Το φετινό καλοκαίρι σηματοδοτεί τη συμπλήρωση 50 ετών από τα συγκλονιστικά γεγονότα της Κύπρου που άφησαν μέχρι και σήμερα ανοιχτή μία βαθύτατη πληγή για ολόκληρο τον Ελληνισμό. Το προδοτικό πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου έδωσε στην Τουρκία την αφορμή που έψαχνε για να εισβάλλει στη Μεγαλόνησο, πέντε μέρες αργότερα, και μέσα σε λιγότερο από έναν μήνα να έχει καταλάβει το 37% των εδαφών της.
Στο πλαίσιο αυτό, το DREAM ON-line ολοκληρώνει τον δεύτερο κύκλο των Προσώπων της Εβδομάδας, φιλοξενώντας στη στήλη τον αγωνιστή της Κύπρου, Θεόδουλο Ταπανίδη, ο οποίος το καλοκαίρι του ’74, δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι από τα φοιτητικά έδρανα του ΑΠΘ, θα βρισκόταν να πολεμά στην πρώτη γραμμή του μετώπου, για να υπερασπιστεί την ίδια του την πατρίδα.
Ο κ. Ταπανίδης μας μίλησε για τις μνήμες που αδυνατούν να σβήσουν στο πέρασμα του χρόνου, μας περιέγραψε τα απάνθρωπα συναισθήματα που βιώνει κανείς σ’ έναν πόλεμο και μοιράστηκε μαζί μας ιστορίες που θα μπορούσαν να εμπνεύσουν μέχρι και καταξιωμένους σκηνοθέτες.
Με εμφανή την πικρία του για τη στάση των εν Ελλάδι διοικούντων, εκείνες τις ταραχώδεις ημέρες, ο κ. Ταπανίδης έφτιαξε τη ζωή και την οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη, προσφέροντας τις υπηρεσίες του επί δεκαετίες στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα.
Μόλις το 2020, σε αναγνώριση της θυσίας τους για την πατρίδα, το ελληνικό κράτος θέσπισε τιμητική σύνταξη της τάξεως των 200 ευρώ μηνιαίως στους έχοντες την ελληνική υπηκοότητα που πολέμησαν στην Κύπρο.
Ευχαριστούμε θερμά τον κ. Ταπανίδη για αυτό το ταξίδι στην ιστορία.
«Καταλάβαμε ότι τα πράγματα ήταν πολύ σοβαρά, όταν είδαμε ότι έπεφταν αλεξιπτωτιστές»
– Κ. Ταπανίδη, πού βρισκόσασταν τις ταραχώδεις ημέρες του πραξικοπήματος;
– Το 1970 ήρθα φοιτητής στη Θεσσαλονίκη και γράφτηκα στη Μαθηματική Σχολή του ΑΠΘ. Το 1974 ήμουν επί πτυχίω φοιτητής. Όπως κάθε καλοκαίρι, τον Ιούνιο περνούσα τα μαθήματα και στη συνέχεια επέστρεφα στην Κύπρο, όπου είχαμε κτήματα στο χωριό. Όταν έγινε λοιπόν το πραξικόπημα και η εισβολή, βρισκόμουν στην Κύπρο. Είχα αφήσει και ένα μάθημα για την επόμενη εξεταστική και θα σας εξηγήσω αργότερα ποια είναι η χρησιμότητα αυτής της πληροφορίας.
Τη Δευτέρα, 20/7 έγινε λοιπόν το πραξικόπημα. Δεν πέτυχε αμέσως, χρειάστηκαν δύο ημέρες για να επιβληθούν οι πραξικοπηματίες σε όλη την Κύπρο. Εκείνες τις ημέρες, ο κυπριακός στρατός είχε διαλυθεί. Άλλοι ήταν Μακαριακοί και άλλοι Γριβικοί. Εγώ είχα υπηρετήσει τη θητεία μου ως Έφεδρος Αξιωματικός. Οπότε το Γενικό Επιτελείο της Κύπρου κάλεσε τους Έφεδρους Αξιωματικούς να παρουσιαστούμε και να πάμε στα στρατόπεδα με στόχο να συμμαζέψουμε λίγο τα πράγματα μεταξύ των φαντάρων που τσακωνόντουσαν. Εγώ παρουσιάστηκα στις 17 Ιουλίου.
Κοντά στο χωριό μου βρίσκεται η περιοχή της Τηλλυρίας που είχαν γίνει επεισόδια τον Αύγουστο του 1964. Εκεί ήταν που παρουσιάστηκα. Το βράδυ της 19ης Ιουλίου, κοιμόμουν μαζί με άλλους πέντε Έφεδρους Αξιωματικούς στην ταράτσα του διοικητηρίου μας. Κατά τις 6 η ώρα το επόμενο πρωί, ο φρουρός που φυλούσε την είσοδο, άρχισε να φωνάζει ότι γίνεται εισβολή.
Στην αρχή δεν πιστέψαμε ότι ήταν μια εισβολή, με τον τρόπο που εξελίχθηκε μετά. Καταλάβαμε ότι τα πράγματα ήταν πολύ σοβαρά, όταν είδαμε ότι έπεφταν αλεξιπτωτιστές.
