Σοφία Εξάρχου: «Στο “Animal” ήθελα να φτιάξω μια ιστορία στην οποία ο αόρατος εχθρός είναι το σύστημα »

Κι ενώ η Θεσσαλονίκη διανύει τις μέρες του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ, όχι πολύ καιρό πριν, στο αντίστοιχο Φεστιβάλ Κινηματογράφου τον περασμένο Νοέμβριο, κινούνταν στους ρυθμούς του “Yes Sir I Can Boogie” και μάλιστα με έναν τρόπο που μας σύστησε η σκηνοθέτης του “Animal”, Σοφία Εξάρχου. Η βραβευμένη δημιουργός μίλησε στο DREAM ON-Line για το σύμπαν της ταινίας της, τον ρόλο της μουσικής σε αυτήν, καθώς και τον τρόπο που δούλεψε με τους ηθοποιούς της. Δεν παρέλειψε να αναφερθεί στο κλίμα που επικρατεί στον ελληνικό χώρο του κινηματογράφου, αλλά και στη δική της προσωπική πορεία, τις δυσκολίες και τα κίνητρά της έως σήμερα, μέσα από μια συζήτηση γεμάτη σινεμά. Είναι μεγάλη μας χαρά να είναι το Πρόσωπο της Εβδομάδας στο site μας. 

– Ας ξεκινήσουμε με το πώς γεννήθηκε σε εσένα η αγάπη σου για το σινεμά και ποια είναι η πρώτη ταινία που θυμάσαι τον εαυτό σου να παρακολουθεί;

– Η αλήθεια είναι ότι δεν κατάλαβα πως ακριβώς δημιουργήθηκε η αγάπη αυτή. Το σινεμά και το θέατρο υπήρχαν πάντα στη ζωή μου, αλλά όταν τελείωσα το σχολείο και φοιτούσα στο Πολυτεχνείο, είχα σίγουρα περισσότερο χρόνο, για να εξερευνήσω πράγματα και πολύ γρήγορα κόλλησα με το σινεμά και ξεκίνησα να παρακολουθώ ό,τι ταινίες κυκλοφορούσαν καθώς και να πηγαίνω στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης… Δεν μπορώ να θυμηθώ την πρώτη ταινία που έχω δει στη ζωή μου, δεν έχω τόσο καλή μνήμη!

Το μόνο που θυμάμαι, είναι ότι αμφιταλαντευόμουν για το αν θα προσπαθήσω να σπουδάσω κινηματογράφο παράλληλα με το Πολυτεχνείο και όλη αυτή την αγωνία μου, ότι θα ήθελα με κάποιο τρόπο να εξερευνήσω παραπέρα. Αμφισβητούσα, εάν έχει νόημα να κάνω μια τόσο μεγάλη αλλαγή.

Εκείνη τη περίοδο, είχε γίνει στον κινηματογράφο “Απόλλωνα”, που τώρα δεν υπάρχει πια στο κέντρο της Αθήνας, ένα αφιέρωμα για τον Luis Bunuel. Αποφάσισα να πάω και σε μια εβδομάδα είδα όλες τις ταινίες του. Με μετατόπισε πάρα πολύ αυτή η εμπειρία, ειδικά η επαφή με αυτόν τον σκηνοθέτη που έχει μια δύναμη στη φαντασία και στην ελευθερία του. Κάπου εκεί ήταν η στιγμή που έγινε το κλικ και είπα εντάξει, αυτό θα το δοκιμάσω κι εγώ και βλέπουμε.

– Νομίζω ότι ο κάθε άνθρωπος που έχει ασχοληθεί με τον κινηματογράφο, κάποιος του έκανε το κλικ. Σε προηγούμενη συνέντευξη με τον David MartinJones που είναι καθηγητής κινηματογράφου στη Σκωτία, μου είπε μόλις είδε το “Rashomon” του Kurosawa ήταν που είπε «αυτό θέλω να κάνω στη ζωή μου». Δηλαδή, κάποιος μεγάλος είναι που σε ξεκλειδώνει.

– Σίγουρα! Σωρεύεται κάποια ανάγκη ή μια επιθυμία και κάποια στιγμή έρχεται κάτι να την αφυπνίσει. Για εμένα, το θράσος που είχε στις ταινίες του ο Bunuel, η δύναμη και η αναρχία ήταν που λειτούργησαν σε προσωπικό επίπεδο ως επιρροές. Δεν ήταν, βέβαια, οι πρώτες ταινίες που είδα και με έκαναν να αγαπήσω το σινεμά. Ήδη αμφιταλαντευόμουν, αγωνιούσα και ήθελα να το τολμήσω, αλλά δεν το παραδεχόμουν στον εαυτό μου. Και ήρθε αυτή η δύναμη που είχε αυτός ο σκηνοθέτης, η τόλμη και το θράσος του και με κινητοποίησαν. Μου έδωσε και εμένα λίγο θράσος εκείνη τη στιγμή για να πάρω την απόφαση.

Καθ’ όλη τη διάρκεια των χρόνων που σπουδάζεις αλλά και αργότερα που δουλεύεις, είναι πολύ σημαντικό να έρχονται αυτές τις στιγμές που βλέπεις κάτι, το οποίο σου ενεργοποιεί όλη αυτή την επιθυμία.

Είναι ένα δύσκολο επάγγελμα και μια δύσκολη διαδικασία να δημιουργείς ταινίες. Είναι κάπως πολύτιμες, ακόμα και τώρα, οι στιγμές που βλέπεις κάτι και σε συγκινεί ή σου ανοίγει ένα καινούργιο παράθυρο που κρύβει πολύ υλικό. Έχει νόημα αυτό που κάνουμε, γιατί είναι μια ατελείωτη διαδικασία που διαρκώς σε εκπλήσσει. Οπότε νομίζω είναι κάτι πολύτιμο και όταν έχεις ήδη μια πορεία, όχι μόνο όταν ξεκινάς.

Πηγή: popaganda.gr

– Ανέφερες ότι σπούδασες στο Πολυτεχνείο. Ταυτόχρονα ήσουν και στη Σχολή Σταυράκου.

