Πιθανότατα όχι η πρώτη φορά που το ακούει κανείς, το veganuary είναι μία πρόκληση από αυτές που ανά διαστήματα εμφανίζονται στα social media. Σε καλεί να ακολουθήσεις μία χορτοφαγική διατροφή για τον Ιανουάριο, με σκοπό να αυξήσει την ευαισθητοποίηση γύρω από το θέμα αυτό. Στην πραγματικότητα η τάση είναι το έργο μίας βρετανικής ΜΚΟ, η οποία προσφέρει και συνταγές και πληροφορίες για την εκστρατεία.
Αν και αρκετά επιτυχημένη σε παγκόσμιο επίπεδο, με τους συμμετέχοντες να ξεπερνούν τους 600.000 για το 2022, η εκστρατεία δεν συγκινεί ιδιαίτερα το ελληνικό κοινό. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη άλλωστε σε μία χώρα όπου μόλις το 4% των καταναλωτών προσδιορίζεται ως vegan ή χορτοφάγοι. Αν και ο βιγκανισμός και η χορτοφαγία ανεβαίνουν ως τάσεις και αγορές διεθνώς, μία τέτοια στροφή τρόπου ζωής δεν είναι εύκολη σε μία χώρα με χαμηλά επίπεδα χορτοφαγίας και υψηλά επίπεδα εκτίμησης για το σουβλάκι.
Στην ερώτηση αν θα γινόταν κανείς vegan ή χορτοφάγος, οι απαντήσεις, τουλάχιστον κατά την προσωπική μου εμπειρία, κυμαίνονται σε μία κλίμακα από αρνητικές έως απαθείς. Σε μία κατηγορία των “top 3” επιχειρημάτων θα έβαζα τα εξής: η διατροφή αυτή είναι λιγότερη θρεπτική από μία ισορροπημένη κρεατοφαγική· δεν υπάρχει λόγος να σταματήσει κανείς την κρεατοφαγία· και πρώτο και καλύτερο: δεν μπορώ να με φανταστώ να το κάνω.
Ας πάρουμε λοιπόν ένα-ένα τα παραπάνω. Ξεκινώντας με το πιο δομημένο από αυτά, πολλοί υποστηρίζουν ότι αφαιρώντας το κρέας και τα ζωικά προϊόντα από τη διατροφή μας αυξάνουμε τον κίνδυνο ελλείψεων σε θρεπτικά συστατικά και κατ’ επέκταση προβλημάτων υγείας. Οι ανησυχίες φαίνονται πράγματι βάσιμες, καθώς σε έρευνες έχει παρατηρηθεί ότι οι χορτοφάγοι ή vegan είναι πιο επιρρεπείς να υποστούν εγκεφαλικό και κατάγματα, περιστατικά που συνδέονται πιθανώς με μειωμένη πρόσληψη ασβεστίου, σιδήρου και βιταμινών Β12 και D.
Από την άλλη, αρκετά είναι και τα οφέλη που υποστηρίζουν την αντίθετη γνώμη: η χορτοφαγική διατροφή είναι σημαντικά χαμηλότερη σε κορεσμένα λιπαρά γεγονός που μειώνει το ρίσκο καρδιακών ασθενειών και εν γένει βελτιώνει την υγεία της καρδιάς· είναι πιο αποτελεσματική για την απώλεια βάρους· σύμφωνα με μία έρευνα, μπορεί να μειώσει τις πιθανότητες εμφάνισης καρκίνου· επίσης, είναι πιο πλούσια σε κάλιο, μαγνήσιο, φυλλικό οξύ και βιταμίνες A, C και E.
Όσα δεδομένα κι αν παραθέσουμε όμως αυτά χάνουν την αξία τους, καθώς οι ειδικοί συμφωνούν ότι τα αποτελέσματα δεν είναι αξιόπιστα σε αυτό το στάδιο εξαιτίας έλλειψης ερευνών στον τομέα, μικρού αριθμού συμμετεχόντων και χρόνου παρακολούθησης. Έτσι και αλλιώς, μία χορτοφαγική διατροφή δεν είναι εξ ορισμού υγιεινή· μία διατροφή με μακαρόνια και μαργαρίνη, λ.χ., είναι επίσης χορτοφαγική. Μάλιστα, μία έρευνα έδειξε ότι η παραδοσιακή μεσογειακή διατροφή σε βάθος χρόνου βελτιώνει την καρδιαγγειακή υγεία περισσότερο από ότι μία χορτοφαγική. Συνεπώς το επιχείρημα περί “υγείας” δεν οδηγεί προς το παρόν στον έναν ή στον άλλο δρόμο.
Στο νούμερο 2 του “top 3” είναι το επιχείρημα ότι δεν υπάρχει ουσιαστικός λόγος να αποφεύγει κανείς το κρέας. Η διατροφή μας όμως σήμερα μεταφράζεται σε εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, κοστοβόρες και περιβαλλοντικά επιβλαβείς μεταφορές ανά τις ηπείρους, κιλά νερού που καταναλώνονται κατά την παρασκευή, αποψίλωση δασών, και φυσικά διαβίωσης για τα ζώα που εν τέλει έρχονται στο πιάτο μας. Οπότε ναι, σίγουρα το τι τρώει κανείς επηρεάζει πολλά περισσότερα από τον ίδιο.