– Πιστέψατε αρχικά ότι θα είναι μία παροδική κρίση, όπως είχε συμβεί στο παρελθόν;
– Ακριβώς. Οι Τούρκοι είχαν βομβαρδίσει ξανά την περιοχή μας το 1964. Στην περιοχή της Τηλλυρίας μεταξύ των επαρχιών Πάφου και Λευκωσίας βρίσκονταν και πέντε τούρκικα χωριά, ανάμεσα τους και τα Κόκκινα. Το 1964, οι στρατιώτες μας είχαν καταλάβει τα τέσσερα από αυτά, όμως τα Κόκκινα παρέμεναν υπό τον έλεγχο των Τουρκοκυπρίων, καθώς εκεί βρισκόταν ο ίδιος ο Ντενκτάς.
Οι Τούρκοι είχαν σκοπό να καταλάβουν την περιοχή μας στα τέλη Αυγούστου του ’64, ωστόσο τα δικά μας στρατεύματα είχαν ακυρώσει τα σχέδιά τους. Τότε, ειδοποίησαν τα τούρκικα αεροπλάνα, βομβάρδισαν την περιοχή μας με βόμβες ναπάλμ και το ίδιο βράδυ ήρθε πλοίο από την Τουρκία για να παραλάβει τον Ντενκτάς.
Αυτό το χωριό, τα Κόκκινα, είναι το μοναδικό στο οποίο δεν έχει πατήσει ελληνικό πόδι από το ’64 και μετά. Αποτελεί ένα ιστορικό χωριό για τους Τούρκους, λόγω των μαχών που είχαν γίνει. Έκτοτε, κάθε πρώτη Κυριακή του Αυγούστου, γίνονται πανηγυρισμοί σε αυτό το χωριό από τους Τουρκοκύπριους, ενώ τη δεύτερη Κυριακή, γίνεται το μνημόσυνο από τους Έλληνες της Κύπρου, γιατί σκοτώθηκαν 183 άτομα στους βομβαρδισμούς και τις μάχες που είχαν συμβεί τότε.
– Περιγράψτε μας το κλίμα που επικρατούσε στην Κύπρο, ειδικότερα μετά τον θάνατο του Γρίβα στις αρχές του 1974. Ήταν μια περίοδος που σημαδεύτηκε από εμφύλιες ταραχές, δολοφονίες πολιτικών αντιπάλων και υπέρμετρα αντίποινα.
– Εγώ πιστεύω ότι αν ζούσε ο Γρίβας δεν θα γινόταν ούτε το πραξικόπημα, ούτε θα ακολουθούσε η εισβολή. Ο Γρίβας δεν ήταν υπέρ του να τσακώνονταν οι Έλληνες μεταξύ τους. Απ’ ό,τι κυκλοφορεί στην Κύπρο, πολλοί λένε ότι τον δολοφόνησαν. Του άλλαξαν τα χάπια και πέθανε.
Δυστυχώς το πραξικόπημα ήταν προδοτικό και άνοιξε τον δρόμο στους Τούρκους για να μπουν στην Κύπρο. Φυσικά υπήρχαν και οι οπαδοί του Γρίβα που τσακωνόντουσαν με τους Μακαριακούς μέσα σε ένα κλίμα πολύ μεγάλης εσωτερικής αντιπαράθεσης. Υπήρχε βεβαίως και η ΕΟΚΑ Β’ που προμηθευόταν όπλα από Ελλαδίτες φιλοχουντικούς αξιωματικούς που υπηρετούσαν στην Κύπρο.
«Μόνο από αυτούς που συμμετείχαν στα γεγονότα, μπορείς να μάθεις την αλήθεια»
– Η κοινή γνώμη στην Κύπρο ήταν προετοιμασμένη για αυτό που θα ακολουθούσε;
– Πολλοί λένε ότι είχε μαθευτεί από πριν ότι επρόκειτο να γίνει πραξικόπημα. Ενδεικτικά αναφέρουν ότι την Κυριακή, προτού γίνει το πραξικόπημα, ο Μακάριος βρισκόταν στην παραθεριστική του κατοικία στο Τρόοδος. Ο Μακάριος διέθετε ένα Σώμα Αστυνομικών, το λεγόμενο Εφεδρικό, στο οποίο υπηρετούσαν πιστοί Μακαριακοί. Όλο το βράδυ, οι Εφεδρικοί φυλούσαν τον δρόμο από το Τρόοδος μέχρι τη Λευκωσία, τη διαδρομή δηλαδή που ακολούθησε ο Μακάριος, το πρωί της 20ης Ιουλίου στις 7 η ώρα.
Όταν πια έφτασε ο Μακάριος στη Λευκωσία, οι Εφεδρικοί πήγαν να κοιμηθούν, όντας ξενυχτισμένοι από το βράδυ. Όταν έγινε το πραξικόπημα στις 8 η ώρα το πρωί, πιάσανε τους αστυνομικούς να κοιμούνται. Συνήθως τα πραξικοπήματα γίνονται τα ξημερώματα, που κοιμάται ο κόσμος, ούτως ώστε να υπάρχει και πιο μικρή αντίσταση. Οι Εφεδρικοί θεώρησαν ότι φέρνοντας τον Μακάριο στη Λευκωσία, η αποστολή τους θα είχε τελειώσει.