– Όταν ήμουν στο τέταρτο έτος στους ηλεκτρολόγους, αποφάσισα να τα κάνω ταυτόχρονα, γιατί είχα την αγωνία του να μην περιμένω να τελειώσω και να πάρω το πτυχίο. Το Πολυτεχνείο έχει πενταετή φοίτηση, συνεπώς τα τελευταία χρόνια σπούδαζα παράλληλα, μιας και η Σταυράκου είναι απογευματινή σχολή. Όποτε ήταν εφικτό να το πραγματοποιήσω χωρίς να χάσω χρόνο περιμένοντας.

– Μετέπειτα σπούδασες στη Νέα Υόρκη και στην Τουλούζη. Τι ξεχωρίζεις από αυτές τις μέρες της ζωής σου;

– Να πω αρχικά ότι το Πολυτεχνείο μου έδωσε έναν τρόπο οργάνωσης και σκέψης που είναι χρήσιμα για έναν σκηνοθέτη, γιατί υπάρχει και ένα μεγάλο κομμάτι που έχει σχέση με τη σύνθεση μιας ταινίας στο οποίο χρειάζεται να είσαι αρκετά συγκροτημένος στον τρόπο που οργανώνεις την δουλειά.

Αυτό που κρατάω περισσότερο από όλα, ήταν η εμπειρία μου στη σχολή “Stella Adler” στη Νέα Υόρκη. Ήμουν σε ένα σημείο που είχα ήδη κάνει τις δύο μικρού μήκους ταινίες μου και είχα καταλάβει ότι το κομμάτι της υποκριτικής με ενδιέφερε πολύ. Μέσα από αυτό ανακάλυπτα πράγματα για τη δική μου γλώσσα και το δικό μου ύφος στις ταινίες και ως σκηνοθέτης.

Ένιωθα μεν ότι μπορούσα να κάνω ενστικτωδώς κάποια πράγματα αλλά ταυτόχρονα ήξερα ότι μου λείπουν εργαλεία και θεωρητική κατάρτιση. Αυτά μου προσφέρθηκαν σε πολύ μεγάλο βαθμό από τη σχολή, στην οποία πήγα ως ηθοποιός και αντιμετώπισα τις δυσκολίες που έχει η συγκεκριμένη δουλειά. Έτσι πιστεύω ότι απέκτησα αυτοπεποίθηση σε αυτό το κομμάτι.

– Ενδιαφέρον ότι κρατάς πράγματα και από το Πολυτεχνείο, ενώ εν τέλει δεν το ακολούθησες.

– Είναι δύσκολο να ακυρώνεις τόσα χρόνια από τη ζωή σου, ενώ είναι λογικό οι αγάπες και τα ενδιαφέροντα να αλλάζουν. Μπήκα στο Πολυτεχνείο, λόγω ίσως μιας λανθασμένης προσέγγισης: ότι μου αρέσουν πολύ οι θετικές επιστήμες και ειδικά τα μαθηματικά. Πίστευα, χωρίς να το έχω ψάξει, στην άγνοια της ηλικίας εκείνης, ότι η επιλογή αυτή σε καθορίζει και σε επηρεάζει στις επιλογές επαγγέλματος. Όμως αργότερα, όταν ακόμα και η αγάπη μου για τις θετικές επιστήμες εξαντλήθηκε, αφού κατάλαβα ότι το αντικείμενο της εργασίας δεν με αφορά καθόλου, άρχισαν οι προβληματισμοί.

Όταν πλησιάζεις στο τέλος των σπουδών σου, η στιγμή είναι λίγο πιο δραματική. Συνειδητοποιείς ότι κάτι δεν σου αρέσει και η αγωνία του να καταλάβεις τι άλλο σου αρέσει, σε κάνει να αυτο-αμφισβητείσαι, να αγχώνεσαι για τον χρόνο που χάνεις και για το αν είσαι σίγουρος για την επιλογή σου. Παρατηρώντας το βέβαια από μια άλλη ηλικία, βλέπω ότι ουσιαστικά η πορεία αυτή του προβληματισμού και της αυτοαμφισβήτησης είναι αυτό που σου δίνει αυτοπεποίθηση και σιγουριά σε σχέση με αυτό που τελικά επιλέγεις να κάνεις. Είναι ένα κομμάτι της διαδρομής που πρέπει να κάνει ο καθένας.

– Τι είδους δυσκολίες συνάντησες στην σκηνοθετική πορεία σου;

– Η αλήθεια είναι ότι όταν ξεκίνησα δεν αντιμετώπισα πολλές δυσκολίες, γιατί είχα πάρει την απόφαση να εργάζομαι ως βοηθός σκηνοθέτη. Ξεκίνησα τη δουλειά λίγο πριν την κρίση όπου η κατάσταση ήταν καλή. Δεν είχα αυτή την αγωνία, την ανασφάλεια του επαγγέλματος και κατάφερα να κάνω τις μικρού μήκους ταινίες μου, παράλληλα με το να δουλεύω ως βοηθός. Πιστεύω, η οικονομική κρίση που ήρθε μετά τα άλλαξε όλα και όντως πλέον υπάρχει η αγωνία στον χώρο μας.

Μεταπήδησα από τις μικρού μήκους σε μεγάλου μήκους και τότε δεν ήταν εφικτό να δουλεύω παράλληλα και σε άλλη δουλειά. Απαιτεί μεγάλη αφοσίωση και μπορείς να κάνεις λίγα πράγματα παράλληλα με αυτό, και σίγουρα όχι full-time δουλειές. Από εκείνο το σημείο ξεκίνησαν και οι οικονομικές αγωνίες.

Γιατί όταν ξεκινάς ένα σενάριο, έχεις στο μυαλό σου ένα συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα, το οποίο όμως μπορεί να μην υλοποιηθεί εξαιτίας της αργοπορίας των χρηματοδοτήσεων, των αναβολών και άλλων παραγόντων. Ξαφνικά, λοιπόν, όταν ξεκίνησα να φτιάχνω μεγάλου μήκους ταινίες, μαζί με την καλλιτεχνική ανασφάλεια και τη δυσκολία να κάνεις για πρώτη φορά μεγάλου μήκους ταινία, υπήρχε και η οικονομική ανασφάλεια, η βιοποριστική. Εκεί είναι που δυσκολεύτηκα αρκετά.

