25 Απριλίου 2021
«Αν η αντίπαλη ομάδα έχει έναν έξυπνο παίκτη που ξέρει να ξεμαρκάρεται πολύ καλά, πάντοτε τον αντιμετωπίζουμε με τον πιο απλό τρόπο: Δεν τον μαρκάρει κανείς. Αν δεν τον μαρκάρει κανείς, δεν θα ξεμαρκαριστεί».
«Όταν προηγείσαι 5-0, τότε δεν έχει νόημα να ψάξεις ένα έκτο γκολ. Πολύ πιο θεαματικό για την κερκίδα, είναι να προσπαθήσεις να σημαδέψεις το δοκάρι».
«Ξέρεις αν ένας παίκτης χτυπάει σωστά τη μπάλα, όχι βλέποντάς τον, αλλά ακούγοντας τον ήχο που κάνει το παπούτσι του στην επαφή με τη μπάλα».
Τρεις από τις πιο επικές και αμφιλεγόμενες ατάκες, οι οποίες ειπώθηκαν από τον «Ιπτάμενο Ολλανδό», Γιόχαν Κρόιφ, ο οποίος ήρθε στον κόσμο σαν σήμερα πριν από 74 χρόνια.
Ένας από τους κορυφαίους ποδοσφαιριστές, ο οποίος ακόμη και σήμερα, 5 χρόνια μετά τον θάνατό του, δεν έχει σταματήσει να μνημονεύεται τόσο από αυτούς, οι οποίοι είχαν την τύχη και την ευλογία να τον ζήσουν, όσο και από τους νεότερους, οι οποίοι τον «γνώρισαν» μέσα από ιστορίες των μεγαλύτερων.
Ο Χέντρικ Γιοχάνες Κρόιφ, όπως ήταν το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε σε ένα προάστιο του Άμστερνταμ στις 25 Απριλίου του 1947. Προερχόταν από οικογένεια χαμηλού εισοδήματος, καθώς ο πατέρας του ήταν οπωροπώλης και η μητέρα του καθαρίστρια στο γήπεδο του Άγιαξ. Η δουλειά της μητέρας του μάλιστα έπαιξε καταλυτικό ρόλο στους άρρηκτους δεσμούς που δημιούργησε με τον «Αίαντα».
Καριέρα στον Άγιαξ
Σε ηλικία 12 ετών, εντάχθηκε στις ακαδημίες του Άγιαξ. Το τραγικό της υπόθεσης είναι ότι την ίδια χρονιά, «έχασε» τον πατέρα του. Το τραγικό αυτό γεγονός σηματοδότησε την φυγή του από το σχολείο σε ηλικία μόλις 12 ετών καθώς ξεκίνησε να εργάζεται, προκειμένου να βοηθήσει στην ενίσχυση του ήδη μειωμένου οικογενειακού εισοδήματους. Συνέχισε το ποδόσφαιρο παράλληλα με το μπέιζμπολ, το οποίο ωστόσο δεν το κέρδισε και έτσι το παράτησε πρόωρα και αφοσιώθηκε στην μεγάλη του αγάπη, το ποδόσφαιρο.
Σε ηλικία 16 ετών υπέγραψε το πρώτο επαγγελματικό του συμβόλαιο με τον Άγιαξ. Ντεμπούτο με γκολ για τον νεαρό τότε Κρόιφ, ο οποίος από την αρχή ακόμη της επαγγελματικής του καριέρας, «έχτισε» τα θεμέλια για τη λαμπρή καριέρα που ακολούθησε. Σε 10 αγώνες 4 γκολ στην πρώτη του χρονιά ως επαγγελματίας, δεν το λες και αμελητέο, λαμβάνοντας υπόψιν το νεαρό της ηλικίας του και την (φυσιολογική) απειρία που τον διακατείχε.
Την επόμενη χρονιά ήταν το βασικό γρανάζι της ομάδας στην κατάκτηση του πρωταθλήματος με νέο προπονητή τον Ρίνους Μίχελς. 25 γκολ σε 23 αγώνες είναι σίγουρα σημείο αναφοράς για τον Κρόιφ. Ακολούθησαν και άλλες διακρίσεις όπως το νταμπλ του 1966-1967, η νίκη επί του Παναθηναϊκού το 1971 στο Γουέμπλει καθώς και η κατάκτηση του Διηπειρωτικού του 1972 επί της Ίντερ.