Το πραξικόπημα έγινε για να δολοφονηθεί ο Μακάριος, ωστόσο στην Κύπρο κυκλοφορούν πολλές θεωρίες συνωμοσίας για ποιον λόγο π.χ. άφησαν στον Μακάριο μια δίοδο διαφυγής πίσω από το Προεδρικό Μέγαρο. Μόνο από αυτούς που συμμετείχαν στα γεγονότα εκείνων των ημερών, μπορείς να μάθεις την αλήθεια. Αλλά και αυτοί κρατούν τα στόματά τους κλειστά.
– Πώς κινήθηκε το στράτευμα, όταν πια οι Τούρκοι αποβιβάστηκαν στην Κύπρο; Υπήρχε ένα στοιχειώδες αμυντικό σχέδιο ή επικράτησε ο απόλυτος πανικός;
– Δεν εφαρμόστηκε κανένα αμυντικό σχέδιο. Στο σημείο που έγινε η εισβολή υπήρχαν υποτυπώδη στρατεύματα. Απ’ ό,τι έχω διαβάσει, περίμεναν να γίνει η εισβολή από άλλο μέρος. Το σημείο που έγινε η εισβολή αποτελεί έναν μικρό κόλπο έξω από την Κερύνεια. Η περιοχή λέγεται Πέντε Μίλι και χωρούσε τέσσερα έως πέντε πλοία. Δεν ήταν μεγάλη η έκταση της ακτής για να αποβιβαστούν πολλοί στρατιώτες.
Γενικά όμως επικρατούσε μια άποψη ότι δεν θα γινόταν εισβολή. Ακόμα και όταν το Γενικό Επιτελείο της Κύπρου ενημέρωνε τους Ελλαδίτες αξιωματικούς ότι γίνεται εισβολή, αυτοί απαντούσαν ότι οι Τούρκοι επιδίδονται σε στρατιωτικά γυμνάσια και ότι τα λέτε αυτά απλά και μόνο για να στείλουμε περισσότερο στρατό στην Κύπρο. Παρόλο που στην αρχή δεν είχα πιστέψει ότι επρόκειτο για προδοσία, διαβάζοντας στη συνέχεια βιβλία και βλέποντας συνεντεύξεις, πείστηκα πια ότι προδοθήκαμε.
Εκείνες τις στιγμές επικράτησε ο απόλυτος πανικός. Παρόλα αυτά όμως στην περιοχή υπήρχαν κάποια τάγματα, όπως το 256 Τάγμα Πεζικού που απείχε μόλις 20 χιλιόμετρα από το σημείο της εισβολής. Σε αυτό το τάγμα υπηρετούσα εγώ το 1969, όταν έκανα κανονικά τη θητεία μου. Στο Πέντε Μίλι μάλιστα, έπαιρνα τους φαντάρους κάθε Κυριακή και πηγαίναμε για μπάνιο. Ήξερα την περιοχή απ’ έξω και ανακατωτά. Το συγκεκριμένο τάγμα χτυπήθηκε πολύ από την τουρκική αεροπορία, προέβαλαν όμως και μεγάλη αντίσταση.
Διαβάζοντας τα απομνημονεύματα του Τούρκου στρατηγού Ντεμιρέλ, που ήταν διοικητής των δυνάμεων εισβολής, ο ίδιος αναφέρει ότι μέχρι τη Δευτέρα που έγινε η εκεχειρία, η έκταση που είχαν καταλάβει οι Τούρκοι ήταν ένα προγεφύρωμα της τάξεως των 700 τ.μ. Οι Τούρκοι κατέβαλαν σχεδόν όλη την Κύπρο στη διάρκεια της εκεχειρίας. Η εκεχειρία εφαρμόστηκε από τις 4 το απόγευμα της Δευτέρας, 22 του μηνός. Οι Τούρκοι όμως κατάφεραν στη συνέχεια να αποβιβάσουν άρματα στην Κύπρο και με τη βοήθεια αυτών να προελάσουν και να καταλάβουν εδάφη.
«Άμα δεν είχε γίνει η εκεχειρία, ίσως να τους ρίχναμε στη θάλασσα»
– Δηλαδή άμα δεν είχε γίνει η εκεχειρία, μπορεί να άλλαζε η τροπή του πολέμου;
– Άμα δεν είχε γίνει η εκεχειρία, υπήρχε η πιθανότητα να τους ρίξουμε στη θάλασσα. Η πρώτη αντεπίθεση θα γινόταν το βράδυ της 20ης Ιουλίου, ωστόσο ο διοικητής του τάγματος που θα την αναλάμβανε, τραυματίστηκε και διακομίστηκε σε νοσοκομείο της Λευκωσίας. Και μετά από αυτό όμως, υπήρξαν κι άλλοι αξιωματικοί που μάζευαν στρατεύματα για να εξαπολύσουν αντεπίθεση, γιατί μέχρι εκείνη τη στιγμή, οι Τούρκοι δεν είχαν προχωρήσει καθόλου. Οι Τούρκοι προχώρησαν στη διάρκεια της εκεχειρίας και πολλοί μάλιστα κατηγορούν τον Γλαύκο Κληρίδη ότι κακώς την υπέγραψε, γιατί πιθανώς θα μπορούσαμε να είχαμε προλάβει να τους ρίξουμε στη θάλασσα.