– Τώρα πιστεύεις είναι καλύτερα τα πράγματα στον χώρο από την εποχή της κρίσης;

– Πιστεύω ότι σε μια χώρα που δεν υπάρχει ενδιαφέρον και συγκεκριμένη πολιτική για τον πολιτισμό, και στη δική μας περίπτωση για τον κινηματογράφο, τα πράγματα είναι απρόβλεπτα και ασταθή. Ίσως για κάποιους είναι καλύτερα και για άλλους χειρότερα. Όμως σε κάθε σχεδόν περίπτωση, ζεις με τη διαρκή ανασφάλεια ότι προσπαθείς και εργάζεσαι σε ένα καλλιτεχνικό χώρο και σε μια χώρα που υπάρχει αδιαφορία για τον πολιτισμό. Αυτό δημιουργεί θυμό και μεγάλη αγωνία.

“Έχουμε πολύ καλή τεχνική κατάρτιση και μεγάλο πάθος για τη δουλειά και αυτός είναι ο κύριος λόγος που παρά τις αντίξοες συνθήκες, γίνονται ταινίες στην Ελλάδα με καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, αλλά και αρκετά μεγαλύτερο production value σε σχέση με την τελική χρηματοδότηση.”

– Φέτος κέρδισες τον Χρυσό Αλέξανδρο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης που έχει 30 χρόνια να το κερδίσει μια ελληνική ταινία. Πώς αντιλαμβάνεσαι το κλίμα μεταξύ όσων ασχολούνται με τον κινηματογράφο στην Ελλάδα;

– Καταρχάς θα πω ένα θετικό, ότι το κλίμα μέσα στη δουλειά είναι πολύ καλό αφού υπάρχει αλληλοβοήθεια και στήριξη ανάμεσα στους Έλληνες που εργάζονται στο σινεμά. Ακριβώς γιατί είμαστε μια αρκετά μικρή βιομηχανία και στη θέση αυτών των δυσκολιών υπάρχει σύμπνοια, ανάμεσα σε σκηνοθέτες και στους υπόλοιπους συντελεστές. Έχουμε πολύ καλή τεχνική κατάρτιση και μεγάλο πάθος για τη δουλειά και αυτός είναι ο κύριος λόγος που παρά τις αντίξοες συνθήκες, γίνονται ταινίες στην Ελλάδα με καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, αλλά και αρκετά μεγαλύτερο production value σε σχέση με την τελική χρηματοδότηση.

Το θέμα της δυσκολίας παραγωγής έγκειται κυρίως στο ότι υπάρχουν πολύ συγκεκριμένοι χρηματοδοτικοί πόροι, που είναι το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, η ΕΡΤ και το ΕΚΟΜΕ.  Άρα, υπάρχει ένα πολύ συγκεκριμένο ταβάνι στο οποίο μπορεί να φτάσει η χρηματοδότηση από την Ελλάδα. Είναι αναγκαία η αναζήτηση χρηματοδοτήσεων από το εξωτερικό, εάν επιθυμείς να κάνεις μια ταινία η οποία υπερβαίνει αυτό το budget: αυτό σημαίνει πολλά χρόνια development, για να βρεθούν όλα αυτά τα χρήματα καθώς και μια πολυπλοκότητα στην ανάπτυξη και την υλοποίηση της ταινίας.

Animal
Η Δήμητρα Βλαγκοπούλου πρωταγωνιστεί στο “Animal” στον ρόλο της Κάλιας

– Έχοντας υπόψη τις δυσκολίες της ελληνικής παραγωγής, πώς μεταφράζεις τη συμπεριφορά και την αντίληψη του ελληνικού κοινού;

– Θεωρώ ότι υπάρχει μια δυσπιστία του ελληνικού κοινού σε σχέση με τις ελληνικές ταινίες. Αν και τα τελευταία δύο-τρία χρόνια έχει φανεί ότι το κοινό δίνει την προσοχή του και σε παραγωγές από την Ελλάδα. Είχαμε κάποια παραδείγματα τα τελευταία χρόνια από ελληνικές ταινίες οι οποίες πήγαν καλά εισπρακτικά.

Νιώθω ότι υπάρχει μια τάση αλλαγής του κλίματος. Βέβαια όλα αυτά είναι αλληλένδετα. Αν υπήρχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον από το κράτος, για την τελική ταινία και υποστήριξη, θα μπορούσε να υπάρχει και μεγαλύτερη θέαση και προώθηση. Το ελληνικό κοινό μπορεί να ήταν διαφορετικό αφού θα είχε πληροφορηθεί, για να έρθει στην αίθουσα.

– Αυτό το κυνήγι των χρηματοδοτήσεων ποιος το αναλαμβάνει; Το αναλαμβάνεις εσύ η σκηνοθέτης ή η παραγωγή;

– Η παραγωγή είναι υπεύθυνη για όλες τις αιτήσεις και την εύρεση των παραγωγών. Για να μπορέσεις να κάνεις το οτιδήποτε σε μια ξένη χώρα, πρέπει να βρεις κάποιον τοπικό παραγωγό. Αλλά σε όλη τη διαδικασία εννοείται ότι έχει πολλή δουλειά και ο σκηνοθέτης, όπως στο κομμάτι των αιτήσεων που περιλαμβάνουν σενάρια, θεωρητικά σημειώματα, mood-book, καλλιτεχνική προσέγγιση τα οποία σε κάθε χώρα μπορεί να είναι διαφορετικά, στις συναντήσεις με τους παραγωγούς και στην επικοινωνία, για να βρεθεί αυτός που θα καταλάβει τη ταινία και θα θέλει να συνεργαστεί μαζί μας. Οπότε είναι αλληλένδετη η συνεργασία σκηνοθέτη – παραγωγού σε όλα τα χρόνια του development που αναπτύσσεται σε σχέση με το project της ταινίας, ώστε να υλοποιηθεί όλη αυτή η αναζήτηση χρηματοδότησης.

– Καταλαβαίνω ότι η δουλειά σου ξεφεύγει  από το καλλιτεχνικό κομμάτι.

– Πράγματι, το κομμάτι αυτό είναι αντι-δημιουργικό και πάρα πολύ χρονοβόρο. Εμείς δηλαδή για το “Animal” ξεκινήσαμε τις καταθέσεις το 2018 και καταφέραμε να έχουμε τα χρήματα ένα-δύο μήνες πριν το γύρισμα, το 2022. Μιλάμε για 4 χρόνια.

