Στέκονται ανυπόμονα στην ουρά, επινοώντας καινοτόμες μανούβρες για να προσπεράσουν τον μπροστινό τους. Κάποιοι έχουν έρθει σε παρέες, το έχουν κανονίσει εδώ και μέρες, τώρα έχουν μαζευτεί όλοι μαζί και συνομιλούν γελαστοί, ανίδεοι, γι’ αυτό που πρόκειται να παρακολουθήσουν.
Ορισμένοι είναι καινούριοι στην ομάδα, ήδη ψυχανεμίζονται κάποιο φλερτ και, ως εκ τούτου, οι θέσεις θα επιλεχθούν με μεγάλη προσοχή. Παραδίπλα ένα ζευγάρι έχει μόλις δώσει έναν ομηρικό καυγά υψηλών ντεσιμπέλ που αμέσως οδήγησε σε επανασύνδεση, τώρα συγκαταβατικά κρατούν ο ένας το χέρι του άλλου και μ΄ένα απροσδιόριστο μούδιασμα αναμένουν τη σωτηρία της αίθουσας.
Άλλοι πραγματοποιούν την πρώτη τους έξοδο εδώ και έναν μήνα, ένας άνδρας έχει έρθει μόνος του για τρίτη φορά αυτή την εβδομάδα.
Όλοι αυτοί οι απείρως γοητευτικοί, τέλειοι άγνωστοι, έχουν υπογράψει ένα αδιόρατο συμβόλαιο και για τις επόμενες περίπου δύο ώρες θα παραμείνουν σχεδόν σιωπηλοί. Προσπαθώντας να βολευτούν στα βελούδινα καθίσματα, ακούν ξαφνικά έναν ήχο προερχόμενο από αφανή πηγή και ένα αδιάπλετο φως προς στιγμήν τυφλώνει τα πρόσωπά τους. Σε λίγο θα το συνηθίσουν και, όπως συμβαίνει με καθετί ανοίκειο που γίνεται οικείο, αργότερα θα το αναζητούν ξανά.
Τη στιγμιαία σιωπή ακολουθεί μια οπτική οχλαγωγία. Εικόνες διαδέχονται η μία την άλλη, στην αρχή δειλά, στη συνέχεια με τρόπο φρενήρη. Κάποτε μένουν στάσιμες για μερικά λεπτά, άλλοτε παρατάσσονται με γοργούς ρυθμούς προβάλλοντας άμορφες φιγούρες, κάπως άοσμες και αδιάφορες, που δεν μένουν στη μνήμη κανενός.
Οι ήχοι συνοδεύουν αυτή την τυχαία αναπαράσταση, επικουρικά ή και ισότιμα, κάποιες φορές παύουν και τότε οι εικόνες φαντάζουν εκκωφαντικές.
Όσο περνάει η ώρα, οι άγνωστες στην αρχή φιγούρες αποκτούν μορφή και ουσία, ονοματίζονται, αναγνωρίζουν η μία την άλλη, μπορούν ακόμη και να συνομιλήσουν. Οι άγνωστοι ξένοι των βελούδινων καθισμάτων τις καταλαβαίνουν και τις εντυπώνουν στη μνήμη τους. Ενίοτε τις βρίσκουν χαριτωμένες και τόσο μικρές, εγκλωβισμένες αιωνίως πίσω από την ολόφωτη οθόνη.
Πράγματι, οι φιγούρες φαίνεται να έχουν αρκετά περιορισμένες ικανότητες. Μπορούν να περιδιαβούν στον περιβάλλοντα χώρο, να βιώσουν τη μοναδικότητά του, να προσπαθήσουν να ανακαλύψουν τα μυστικά του. Δεν έχουν, όμως, κάποιον σαφή προορισμό, όλο κάτι ψάχνουν κι όλο δεν φτάνουν πουθενά. Η περιδιάβαση γρήγορα γίνεται ανώφελη, οι ήρωες όλο γυρίζουν γύρω από τον εαυτό τους. Είναι και πάλι ανίκανοι και μικροσκοπικοί.
