο που η Ουάσινγκτον πίεσε τις δύο χώρες για τη λήξη των επεισοδίων, δεν πήρε σαφή θέση ως προς την κυριαρχία των Ιμίων (ουδετερότητα), προκειμένου να διατηρηθεί η ισορροπία στις σχέσεις της και με τις δύο χώρες. Από τη μία η Τουρκία ήταν σημαντική για την ασφάλεια των αμερικανικών συμφερόντων στη Μέση Ανατολή και από την άλλη η Ελλάδα παρείχε σταθερότητα στη Νότια Ευρώπη.
Σε εντελώς διαφορετική θέση από τις ΗΠΑ βρισκόταν η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία έπρεπε να αντιμετωπίσει τόσο τις ιδιαίτερες απαιτήσεις ενός κράτους-μέλους όσο και τις φιλοδοξίες της Τουρκίας για προσέγγιση με την Ένωση. Εξαιτίας του ότι η ΕΕ δεν είχε ακόμα αναπτύξει ενιαία εξωτερική πολιτική και πολιτική άμυνας, η ικανότητά της να εμπλακεί και να αναλάβει ενεργό ρόλο στην κρίση ήταν περιορισμένη.
Ωστόσο, με ψήφισμα που εξέδωσε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, «Ψήφισμα για τις προκλητικές ενέργειες και αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων από την Τουρκία κατά κράτους μέλους της Ένωσης», στάθηκε υπέρ της Ελλάδας, δηλώνοντας όχι μόνο ότι τα ελληνικά σύνορα ήταν σύνορα της Ένωσης, αλλά και επιβεβαιώνοντας τους ελληνικούς ισχυρισμούς ότι τα Ίμια ανήκουν στο συγκρότημα των Δωδεκανήσων, σύμφωνα με τις συνθήκες του 1923, του 1932 και του 1947, αναφέροντας μάλιστα ότι και στους τουρκικούς χάρτες της δεκαετίας του 1960 οι βραχονησίδες αυτές εμφανίζονται ως ελληνικό έδαφος.
Αν και ο τερματισμός της κρίσης επετεύχθη, δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε το γεγονός ότι συνοδεύτηκε από σημαντικές συνέπειες. Τα γεγονότα του 1995-96 κατέστησαν σαφές ότι οι μηχανισμοί πρόληψης κρίσεων υστερούσαν σε τέτοιο βαθμό, ώστε η ικανοποιητική ανταπόκριση σε συνθήκες εκτάκτου κινδύνου να μην είναι εφικτή. Σε περιπτώσεις όπως αυτή των Ιμίων, θα πρέπει να υπάρχουν και να τηρούνται ξεκάθαρες διαδικασίες για την επικοινωνία των εμπλεκομένων, προκειμένου να διευκολύνεται ο διπλωματικός συντονισμός, πράγμα που στην προκειμένη περίπτωση δεν συνέβη.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο να υπερισχύσει, αλλά και να επεκταθεί η καχυποψία και σε άλλες πτυχές των σχέσεων Ελλάδας-Τουρκίας, δημιουργώντας έτσι έναν φαύλο κύκλο έντασης. Η έλλειψη εμπιστοσύνης οδήγησε επίσης σε συχνές στρατιωτικές προκλήσεις, καθιστώντας μόνιμη αναγκαιότητα την ετοιμότητα των ενόπλων δυνάμεων.
Η πιο σοβαρή επίπτωση αφορά το καθεστώς των νησίδων. Η Τουρκία υιοθέτησε τη στρατηγική των “γκρίζων ζωνών”, μια τακτική αναθεωρητισμού (επιθετική πολιτική) που εστιάζει στη συστηματική αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο. Η στρατηγική αυτή αποσκοπεί στη δημιουργία διπλωματικής αμφισημίας, ενισχύοντας τις τουρκικές διεκδικήσεις και πιέζοντας την Ελλάδα για διμερείς διαπραγματεύσεις αντί για διεθνή δικαστική επίλυση.
Μέσω στρατιωτικών κινήσεων (παρουσία ναυτικών δυνάμεων, παραβιάσεων του εναέριου χώρου) και επικοινωνιακών μεθόδων, η Τουρκία επιδιώκει την ανατροπή του status quo, διευρύνοντας τις διεκδικήσεις της σε περιοχές ζωτικής σημασίας για την Ελλάδα.
Από τα παραπάνω μπορεί εύκολα να διαπιστώσει κανείς ότι, αν και η αποφυγή μιας γενικευμένης σύγκρουσης λογίζεται ως επιτυχία, τα Ίμια ανέδειξαν αδυναμίες και κενά τόσο σε διμερές όσο και σε διεθνές επίπεδο. Η ανάγκη για συνεχή και πολυμερή διπλωματική συνεργασία είναι απαραίτητη, προκειμένου να αποφευχθούν παρόμοια επεισόδια.
Η ενίσχυση των διπλωματικών πρωτοβουλιών δεν θα πρέπει να στοχεύει αποκλειστικά και μόνο στη δέσμευση της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών των δύο πλευρών, αλλά και στην προστασία και τον σεβασμό της διεθνούς νομιμότητας, δηλαδή στην πραγματική τήρηση των διεθνών συμφωνιών και της τάξης που αυτές προβλέπουν.