Πριν λίγες μέρες τιμήθηκε για το σύνολο του έργου του με τον Χρυσό Αλέξανδρο από το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, μέσα σε ένα κατάμεστο Ολύμπιον. Ήταν λες και έκλεινε ένας κύκλος για αυτόν: αφού προβλήθηκε ξανά ο ”Μουσακάς” του, 25 χρόνια μετά από τις αρνητικές αντιδράσεις που δέχτηκε, αυτή τη φορά σε νέα, γεμάτα ενθουσιασμό μάτια αλλά και σε παλιά, γνώριμα όπως οι συντελεστές όλων των ταινιών του που ήταν εκεί για να ζήσουν μαζί του τη χαρά μιας, μάλλον, δικαίωσης.
Ο Πάνος πέρασε τις μέρες του Φεστιβάλ τρέχοντας από προβολή σε προβολή, σε masterclasses και συζητήσεις για να μοιραστεί με το κοινό τη μοναδική προοπτική του, που συνδυάζει την κοινωνική κριτική με τον προσωπικό του κόσμο. Βρήκε ωστόσο τον χρόνο για να μας χαρίσει μια εφ’ όλης της ύλης συζήτηση. Κι εμείς μέσα από αυτήν τη συνέντευξη, δεν μπορέσαμε παρά να εκτιμήσουμε ακόμη περισσότερο το έργο του -κυρίως δε- τον άνθρωπο πίσω από αυτό.
– Πάνο Κούτρα, πώς ξεκίνησε η αγάπη σου για το σινεμά;
– Πας πολύ παλιά! Ήμουν ένα πάρα πολύ υπερκινητικό παιδί και οι γονείς μου ταλαιπωρούνταν, μέχρι την στιγμή που ανακάλυψαν ότι το μόνο πράγμα που με ακινητοποιούσε για πολλή ώρα ήταν η κινούμενη εικόνα. Σίγουρα η τηλεόραση, αλλά πολύ περισσότερο το σινεμά ή το θέατρο. Ξεκίνησαν λοιπόν, να με πηγαίνουν κάθε εβδομάδα, ήταν στο πρόγραμμα το σινεμά ή το θέατρο και από διάβολος γινόμουν άγιος! Κάπως έτσι ξεκίνησε αν θέλεις, η ιστορία. Είδα πάρα πολλές ταινίες-μου είναι αδύνατον να θυμηθώ ποια είναι η πρώτη ταινία που είδα- οπότε όταν είπα στους γονείς μου ότι θα κάνω σινεμά ήταν κάτι απόλυτα λογικό, γιατί δεν θα μπορούσαν ποτέ να φανταστούν κάτι διαφορετικό για εμένα.
– Άρα αγκάλιασαν την απόφασή σου;
-Ναι, γιατί ήταν κάτι πολύ αληθινό και πραγματικό.
– Αφορμή για να συναντηθούμε είναι το αφιέρωμα του Φεστιβάλ στις ταινίες σου και η βράβευσή σου με τον τιμητικό Χρυσό Αλέξανδρο. Όταν παρέλαβες το βραβείο στην προβολή του ”Μουσακά”, στο Ολύμπιον, ανέφερες ότι το 1999, όταν έφερες την ταινία στο Φεστιβάλ, πολλοί την σχολίαζαν αρνητικά, και τώρα η ίδια διοργάνωση, σε τιμάει προβάλλοντας την ίδια ακριβώς ταινία. Είναι αυτό μια δικαίωση;
– Με βραβεύσανε και πράγματι, με αυτήν την ταινία συγκεκριμένα! Το ότι η ”Επίθεση του Γιγαντιαίου Μουσακά” είναι η ταινία που προβλήθηκε την ημέρα της απονομής, δεν είναι τυχαίο. Δεν ξέρω αν είναι μια δικαίωση, δεν το βλέπω έτσι. Σίγουρα είναι κάτι που με κάνει και χαμογελώ. Όταν ήρθαμε με τον ”Μουσακά” το ’99, η συμπεριφορά των ανθρώπων ήταν πραγματικά πολύ βίαιη, δεν χειροδικήσανε αλλά με βρίζανε, μου λέγανε “άντε και γαμήσου, τι μαλακίες κάνεις; τι μαλακίες λες;” ενώ υπήρχε περιφρόνηση στο βλέμμα τους και το βίωσα πολύ έντονα. Ήτανε και άλλες εποχές…