– Πάμε στο “Animal” λοιπόν. Η ταινία σου, που κέρδισε τον Χρυσό Αλέξανδρο και πραγματεύεται ένα θέμα που δεν έχουμε ξαναδεί να αποτυπώνεται στο σινεμά: τη ζωή των ανιματέρ στα allinclusive ξενοδοχεία. Πώς επέλεξες τους ηθοποιούς σου αρχικά και τι σχέση ήθελες να δημιουργήσεις μαζί τους; Γενικότερα, περιορίζεσαι στο σενάριο ή αφήνεις περιθώρια αυτοσχεδιασμού;

– Η ταινία έχει μια αρκετά ρεαλιστική προσέγγιση στους χαρακτήρες και τις ερμηνείες τους, αλλά αυτό προκύπτει από μια πολύ συγκεκριμένη διαδικασία εργασίας, την οποία έχω αναπτύξει όλα αυτά τα χρόνια. Την ξεκίνησα από του μικρού μήκους και την ανέπτυξα στο “Park”. Τώρα χρειαζόταν να δουλέψω με επαγγελματίες ενήλικες πλέον, γιατί στο “Park το μεγαλύτερο μέρος των ηθοποιών ήταν παιδιά, ερασιτέχνες. Στη περίπτωση του “Animal” μπορέσαμε να το εξελίξουμε περισσότερο.

Στην πραγματικότητα όλες οι σκηνές είναι εκεί, το σενάριο έχει ολοκληρωμένη μορφή όταν το παίρνει κανείς στα χέρια του και το δουλεύουμε. Απλώς κάναμε πολλούς μήνες πρόβα, σχεδόν έξι, όχι σε καθημερινή βάση όπως στο θέατρο, γύρω στις τρεις φορές την εβδομάδα για αυτό το εξάμηνο. Οπότε ξεκινάμε να δουλεύουμε πάνω σε σκηνές και δίνουμε ένα περιθώριο στον αυτοσχεδιασμό. Οι ηθοποιοί γνωρίζουν ήδη τι πραγματεύεται η κάθε σκηνή και που πρέπει να οδηγεί, αλλά τους αφήνω τον χώρο και τον χρόνο να αυτοσχεδιάσουν. Αυτό το κάνω κυρίως για να ανακαλύψει ο καθένας τον χαρακτήρα του, τον τρόπο που μιλάει ο χαρακτήρας του, τα λόγια του, τις εκφράσεις του.

Να πει μεν αυτά που λέει το σενάριο, αλλά με ένα διαφορετικό, δικό του τρόπο και την ίδια ώρα να αρχίσουν να αναπτύσσονται οι δυναμικές μεταξύ της ομάδας και των χαρακτήρων, δίνοντας από την αρχή μια κατεύθυνση. Παραδείγματος χάρη στην ταινία, ο Σίμος με τον Θωμά είναι μια σχέση πατέρα-γιου, οπότε ξέρουμε μια κατεύθυνση, αλλά αυτό μέσα από τη ζύμωση και τον αυτοσχεδιασμό αρχίζει και αναπτύσσεται.

Πιστεύω ότι αυτή την αίσθηση αυθορμητισμού-αυτοσχεδιασμού την έδωσε η χημεία που είχαν οι ηθοποιοί σου μεταξύ τους.

– Υπήρχε από την αρχή στο “Animal” η κατεύθυνση ότι η ομάδα των ανιματέρ είναι μια ιδιότυπη οικογένεια. Οπότε ήταν αναγκαίο να περάσουν όλοι χρόνο μαζί, γιατί μόνο με τον τρόπο αυτό η συγκυρία θα καταφέρει να έχει μια αληθοφάνεια στην οθόνη. Η διαδικασία που δουλεύω είναι η εξής: μετά από περίπου δύο μήνες αυτοσχεδιασμού, κάθε φορά γυρνάω σπίτι, βλέπω τις λήψεις και επιστρέφω στην επόμενη πρόβα λέγοντας τι κρατάμε και τι όχι. Έτσι αρχίζω να σχηματοποιώ την ταινία, μέσα από κάθε πρόβα.

Πριν το τελικό γύρισμα, οι ηθοποιοί παίρνουν ένα final script το οποίο αναφέρει με ακρίβεια τις δράσεις και τους διαλόγους τους. Δηλαδή θα μιλήσει Κάλια, αλλά θα την “καβαλήσει” ο Σίμος για να πει αυτή την ατάκα, άλλος θα μιλάει, κάποιος θα διακόπτει, οπότε στη πραγματικότητα οι σκηνές είναι σαν μια πολύ ενορχηστρωμένη χορογραφία. Στο γύρισμα δεν αυτοσχεδιάζουμε καθόλου, επαναλαμβάνουμε τα ίδια.

Αυτό έχει προκύψει βιωματικά, είναι κάτι το οποίο οι ηθοποιοί πίστεψαν για τον χαρακτήρα τους και το βιώσαν στην πρόβα και έτσι έχει καταγραφεί. Οπότε το επαναλαμβάνουμε με αληθοφάνεια και με ρεαλισμό, ακριβώς γιατί προέκυψε μέσα από αυτή τη διαδικασία. Επιπρόσθετα με τα προηγούμενα που ανέφερα, οι δυναμικές των δυαδικών σχέσεων για όλες τις ομάδες έχουν ζυμωθεί και μέσα από όλη αυτή τη δουλειά και τον χρόνο που περνάμε μαζί.

Στο τελικό στάδιο, λοιπόν, είμαστε απόλυτα κουρδισμένοι, ειδικά σε αυτή την ταινία, που αυτό ήταν αρκετά σύνθετο και πολύπλοκο αφού σε πολλές σκηνές με πάρα πολύ κόσμο, όταν ήταν όλοι οι ηθοποιοί και οι κομπάρσοι, τα χορευτικά, δεν υπήρχε και χώρος για αυτοσχεδιασμό. Δεν θα μπορούσε ποτέ για παράδειγμα η σκηνή των γενεθλίων, να έχει αυτή τη ροή, που πρόκειται ουσιαστικά για 7-8 λεπτά, χωρίς να ήταν απόλυτα προβαρισμένη και συμφωνημένη από πριν. Δεν θα προλαβαίναμε να τραβήξουμε όλη αυτή τη δράση. Συνεπώς το τελευταίο κείμενο έχει τα πάντα, τελικές ατάκες, διαλόγους, δράσεις, και στις τελευταίες μέρες πριν το πρώτο γύρισμα, επαναλαμβάνουμε τις τελικές σκηνές, όπως ακριβώς έχουν γραφτεί.