Η κατάσταση έχει, φυσικά, κουράσει. Ακούγονται ήδη κάποια γελάκια μισο-ειρωνικά, μισο-εκνευρισμένα. Εντάξει, το έχουμε ξαναδεί το εργάκι, καλή επιλογή, δεν θα χάσουμε όμως και τίποτα, αν φύγουμε λίγο πιο νωρίς. Κάποιος άγνωστος μόλις αποδήμησε στον κόσμο των ονείρων και αυτός είναι στ’ αλήθεια τυχερός, διότι ο κόσμος εκείνος -σε αντίθεση με την ανερμάτιστη φλυαρία της φωτεινής οθόνης- είναι πάντα αποκαλυπτικός, δεν στερεύει ποτέ και μανιωδώς πασχίζει να αναιρέσει κάθε συνειδητή βεβαιότητα.
Κι εκεί που όλα, βασικά, είναι καλώς καμωμένα και όλοι- παρά τις ενστάσεις- περνάνε μια χαρά, συμβαίνει κάτι το απροσδιόριστο και ανήσυχα μουρμουρητά εξαπλώνονται στην αίθουσα. Φαίνεται σαν κάποιος να πέταξε μια πέτρα στη φαινομενικά αδιαπέραστη οθόνη και ο ήχος από την πρόσκρουση να γύρισε μπροστά όλα τα κεφάλια, ακόμη και τα κοιμισμένα.
Τρόμος εξαπλώνεται σε κάθε πρόσωπο, αυτός ο τρόμος που νιώθει κανείς, όταν ενώ ρεμβάζει μέσα στην ανέφελη ξεγνοιασιά του, μια σπίθα εγγενούς φρίκης έρχεται έξωθεν να ταράξει τα νερά, να φέρει τρικυμίες και την αναπόδραστη πρόσωπο με πρόσωπο αντιμετώπιση της απειλής.
Αυτός ακριβώς ο τρόμος έχει αλλοιώσει τα πρόσωπά τους, που με δέος κοιτάζουν την οθόνη να διαρρηγνύεται πέρα για πέρα, να μεταβάλλεται σιγά-σιγά σε ένα απόκοσμο, φρικώδες μωσαϊκό που με κάτι μοιάζει, αλλά αδύνατο να καταλάβεις με τι.
Και τότε, συμβαίνει κάτι το άνευ προηγουμένου. Μια πράξη μιασματική και αποτρόπαια, μοναδικοί μάρτυρες της οποίας είναι, ευτυχώς, τα βελούδινα καθίσματα, συνηθισμένα σε κάθε είδους φρικαλεότητα. Τώρα αυτά στέκονται στην αίθουσα, αιωνίως ακούνητα, να παρακολουθούν τις φιγούρες της φωτεινής, πλέον σπασμένης, οθόνης.
Μόνο που τα πρόσωπα των ηρώων αυτών δεν μοιάζουν, όπως άλλοτε. Μοιάζει απίστευτο, μα είναι ίδια με τα πρόσωπα των τέλειων αγνώστων! Να εκείνος που κοιμόταν, τώρα μοιάζει εντελώς ξύπνιος και δίπλα του το ζευγάρι, τώρα απροκάλυπτα θυμωμένο και παραδίπλα η μεγάλη ετερόκλητη παρέα.
Τα καθίσματα, άδεια πια, ξαλαφρωμένα από τους ενοχλητικούς πισινούς, παρίστανται θεατές ενός δράματος αρχέγονου, βαθιά χαραγμένου στον πυρήνα καθενός. Οι τέλειοι άγνωστοι είναι πλέον γνωστοί, και μάλιστα πολύ καλοί γνωστοί. Αρχίζουν να ξεστομίζουν ο ένας στον άλλο λόγια γεμάτα πόνο και εσωτερικευμένη οργή, που μόνο αν γνωρίζεις τον απέναντι πολύ καλά μπορείς να τα φανερώσεις.