Για μένα δεν είναι λοιπόν δικαίωση, είναι πιο πολύ ένα “πωπω κοίτα πως αλλάξανε οι καιροί!”. Το 1999 ήταν και μια εποχή που οι μόνοι που λέγανε ότι ήταν γκέϊ ήμουν εγώ και ο (δημοσιογράφος και ακτιβιστής) Γρηγόρης Βαλλιανάτος, δεν υπήρχαν άλλοι άνθρωποι, λες και ήμασταν μια χώρα χωρίς γκέϊ και λεσβίες! Ελάχιστοι ήταν αυτοί που δηλώνανε γκέι ανοιχτά μέχρι τα τελευταία χρόνια. Δεν είναι πάνω από πέντε χρόνια, μέχρι τώρα δεν ξέραμε ας πούμε ότι ο Καπουτζίδης ή ο Σεργουλόπουλος ήταν γκέι, ενώ είχαν μια τεράστια καριέρα.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη Thessaloniki IFF (@filmfestivalgr)
“Οτιδήποτε έκανα ήταν queer απ’ την κορφή ως τα νύχια”
– Κι εσύ, το ’99 πως αποφάσισες να το πεις;
– Δεν είναι ότι το αποφάσισα, είναι ότι δεν το έκρυψα ποτέ. Για μένα ήταν αδύνατο να το κρύψω γιατί το ίδιο μου το σινεμά ήταν γκέι, οτιδήποτε έκανα ήταν queer απ’ την κορφή ως τα νύχια, κι έτσι θα ήταν γελοίο να το κρύψω. Για να μην λέμε βέβαια ότι υπήρξα ήρωας, εγώ ζούσα επίσης και στο εξωτερικό, όποτε είχα κι αυτήν τη δικλείδα ασφαλείας. Δεν μιλούσα μόνο για την Ελλάδα, μιλούσα και για τη Γαλλία και την Αγγλία, οι ταινίες μου πήγαιναν σε διεθνή φεστιβάλ, όποτε δεν περίμενα την Ελλάδα να μου πει κάτι. Ναι, με έβριζαν στην Ελλάδα, αλλά δεν με ενδιέφερε.
– Ενώ το ’99 το κοινό σε αντιμετώπιζε με άσχημο τρόπο, η νέα γενιά ανθρώπων νιώθει τελείως διαφορετικά για τις ταινίες σου, σε θαυμάζει.
– Μια μερίδα της, όχι όλη η γενιά! Πρέπει πάντα να το λέμε και να το σκεφτόμαστε αυτό αφού ειδικά στην Θεσσαλονίκη και την Αθήνα, συνυπάρχουν πολλές μερίδες ανθρώπων, οπότε ας μην γενικεύουμε. Ναι λοιπόν, υπάρχει μια μερίδα ανθρώπων που τώρα εκτιμάνε τις ταινίες μου και χαίρομαι παρά πολύ για αυτό, που ήρθαν και στο Φεστιβάλ και γνωριστήκαμε, μεταξύ των οποίων είστε και εσείς φυσικά!Χαίρομαι πολύ, πάρα πολύ, και πιο πολύ από όλα για αυτή την αγάπη, που έλαβα τις ημέρες του Φεστιβάλ.
– Πάμε λοιπόν στο έργο σου. Ποια είναι γενικά τα βήματα που ακολουθείς κατά την προετοιμασία μιας ταινίας; Είσαι αυστηρός με το σενάριο ή αφήνεις περιθώριο για αυτοσχεδιασμό κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων;
– Όταν βγάζω το κασκέτο του σεναριογράφου και φοράω αυτό του σκηνοθέτη είμαι έτοιμος για όλα, για να ανατρέψω τα πάντα! Ό,τι θεωρώ πως πρέπει να ανατραπεί, θα το ανατρέψω ως σκηνοθέτης. Υπάρχει μια σχιζοειδής συμπεριφορά ανάμεσα στον σεναριογράφο και τον σκηνοθέτη.
