Το καλοκαίρι του 2019, μετά από την εξάντληση των πανελληνίων και πριν ο κορωνοιός μας χτυπήσει την πόρτα, είχα την τύχη να ταξιδέψω με οικογένεια και φίλους κάπου αρκετά μακριά… εκτός Ευρώπης σε μια ήπειρο που δεν είχα ξανά δει και επισκεφθεί. Αφορμή σε αυτό το ταξίδι στάθηκε η εξάμηνη παραμονή ενός φίλου (τον οποίο επισκεφθήκαμε) στη Σιγκαπούρη για δουλειά.
Η Σιγκαπούρη χαρακτηρίζεται ως η κυρίαρχη πόλη-κράτος της Νοτιοανατολικής Ασίας και είναι γνωστή για την αναπτυγμένη της οικονομία. Το γεγονός αυτό την καθιστά εξαιρετικά φιλική προς διάφορες επιχειρήσεις από όλο τον κόσμο. Το λιμάνι της είναι ένα από τα μεγαλύτερα σε διακίνηση αγαθών και η ίδια, αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη αγορά τζόγου-καζίνο.
Από τη δική μου εμπειρία, εξερευνώντας τη Σιγκαπούρη δύο γεμάτες ημέρες αυτό που μου έκανε την περισσότερη εντύπωση ήταν το κλίμα της. Το ταξίδι μας ξεκίνησε στις 25 του Αυγούστου και γνωρίζαμε ότι θα κάνει αρκετή ζέστη, όμως φτάνοντας εκεί δεν αντικρίσαμε την ίδια ζέστη με αυτή της Ελλάδας. Μάλιστα, είχε συνεχώς συννεφιά και η θερμοκρασία ήταν γύρω στους 22 βαθμούς Κελσίου, κάτι που εδώ το συναντάμε τον φθινόπωρο ή την άνοιξη. Η ζέστη ήταν ανυπόφορη λόγω της υπερβολικής υγρασίας που υπήρχε στο κλίμα και αισθανόμουν να κολλάω, έχοντας περπατήσει μόλις ένα με δύο λεπτά έξω στον δρόμο.
Πέρα από το κλίμα, τα πιο ενδιαφέροντα αξιοθέατα της Σιγκαπούρης είναι το αεροδρόμιο της, οι κήποι που βρίσκονται κοντά στο λιμάνι (Gardens by the Bay) και τα ξενοδοχεία της, με πιο γνωστό το Marina Bay Sands, το οποίο έχει από τα πιο αξιοζήλευτα rooftops. Στην ουσία περιλαμβάνει τρεις ουρανοξύστες που στην κορυφή τους βρίσκεται το Sands Skypark που τους συνδέει μεταξύ τους, το οποίο είναι 340 μέτρα και χωράει 3.900 άτομα, συν του ότι περιλαμβάνει και μια πισίνα 150 μέτρων.
Όπως καταλαβαίνετε μιλάμε για την απόλυτη χλιδή, για μια εμπορική περιοχή με τεράστιους ουρανοξύστες, φοίνικες και πολλά εμπορικά κέντρα και ξενοδοχεία που μπορείς άνετα να χαθείς μέσα τους. Και όλα αυτά γύρω από ένα τεράστιο λιμάνι.
Οι δύο μέρες στη Σιγκαπούρη, για μένα τουλάχιστον, ήταν αρκετές και ο επόμενος προορισμός μας (που οφείλω να ομολογήσω ότι ήμουν παραπάνω ενθουσιασμένη) ήταν το Μπαλί. Μόλις δυο ώρες μακριά με το αεροπλάνο χρειάστηκαν για να προσγειωθούμε στο νησί της Ινδονησίας. Με το που φτάνεις στο Μπαλί αυτό που βλέπεις παντού γύρω σου και δεν ξεχνάς, είναι ότι η θρησκεία τους είναι ο Ινδουισμός. Τα στοιχεία του βρίσκονται παντού, κυρίως στους διάφορους ινδουιστικούς ναούς που περιβάλλουν το νησί και αποτελούν και τα κύρια αξιοθέατα του.
