Αδιαμφισβήτητα η Συρία μπορεί να χαρακτηριστεί ως χώρα-αρένα, καθώς αποτελεί πυρήνα εντάσεων και πεδίο συγκρούσεων. Η στρατηγική της σημασία αποδεικνύεται κυρίως από την ενεργό εμπλοκή διαφόρων περιφερειακών και διεθνών δυνάμεων που δραστηριοποιούνται στην περιοχή.
Η αυταρχική διακυβέρνηση, η εσωτερική δυσαρέσκεια και η επίδραση της Αραβικής Άνοιξης, αναπόφευκτα δημιούργησαν μια έκρυθμη κατάσταση, με αποτέλεσμα η χώρα να περιέλθει σε μία πολυδιάστατη κρίση. Ο πρόεδρος Μπασάρ αλ-Άσαντ, που κάποτε φαινόταν ακλόνητος, ήρθε αντιμέτωπος με προκλήσεις που διάβρωσαν την εξουσία του και οδήγησαν στην πτώση του.
Η εξέλιξη αυτή άλλαξε δραματικά τα δεδομένα σε όλα τα επίπεδα. Η Συρία βρίσκεται πλέον σε ένα μεταβατικό στάδιο με εύθραυστες ισορροπίες, που την αφήνουν εκτεθειμένη για ακόμη μια φορά. Η ηγεσία του Μπασάρ αλ-Άσαντ (2000-2024) διέθετε τρία στοιχεία που κλείδωσαν τη μακροβιότητά της:
1. Βασιζόταν στον συγκεντρωτισμό και τον αυταρχισμό.
2. Εξασφαλιζόταν χάρη στη συναλλαγή με τις διάφορες εθνοθρησκευτικές ομάδες της Συρίας.
3. Υποστηριζόταν από σημαντικές δυνάμεις, όπως η Ρωσία και το Ιράν, που επέτρεψαν στο καθεστώς να διατηρήσει τον έλεγχο της χώρας.
Τα στοιχεία αυτά υποδηλώνουν ότι η απομάκρυνση του Άσαντ από την εξουσία δεν ήταν μια απλή υπόθεση, αλλά αποτέλεσμα μιας πολύπλοκης και παρατεταμένης διαδικασίας με πολλές διακυμάνσεις. Για τον λόγο αυτό μπορούμε να ισχυριστούμε ότι δεν πρόκειται για ένα απρόβλεπτο γεγονός. Είναι μάλλον το αποκορύφωμα ενός συνόλου παραμέτρων, που καθιστούσαν την πτώση μονόδρομο.
Αν και η κατάρρευση του Άσαντ τον Δεκέμβριο του 2024, αποτέλεσε σημείο καμπής για τη σύγχρονη ιστορία της Συρίας, δεν θα πρέπει να ερμηνευθεί ως τερματισμός της κρίσης, αλλά ως έναρξη ενός νέου κύκλου προκλήσεων. Μετά από 13 χρόνια εμφυλίου πολέμου, η Συρία εισέρχεται σε μία νέα πολιτική πραγματικότητα, χωρίς όμως να έχει απαλλαχθεί από την αστάθεια που την χαρακτήριζε προηγουμένως, αφού παραμένει μια κατακερματισμένη χώρα με ανταγωνιστικά κέντρα εξουσίας.
Πιο συγκεκριμένα, μετά την έκτακτη φυγή του Άσαντ, προσωρινός πρωθυπουργός ορίστηκε ο Μοχάμεντ αλ Μπασίρ, ο οποίος αναμένεται να μεταβιβάσει την εξουσία στον Μοχάμεντ Γκαζί αλ Τζαλαλί, ενώ de facto ηγέτης της χώρας είναι ο Αμπού Μοχάμεντ αλ Γκολάνι, εμίρης της Χαγιάτ Ταχρίρ αλ-Σαμ (Μέτωπο Νούσρα).
Ωστόσο, στο βορειοανατολικό τμήμα της Συρίας, οι κουρδικές δυνάμεις, υπό την ηγεσία των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (SDF), λειτουργούν ως ημι-αυτόνομη περιοχή. Παράλληλα, πολλές από τις συριακές κοινότητες, φαίνεται ότι έχουν αναλάβει την διοίκηση σε τοπικό επίπεδο.
Ουσιαστικά, η χώρα είναι πολιτικά διαιρεμένη, πράγμα που όχι μόνο ενισχύει την πολιτική αστάθεια, αλλά δημιουργεί και συνθήκες που ευνοούν την ανάδυση νέων πολιτικών μορφωμάτων. Επομένως, η προσπάθεια για την αποκατάσταση της ενότητας της χώρας θα απαιτήσει σοβαρές διαπραγματεύσεις και συμβιβασμούς μεταξύ των διαφόρων ομάδων. Η επιτυχία μιας τέτοιας διαδικασίας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την υποστήριξη διεθνών δυνάμεων και περιφερειακών παραγόντων.