– Νιώθεις έντονα την εναλλαγή αυτών των ρόλων;
– Όχι, απλά είμαι έτοιμος να πετάξω το σενάριο, εάν βρεθεί κάτι πολύ δυνατό και καλύτερο στο γύρισμα ως αυτοσχεδιασμός.
– Πώς προσεγγίζεις την ανάπτυξη των χαρακτήρων σου; Δίνεις έμφαση στην ενσυναίσθηση ή προτιμάς να τους αφήνεις να «οδηγήσουν» την ιστορία;
– Και τα δύο. Πολλές φορές όταν γράφεις έναν χαρακτήρα, γράφεις-γράφεις και μετά λες “μωρέ δεν του πάει αυτό” και “αυτός είμαι εγώ, δεν είναι ο χαρακτήρας” και μετά επανέρχεσαι, διορθώνεις και ξεκινάς ξανά. Νομίζω ότι είναι ένα πήγαινε-έλα συνεχόμενο αυτό, ειδικά όταν δουλεύω με άλλους ανθρώπους -στο σενάριο συμβαίνει συχνά. Παραδείγματος χάριν, όταν δουλεύω με τον Παναγιώτη Ευαγγελίδη, κάνουμε εκτενείς συζητήσεις: του περιγράφω έναν χαρακτήρα και με ρωτάει “κάνει αυτό;” κι εγώ λέω “όχι, όχι” και πάει λέγοντας.
“Νομίζω ότι την Στρέλλα δεν την κατάλαβε ποτέ κανείς τόσο καλά και τόσο βαθιά, όσο οι Έλληνες”
– Υπάρχει διαφορά του ελληνικού κοινού σε σύγκριση με άλλων χωρών, δεδομένου ότι οι ταινίες σου έχουν ταξιδέψει αρκετά παγκοσμίως. Δεν αναφέρομαι τόσο στον ”Μουσακά” όσο στην ”Στρέλλα”, αυτή τη game changer ταινία για την τρανς ορατότητα.
– Έχω την αίσθηση ότι ακόμη και τώρα κανένας δεν κατάλαβε τόσο καλά την ”Στρέλλα” όσο οι Έλληνες. Αυτό είναι λίγο παράδοξο γιατί είμαστε γενικά συντηρητικοί, αλλά πραγματικά το πιστεύω αφού εμείς εδώ στην Ελλάδα καταλάβαμε αμέσως το κλείσιμο του ματιού της ταινίας στην αρχαία τραγωδία, ενώ στη Γαλλία ή στην Αγγλία δεν είχαν ιδέα.
Ένας Γάλλος 17 ετών δεν έχει ιδέα ποια είναι η Αντιγόνη ή η Ηλέκτρα. Εκτός αν διαλέξει να σπουδάσει κάτι που να σχετίζεται με την αρχαία Ελλάδα και μετά ίσως την καταλάβει, αλλά εμείς όλο αυτό το έχουμε φάει με το κουτάλι από μικροί, οπότε αυτό ήταν ένας μεγάλος παράγοντας και χαίρομαι για αυτό. Νομίζω ότι την ”Στρέλλα” δεν την κατάλαβε ποτέ κανείς τόσο καλά και τόσο βαθιά, όσο οι Έλληνες.
– Πώς βλέπεις σήμερα την ”Στρέλλα”, 15 χρόνια μετά;
– Σαν μια ταινία που για άλλους λόγους θα ήταν δύσκολο να την κάνω τώρα.
– Είναι δύσκολο τώρα και δεν ήταν το 2009;
– Το 2007 την γυρίσαμε, και σκέψου την έγραφα από το 2005. Ήταν διαφορετικά, γιατί τώρα με όλο αυτό που υπάρχει λόγω της ενδοοικογενειακής βίας θα ήταν μια τελείως διαφορετική μάτια σίγουρα. Θα ήταν η ίδια ιστορία, αλλά θα την είχα μεταχειριστεί αλλιώς. Ζούμε σε μια εντελώς άλλη εποχή.