«Όταν ακούσαμε ότι η Κύπρος κείται μακράν, τότε μας κόπηκαν τα πόδια»
– Ποιες ήταν οι προσδοκίες που είχατε από τον Καραμανλή όταν επέστρεψε στην εξουσία, μετά την πτώση της Χούντας;
– Δυστυχώς όταν επέστρεψε ο Καραμανλής και μίλησε στο Μακεδονία Palace, όλοι τον ακούγαμε με ένα ραδιοφωνάκι στο αυτί και περιμέναμε την ομιλία του. Όταν ακούσαμε ότι «η Κύπρος κείται μακράν», τότε μας κόπηκαν τα πόδια. Όλοι περιμέναμε ότι η Ελλάδα θα έμπαινε στον πόλεμο. Δυστυχώς όμως η Αμερική και ο Σίσκο, που ήταν εκπρόσωπος του Κίσινγκερ, επεδίωκαν τη μη ανάμειξη της Ελλάδας. Για αυτό, οι Αμερικάνοι έλεγαν ψέματα στην Αθήνα, σχετικά με τα «στρατιωτικά γυμνάσια» της Τουρκίας, επειδή πολύ απλά δεν ήθελαν δύο μέλη του ΝΑΤΟ να εμπλακούν σε πόλεμο μεταξύ τους.
– Άρα κι εσείς, όπως φαντάζομαι και οι υπόλοιποι συμπολεμιστές σας, νιώσατε προδομένοι από τους Έλληνες;
– Μα φυσικά και αισθανθήκαμε προδομένοι. Όλοι το λένε ότι η Κύπρος προδόθηκε, δεν παραδόθηκε. Ακόμα και ο Τούρκος στρατηγός Ντεμιρέλ, στον οποίο αναφέρθηκα προηγουμένως, λέει χαρακτηριστικά στα απομνημονεύματά του: «Η Κύπρος δεν εάλω, προδόθηκε και παραδόθηκε στους Τούρκους από τους Έλληνες».
Οι εφημερίδες γράφανε διάφορα τότε: π.χ. ότι στον κόλπο της Κερύνειας υπήρχαν δύο ελληνικά υποβρύχια. Αν χτυπούσαν τα πρώτα πέντε πλοία που ερχόντουσαν, μπορούσαν να τα βυθίσουν. Οπότε πολύ απλά δεν θα γινόταν η αποβίβαση. Αλλά δυστυχώς δόθηκε η εντολή να αποσυρθούν.
– Πώς ήταν τα πράγματα κατά το διάστημα της εκεχειρίας μεταξύ του Αττίλα 1 και 2; Υπήρξαν προετοιμασίες στο στράτευμα;
– Δεν υπήρξε καμιά προετοιμασία. Το ηθικό του κόσμου και των στρατιωτών έπεσε όταν άκουσε από τον Καραμανλή ότι «η Κύπρος κείται μακράν». Μπορώ να πω ότι στη δεύτερη φάση της εισβολής στις περιοχές Μόρφου και Αμμοχώστου, οι Τούρκοι μπήκαν με τα λεωφορεία. Δεν συνάντησαν καμία αντίσταση. Οι δικοί μας στρατιώτες πετούσαν τα όπλα και φεύγανε, γιατί πλέον δεν υπήρχε ελπίδα ότι μπορούσαμε να αντισταθούμε.
«Θέλω να δω τον γιο μου»
– Έχετε κάποια προσωπική ιστορία που σας σημάδεψε κατά τα διάρκεια εκείνων των τραγικών ημερών;
– Καθ’ ότι ήμουν ανθυπολοχαγός, είχα υπό την επίβλεψή μου τρία φυλάκια πάνω από αυτό το τούρκικο χωριό, τα Κόκκινα. Οι Τούρκοι μας χτυπούσαν με τα αεροπλάνα και από τις βόμβες πήρε φωτιά το δάσος, γιατί τα φυλάκια βρίσκονταν σε υψώματα. Το χωριό μας από το σημείο αυτό απείχε περίπου 15 χιλιόμετρα. Δεν μπορούσαν να μας πλησιάσουν οι συγγενείς μας, απλά βλέπανε τη φωτιά και παρακαλούσαν να γλυτώσουμε.
Εγώ είχα δύο αδέρφια στη Θεσσαλονίκη. Ένας εξ’ αυτών δούλευε τότε σε ένα ξενοδοχείο στον Πλαταμώνα. Καταλάθος στείλανε σήμα στο ξενοδοχείο που δούλευε ο αδερφός μου, μέσω του Σύλλογου των Κυπρίων που έχουμε στην πόλη, ότι ήμουν νεκρός. Και μάλωναν τότε ο διευθυντής με τον ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου για το ποιος θα πει στον αδερφό μου τα δυσάρεστα. Τελικά του είπαν ότι τραυματίστηκα πολύ σοβαρά στην Κύπρο, κι αν μπορούσε να πήγαινε στην Κύπρο.
