16 Ιουλίου 2021
Ζούνε ανάμεσά μας ή ζούμε ανάμεσά τους; Αυτό είναι ένα ερώτημα που εύλογα προκύπτει, βλέποντας τις εικόνες των τελευταίων ημερών από τους δρόμους των μεγαλουπόλεων της Ελλάδας κατά τις πολυπληθείς -είναι η αλήθεια- συγκεντρώσεις που συνέβησαν με αφορμή την υποχρεωτικότητα ή όχι του εμβολίου σε ορισμένους κλάδους.
Όσο καλοπροαίρετα κι αν το δει κανείς, αδυνατεί να καταλάβει τους σκοπούς αυτών των ανθρώπων που συρρέουν κατά χιλιάδες στους δρόμους, επιζητώντας άραγε τί; Τον σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα λένε και την ελεύθερη βούληση. Καλά ως εδώ. Ο εμβολιασμός δεν μπορεί να καταστεί υποχρεωτικός στον γενικό πληθυσμό, παρά μόνο σε συγκεκριμένους χώρους εργασίας, όπως ορθότατα αποφασίστηκε με διακομματική (σχεδόν) συναίνεση.
Η δική μου όμως ελευθερία σταματάει εκεί όπου παρεμβαίνει στη ζωή κάποιου άλλου. Σεβαστές οι επιφυλάξεις, σεβαστός και ο φόβος απέναντι στο εμβόλιο, στις περιπτώσεις όμως που δεν συνδυάζονται με θεωρίες συνωμοσίας και fake news, γιατί από εκεί και πέρα, είναι γελοία και μάταιη η όποια προσπάθεια συνδιαλλαγής με τα άτομα που διακατέχονται από αυτές τις απόψεις.
Αντιεμβολιαστές, προνόμια και εμβολιασμοί
Το αντιεμβολιαστικό κίνημα δεν γεννήθηκε με τον κορωνοϊό, αλλά η πανδημία αποτέλεσε μία ευκαιρία να γιγαντωθεί και να προσεταιριστεί χιλιάδες σκεπτικιστές, ακόμα και υγειονομικούς που εδώ και ενάμιση χρόνο παλεύουν με τον θάνατο. Δηλαδή κάπου έλεος…
Κατηγορούν την κυβέρνηση ότι με τα προνόμια και τα κίνητρα που δίνει, διαχωρίζει τον κόσμο σε πολίτες δύο ταχυτήτων. Και πολύ καλά κάνει λέω εγώ, γιατί δεν γίνεται η απερισκεψία κάποιων να κρατήσει τη μισή Ελλάδα, η οποία έχει πλέον εμβολιαστεί σε ατέρμονα lockdown και την οικονομία στον καταψύκτη επί μονίμου βάσεως.
Όσο και να εθελοτυφλούν ορισμένοι, οι αριθμοί λένε την αλήθεια. Περισσότεροι από 5.360.000 έλληνες έχουν εμβολιαστεί με τουλάχιστον μία δόση, ενώ σχεδόν 4.500.000 έχουν ολοκληρώσει τον εμβολιασμό τους. Δυστυχώς έχει καταγραφεί και ένας θάνατος που φέρεται να συνδέεται με το εμβόλιο της AstraZeneca. Για πόσους όμως θανάτους ευθύνεται η πανδημία στην Ελλάδα και στον κόσμο; Για 12.800 στη χώρα μας και για πάνω από 4.000.000 παγκοσμίως. Κοντά στον νου και η γνώση λοιπόν…
«Η κυβέρνηση επιχειρεί να εξαγοράσει τα παιδιά μας», είπαν ορισμένοι με αφορμή τα 150€ του Freedom Pass που θα δοθούν ως κίνητρο για να προσέλθουν περισσότεροι νέοι στα εμβολιαστικά κέντρα και ως επιβράβευση για την υπομονή που έδειξαν τους τελευταίους 18 μήνες.
Sorry not sorry, αλλά ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, ειδικά όσον αφορά τη δημόσια υγεία, καθώς πολλοί από εκείνους που δελεάστηκαν από την προσφορά της κυβέρνησης, θα μπορούσαν σε διαφορετική περίπτωση να κολλήσουν και να μεταδώσουν τον ιό στα ενδότερα των οικογενειών τους. Και αποδεδειγμένα μετά την προώθηση αυτού του μέτρου, τα ραντεβού που κλείστηκαν από νέους, πολλαπλασιάστηκαν.
Από εδώ και πέρα, όσοι ανεμβολίαστοι νοσήσουν από την ολοένα και πιο ραγδαία μεταδιδόμενη μετάλλαξη Δέλτα, ενώ έχουν την ευκαιρία να υψώσουν ασπίδα προστασίας απέναντί της μέσα σε λίγες ώρες, θα είναι αποκλειστικά υπεύθυνοι για την κατάληξη των ίδιων και των συγγενών τους.