– Πώς βλέπεις την εξέλιξη των ΛΟΑΤΚΙ+ θεμάτων στον ελληνικό κινηματογράφο τα τελευταία χρόνια;
– Πολύ καλά την βλέπω! Παλιά ήμασταν δύο άνθρωποι που κάναμε ΛΟΑΤΚΙ+ ταινίες, ήμασταν ελάχιστοι όποτε τώρα μόνο χαρά μου δίνει το ότι πληθαίνουν οι φωνές, τα χρώματα, οι άνθρωποι και οι απόψεις. Είναι ένα τεράστιο θέμα και μια τεράστια κουλτούρα που πραγματικά αξίζει να προβληθεί, επομένως όσοι πιο πολλοί κάνουνε queer cinema και μιλάνε μέσα από την queer κουλτούρα, τόσο το καλύτερο.
– Oι ταινίες σου, όπως η ”Στρέλλα” και το ”Xenia”, επικεντρώνονται σε χαρακτήρες και θέματα περιθωριοποιημένων ομάδων. Είδαμε δηλαδή πρόσφυγες από την Αλβανία, trans γυναίκες, άλλους outsiders. Τι σε ωθεί να εξερευνάς αυτά τα κοινωνικά ζητήματα;
– Οι περιθωριοποιημένοι για μένα είναι μέρος όλης αυτής της κοινότητας. Σαφώς ο Ντάνι στο “Xenia”, σαν ένα gay παιδί θα ψάξει να βρει άλλους gay, είναι λογικό, όπως κι εγώ θα ψάξω και θα βρω συγγένειες με άλλα θέματα. Εμένα μου φαίνεται λογικό, μιλάς για κάτι το οποίο πάντα εξερευνάς. Όπως κι εσείς, εσείς δεν ψάξατε για μένα για αυτή την συνέντευξη; Κάπως έτσι είναι και στις ταινίες, ο ήρωας εξερευνά και φτιάχνει ένα μεγάλο οικογενειακό δέντρο.
– Σαν αυτό που είπε η Μπέττυ Βακαλίδου στην συζήτηση μετά από την ”Στρέλλα”, ότι για περιθωριοποιημένους ανθρώπους, υπάρχει η αναζήτηση για ένα ”υποκατάστατο οικογένειας”.
– Έτσι ακριβώς, το είπε πολύ ωραία η Μπέττυ.
– Τόσο στις ταινίες σου, όσο και σε συζητήσεις που πραγματοποιείς σε δημοσιογραφικό ή φεστιβαλικό πλαίσιο έχουμε παρατηρήσει ότι πολύ σημαντικό ρόλο διαδραματίζει το χιούμορ. Ποια πιστεύεις, λοιπόν, ότι είναι η λειτουργία του χιούμορ στη ζωή σου και στις ταινίες σου;
– Ζω με το χιούμορ, είναι κάτι που δεν θα μπορούσα να ζήσω χωρίς αυτό! Ειδικά στη δική μας κοινότητα, στη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα είναι κι ένα εργαλείο επιβίωσης, γιατί μέσα από το χιούμορ μπορούμε και μπορέσαμε να ξεπεράσουμε τους χιλιάδες ρουβίκωνες που μας έφερε η ζωή. Γιατί ειδικά στο παρελθόν, με χιούμορ μπορούσες μόνο να επιβιώσεις.
Πολλές φορές παρεξηγήθηκε αυτό και στην ελληνική κουλτούρα και διεθνώς, γιατί είχαμε στο νου το πρότυπο του Φίφη που μας έκανε να γελάσουμε, γιατί ήταν ο κλόουν που έβρισκε αποδοχή σε μια ετεροφυλόφυλη κοινωνία κάνοντάς τους να γελάνε, όχι ενσαρκώνοντας την “απειλή” του “διαφορετικού” αλλά κερδίζοντας την εμπιστοσύνη τους. Ευτυχώς πια δεν είναι έτσι τα πράγματα, ωστόσο σίγουρα το ανατρεπτικό χιούμορ και γενικά το χιούμορ είναι και θα παραμείνει ένα σημαντικό κομμάτι της Queer κουλτούρας.