– Η έμπνευσή σου για την κεντρική ιδέα της ταινίας πώς προέκυψε; Έχεις εργαστεί στο συγκεκριμένο χώρο διασκέδασης, γνωρίζεις κόσμο που εργάζεται ή απλώς το έχεις παρατηρήσει;

– Δεν έχω εργαστεί, όχι, όμως θεωρώ ότι έχει ομοιότητες το να κάνεις μια ταινία, με το να είσαι ανιματέρ. Η ειδοποιός διαφορά είναι ότι εμείς κάνουμε μια σύνθεση μιας ταινίας ή o ηθοποιός μια παράσταση. Αυτό που μας αφορά είναι το feedback από το κοινό για ένα έργο ή μια ταινία που δουλεύουμε με όραμα για αυτήν, ενώ ο ανιματέρ προσφέρει διασκέδαση στο κοινό σε κάτι το οποίο είναι πολύ πιο αναλώσιμο, με πιο ευτελείς στόχους. Διασκεδάζουν, υπάρχει και μια ηδονοβλεψία στη σχέση ανιματέρ-τουρίστα, αλλά πιστεύω ότι από την αρχή ένιωθα πράγματα που με συνδέουν με αυτήν την έκθεση, την εξάντληση που φέρνει αυτή η έκθεση και μπορούσα να συσχετιστώ με τους χαρακτήρες της ταινίας.

Δεν έχω δουλέψει στον τουρισμό, έχω φυσικά φίλους και ξέρω κόσμο που έχει δουλέψει. Είναι κάτι το οποίο το έχω παρατηρήσει όλες αυτές τις δεκαετίες να γιγαντώνεται και με απασχολεί και σε κοινωνικό επίπεδο και σε επίπεδο ταυτότητας της χώρας. Με ενδιέφερε αρκετά και όταν άρχισα να το εξερευνώ περισσότερο, μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρουσα η τουριστική μηχανή γενικότερα.

Από εκεί ξεκίνησα στην πραγματικότητα, ήθελα να κάνω μια ταινία για υπαλλήλους ξενοδοχείου και μετά προέκυψαν οι ανιματέρ. Όλη η δομή για όλους τους υπαλλήλους του ξενοδοχείου, πώς παρέχονται υπηρεσίες σε όλα τα επίπεδα μου φάνηκε τρομακτικά ενδιαφέρουσα και ως έκφανση του καπιταλισμού, όπως συζήτησα και με το κοινό στη Θεσσαλονίκη στην πρεμιέρα στο Ολύμπιον. Μια πολύ ενδιαφέρουσα μηχανή λοιπόν, μια μηχανή που δεν έχει αποτυπωθεί τόσο στο σινεμά.

Animal
Η Φλομαρία Παπαδάκη στον ρόλο της Εύας

“Αυτό που ήθελα να κάνω είναι, να φτιάξω μια ιστορία στην οποία ο αόρατος εχθρός είναι το σύστημα το ίδιο. Που είναι πολύ πάνω και από τον οποιοδήποτε συγκεκριμένο εργοδότη, ιδιοκτήτη, μάνατζερ. Και ότι οι ήρωες, τα πλάσματα του “Animal”, βρίσκονται μέσα σε αυτό το σύμπαν και έρχονται αντιμέτωποι με έναν εχθρό που προφανώς και δεν μπορούν να τον κερδίσουν. Αυτό που μένει είναι να ακολουθήσει ο θεατής το δικό τους βίωμα μέσα σε ένα σύστημα στο οποίο βουλιάζουνε, ταλαιπωρούνται και ο αντίπαλος είναι ανίκητος.”

– Στην ταινία ένιωσα ότι δεν βλέπουμε καθόλου τον εργοδότη, τον ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου. Γιατί αυτή η επιλογή;

– Από την αρχή ήταν κανόνας στη συγγραφή του σεναρίου, ότι θα προσπαθήσω να φτιάξω μια ταινία που θα απουσιάζει ο εργοδότης. Είχα μια πολύ συγκεκριμένη σκέψη γιατί θέλω να το κάνω αυτό, ενώ στη πραγματικότητα αν τον παρουσίαζα, θα με διευκόλυνε, διότι ένας αντίπαλος θα είχε άμεσα τον ρόλο του ανταγωνιστή στην ταινία. Θα μπορούσαν να κολλήσουν κάποια σημεία του σεναρίου πάνω σε αυτές τις συγκρούσεις, ανάμεσα στους εργαζομένους ή τουλάχιστον να λειτουργήσει ως μια καθαρή επεξήγηση, για το πώς συμπεριφέρονται οι εργαζόμενοι μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο.

Αλλά εγώ αυτό που ήθελα να κάνω είναι, να φτιάξω μια ιστορία στην οποία ο αόρατος εχθρός είναι το σύστημα το ίδιο. Που είναι πολύ πάνω και από τον οποιοδήποτε συγκεκριμένο εργοδότη, ιδιοκτήτη, μάνατζερ. Και ότι οι ήρωες, τα πλάσματα του “Animal”, βρίσκονται μέσα σε αυτό το σύμπαν και έρχονται αντιμέτωποι με έναν εχθρό που προφανώς και δεν μπορούν να τον κερδίσουν. Αυτό που μένει είναι να ακολουθήσει ο θεατής το δικό τους βίωμα μέσα σε ένα σύστημα στο οποίο βουλιάζουνε, ταλαιπωρούνται και ο αντίπαλος είναι ανίκητος, όπως συμβαίνει στην ιστορία της Κάλιας.