Ο αδερφός μου τα παράτησε όλα, γύρισε στη Θεσσαλονίκη και από εκεί πήρε το τρένο για την Αθήνα. Εκείνη την ημέρα, έφευγε από τον Πειραιά ένα καράβι με 600 οπλισμένους Κύπριους φοιτητές από την Ελλάδα και ο αδερφός μου μπήκε μέσα. Το καράβι έφτασε μέχρι τη Ρόδο, όπου ο 6ος Αμερικάνικος Στόλος τους ενημέρωσε ότι δεν μπορούσε να τους καλύψει από τα τούρκικα αεροπλάνα. Αναγκάστηκαν λοιπόν να γυρίσουν πίσω.
Όταν επιστρέψανε στον Πειραιά, ο αδερφός μου πήρε τηλέφωνο τον πατέρα μου και τον ρώτησε αν με είχε δει. Εκείνος του απάντησε αρνητικά, καθώς δεν μπορούσε να έρθει λόγω της πυρκαγιάς. Ο αδερφός μου του είπε να έρθει αμέσως να με ψάξει. Ξεκίνησε λοιπόν ο πατέρας μου με το αυτοκίνητο, έφτασε μέχρι τη διοίκηση του λόχου και είπε στον διοικητή: «θέλω να δω τον γιο μου». Ο πατέρας μου δεν το κουνούσε μέχρι να με δει, έλεγε «θα μείνω εδώ μέχρι να τον δω».
Την άλλη μέρα, είχε καλμάρει λίγο η πυρκαγιά, και μου έστειλαν σήμα στα φυλάκια να γυρίσω πίσω, γιατί ήθελε να με δει οπωσδήποτε ο πατέρας μου. Το απόγευμα έφτασα στη διοίκηση του λόχου, τον είδα, φιληθήκαμε και αυτός γύρισε πίσω στο χωριό και εγώ στα φυλάκια. Αργότερα, ενημερώθηκε και ο αδερφός μου από τον πατέρα μου ότι ήμουν καλά. Εν τω μεταξύ εγώ δεν ήξερα τίποτα απ’ ό,τι είχε συμβεί!
Το επόμενο καλοκαίρι, πήγα να δουλέψω στο ίδιο ξενοδοχείο που ήταν και ο αδερφός μου, ο οποίος δεν δούλευε πια εκεί. Όπως τα έφερε η κουβέντα, αναφέρθηκε το όνομα του Κυπραίου, του αδερφού μου και μία γυναίκα-μαγείρισσα που δούλευε μαζί μας, πετάγεται και λέει: «Ποιου Κυπραίου; Αυτουνού που σκοτώθηκε ο αδερφός του πέρυσι στην Κύπρο»; Την κοίταξα εγώ και γέλασα, γιατί αναφερόταν σε μένα…
– Τι θυμάστε πιο έντονα από εκείνες τις μέρες; Μπορούν να ξεχαστούν οι αναμνήσεις ενός πολέμου;
– Όλα βρίσκονται στο υποσυνείδητο του κεφαλιού μας. Όταν μιλάω για αυτά τα γεγονότα, τα θυμάμαι όλα. Θυμάμαι τον φαντάρο που μας ξύπνησε 6 η ώρα το πρωί, θυμάμαι που πήρα ένα όπλο και ξεκίνησα με τα πόδια για τα φυλάκια. Θυμάμαι όλο το ιστορικό από την ημέρα της εισβολής μέχρι εκείνη που απολύθηκα, λόγω του ότι είχα αφήσει ένα μάθημα για την επόμενη εξεταστική. Αν δεν είχα αφήσει εκείνο το μάθημα, θα υπηρετούσα ακόμη δυόμιση χρόνια επιστατευμένος. Η κατάσταση παρέμενε έκρυθμη, γιατί φοβόμασταν μήπως οι Τούρκοι καταλάβουν όλη την Κύπρο.
– Υπήρξαν και απώλειες φίλων;
– Υπήρξαν ναι. Πάνω στα τρία φυλάκια που είχαμε, κάναμε την επίθεση για να καταλάβουμε εκείνο το τούρκικο χωριό, τα Κόκκινα. Δυστυχώς τα όπλα που είχαμε εμείς ήταν του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Δεν είχαμε σύγχρονα όπλα, οι Τούρκοι όμως απέναντι είχαν 50άρια πολυβόλα. Κάναμε λοιπόν την επίθεση και εκείνη την ώρα ένας δίμετρος λοχίας που πολεμούσε μαζί μας κατέβασε από τα φυλάκια την ελληνική σημαία και είπε ότι αυτήν εδώ θα την υψώσουμε μέσα στα Κόκκινα. Επειδή ήταν σωματώδης, ήταν και ο χειριστής του Bren, ενός μεταφερόμενου πολυβόλου. Δυστυχώς, όταν κάναμε την επίθεση, ο λοχίας ο Μανώλης σκοτώθηκε…
– Κινδύνεψε και η δική σας ζωή;
Φυσικά. Εμείς ως βαρύ όπλο είχαμε το Bίκερς, ένα υδρόψυκτο όπλο, αποτελούμενο από μια σωλήνα, όπου μέσα σε αυτή είναι η κάννη του πολυβόλου και ενδιάμεσα υπάρχει νερό, ώστε να μην ζεσταίνεται η κάννη και πάθει εμπλοκή. Το συγκεκριμένο όπλο το είχαμε στο πιο προκεχωρημένο φυλάκιο σε απόσταση 500 μέτρων από τους Τούρκους. Ρίχναμε συνέχεια σφαίρες. Ήταν δίπλα μου ο πολυβολητής και εγώ κοιτούσα με τα κυάλια από τη θυρίδα.