Το 1973 αποχώρησε από την ομάδα που τον ανέδειξε με μια αξιοσημείωτη παρακαταθήκη τίτλων. 6 πρωταθλήματα, 4 κύπελλα, 2 Σούπερ Καπ, 3 συνεχόμενα κύπελλα πρωταθλητριών και 1 Διηπειρωτικό Κύπελλο.
Καριέρα στην Μπαρτσελόνα
Το 1973 τον απέκτησε με μεταγραφή η Μπαρτσελόνα αντί του ποσού των 922.000 λιρών (σημερινό ποσό 2,5 εκατομμύρια ευρώ). Ωστόσο εκείνη την περίοδο είχε έρθει στην επιφάνεια ένας κανονισμός, σύμφωνα με τον οποίο απαγορεύονται οι μεταγραφές ξένων παικτών.
Από την Μπαρτσελόνα εκτιμήθηκε ότι αυτός ο κανονισμός υποκινήθηκε από τη Ρεάλ Μαδρίτης, προκειμένου να «μπλοκάρει» την μεταγραφή του Κρόιφ στην ομάδα της Καταλονίας. Ωστόσο, ο Κρόιφ κατέληξε στην Μπαρτσελόνα, στην οποία κατέκτησε τις 2 από τις 3 χρυσές μπάλες που είχε συνολικά στην καριέρα του (1973,1974).
Έγινε πολύ δημοφιλής και αγαπητός στους οπαδούς των Καταλανών, συμβάλλοντας στην αγωνιστική ανάκαμψη των «μπλαουγκράνα» σε χρόνια, στα οποία μεσουρανούσε η Ρεάλ Μαδρίτης. Μέσα σε 5 χρόνια σημείωσε 85 τέρματα σε 227 επίσημους αγώνες με τη φανέλα της Μπαρτσελόνα.
Το 1978 ανακοίνωσε το τέλος της καριέρας του, ωστόσο μετέπειτα αποφάσισε να αγωνιστεί στις ΗΠΑ με τη φανέλα των Λος Άντζελες Άζτεκς και των Ουάσινγκτον Ντιπλόματις. Στην συνέχεια επέστρεψε στην Ισπανία για λογαριασμό της Λεβάντε, ενώ έπειτα επαναπατρίστηκε για να αγωνιστεί ξανά με τον Άγιαξ, αλλά και με το αντίπαλο δέος του «Αίαντα», την Φέγενορντ, όπου και έκλεισε την καριέρα του.
Καριέρα με εθνική Ολλανδίας
Με το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα της χώρας του, αγωνίστηκε για πρώτη φορά σε ηλικία 19 ετών. Πανηγύρισε αρκετές διακρίσεις, μεταξύ των οποίων ήταν οι υψηλές αποδόσεις στο Παγκόσμιο Κύπελλο των 1974 και 1978, αλλά και στο Ευρωπαϊκό Κύπελλο του 1976.
Προπονητική καριέρα
Ως προπονητής θήτευσε στις δύο μεγάλες του αγάπες, Άγιαξ και Μπαρτσελόνα, ενώ επίσης θήτευσε και στη μη αναγνωρίσιμη εθνική Καταλονίας. Συνέβαλε στην ανάδειξη ιερών τεράτων του Ολλανδικού ποδοσφαίρου, όπως τον Μάρκο Βαν Μπάστεν, τον Φρανκ Ράικαρτ και τον Ντένις Μπέργκαμπ. Ήταν επίσης λάτρης του επιθετικού ποδοσφαίρου.
Ο πρώτος του τίτλος ως προπονητής ήταν το 1989-1990 με την κατάκτηση του κυπέλλου Ισπανίας απέναντι στη Ρεάλ. Έπειτα, κατέκτησε 4 σερί πρωταθλήματα Ισπανίας, 3 κύπελλα Ισπανίας καθώς και το Ευρωπαϊκό Κύπελλο Κυπελλούχων το 1989 αλλά και το Ευρωπαϊκό Κύπελλο Πρωταθλητριών, το 1992.
Κατέχει χωρίς αμφιβολία μια πολύ σημαντική θέση στο πάνθεον των κορυφαίων ποδοσφαιριστών του 20ου αιώνα. Για πολλούς μάλιστα ήταν ο κορυφαίος Ευρωπαίος ποδοσφαιριστής. Η παρακαταθήκη που άφησε είναι σίγουρα τεράστια.
Γράφει ο Γιάννης Κατσίκης