Καθόλη τη διάρκεια της ζωής του, ο άνθρωπος αναμένει την πολυπόθητη στιγμή που η ζωή του θα ολοκληρωθεί όπως το φεγγάρι κάποτε γίνεται πανσέληνος. Αντικρίζει τη σελήνη στις διάφορες μορφές της, πότε μισοφέγγαρο, πότε σχεδόν αόρατη, πότε σχεδόν πανσέληνος και αναρωτιέσαι ποιο κομμάτι της υπολείπεται, και θαυμάζει το φως της που ποτέ δεν χάνεται όσο κι αν αλλάζει σχήμα.
Αναρωτιέται έτσι πότε ή αν η δική του ζωή θα λάμψει και θα μπορεί να την θαυμάζει με τον ίδιο ενθουσιασμό που αντικρίζει το σεληνόφως. Αναρωτιέται αν η ζωή του θα γίνει ποτέ ολοκληρωμένη πανσέληνος ή πάντα θα της υπολείπεται ένα κομμάτι, και αναστενάζει στη σκέψη πως η νομοτέλεια της φύσης δεν υφίσταται στον άνθρωπο και πως η τελειότητα είναι τόσο μακριά του όσο η πανσέληνος.
Κυρίως όμως αναρωτιέται αν θα μπορέσει ποτέ να λάμψει όταν η ζωή του θα παίρνει ανομοιόμορφες, ανολοκλήρωτες μορφές, όπως φωτίζει το φεγγάρι όταν δεν είναι πανσέληνος αλλά φαίνονται στον ουρανό μικρά κομμάτια του, και αναστενάζει στη σκέψη ότι ίσως να μην το μάθει ποτέ. Γιατί ο άνθρωπος, παρά τις ατέρμονες προσπάθειες του να αψηφήσει τα προβλήματα, τους κινδύνους και τους φόβους του και να γίνει ευτυχισμένος, δεν θα μπορέσει ποτέ να ολοκληρώσει τη δική του πανσέληνο, διότι δεν θα ξεπεράσει ποτέ τη θνητότητα του, άρα δεν θα μπορέσει ποτέ να καταλάβει ολοκληρωτικά την ευτυχία.
Δυστυχώς ή ευτυχώς, η ευτυχία είναι κάτι πολύ ανώτερο από ένα απλό συναίσθημα, μια έννοια που ξεπερνά τη θνητότητα και συνακολούθως δεν μπορεί να εγκλωβιστεί σε ένα θνητό σώμα ανθρώπου. Διότι αφενός ο άνθρωπος είναι αχάριστος και ακόρεστος, κάτι που σημαίνει ότι δεν θα μπορέσει να αντιληφθεί την ευτυχία του ακόμη κι αν κατακτήσει ένα μέρος της, αφετέρου η θνητότητα του δεν του επιτρέπει να την συνειδητοποιήσει, γιατί ξεπερνά την ίδια του την ύπαρξη.
Για αυτό, όταν κάποιος αισθάνεται ευτυχισμένος, η ευτυχία δεν παραμένει μόνο στην ψυχή του αλλά πάλλεται σε όλο του το σώμα, νιώθει την καρδιά του να χτυπά στα πόδια, στον πνεύμονα, στην παλάμη του, νιώθει το στομάχι του να εκρήγνυται και τους μυς του προσώπου του να συστέλλονται.
Και επειδή η ευτυχία δεν εγκλωβίζεται σε σώμα θνητού, διοχετεύεται στον χώρο, με το γέλιο, τις σπαστικές κινήσεις των άκρων, την αγκαλιά, το φιλί. Ώσπου κάποια στιγμή χάνεται, εξαϋλώνεται στην ατμόσφαιρα και εκείνος μένει αμήχανος προσπαθώντας να την εγκλωβίσει στο σώμα του για πάντα, αλλά μάταια γιατί έχει εξαφανιστεί.
Μήπως λοιπόν στην πραγματικότητα ο άνθρωπος αισθάνεται την ψευδαίσθηση της ευτυχίας και όχι την ίδια; Πόσο ευτυχισμένοι μπορούμε να γίνουμε σε έναν θνητό κόσμο και πώς μπορούμε να ανακαλύψουμε αν πρόκειται για πραγματική ευτυχία ή μόνο για μια καλή απομίμηση της;
Ίσως πρέπει απλώς να αντικρίσουμε το φεγγάρι και να αποφασίσουμε με ειλικρίνεια αν θελουμε να αφεθούμε στη ρομαντική αισιόδοξη πτυχή της ζωής ή στην κυνικότητα της ύπαρξης. Πάντως, σε κάθε περίπτωση, το φεγγάρι θα γίνει κάποτε πανσέληνος και δεν πρέπει να την χάσεις!