Φωτογραφία εξωφύλλου: Απόστολος Παϊπάης / Από τα γυρίσματα της ταινίας μικρού μήκους ”Η παράσταση”.
Όλοι οι άνθρωποι είμαστε κοινωνικά όντα σύμφωνα με τον Αριστοτέλη. Ο τρόπος κοινωνικοποίησης μας αλλάζει σύμφωνα με τις προσλαμβάνουσες που έχουμε από την οικογένεια, το σχολείο, την παιδεία που δεχόμαστε.
Τι όμως προκαλεί η κοινωνικοποίηση; Ευαισθησίες. Εάν ένας νέος δεν μπορεί να γράψει με το δεξί του χέρι, αισθάνεται περιθωριοποιημένος, οι γονείς του του λένε πως πρέπει να γράψει με το άλλο χέρι, αλλά δεν κρατά και σωστά το μολύβι. Έπειτα λέει το ίδιο και ένας καθηγητής. Σε μια σειρά από αντιδράσεις, ένα τέτοιο παιδί όταν μεγαλώσει μπορεί βλέποντας κάποιον μικρό να γράφει με το αριστερό του χέρι, είτε να του επιτεθεί, είτε να τον συγκινήσει.
Στη σημερινή κοινωνία, περιτριγυριζόμαστε από στερεότυπα ήτοι: κοινωνικά αποδεκτές συμπεριφορές που συνοψίζονται στην φράση: όλοι οι άντρες…, όλες οι γυναίκες…, όλοι οι αριστερόχειρες… Γίνεται κοινωνικά αποδεκτό πως ένας άνθρωπος οφείλει να γράφει με συγκεκριμένο τρόπο. Γιατί; Ως απόρροια του φόβου. Φόβος για το άγνωστο. Όλοι γράφουν με το δεξί, άρα αν το παιδί μου, ο μαθητής μου, εγώ ο ίδιος μάθω και γράφω με το αριστερό χέρι, τότε κάνω κάτι λάθος; Μήπως όχι;
Η απόφαση αυτή, του ”να τολμήσω” να κάνω κάτι είναι ο βασικός παράγοντας που οι ίδιοι οι καλλιτέχνες υποτιμούν το έργο τους.
Αψηφούν αυτό που θεωρούν εκείνοι σωστό και κάνουν αυτό που πιστεύει η μάζα πως είναι σωστό. Με άλλα λόγια, να καταπιέσω την ανάγκη μου για την ζωγραφική και να ασχοληθώ με την ιατρική, ή με ένα επάγγελμα που σίγουρα θα μου φέρει χρήμα. Η υποτίμηση που έρχεται; Στη σκέψη, η οποία θα είναι: ”υπάρχουν άλλοι που ξέρουν καλύτερα, δεν θα τους φτάσω”, ή στο ”αξίζει να αφιερώσω τον χρόνο μου ή θα το κάνω τζάμπα;”
Εγώ αντιλήφθηκα την ανάγκη μου να δημιουργώ ταινίες, όταν κάθε φορά που είχα εξεταστική, έπαιρνα την κάμερα του κινητού μου, έβγαζα και μόνταρα μικρής διάρκειας βίντεο. Αν αυτό δεν το έκανα, μου ήταν αδύνατο να διαβάσω. Θα ήταν το μυαλό μου μονάχα εκεί.
Πώς όμως κάποιος αγαπά τις τέχνες; Πιστεύω πως είναι θέμα ευαισθησιών. Ένας μάγειρας ή λάτρης του καλού φαγητού είναι πιθανό να μαγείρευε με τη γιαγιά του φαγητά, ένας φωτογράφος να τον έβγαζαν φωτογραφίες μικρό ή να έβλεπε πολλές εικόνες και να ταξίδευε νοητικά μέσω αυτών. Η σύνδεση της τέχνης με μια ανάμνηση και η ανάγκη για δημιουργία με αφορμή την ανάμνηση αυτή.
Ας υποθέσουμε πως ένας καλλιτέχνης, καταφέρνει να φτάσει στο στάδιο να θέλει να δημιουργήσει, ή να πάρει την απόφαση να σπουδάσει ένα αντικείμενο τέχνης ή και τελειώνει τις σπουδές του, λόγου χάρη: ένας ηθοποιός, ένας σκηνοθέτης, ένας συγγραφέας, ένας μουσικός, πώς ξεκινά; Πρέπει να βρει κάτι καινούργιο, πρέπει να βρει λεφτά, πρέπει να έχει πέραση.
Ζούμε στην εποχή της ταχύτητας, γρήγορη πληροφορία. Όλοι βαριούνται, κάνουν ενέργειες ταυτόχρονα. Πόσο εύκολο είναι να τους κερδίσεις; Έπειτα, αν έρθει κάποιος στην συναυλία σου, θα μείνει ευχαριστημένος; Θα θέλει να σε ξανακούσει;
Η δική μου απάντηση σε αυτά τα ζητήματα είναι πως η τέχνη υποτιμάται, αλλά όχι κυρίως από τους άλλους, αλλά από τους ίδιους τους δημιουργούς. Λόγω του φόβου, δεν θα πάρουμε τηλέφωνο έναν παραγωγό, δεν θα χτυπήσουμε την πόρτα να διεκδικήσουμε. Θα προτιμήσουμε να μην κάνουμε τίποτα. Αλλά αν δεν κάνουμε κάτι, δεν θα μας έρθει αυτό που θέλουμε ουρανοκατέβατο. Δείτε το ως εξής: αν δε κάνω μια ταινία, πως μπορώ να περιμένω να κερδίσω ένα Oscar;
Πολλοί θα πούνε, ‘’οι τέχνες υποτιμούνται από την εξουσία, από τους άλλους ανθρώπους’’. Αναρωτιέμαι, εάν κάτι θεωρούμε πως υποτιμάται γιατί δεν στρέφουμε το βέλος προς τα εμάς; Πώς το να εκφράσω τον εαυτό μου γίνεται να υποτιμάται; Πώς το επιτρέπω να υποτιμηθεί; Τι είναι υποτίμηση; Πώς μπορώ να το αλλάξω;
Εν κατακλείδι, κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί πως κάποιος θα πετύχει, αλλά ακόμα και η επιτυχία έχει να κάνει με το ζητούμενο. Ποιος είναι ο στόχος που θέτω; Μακάρι όλοι να μπορούσαμε να αρκεστούμε στο να θεωρούμε επιτυχία την προσωπική ανάπτυξη και δική μας έκφραση, και να μην στεκόμασταν τόσο στη θέση του κόσμου, γιατί δεν μας καθορίζει.