Λαμβάνοντας, όμως, υπόψη ότι και οι εξωτερικοί δρώντες (διεθνείς και περιφερειακοί) καλούνται να εξυπηρετήσουν τα δικά τους συμφέροντα στην περιοχή, η επίτευξη μιας συμφωνίας για εθνική ενότητα καθίσταται εξαιρετικά δύσκολη, καθώς οι αντιθέσεις περιπλέκουν τις προσπάθειες εξομάλυνσης και εντείνουν την έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ των εμπλεκομένων.
Μία τέτοια περίπτωση αποτελεί η Τουρκία, η οποία διαδραματίζει ενεργό ρόλο στη Συρία, με στόχο την εξασφάλιση της ασφάλειας των συνόρων της και την αποτροπή της ενδυνάμωσης των κουρδικών οργανώσεων που συνδέονται με το PKK (Κουρδικό Εργατικό Κόμμα). Η στρατηγική της Τουρκίας εκτείνεται πέρα από την αποτροπή της κουρδικής απειλής.
Η Άγκυρα επιδιώκει να εδραιώσει τη θέση της ως περιφερειακή δύναμη, που θα μπορεί να ρυθμίσει κατά το δοκούν τις γεωπολιτικές ισορροπίες. Βέβαια, η τουρκική επιρροή προκαλεί αντιδράσεις από άλλα κράτη, κυρίως το Ιράν και τη Ρωσία, ενώ οι σχέσεις της με τις ΗΠΑ είναι διαταραγμένες λόγω της υποστήριξης που παρέχει η Ουάσινγκτον στις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (SDF), στις οποίες κυριαρχούν κουρδικές ομάδες.
Η πολιτική της Αμερικής εστιάζει στη σταθεροποίηση των περιοχών που ελέγχονται από τους συμμάχους της, καθώς και στην αποτροπή της αναβίωσης του Ισλαμικού Κράτους. Επιπλέον, η Συρία για τις ΗΠΑ είναι ένας ισχυρός μοχλός πίεσης τόσο για το Ιράν, όσο και για τη Ρωσία, που αποσκοπεί στον περιορισμό της επιρροής αυτών των κρατών στην περιοχή.
Από την πλευρά της Ρωσίας, οι προτεραιότητες φαίνεται να έχουν μετατοπιστεί, με την εισβολή στην Ουκρανία να μειώνει την ικανότητα της Μόσχας να επικεντρωθεί στη Συρία. Η αδυναμία άσκησης μιας πιο αποφασιστικής πολιτικής στη Συρία, έχει δημιουργήσει κενά που αφήνουν μεγαλύτερα περιθώρια ελιγμών για την Τουρκία.
Παρόλα αυτά, εκείνο που έχει σημασία για τη Ρωσία είναι να διατηρήσει ακέραιες τις στρατιωτικές βάσεις στη Λατάκια και το Ταρτούς, που αποτελούν ζωτικής σημασίας σημεία για την προβολή ισχύος της στην Ανατολική Μεσόγειο.
Στην εκ νέου διαμόρφωση του γεωπολιτικού πεδίου, η Κύπρος έχει την ευκαιρία να αποτελέσει σημαντικό παράγοντα της Ανατολικής Μεσογείου. Η συριακή ακτή της Μεσογείου έχει στρατηγική σημασία για την Κύπρο, καθώς επιδιώκει να ενισχύσει τη συνεργασία με γειτονικές χώρες (Ισραήλ και Αίγυπτος) για την εκμετάλλευση των ενεργειακών κοιτασμάτων.
Η Κύπρος έχει τώρα τη δυνατότητα να αναλάβει πρωτοβουλίες για να συνδέσει τη μελλοντική πολιτική μετάβαση στη Συρία με τη διασφάλιση της ενεργειακής ασφάλειας και την ενίσχυση της συνεργασίας με τους συμμάχους της στην περιοχή.
Εν ολίγοις, η κατάρρευση του Άσαντ και η επακόλουθη αναταραχή στη Συρία, ανοίγουν νέους πολιτικούς και γεωπολιτικούς δρόμους, γεμάτους από προκλήσεις. Παρά τις δυσκολίες, το μέλλον της Συρίας ίσως να κρύβει ευκαιρίες για την αναδιάρθρωση του πολιτικού τοπίου, αλλά μόνο υπό την προϋπόθεση ότι θα υπάρξει ικανότητα διαπραγμάτευσης και συμβιβασμών μεταξύ των τοπικών και διεθνών παικτών.
Οι κύριοι προβληματισμοί, ωστόσο, αφορούν στο γεγονός ότι η Συρία, παρά την αλλαγή ηγεσίας, δεν αναμένεται να αποκτήσει σύντομα τις πολιτικές και κοινωνικές δομές που θα της επιτρέψουν να λειτουργήσει ως ενιαίο και σταθερό κράτος. Η αποκατάσταση της ενότητας και η μετατροπή της χώρας σε έναν πιο σταθερό πολιτικό οργανισμό είναι αβέβαιες διαδικασίες, που βασίζονται στη δυνατότητα των εμπλεκόμενων παραγόντων να υπερβούν τις υφιστάμενες αντιφάσεις τους και να συνεργαστούν για την οικοδόμηση ενός βιώσιμου κοινού μέλλοντος.