Κάποια στιγμή ο πολυβολητής κουράστηκε, γιατί είχε ρίξει χιλιάδες σφαίρες από το πρωί. Κάθισα εγώ στη θέση του και άρχισα να πυροβολώ. Μετά από λίγο, το Βίκερς έβγαζε καπνό. Το όπλο είχε ζεσταθεί πάρα πολύ από τον καταιγισμό σφαιρών και φοβήθηκα μήπως πάθει καμια εμπλοκή και το χάσουμε. Έφυγα λοιπόν στιγμιαία από τη θυρίδα και κάθισα δίπλα. Μετά από 2-3 λεπτά, ακούμε ένα βουητό μέσα στο πυροβολείο, το οποίο ήταν φτιαγμένο από μπετόν αρμέ και σκυρόδεμα. Κοιτάμε λοιπόν πίσω από τη θυρίδα και βλέπουμε μια σφαίρα καρφωμένη στον τοίχο. Οι Τούρκοι κατάφεραν να περάσουν τη σφαίρα από τη θυρίδα. Όποιος καθόταν στη θέση του πολυβολητή, είτε εγώ, είτε ο φαντάρος, θα την έτρωγε σίγουρα…
«Είχαμε ορκιστεί ότι αν μπαίναμε μέσα στα Κόκκινα, θα καίγαμε όλο το χωριό»
– Τι είδους ένστικτα ξυπνούν εκείνες τις στιγμές;
– Στον πόλεμο δεν επιτρέπεται ούτε ένα λεπτό να δειλιάσεις. Άμα δειλιάσεις, ο απέναντι σε έχει καθαρίσει. Κοιτάς πώς θα σκοτώσεις τον απέναντι για να μην σκοτώσει αυτός εσένα. Όταν έγινε η εκεχειρία, στις 4 η ώρα το απόγευμα της Δευτέρας, εμείς είχαμε όλμους. Είπα στους φαντάρους να ρίξουνε όσα βλήματα είχαμε μέσα στο χωριό. Είχαμε ορκιστεί ότι αν μπαίναμε μέσα στα Κόκκινα, θα καίγαμε όλο το χωριό. Μπορεί να ακούγεται βάναυσο, αλλά το πιστεύω ακόμα και τώρα.
Είχαμε υποφέρει τόσα πολλά από αυτούς τους Τούρκους εκεί πέρα, που αν μπαίναμε μέσα, δεν θα έμενε τίποτα. Οι Τούρκοι είχαν κάψει πολλά δικά μας χωριά, δεν είχαν αφήσει τίποτα. Ήταν τόσο το μίσος που είχαμε που δεν υπολογίζεις ότι είσαι άνθρωπος, θεωρείς τον εαυτό σου ζώο εκείνη την ώρα. Τα συναισθήματα του πολέμου είναι απερίγραπτα. Ειδικά όταν βλέπεις να σκοτώνεται δίπλα σου ο φίλος σου, τότε γίνεσαι θηρίο. Πολλοί γύρισαν από τον πόλεμο με ψυχολογικά προβλήματα που ακόμα και σήμερα δεν τα έχουν ξεπεράσει. Μετά από τις σκηνές του πολέμου, χρειαζόμασταν όλοι ψυχίατρο.
– Προτού επιστρέψετε στη Θεσσαλονίκη, τι θυμάστε από τα κύματα προσφυγιάς που συνέρρεαν κατά χιλιάδες στις ελεύθερες περιοχές;
– Τα θυμάμαι όλα, ένα προς ένα. Θα σας πω χαρακτηριστικά ότι όταν έγινε ο σεισμός του 1978 στη Θεσσαλονίκη, εγώ ήμουν στην Καυταντζόγλου. Παρομοίασα τον σεισμό με τον πόλεμο της Κύπρου. Τα αυτοκίνητα που έτρεχαν, ο κόσμος αλαφιασμένος, ήταν ακριβώς οι ίδιες σκηνές με τον πόλεμο. Θα σας πω όμως μια ιστορία ενός συγγενή μου για να αντιληφθείτε κι εσείς τη δραματικότητα της κατάστασης:
Έχω έναν γαμπρό από την πρώτη μου ξαδέρφη, ο οποίος όταν τον γνωρίσαμε αλληθώριζε λίγο το μάτι του. Αυτός καταγόταν από ένα χωριό της Αμμοχώστου. Όταν το κατέλαβαν οι Τούρκοι, είχαν μείνει 100 περίπου άνδρες στο χωριό, τα γυναικόπαιδα είχαν φύγει. Ο Τούρκος αξιωματικός που κατέλαβε το χωριό ήταν χριστιανός. Μάζεψε όλους τους κατοίκους του χωριού στην αυλή ενός σχολείου και τους είπε ότι «όσο είστε στην περιοχή που ελέγχω εγώ, δεν θα πάθετε τίποτα». Ζήτησε μάλιστα από τον ιερέα, που είχε παραμείνει στο χωριό, να τον κοινωνήσει, γιατί το χωριό του στην Τουρκία απείχε περίπου 500 χιλιόμετρα από την Κωνσταντινούπολη και δεν του ήταν εύκολο να πηγαίνει σε ορθόδοξη εκκλησία.