Το δεύτερο κομμάτι ήταν, στο πώς θα λειτουργούσε αυτό για τον ίδιο τον θεατή, δηλαδή όταν προσωποποιείται κάτι, είναι πιο εύκολο να μην κάνει τη δική του προβολή σε αυτή την ιστορία. Δηλαδή να έχει στον νου το ότι, αυτό συμβαίνει σε αυτόν τον χώρο, η Κάλια, η Εύα και οι ανιματέρ ταλαιπωρούνται, γιατί αυτός ο εργοδότης είναι κακός και στο συγκεκριμένο περιβάλλον οι εργασιακές συνθήκες είναι δύσκολες, αλλά αυτό δεν συμβαίνει στον δικό μου εργασιακό χώρο.

Αντιθέτως, όταν αυτή η κατάσταση δεν έχει πρόσωπο, έναν συγκεκριμένο άνθρωπο ως ανταγωνιστή, τότε νομίζω είναι πολύ πιο δυναμική η προβολή και η ταύτιση που κάνει ο θεατής ώστε να αναρωτηθεί εν τέλει για τη δική του ύπαρξη, τη δική του εργασία. Είτε είναι από την πλευρά του εργοδότη, είτε του εργαζομένου. Είδα θεατές που μου είπαν ότι «αναρωτήθηκα για τη δική μου θέση στο σύστημα», αν βρίσκονται από την πλευρά του θύτη ή του θύματος.

– Ας προσεγγίσουμε μια σκηνή που προκάλεσε αντιδράσεις στο κοινό, αλλά και μας έδωσε τη χαρακτηριστική εικόνα της Κάλιας στην αφίσα της ταινίας. Αναφέρομαι στη σκηνή που σέρνει τον άνδρα στα λασπόνερα. Τι ήθελες να προκαλέσεις και τι περίμενες ότι θα δημιουργούσε η σκηνή αυτή στο κοινό;

– Κατασκεύασα τη σκηνή, όπως και όλο το δεύτερο μέρος της ταινίας, προσπαθώντας να περιγράψω τα ψυχολογικά στάδια της συνειδητοποίησης για την Κάλια. Ξεκινάει από μια άρνηση να συνειδητοποιήσει και να δεχτεί αυτό που της συμβαίνει και συνεχίζει να τραγουδάει αμέριμνη. Και όταν πλέον δεν μπορεί να το κρύψει από τον εαυτό της, έρχονται τα στάδια του θυμού. Και είναι ένας θυμός που στρέφεται προς μία άγνωστη πραγματικότητα για αυτή, σε έναν πελάτη από τους χιλιάδες που συναναστρέφεται κάθε μέρα.

Και η ανάγκη της μέσα στη νύχτα να μην σταματήσει να ικανοποιεί μια ανάγκη φυγής, η οποία είναι μια μάταιη φυγή. Να μην επιστρέψει, δηλαδή, στο σπίτι, σαν αυτή η βραδιά θα της δώσει μια ανάσα και ο θυμός που έχει αρχίσει να εκδηλώνεται για την κατάστασή της στρέφεται κατά ενός άλλου ανθρώπου. Βέβαια την κρύβει την οργή της καθώς και το πώς η ίδια μετά από τόσα χρόνια αντιλαμβάνεται τον εαυτό της, σε σχέση με τη σεξουαλικότητά της, με το σεξ και τις σχέσεις της με τους άντρες.

στιγμιότυπο της ταινίας

– Και αργότερα με τον Αυστριακό που συναντάει στο καραόκε μπαρ, υπάρχει αυτή η αντίθεση, δηλαδή πρόκειται για δύο τελείως διαφορετικές της επαφές με άντρες.

– Η Κάλια ακολουθούσε τον ρυθμό της. Μπορεί αυτή η σκηνή να εξελισσόταν παρόμοια με τη σκηνή του βάλτου. Το ότι δεν εξελίσσεται παρόμοια, έχει σίγουρα σχέση και με τη δικιά της εξάντληση πλέον. Δηλαδή δεν έχει καν τη δύναμη σωματικά να κάνει αυτή τη δράση που έκανε, αλλά κατά κύριο λόγο έχει τον συνάνθρωπο σε αυτή τη σκηνή που βλέπει κάτι σε αυτή και της προτείνει, ότι δεν χρειάζεται να κάνει αυτό που κάνει.

Είναι ένας άνθρωπος που ίσως για πρώτη φορά μέσα στην ταινία βλέπει, συναισθάνεται μάλλον τι νιώθει αυτός ο χαρακτήρας και το λέει. Θεωρώ ότι και άλλοι χαρακτήρες, όπως η Εύα, υπήρχαν στιγμές που καταλάβαιναν τι νιώθει η Κάλια, αλλά κανείς δεν τολμούσε να μιλήσει και να το επικοινωνήσει ανοιχτά.

“Είναι πάρα πολλοί θεατές που μου έχουν πει ότι μετά την ταινία, τους μένει τις επόμενες μέρες και ακούν το “Yes Sir, I Can Boogie” τελείως διαφορετικά.”

– Ποιος ο ρόλος της μουσικής στο σινεμά που έχεις κάνει και στο σινεμά που θέλεις να κάνεις; Και π’ως έγινε η επιλογή του κομματιού “Yes Sir, I Can Boogie”;

– H αλήθεια είναι ότι η σχέση μου με τη μουσική είναι περίεργη. Πέρα από το “Park” στο οποίο υπάρχει η μουσική, μου την έχει γράψει ο Αλέξανδρος Βούλγαρης (The Boy) , στις υπόλοιπες ταινίες μου η μουσική είναι μόνο on, είναι δηλαδή μουσική η οποία υπάρχει ρεαλιστικά στον χώρο, δεν υπάρχει soundtrack. Εδώ βέβαια, στο “Animal”, ο ρόλος της μουσικής είναι τεράστιος, διότι πρόκειται για μια ταινία που στο 60% οι σκηνές γίνονται σε χώρους όπου υπάρχει μουσική.

Από όταν παίζουν μπίνγκο, μέχρι την ηλεκτρονική μουσική στα club, μέχρι το καραόκε ή το τσιφτετέλι στο show. Υπάρχει μια πληθώρα μουσικής ακριβώς λόγω του επαγγέλματος των πρωταγωνιστών της ταινίας. Και επειδή για μένα τα shows ποτέ δεν ήταν στην ταινία μόνο για να παρουσιάσουν την εργασία των ανιματέρ αλλά προχωρώντας, ακολουθούν την ψυχολογική διαδρομή των ηρώων και αφηγούνται κάτι για τα συναισθήματά τους. Οπότε και η μουσική έρχεται μαζί με τα shows, για να υπηρετήσει αυτό τον ρόλο και κλιμακώνεται η συμμετοχή της όσο προχωράμε προς το τέλος της ταινίας.