Το ζήτημα της μη κατανάλωσης κρέατος και ζωικών προϊόντων δείχνει περιβαλλοντικά πιο φιλικό σε πρώτο επίπεδο. Βασικά σύμφωνα με έκθεση του 2016, οι εκπομπές αερίων που παράγονται εξαιτίας της τροφής θα μειώνονταν κατά 70% μέχρι το 2050 αν όλοι γινόμασταν vegan. Εκτός αυτού, ειδικά η εκτροφή βοοειδών είναι υπεύθυνη σε πολύ υψηλό ποσοστό για εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, ενώ καταναλώνει περισσότερη γη και νερό από κάθε άλλο τομέα παραγωγής. Η ποικιλομορφία τροφίμων και εν γένει καταναλωτικών συνηθειών στην οποία σπρώχνει η χορτοφαγία επιπλέον ενισχύει την παγκόσμια και τοπική ασφάλεια τροφής.
Μέχρι εδώ όλα δείχνουν προβάδισμα υπέρ του βιγκανισμού. Δυστυχώς υπάρχουν δύο κύρια προβλήματα που παρουσιάζονται και πάλι. Αφενός, η κατανάλωση χορτοφαγικών προϊόντων με μικρότερο “αποτύπωμα άνθρακα” ισοφαρίζει σε εκπομπές αερίων όταν απαιτείται αεροπορική μεταφορά τους από τον τόπο παραγωγής στον τόπο κατανάλωσης· το ίδιο ισχύει και για την συσκευασία εύθραυστων τροφίμων που οδηγεί σε καταστροφή σχεδόν του ½ αυτών. Η μεγάλη ζήτηση σε κακάο και σόγια, αφετέρου, οδηγεί κάθε χρόνο στην αποψίλωση τεράστιων εκτάσεων τροπικών δασών, επιφέροντας ανεπανάληπτο πλήγμα στην παγκόσμια βιοποικιλότητα. Το συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι η μειωμένη κατανάλωση κρέατος είναι μία πιο οικολογική επιλογή, όμως δεν είναι ούτε η μόνη ούτε και επαρκής.
Φτάνουμε πια στο κορυφαίο επιχείρημα, το “δεν μπορώ”, που μάλλον είναι περισσότερο “δεν θέλω” με τη χροιά παραπόνου. Το όλο ζητούμενο με το veganuary είναι ακριβώς το να αναλάβει κανείς μία πρόκληση και να επιχειρήσει κάτι που δεν περίμενε ότι θα μπορούσε. Εντούτοις, απαράβλεπτο ρόλο στην παραπάνω άρνηση παίζει η ελληνική νοοτροπία απέναντι στο κίνημα. Οι Έλληνες ως λαός έχουμε την τάση να κρίνουμε στα άκρα όσα έρχονται έξω από τη χώρα μας. Είτε τα επαινούμε σε μεγάλο βαθμό – λ.χ. η εργασία στο εξωτερικό, γενικώς και αορίστως, είναι καλύτερη -, είτε τα κατακρίνουμε και τα απαξιούμε εκ των προτέρων, και στις δύο περιπτώσεις, χωρίς επαρκή πληροφόρηση.
Η ειρωνεία γίνεται αρκετά έντονη αν σκεφτούμε τις αμέτρητες χορτοφαγικές επιλογές της κουζίνας μας. Κι όμως, όταν ακούει κανείς περί χορτοφαγίας, μάλλον η εικόνα που του έρχεται στο μυαλό δεν είναι τα γεμιστά ή τα φασολάκια, αλλά ένας στερεοτυπικά ξανθός βορειοευρωπαίος να τρώει μαρούλια.
Στο τέλος της ημέρας η συμμετοχή στο veganuary δεν είναι αυτή καθαυτή τόσο σημαντική. Όπως είδαμε, η τάση έχει κάποιο δρόμο να διανύσει ακόμη, καθώς δεν δείχνει να παίρνει ξεκάθαρο προβάδισμα έναντι της κρεατοφαγίας, και άλλωστε υπάρχουν άλλοι τρόποι να θωρακίσουμε την υγεία μας ή να ακολουθήσουμε μία πράσινη καθημερινότητα. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι μία μείωση στην κατανάλωση κρέατος από μέρους μας δεν θα επέφερε κάποια γενικότερα οφέλη. Οι άθλιες συνθήκες εκτροφής των ζώων και η μεταχείρισή τους στις εργοστασιακές φάρμες είναι ένας ακόμη λόγος που σπρώχνει πολλούς προς τη χορτοφαγία.
Ας μην κρίνουμε και τόσο έντονα όμως το veganuary. Στο κάτω-κάτω μας δίνει μία εξαιρετική ευκαιρία για ενδοσκόπηση. Το trend αυτό έγινε η αφορμή αυτού του άρθρου προκειμένου να εξετάσουμε μία πρωταγωνιστική νοοτροπία και αν είναι πράγματι ωφέλιμη· όσοι την απορρίπτουμε, γιατί ακριβώς το κάνουμε αυτό· τι συνέπειες επιφέρει η δική μας διατροφή· και τέλος, αν θα πρέπει να αναθεωρήσουμε τις επιλογές μας. Από αυτή την οπτική το veganuary έχει πολύ μεγαλύτερη αξία από ό,τι αφήνει η επιφάνεια να φανεί.