Την πρώτη μέρα του καλοκαιριού, τέσσερις φίλες πήγαν στο θερινό Απόλλων για να γιορτάσουν τα γενέθλια της μίας και για να δουν για πρώτη φορά τα «Μαγνητικά Πεδία». Κάπου τον Νοέμβρη, δύο από αυτές την ξαναείδαν στο ίδιο σινεμά. Οι άλλες δύο δεν ήρθαν, η μία γιατί είχε μάθημα και η άλλη γιατί «ποιος πάει θερινό τον Νοέμβριο;». Σε κάθε περίπτωση, φτάσαμε Δεκέμβριο και ακόμα χρησιμοποιούμε το «Α! Ένας φάρος!» όταν θέλουμε να αποφύγουμε κάποιο θέμα στις μεταξύ μας συζητήσεις.
Όπως αντιλαμβάνεστε, η ταινία αυτή δεν θα μπορούσε να λείπει από την ανασκόπηση μας στο 2022. Και μπορεί να έχουν γραφτεί πολλά, και για τα βραβεία Ίρις και για τα Όσκαρ, όμως εμείς επιλέγουμε να εστιάσουμε στην ουσία, σε αυτό που άφησε ο χρόνος με το πέρασμά του. Έτσι, η Βασιλική Παρίση, η Άννα Μπαλή και η Αφροδίτη Κεραμέως σας γράφουν λίγα λόγια για το τι τους έχει μείνει από τα «Μαγνητικά Πεδία» σε ένα άρθρο τόσο συνειρμικό και αυθόρμητο, όσο και τα ίδια.
Α.Κ: Αν με ρωτούσε κανείς τι μου έχει μείνει από τα «Μαγνητικά Πεδία» θα έλεγα σίγουρα τρία πράγματα: το πιο έντονο ροζ που έχω δει, τόσο στο ηλιοβασίλεμα όσο και στο αμάξι της Έλενας Τοπαλίδου τον «Ζωρζ» είναι το πρώτο. Δεύτερο είναι το πανέμορφο «θέλω να πάψεις να γελάς, θέλω να κλαις» όπως το τραγούδησε η Έλενα Τοπαλίδου προκαλώντας μια συγκλονιστική μετάβαση στην ατμόσφαιρα του φιλμ. Τρίτον, ένας από τους καλύτερους κωμικούς που έχω δει τελευταία, ο πιο fun νεκροθάφτης που δεν είναι καν ηθοποιός αλλά ένας ντόπιος Κεφαλλονίτης.
Β.Π: Τα μαγνητικά πεδία περιστρέφονται γύρω από δυο χαρακτήρες, που τίποτα φανταχτερό ή «πιασάρικο» δεν έχουν να δείξουν ούτε οι ίδιοι, ούτε οι ιστορίες τους. Η ουσία της ταινίας βρίσκεται στην απλότητα των ιστοριών τους, στην απλότητα των διαλόγων τους, του χαρακτήρα τους, των αντιδράσεων τους.
Πολλές φορές η απλότητα αυτή μου γέννησε γέλιο… κάθε φορά που συνειδητοποιούσα ότι και οι δυο πρωταγωνιστές είναι στον δικό τους κόσμο, ότι δεν τους ενδιαφέρει καθόλου να δείξουν τις αδυναμίες τους, τη μιζέρια τους, την ανάγκη τους για επαφή, πάντα με έναν αδάμαστο αυθορμητισμό.
Α.Μ: Δεν είναι η πλοκή που θα σε κρατήσει, αυτό είναι σίγουρο. Αυτό που θα σε κρατήσει είναι τα vibes της. Είναι αυτό το κάτι από Jim Jarmusch που έχει. Είναι το γεγονός ότι ο χαρακτήρας που ενσαρκώνει η Έλενα Τοπαλίδου μοιάζει εξωτερικά με το πνεύμα No-Face από το Spirited Away, καθιστώντας την iconic στα μάτια μου από την πρώτη στιγμή, μιας και πρόκειται για μία από τις αγαπημένες μου ταινίες. Είναι η ειλικρίνεια, η παραξενιά, η ραντομιά, η ανάγκη για επικοινωνία βρε αδερφέ, μια ανάγκη που έχουμε όλοι μας σε έναν βαθμό. Είναι το self awareness της ίδιας της ταινίας, που δεν παίρνει ποτέ τον εαυτό της στα σοβαρά, γιατί πολύ απλά ξέρει τι είναι και δεν υποκρίνεται ότι είναι κουλτούρα ή κάτι άλλο από αυτό που πραγματικά είναι.
Β.Π: Ένιωθα να βλέπω να ενσαρκώνεται μπροστά μου η ύπαρξη του καθενός από εμάς αν ήταν απεγκλωβισμένη από τις αναστολές μας και το γέλιο μου ήταν ακριβώς η αντίδραση που μου γεννά η ομορφιά του αυθορμητισμού και της αυθεντικότητας.