Τώρα συγκεκριμένα για το “Yes Sir, I Can Boogie”, φαίνεται τόσο οργανικό, δίνει την αίσθηση ότι μπορεί και να ήταν γραμμένο στο σενάριο και ότι υπήρξε κομμάτι της έμπνευσης και οι στίχοι του και η μουσική του. Η αλήθεια είναι πως δεν το είχα σκεφτεί καθόλου, βασικά δεν είχα γράψει ποτέ σε όλα τα draft του σεναρίου τι τραγουδάει η Κάλια. Υπήρχε ο μονόλογος της, όλα αυτά που λέει πριν τραγουδήσει στο καραόκε, όλα τα στάδια που περνάει στη σκηνή και είναι δομημένο και το κλείσιμό της, χωρίς να αναφέρεται το τραγούδι. Με τρόμαζε, γιατί ήταν πάρα πολύ σημαντικό και δυσκολευόμουν να το αποφασίσω.

Οπότε ανέβαλα αυτή την απόφαση και όταν πλέον έπρεπε να το κάνω, γιατί θα έπρεπε να δούμε τα πνευματικά δικαιώματα, είχα καταλήξει σε 2-3 τραγούδια θεωρώντας βέβαια ότι το “Yes Sir, I Can Boogie” είναι το καλύτερο για αυτή τη σκηνή. Μπορούσα να φανταστώ την Κάλια να το τραγουδάει και να λειτουργεί ως κομμάτι έχοντας όλη αυτή την αντίθεση ανάμεσα σε αυτό που συμβαίνει στην ηρωίδα και στη δυναμική του τραγουδιού. Αλλά είχα και μία μικρή φοβία, γιατί μου φαινόταν πολύ προφανές, ότι σχεδόν τα λόγια του αφηγούνται το πρόβλημά της.

Και επειδή η ταινία δεν έχει αυτό το ύφος, δεν λέει τα πράγματα με τέτοιο τόνο, φοβόμουν ότι είναι προφανές αυτό το τραγούδι. Όταν, όμως, άρχισα να το δουλεύω με τη Δήμητρα και με ό,τι προσθέσαμε στην ερμηνεία της, μου έφυγε η αγωνία. Ίσα-ίσα, σκέφτομαι ότι μπορεί αυτοί οι στίχοι που είναι τόσο κοντινοί σε αυτό που συμβαίνει στην ηρωίδα, να είναι απαραίτητοι στη σκηνή για να λειτουργήσει για τον θεατή.

Δηλαδή, αυτή η ταύτιση ίσως λειτουργεί σαν μια κραυγή που αποδίδει πιο δυναμικά αυτό που θέλει να μας πει η σκηνή. Είναι ένα γνωστό κομμάτι, το οποίο αποκτά μια άλλη διάσταση. Έχει κάτι δυναμικό και κάτι στενάχωρο, αποκτά μια υπαρξιακή διάσταση. Ένα τραγούδι που χορεύαμε με μια άλλη ελαφρότητα μέχρι τότε. Είναι πάρα πολλοί θεατές που μου έχουν πει ότι, μετά την ταινία τους μένει τις επόμενες μέρες και ακούν το “Yes Sir, I Can Boogie” τελείως διαφορετικά.

– Με αφορμή το δικό σου χαρακτηριστικό παράδειγμα, υπάρχει κάποια σκηνή στον κινηματογράφο που σε συνδυασμό με τη μουσική της άλλαξε τον τρόπο που ακούς ένα τραγούδι;

– Το πρώτο πράγμα που μου έρχεται σίγουρα είναι το “Life on Mars” του David Bowie, που ακούγεται για πολύ λίγο στο τέλος από το “Δαμάζοντας τα κύματα”, αλλά είναι μια παύση στο δράμα της ηρωίδας που έχει μείνει χαραγμένη στο μυαλό μου. Θα πω σίγουρα και τις μουσικές στις ταινίες του Wong Kar-wai. Όταν τις ακούς, σκέφτεσαι αμέσως το slow motion, τον ανεκπλήρωτο έρωτα.

“Προφανώς είχα μεγάλη αγωνία ως Ελληνίδα, με μια ελληνική ταινία σχετικά με το πώς θα λειτουργήσει στο ελληνικό κοινό. Είναι τελείως διαφορετικό και αυτό το κομμάτι, το βιωματικό που υπάρχει στην Ελλάδα σε σχέση με τον τουρισμό. Θεωρώ ότι δίνει άλλη διάσταση και αντίκτυπο σε σχέση με τη ταινία.”

– Πώς ένιωσες με την ανταπόκριση του κοινού στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και στο Locarno από όπου ξεκίνησες το ταξίδι;

– Το ζούσα και το ζω ακόμα. Νομίζω ότι μετά το Locarno, που ήταν η πρώτη επαφή με το κοινό, η οποία ήταν πολύ θερμή, ήταν ιδιαίτερα συγκινητικό, γιατί περπατούσαμε στον δρόμο με τη Δήμητρα και με τη Φλομαρία, που παίζει την Εύα, και μας σταματούσε ο κόσμος, και μιλούσε με συγκίνηση για την ταινία. Είναι αρκετά συγκινητικό να το βιώνεις και μάλιστα αμέσως μόλις έχει βγει η ταινία, οπότε δεν έχεις καταλάβει πώς λειτουργεί.

Κι όλα αυτά επιδρούν επιπρόσθετα με την προβολή στην αίθουσα, γιατί στο Locarno είχε 3.000 άτομα. Ήταν πολύ έντονο αυτό που συνέβαινε και καταλάβαινες ότι το κοινό ακολουθεί την πορεία της ταινίας. Υπήρχε, δηλαδή, μια ένταση μέσα στην αίθουσα που είχε πολύ ενδιαφέρον. Επίσης βλέπω με χαρά, ότι σε διαφορετικές χώρες λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο, με μια νέα εμπειρία από τη Θεσσαλονίκη.