Κάποια στιγμή άρχισαν να μαζεύουν τους αιχμαλώτους με προορισμό τη Λευκωσία. Άλλους τους αφήσανε και άλλους τους πήγανε στην Τουρκία. Ήρθανε λοιπόν δύο λεωφορεία και όσο αυτά βρίσκονταν στην περιοχή που ήλεγχε αυτός, δεν τους είχε πειράξει κανένας. Όταν φύγανε όμως από τα όρια της περιοχής του, τους ανέλαβαν άλλοι. Σε κάποια απόσταση λοιπόν, τα λεωφορεία σταμάτησαν και οι Τούρκοι άρχισαν να κατεβάζουν δυο-δυο τα άτομα. Τους έστηναν στον τοίχο και εκτέλεσαν 14 άτομα εν ψυχρώ.
Μόλις κατέβασαν τον γαμπρό μου και έναν παππού, ο 16χρονος τότε γαμπρός μου άρχισε να τρέχει και παρά τους πυροβολισμούς, κατάφερε να ξεφύγει προς στιγμήν. Συνέχισε να τρέχει, ώσπου από την απροσεξία του, έπεσε σε ένα πηγάδι. Ήρθαν οι Τούρκοι, τον βγάλανε από μέσα και τον καρφώσανε με την ξιφολόγχη στο μάτι. Εμείς δεν γνωρίζαμε ιστορικό του αλληθωρισμού.
Πριν από 5-6 χρόνια λοιπόν με παίρνει τηλέφωνο η ξαδέρφη μου από την Κύπρο και μου λέει ότι θα έρχονταν στη Θεσσαλονίκη, επειδή ο οφθαλμίατρος που εξέταζε τον γαμπρό μου στη Λευκωσία τους είχε συστήσει να πάνε για εγχείρηση στη Θεσσαλονίκη. Όσο γερνούσε ο γαμπρός μου, τόσο χειροτέρευε ο αλληθωρισμός και είχε φτάσει στο σημείο να βλέπει μόνο κατά 30% από το ένα μάτι.
Όταν λοιπόν τους φιλοξένησα εκείνες τις ημέρες στο σπίτι μου στη Θεσσαλονίκη, ρώτησα από περιέργεια τον γαμπρό μου αν το πρόβλημα στο μάτι του ήταν εκ γενετής ή αν το απέκτησε στη διάρκεια της ζωής του. Και τότε μόνο, μετά από τόσα χρόνια, μας αποκάλυψε αυτή τη συγκλονιστική ιστορία που είχε ζήσει…
Ο γαμπρός μου μάλιστα έχει ακόμα και σήμερα κάτι ουλές στον λαιμό. Μας αποκάλυψε επίσης ότι εκτός από το μάτι, οι Τούρκοι του είχαν κόψει και τον λαιμό, όχι όμως θανάσιμα. Έζησε, χάρη στο γεγονός ότι εκείνη την ώρα που τον ξαναέπιασαν οι Τούρκοι, ήρθε ο Ερυθρός Σταυρός και οι εκτελέσεις σταμάτησαν. Τελικά έζησε και ο παππούς μαζί με τον οποίο είχαν κατεβεί από το λεωφορείο για να στηθούν στο εκτελεστικό απόσπασμα. Οι Τούρκοι ασχολήθηκαν με τον γαμπρό μου και άφησαν τον παππού. Αυτός ο παππούς, αργότερα, έσκισε το πουκάμισό του και το κατούρησε για να το βάλει στην πληγή του γαμπρού μου, ώστε να μην μολυνθεί. Έτσι λοιπόν επιβίωσε. Τον οδήγησαν στην Τουρκία μαζί με τους υπόλοιπους αιχμαλώτους και όταν τελικά έγινε η ανταλλαγή αιχμαλώτων, μετά από τρεις μήνες, απελευθερώθηκε και επέστρεψε στην Κύπρο.
Η ιστορία όμως δεν τελειώνει εδώ…
Μεταξύ των ατόμων που είχαν εκτελεστεί από τους Τούρκους ήταν και ο άνδρας της πρώτης ξαδέρφης του πατέρα του. Δεν τολμούσε να τους πει ότι σκοτώθηκε και έτσι τον θεωρούσαν αγνοούμενο όλα αυτά τα χρόνια.
Πριν από μερικά χρόνια λοιπόν, πήγαν απεσταλμένοι των Ηνωμένων Εθνών στο χωριό του γαμπρού μου για να αναζητήσουν τους αγνοούμενους. Οι μεγαλύτερης ηλικίας άνθρωποι σιγά-σιγά έφευγαν από τη ζωή, οπότε είχαν βρει τον πιο μικρό σε ηλικία, που ήταν ο γαμπρός μου. Έφτασαν λοιπόν στο χωριό της Αμμοχώστου και από εκεί ακολούθησαν τον ίδιο ακριβώς δρόμο με εκείνον που είχε ακολουθήσει το λεωφορείο. Σημειωτέον ότι οι 14, που είχαν σκοτωθεί, ήταν αγνοούμενοι, δεν είχαν βρει πού τους είχαν θάψει. Ο γαμπρός μου λοιπόν τους καθοδήγησε ακριβώς σε εκείνη την πλατεία που είχαν σταματήσει τα λεωφορεία και είχαν σημειωθεί οι εκτελέσεις.