Αδιάντροπες κουβέντες ακούγονται από σχεδόν κάθε στόμα, κατηγορίες εξαπολύονται προς πάσα κατεύθυνση, τίποτα δεν έχει μείνει όρθιο. Οι φωνές κυμαίνονται σε κάθε τόνο, κάποιοι ουρλιάζουν εξαγριωμένοι, άλλων η φωνή πνίγεται στο δάκρυ και τον καημό.
Κι εκεί, στην ύστατη στιγμή της μεγάλης μάχης, είναι που έρχεται η νηνεμία. Το κλάμα έχει επιφέρει μια απροσδόκητη αίσθηση ενσυνειδητότητας, οι φωνές έχουν κλείσει από τα ουρλιαχτά και όλα τα πληγωμένα εγώ προσπαθούν να παρηγορήσουν το ένα το άλλο.
Στην αρχή, η ατμόσφαιρα είναι τόσο τεταμένη, που κι η παραμικρή κίνηση στοργής συνοδεύεται από παραξενεμένα βλέμματα, αλλά οι φιγούρες έχουν καταλάβει πως ο πόνος είναι πολύ βαθύς, μα και συλλογικός· χρειάζονται η μία την άλλη.
Έτσι, αλληλοστηριζόμενες, οι μορφές απομακρύνονται από τη σπασμένη οθόνη και ψάχνουν κάπου να αποκαμωθούν. Σε λίγο, στον ορίζοντα εμφανίζονται οι βελούδινες καρέκλες και ω, τι ανακούφιση, μοιάζουν παρήγορες, γλυκές.
Τώρα, οι τέλειοι άγνωστοι βρίσκονται και πάλι στις θέσεις τους και η μεγάλη οθόνη μόλις έπαψε να φωτίζει. Ζαλισμένοι βγαίνουν έξω από την αίθουσα προσπαθώντας να ανασυγκροτηθούν. Τα αποτρόπαια γεγονότα η μνήμη τους τα έχει απολέσει, κι όμως κάτι συνταρακτικό έγινε εκεί μέσα, δεν ξέρουν ακριβώς τι, αλλά είναι βέβαιοι πως συνέβη.
Όλοι έχουν επιστρέψει στους ρυθμούς τους. Η παρέα έχει ανασυνταχθεί και ψάχνει απεγνωσμένα πού θα συνεχίσει τη διασκέδαση. Το ζευγάρι είναι και πάλι κάπως σιωπηλό, μα σαν να ξέρουν κι οι δύο πως μόλις φτάσουν σπίτι, το προσωπικό τους δράμα θα εκτυλιχθεί πιο ανθρώπινα και με περισσότερη κατανόηση. Ο μοναχικός άνδρας έχει βγάλει το μπλοκάκι του και κρατά σημειώσεις επί σημειώσεων, ήδη έχει ελέγξει το πρόγραμμα για την επόμενη ταινία.
Οι υπέροχοι αυτοί άνθρωποι είναι βέβαιο πως θα επιστρέψουν στην αίθουσα. Όσα χρόνια κι αν περάσουν κι όσες φουρτούνες κι αν βρεθούν στο διάβα της, η ολόλαμπρη οθόνη θα αποτελεί για πάντα το καταφύγιο που ποθούν, ακόμη κι αν (ή ακριβώς επειδή) τους εκθέτει έτσι απροκάλυπτα.
Θα την αναζητούν ξανά και ξανά, θα θυμώνουν και θα πληγώνονται, βλέποντας το τραύμα τους εκτεθειμένο σε τόσα άγνωστα μάτια. Δεν θα μπορέσουν ποτέ να αντισταθούν στη γοητεία της αίθουσας, για τον απλούστατο λόγο πως έχουν ανάγκη να είναι πρωταγωνιστές. Έστω και για εκατόν είκοσι λεπτά. Έστω και σε μια φωτεινή οθόνη.