Προφανώς είχα μεγάλη αγωνία ως Ελληνίδα, με μια ελληνική ταινία σχετικά με το πώς θα λειτουργήσει στο ελληνικό κοινό. Είναι τελείως διαφορετικό και αυτό το κομμάτι, το βιωματικό που υπάρχει στην Ελλάδα σε σχέση με τον τουρισμό. Θεωρώ ότι δίνει άλλη διάσταση και αντίκτυπο σε σχέση με τη ταινία. Είναι κατανοητό, επειδή είναι συνεχώς πολύ πιο κοντά στην πληροφορία, δηλαδή ακόμη και τώρα η ταινία συνεχίζει και προβάλλεται στις αίθουσες.

Λαμβάνω μηνύματα και καταλαβαίνω καλύτερα την ανταπόκριση σε σχέση με τις τρεις ημέρες που θα πάω σε ένα φεστιβάλ και δεν θα προλάβω να καταλάβω τόσα από την επαφή με το κοινό. Αλλά νομίζω ότι αυτή η ανταπόκριση σχετίζεται με την ασχολία με αυτό το θέμα, του τουρισμού, το οποίο γνωρίζουμε, με τη γλώσσα μας, με τους Έλληνες ηθοποιούς… Δίνει μια άλλη διάσταση και δύναμη στην ταινία.

Πηγή: makthes.gr

“Για εμένα η Θεσσαλονίκη είναι το φεστιβάλ της”

– Η ταινία προβλήθηκε και θα προβάλλεται για αρκετό καιρό ακόμη. Ωστόσο, όταν ολοκληρωθεί ο κύκλος της, ποια θα είναι τα μελλοντικά σου σχέδια; Ακόμη, πιστεύεις, ότι μετά τον Χρυσό Αλέξανδρο η πορεία θα είναι ευκολότερη;

– Για το πρώτο κομμάτι, το “Animal” θα συνεχίσει να απασχολεί για κάποιο καιρό, γιατί στα τέλη Μαρτίου θα πρέπει να πάω στην Αυστρία για την αντίστοιχη διανομή. Ακόμα πηγαίνουμε σε φεστιβάλ, σε κάποια μπορεί να παρευρεθώ, σε άλλα πηγαίνουν και οι ηθοποιοί. Είναι ένα ταξίδι που δεν έχει τελειώσει, σίγουρα. Ένα πολύ σημαντικό στάδιο είναι ότι ολοκληρώθηκε η διανομή στην Ελλάδα. Παράλληλα, όμως, προσπαθώ να γράψω το επόμενο σενάριο.

Με τον τρόπο που περιγράψαμε πριν σε σχέση με το πως γίνεται η χρηματοδότηση, η αλήθεια είναι ότι στο κομμάτι της δυσκολίας δεν θα αλλάξει κάτι. Ανάλογα με το τι μέγεθος budget θα είναι η επόμενη δουλειά μου, θα έχει τη δική της δυσκολία. Σίγουρα βοηθάει η επιτυχία μιας ταινίας στην αντιμετώπιση που μπορεί να έχει από ένα κέντρο κινηματογράφου στην Ελλάδα, ή σε κάποια άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Καθώς, όμως, οι χρόνοι είναι πολύ συγκεκριμένοι, δυστυχώς αυτό δεν μπορεί να αλλάξει, οπότε το κομμάτι της κούρασης και των καθυστερήσεων, νομίζω θα υπάρχουν.

– Εύχομαι να χαρείς όλο αυτό το ταξίδι της ταινίας σου! Κλείνοντας, δώσε μας ένα αυθόρμητο top 5 σκηνοθετών.

– Δύσκολη ερώτηση! Θα πω τον Κασσαβέτη, την Claire Denis, την Lucrecia Martel, τον Harmony Korine και την Lynne Ramsay. Αλλά και πάλι ξεχνάω πολλούς…

– Και ένα μήνυμα που στέλνεις στους αναγνώστες μας, αλλά και στα άτομα που θέλουν να ακολουθήσουν μια καριέρα στον κινηματογράφο ως ηθοποιοί, σκηνοθέτες, σεναριογράφοι;

– Να δουν το “Animalπριν κατέβει! Θέλει αρκετό πάθος το σινεμά, δύναμη, κουράγιο, υπομονή. Αλλά την ίδια ώρα, κάθε ταινία είναι ένα τεράστιο ταξίδι και η εμπειρία ακόμα και της δημιουργίας είναι πολλές, πολύτιμες ιστορίες. Πέρα από την ιστορία που θα προσπαθήσει να αποτυπώσει ο καθένας μέσα από μια ταινία και η ίδια η διαδικασία δημιουργίας είναι ιδιαίτερη, σε αντίθεση με όλα τα αρνητικά που αναφέραμε πριν, είναι αυτό που μου δίνει την ενέργεια να κινηματογραφώ. Και να πηγαίνουν στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης που είναι πολύ σημαντικό που γίνεται σε αυτή την πόλη. Για εμένα η Θεσσαλονίκη είναι το φεστιβάλ της.

Το “Animal” συνεχίζεται στις αίθουσες. Πληροφορίες εδώ.

Συνέντευξη: Αφροδίτη Κεραμέως, Σοφία Βαφειάδου, Βασιλική Παρίση

Μοιράσου το:

Αφροδίτη Κεραμέως

Αφροδίτη Κεραμέως

Γεννήθηκα και ζω όλη μου την ζωή- μ’ένα ευχάριστο διάλειμμα 6 μηνών στο Αμβούργο- στην Θεσσαλονίκη. Το μεγαλύτερο μου ίσως flex είναι ότι όταν ήμουν μικρή είχα απομνημονεύσει τις πρώτες σελίδες (και τις παραπομπές τους) από τα «88 ντολμαδάκια» του Ευγένιου Τριβιζά. Η απομνημονευτική μου ικανότητα με οδήγησε αισίως στα 18 μου στην Νομική του ΑΠΘ και έπειτα με άφησε. Από τότε, αυτά που θέλω να θυμάμαι τα κρατάω σε σημειώσεις σε τετράδια, στο μαγνητόφωνο του κινητού μου (podcast alert) και στα φιλμ των αγαπημένων μου καμερών.

 

Πρόσφατα

Διαβάστε Περισσότερα

Σχετικά Άρθρα