– Θεωρείς ότι ο κινηματογράφος στην Ελλάδα μπορεί να λειτουργήσει ως μέσο κοινωνικής αλλαγής;
– Η τηλεόραση πιο πολύ, όχι τόσο ο κινηματογράφος. Δεν θεωρώ ότι πάνε πολλοί άνθρωποι στον κινηματογράφο για να μπορέσει να λειτουργήσει έτσι. Νομίζω ότι ο κινηματογράφος είναι παραγκωνισμένη τέχνη από πολλούς, δεν πάει ο κόσμος σινεμά, δεν είναι διαδεδομένο. Η τηλεόραση φτιάχνει πιο πολύ κουλτούρες. Μια ελληνική ταινία πόσα εισιτήρια θα κόψει; Πάρε μια τελευταία ταινία και μια τελευταία ΛΟΑΤΚΙ+ ταινία, πόσα εισιτήρια θα κόψει; Το πολύ 30.000.
– Η τελευταία ταινία ΛΟΑΤΚΙ+ περιεχομένου που θυμάμαι να συζητιέται ευρύτατα για το περιεχόμενό της ήταν το “Blue is the Warmest Colour”.
– Μιλάς τώρα για πριν 10 χρόνια. Είδες; Γι’ αυτό το λέω. Δεν νομίζω ότι το σινεμά αυτήν τη στιγμή ορίζει τον πολιτισμό, δυστυχώς.
– Τα φεστιβάλ βοηθάνε όμως;
– Τον χρόνο που διαρκούνε ναι, βλέπεις τις αίθουσες να γεμίζουν και μετά όταν βγαίνει η ίδια ταινία στις αίθουσες δεν πάει κανείς να την δει. Είναι μια πραγματικότητα.
– Ίσως έχει να κάνει με όσα είπες πριν για τις “μερίδες” ανθρώπων: θυμάμαι ότι για στο “καλοκαίρι της Κάρμεν” οι ίδιοι που την είδαμε στο Φεστιβάλ, πήγαμε να την δούμε και στο θερινό.
– Αναφέρεσαι στην καινούρια ταινία του Ζαχαρία Μαυροειδή, που μου άρεσε πάρα πολύ! Δεν ξέρω πόσα εισιτήρια έκοψε, ελπίζω πολλά, θα είχε ενδιαφέρον να μάθουμε. Είναι μια ταινία που πραγματικά θα μπορούσε να είναι η επιτυχία της χρονιάς, όχι μόνο για ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα, αλλά για όλους. Διασκεδαστική, υπέροχη, υψηλής αισθητικής: μακάρι να πήγε καλά.
– Ποια είναι η σχέση σου με τους ηθοποιούς σου και πώς δουλεύεις μαζί τους για να αποδώσουν τις ιδιαιτερότητες κάθε ρόλου;
– Με τον κάθε ηθοποιό δουλεύεις διαφορετικά κι αυτό είναι για μένα μια μεγάλη χαρά, όπως με τον κάθε φίλο σου. Ο κάθε φίλος χρήζει μιας ειδικής μεταχείρισης, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν αγαπάς το ίδιο, απλά είναι διαφορετικά. Το ίδιο συμβαίνει και με τους ηθοποιούς. Με τον κάθε άνθρωπο θα δουλέψω διαφορετικά. Διαφορετικά πράγματα χρειάζεται ο καθένας: άλλα ο Άγγελος (ενν. Παπαδημητρίου), άλλα η Σμαράγδα (ενν. Καρύδη), άλλα κάποιος που δεν είναι καν ηθοποιός. Το κάνω αυτό πολύ, να βλέπω κάποιον στον δρόμο και να τον παίρνω στην ταινία μου, με ενδιαφέρει να δουλεύω και με μη ηθοποιούς.
Εγώ θα είμαι πάντα, αλλά θα προσαρμοστώ στον κάθε ηθοποιό μου, για να τον βοηθήσω να νιώσει άνετα και να πετάξει τα “πρέπει” και τις αναστολές του. Αυτό που κάνεις με έναν ηθοποιό είναι ότι δημιουργείτε κάτι μαζί. Και ο ηθοποιός σε έχει ανάγκη και εσύ τον έχεις ανάγκη. Θεωρώ μια συν-δημιουργία τη δουλειά με τον ηθοποιό.