Αργότερα, ακολούθησε την ίδια διαδρομή με εκείνη που είχε τρέξει για να ξεφύγει από τους Τούρκους. Κάπου στο ενδιάμεσο, παρατήρησε ότι είχαν φυτρώσει καλαμιές. Ο γαμπρός μου είχε τελειώσει δασολογία και δεν ξέρω αν υπάρχει κάποια σχέση του ανθρώπινου λίπους με τις καλαμιές. Είπε λοιπόν στα Ηνωμένα Έθνη να σκάψουν στο συγκεκριμένο σημείο. Σκάψανε λοιπόν εκεί και βρήκαν τους 14 σκελετούς.
Τότε έμαθε και η ξαδέρφη του πατέρα του ότι ο άνδρας της είχε δολοφονηθεί από τους Τούρκους και του λέει: «δεν ντρέπεσαι τόσα χρόνια που δεν μας το είπες»; Και απάντησε ότι: «δεν τολμούσα να σας το πω».
– Πώς μπορεί κάποιος που έζησε όλα αυτά που μας περιγράφετε να επιστρέψει στη φυσιολογική του ζωή και να τα αφήσει πίσω του;
– Όσο περνούν τα χρόνια, όλα αυτά σιγά-σιγά περνούν στο υποσυνείδητο. Στην αρχή δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε, μέναμε ξάγρυπνοι τα βράδια. Ωστόσο, είσαι αναγκασμένος να συμβιβαστείς με την κατάσταση που βρίσκεσαι. Όταν πηγαίνω στην Κύπρο, μου έρχονται κατά νου όλες αυτές οι αναμνήσεις.
«Οι Τούρκοι έψαχναν την ευκαιρία να μπουν στην Κύπρο ήδη από το 1963»
– Στους ανθρώπους της δικής σας γενιάς έχει μείνει πικρία για την Ελλάδα και τους ελληνικούς χειρισμούς επί του Κυπριακού;
– Σαφώς και υπάρχει πικρία για τη στάση της Ελλάδας. Στην αρχή μπορώ να πω ότι τα 2/3 του κόσμου έβριζε τους Έλληνες. Πολύ παλιά, μόνο οι Κομμουνιστές το έκαναν αυτό. Το πραξικόπημα ήταν η αιτία της τουρκικής εισβολής. Και για το πραξικόπημα ήταν υπεύθυνοι οι Αρχηγοί των Όπλων, ο Γκιζίκης και προπαντός ο Ιωαννίδης. Αυτοί ήταν οι υπεύθυνοι και για το γεγονός ότι οι Τούρκοι εισέβαλαν στην Κύπρο. Οι Τούρκοι έψαχναν την ευκαιρία να μπουν στην Κύπρο ήδη από το 1963, όταν άρχισαν οι ταραχές. Τους δόθηκε απλόχερα με το πραξικόπημα.
– Ξεχωρίζετε κάποιον από τους επόμενους Προέδρους της Κυπριακής Δημοκρατίας, όσον αφορά τη διαχείριση του Κυπριακού;
– Θα έλεγα περισσότερο τον Τάσο Παπαδόπουλο που αρνήθηκε το σχέδιο Ανάν. Αναγνωρίζω όμως ότι όλοι όσοι πέρασαν, προσπάθησαν να προσφέρουν κάτι από την πλευρά τους και την προσωπική τους αντίληψη. Καλύτερο από όλους πάντως θεωρώ τον Παπαδόπουλο.
«Δεν πιστεύω ότι μπορεί να λυθεί έτσι εύκολα το Κυπριακό»
– 50 χρόνια μετά, πιστεύετε ότι θα δείτε ξανά την Κύπρο ενωμένη;
– Δεν είμαι καθόλου αισιόδοξος ότι θα βρεθεί λύση. Ακόμη κι αν βρεθεί λύση, δεν νομίζω ότι θα είναι βιώσιμη και πάλι θα έχουμε επεισόδια. Είναι η γεωπολιτική θέση της Κύπρου τέτοια, που όλοι θέλουν να έχουν ένα κομμάτι της. Το βλέπουμε και από τους Άγγλους που ακόμα και σήμερα διατηρούν τις δύο βάσεις τους στην Κύπρο και από αυτές μάλιστα διενεργούν και επιχειρήσεις.
Για αυτό και είχε προκριθεί τότε η λύση της Ανεξαρτησίας και όχι της Ένωσης με την Ελλάδα. Για αυτό και υπάρχουν οι τρεις εγγυήτριες δυνάμεις. Η Τουρκία, ως εγγυήτρια δύναμη, μπήκε στην Κύπρο με το πρόσχημα της ειρηνευτικής επιχείρησης, επειδή Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι τσακώνονταν μεταξύ τους. Μόνο έτσι, λένε, θα έφερναν την ειρήνη στην Κύπρο. Έτσι δικαιολογούν την εισβολή. Δεν πιστεύω λοιπόν ότι μπορεί να λυθεί έτσι εύκολα το Κυπριακό.
Συνέντευξη: Βασίλης Ιατρούδης & Βαγγέλης Λαζαρίδης