Ο αυθορμητισμός, αυτός, παίρνει τελείως διαφορετική μορφή σε κάθε χαρακτήρα. Από τη μία η Έλενα εκφράζει, συνεχώς, τα συναισθήματά της, την παιδικότητά της, την ανάγκη της να ξεφύγει από μια καθημερινότητα που την πνίγει με κατεύθυνση το όμορφο τίποτα: καμία προσδοκία, κανένας φόβος. Από την άλλη ο Αντώνης, εκφράζει πολύ λιγότερο τα συναισθήματά του, είναι πολύ πιο λογικός σε όσα κάνει και δεν τον ενδιαφέρουν όσα συμβαίνουν γύρω του: έχει ανάγκη, απλώς, να συμβαίνουν χωρίς να τον νοιάζει το πώς και το γιατί.
Α.Κ: Η Μπαλή συνηθίζει να αποκαλεί τη Βασιλική «χάος με πόδια». Για αυτό την ταυτίσαμε αμέσως με την πρωταγωνίστρια της ταινίας. Όπως εμείς στις πιο αφιλτράριστες στιγμές με την παρέα μας, η Έλενα είναι αφοπλιστικά ειλικρινής και αυθόρμητη ακόμα και με κάποιον άγνωστο. Ίσως να μην ήταν έτσι πριν την απόδραση της από την Αθήνα: ίσως να περίμενε την απόδραση της για να καταφέρει να είναι χωρίς ενδοιασμούς και απολογίες ο εαυτός που είχε χάσει εδώ και κάποιο καιρό από τον καθρέφτη.
Και επειδή από όσο έχουμε συμπεράνει, ηθοποιός και χαρακτήρας μοιράζονται πολλά κοινά στοιχεία θέλω να επισημάνω πόσο σημαντικό είναι που ο σκηνοθέτης Γιώργος Γούσης εμπνεύστηκε από την προσωπικότητα της Έλενας Τοπαλίδου και την άφησε να ξεδιπλώσει το δικό της χάος στην ταινία σε όλη την πολυπλοκότητά του. Πράγματι ο χαρακτήρας της τα είχε όλα: χιούμορ, έντονο συναισθηματισμό, στιγμές ονειροπόλησης, συγκίνησης αλλά και κατάρρευσης.
Επειδή πολλά έχουν ειπωθεί και έχω διαβάσει για το “male gaze” στο σινεμά, θέλω να πω πως ναι, έτσι δείχνεις μια γυναίκα σωστά και ειλικρινά σε μια ταινία.
Β.Π: Και οι δύο χαρακτήρες φαίνεται να μην θέλουν πια να βρίσκουν νόημα και σκοπό σε όσα κάνουν, αλλά να χρειάζονται απλώς να ζουν αισθητηριακά και όχι λογικά.
Λίγο πριν το τέλος και τον αποχωρισμό, οι δυο ηθοποιοί πάνω σε μία βάρκα, αρκετά κοντά ο ένας με τον άλλο και δεν ένιωσα την ανάγκη να δω κανένα παθιασμένο φιλί για να εξιλεωθώ. Ήταν αρκετό να ακουμπήσει το κεφάλι της η Έλενα στον ώμο του Αντώνη για να νιώσω το αποκορύφωμα της ανάγκης του ανθρώπου για αλληλεπίδραση που τόσο πηγαία εξέφρασαν σε όλη την ταινία η Έλενα Τοπαλίδου και ο Αντώνης Τσιοτσιόπουλος.
Η μουσική επένδυση τέλος, ενίσχυε με τρόπο εξαιρετικό το κλίμα της ηρεμίας που αποπνέει μια ταινία που αποτυπώνει την ατόφια επιθυμία δύο ανθρώπων να θέλουν να συνυπάρξουν ανθρώπινα.
Α.Μ: Μία έξοδος 78 λεπτών σε ένα θερινό κάπου στη Θεσσαλονίκη ή όπου αλλού θες, μία όμορφη και σύντομη απόδραση προς neon χρώματα και ανθρώπους ζεστούς κι αυθεντικούς που δεν έχασαν ποτέ το παιδί που κρύβεται μέσα τους. Όχι δεν θα υποκλιθεί το Twitter. Ούτε η Ακαδημία (εξάλλου δεν συγκαταλέγεται στο shortlist των Όσκαρ για καλύτερη ξενόγλωσση ταινία). Είναι μια δημιουργία όμως που πιστεύω ότι αγαπήθηκε και θα συνεχίζει να αγαπιέται από το κοινό, για το οποίο προορίστηκε και αυτό είναι που μετράει στην τελική.
Στην δεύτερη προβολή, η οποία είχε και Q&A στο τέλος, πήγα εγώ (η γράφουσα, Αφροδίτη) και η Γεωργία (μη γράφουσα στο site, παρά μόνο διαβάζουσα τα άρθρα των υπολοίπων) μάθαμε επιπλέον ενδιαφέρουσες πληροφορίες από τον σκηνοθέτη της ταινίας, Γιώργο Γούση. Μεταξύ των όσων είπε, ξεχωρίσαμε το ότι η ταινία είναι «σαν έναν ευχάριστο τύπο που γνωρίζεις σε ένα μπαρ. Σου κρατάει για μιάμιση ώρα παρέα με τις ιστορίες του και μετά φεύγει και σε αφήνει χαρούμενο.» Ίσως λοιπόν τα «Μαγνητικά Πεδία» να είναι για μας μια ευχάριστη, κοινή γνωριμία. Ίσως και κάτι παραπάνω: γιατί αλλιώς να τα συζητάμε ακόμα;