– Φαντάζομαι πως όταν συνεργάζεσαι με κάποιον ξανά, έχει ήδη χτιστεί μια σχέση…
– Σαφώς, είναι λίγοι βέβαια αυτοί που ξαναπαίρνω γιατί πρέπει να τους ταιριάζει ο ρόλος! Όπως ο Άγγελος, που του ταίριαζε τόσο ο ρόλος στο “Dodo” όσο και στο “Xenia”.
– Πώς ήταν η εμπειρία των Καννών που πήγες με το “Dodo”;
– Ήταν η δεύτερη ταινία που πήγα, είναι μια πολύ μεγάλη στιγμή. Δεν πάνε πολλές ταινίες στις Κάννες και ήταν για εμένα μια πολύ μεγάλη στιγμή, περάσαμε τέλεια. Πολύ άγχος, αλλά τέλεια!
– Μιας και αναφέρθηκες στη σχέση σου με τους ηθοποιούς, πώς ένιωσες για το Reunion που κάνατε με το Cast του “Μουσακά” στο Φεστιβάλ;
– Πολλή συγκίνηση, γιατί εδώ πάμε πίσω πολλά χρόνια. Γενικά ήταν πολύ συγκινητικό το να βρεθώ με τους ηθοποιούς, αλλά και να δω ότι δουλεύει η ταινία ακόμα και έχει καλύτερη επαφή με το κοινό. Και η ταινία δεν γέρασε αυτό μου έκανε τρομερή εντύπωση, ήταν σαν να γυρίστηκε χθες.
– Πώς να γεράσει μια ταινία που έχει τις «Ευαισθησίες» της Καίτης Γαρμπή;
– Α! Είσαι πολύ καλή, σε ευχαριστώ Αφροδίτη και το κρατάω!
– Ανέφερες σε μία συνέντευξη σου ότι το “Dodo” έχει αναφορές από όλες τις προηγούμενες ταινίες σου κι έτσι είναι κάπως σαν ένας κύκλος να κλείνει. Τι σκέφτεσαι ότι θέλεις να περιλαμβάνει ο νέος κύκλος που ανοίγει; Ίσως κάποια νέα ταινία στα σκαριά;
-Έχω ναι, γενικά πάντα γράφω και ετοιμάζω διάφορα σενάρια, στο σινεμά είναι πάντα δύσκολα να κάνεις μια ταινία, οπότε προσπαθείς πάντα να έχεις παραπάνω από ένα ή δύο πρότζεκτ για να δεις ποιο είναι αυτό που θα κρατήσεις πιο πολύ, οπότε βρίσκομαι σε αυτήν τη διαδικασία.
Είναι όμως πολύ νωρίς, δεν ξέρω τι θα είναι και πώς θα είναι, αλλά ελπίζω να πάει καλά γιατί κάθε αρχή στον κινηματογράφο και σε όλες τις τέχνες είναι μια εντελώς καινούρια αρχή. Παίζει εννοείται ρόλο τι έχεις κάνει μέχρι τώρα, αλλά οι ευκολίες και οι δυσκολίες είναι πάντα σαν να ξεκινάς από την αρχή.
– Τι συμβουλή θα έδινες σε νέους δημιουργούς που επιθυμούν να ασχοληθούν με τον κινηματογράφο;
– Νομίζω το είπα και την ημέρα της απονομής: πιστεύω ότι όταν πραγματικά καταλάβεις τι θέλεις να κάνεις, τότε πρέπει να το πας all the way. Θέλει υπομονή, αντίσταση, επιμονή και αντοχή.
– Αντίσταση σε τι;
– Σε όλα αυτά που σου λένε να σταματήσεις.
– Εσύ σκέφτηκες να σταματήσεις όταν άκουσες το ’99 όλα αυτά για τον «Μουσακά» στη Θεσσαλονίκη;
-Όχι, αισθανόμουν ότι οι άλλοι έχουν λάθος, κι ότι εγώ πρέπει να συνεχίσω. Τώρα καταλαβαίνω ότι ήταν μια πράξη αντίστασης και αντοχής. Εκεί νομίζω ότι παίζεται όλο το παιχνίδι. Όχι μόνο στο σινεμά, σε όλα.
Συνέντευξη: Αφροδίτη Κεραμέως, Βαγγέλης Λαζαρίδης & Βασιλική Παρίση