Δεν είναι αυτό όμως που μου έκανε την περισσότερη εντύπωση, καθώς το συνηθίζεις σχετικά γρήγορα. Το πρώτο πράγμα που παρατήρησα έντονα και με έκανε να νιώσω οικεία εκεί, είναι η φιλοξενία και η ευγένεια των ανθρώπων. Εμείς με την οικογένεια μου και φίλους μας μείναμε σε δυο διαφορετικά μέρη τις επτά μέρες που επισκεφθήκαμε το Μπαλί. Στην αρχή μέναμε σε ένα μεγάλο ξενοδοχείο στο οποίο το προσωπικό ήταν πολύ χαμογελαστό και εξυπηρετικό μαζί μας, ενώ ξέραμε ότι παρά τη «χλιδή» του όποιου ξενοδοχείου, οι περισσότεροι υπάλληλοι (καθαρίστριες, μασέρ, οι άνθρωποι που σε μετακινούν στο νησί) ήταν από φτωχές οικογένειες και μπορεί να έκαναν άλλες τρεις δουλειές για να βγάλουν τα προς το ζην. Η αντίθεση μεταξύ πλούτου και φτώχειας, αστικής και μικρομεσαίας τάξης, είναι πολύ έντονη όταν επισκέπτεται κανείς το Μπαλί.
Όπως και να έχει, οι άνθρωποι είναι πολύ καλοσυνάτοι και «υποκλίνονται» συχνά για να χαιρετήσουν ή να ευχαριστήσουν κάποιον άλλον. Μετά από κάποιες μέρες μείναμε σε μια «βίλα» όπως τις λένε εκεί, αλλά δεν είναι όπως τις έχουμε εμείς στο μυαλό μας. Ήταν σαν ένα μεγάλο σπίτι για οχτώ άτομα (τόσα είμασταν) μέσα στη φύση με μια μικρή πισίνα.
Ένα ακόμα πράγμα που μου έκανε τρομερή εντύπωση στο νησί αυτό είναι το πόσα μηχανάκια κυκλοφορούσαν στους δρόμους. Όλοι οι ντόπιοι είχαν μόνο μηχανάκια, όποιο αυτοκίνητο κυκλοφορούσε είχε τουρίστες μέσα, όπως αυτό που ήμασταν εμείς. Παρά τη διέλευση πολλών δίκυκλων, η κίνηση τις ώρες αιχμής ήταν απίστευτη και ήταν εξωπραγματικό να βλέπεις 90% μηχανάκια στο δρόμο. Τα δύο πράγματα όμως που χαρακτηρίζουν το Μπαλί είναι άλλα..
Στους πολλούς ναούς που υπάρχουν, περιτριγυρίζουν πολλές μαϊμούδες. Είναι κάτι που συνηθίζεται στο νησί και αποτελούν και από μόνες τους αξιοθέατο. Στο Ubud, υπάρχει το λεγόμενο «Monkey Forest», που είναι ένα φυσικό καταφύγιο για μαϊμούδες και μπορούν να το επισκεφθούν και άνθρωποι, όμως θέλει πολλή προσοχή. Όπως και στους ναούς αλλά πόσο μάλλον στονφυσικό χώρο των μαϊμούδων, πρέπει να προσέχει κανείς μην του κλέψουν οι μαϊμούδες το οτιδήποτε σε προσωπικό αντικείμενο. Μπορεί να είναι κάτι αξίας (κινητό, ρολόι), μέχρι και κάποιο μπρελόκ που κρέμεται από μια τσάντα. Μας είπαν εκεί πως αν πέσουμε «θύματα κλοπής» θα πρέπει να δώσουμε στις μαϊμούδες κάποιο φαγητό σε αντάλλαγμα για να μας επιστρέψουν αυτό που έκλεψαν!
Τέλος, πέρα από τους ναούς, ένα από τα βασικά αξιοθέατα του Μπαλί είναι και το Tegallalang Rice Terrace, το οποίο περιλαμβάνει μια σειρά από ορυζώνες, από χωράφια στην ουσία τα οποία παράγουν ρύζι και είναι ένα μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO.
Σε κάθε ναό, σε κάθε παραλία του νησιού, η ανατολή και κυρίως η δύση του ηλίου είναι πάντα ένα αξιοζήλευτο θέαμα το οποίο όλοι εκμεταλλεύονται για φωτογραφίες και βίντεο. Η συμβουλή μου εάν θέλετε να κάνετε αυτό το ταξίδι, είναι να μείνετε περισσότερες μέρες στο Μπαλί, παρά στη Σιγκαπούρη και να το απολαύσετε όσο το δυνατόν περισσότερο, γιατί η κουλτούρα των λαών εκεί είναι αρκετά διαφορετική και μαθαίνεις πολλά πράγματα που δεν θα μάθαινες, εάν δεν ταξίδευες σε τέτοιους προορισμούς.