«Τα του Θεού τω Θεώ» και τα της επιστήμης στην επιστήμη
Η άρνηση των εμβολίων, ειδικά από ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας μου φέρνει στο μυαλό τη γνωστή παραβολή με τον ναυαγό και τα τρία καράβια (κάντε τα τέσσερα, όσα και τα εμβόλια) που ήρθαν να τον βοηθήσουν, την ώρα που έδινε μάχη με τα κύματα και εκείνος απαντούσε επίμονα, «αφήστε με, θα με σώσει ο Θεός». Όταν πλέον πνίγηκε και παρουσιάστηκε ενώπιον του Θεού, ρωτώντας Τον «γιατί δεν με έσωσες;», Εκείνος του απάντησε «Τι άλλο ήθελες να κάνω»…
Τώρα που πιάσαμε τα Θεία, οφείλουμε να κάνουμε και μία αναφορά στην Εκκλησία, η οποία από την αρχή της πανδημίας έχει τηρήσει ομολογουμένως μία πολύ υπεύθυνη στάση. Η Ιερά Σύνοδος έχει συνεργαστεί σε ικανοποιητικό βαθμό με την Πολιτεία, ενώ έχει συμμορφωθεί πλήρως ως προς τις υποδείξεις της, ακόμα και σε μεγάλες θρησκευτικές γιορτές, με εξαίρεση το αντάρτικο ορισμένων ιερέων ανήμερα των Θεοφανείων.
Οι αρνητές ιερείς και οι ρασοφόροι εκδικητές, που είδαμε στο Σύνταγμα, θέλω να πιστεύω ότι δεν αντιπροσωπεύουν ούτε το 1/10 του κλήρου, η επίσημη γραμμή του οποίου τάσσεται ξεκάθαρα υπέρ του εμβολιασμού και της τήρησης των μέτρων.
Τι θα γίνει με την Εκπαίδευση;
Στα καθ’ ημάς τώρα, άκουσα χθες με ευχαρίστηση την Υπουργό Παιδείας, Νίκη Κεραμέως να δηλώνει ότι σκοπός της Πολιτείας είναι να ανοίξει κάθε βαθμίδα εκπαίδευσης από τον Σεπτέμβριο-Οκτώβριο. Η πρωτοβάθμια και η δευτεροβάθμια εκπαίδευση εκ των πραγμάτων θα ανοίξουν, με το ενδεχόμενο να δούμε άλλη μία περίοδο τηλεκπαίδευσης να απομακρύνεται από το τραπέζι των συζητήσεων, μιας που αρχίζει δειλά-δειλά και ο εμβολιασμός των λυκειόπαιδων.
Το μεγάλο ερωτηματικό αφορά το τι μέλλει γενέσθαι με τα πανεπιστήμια, εκεί όπου οι μετακινήσεις του φοιτητικού σώματος σε όλη τη χώρα και ο συγχρωτισμός στις πανεπιστημιακές αίθουσες καθιστούν τα πράγματα πιο δύσκολα. Μοναδική λύση για να επιστρέψουμε από τις αρχές του ακαδημαϊκού έτους στα φοιτητικά έδρανα είναι ο εμβολιασμός. Τελεία και Παύλα.
Τα χαμηλά ακόμα ποσοστά εμβολιασμού στην ηλικιακή ομάδα 18-24 (25% με τουλάχιστον μία δόση, 30% συνυπολογίζοντας τα κλεισμένα ραντεβού), ευελπιστώ ότι οφείλονται στο πρόσφατο άνοιγμα της πλατφόρμας για τα ραντεβού και εύχομαι ειλικρινά το χάσμα να γεφυρωθεί σύντομα. Οι σκεπτόμενοι φοιτητές που θέλουν να γυρίσουν, εκεί όπου ανήκουν πρέπει να σπεύσουν να εμβολιαστούν.
Σε περίπτωση που το ποσοστό των εμβολιασμένων δεν ανέλθει σε ικανοποιητικά επίπεδα, υπεύθυνοι για μία πιθανή συνέχιση της εξ’ αποστάσεως διδασκαλίας θα είναι εκείνοι οι φοιτητές που πήραν αψήφιστα το ζήτημα του εμβολιασμού.
Μακάρι όλοι οι έλληνες να είχαν πειστεί για την αποτελεσματικότητα και τα οφέλη του εμβολίου. Από τη στιγμή όμως που αυτό δεν έχει γίνει ακόμα σε επαρκή βαθμό, οι εμβολιασμένοι είναι λογικό και επόμενο να έχουν πολλαπλάσιες διευκολύνσεις έναντι των ανεμβολίαστων σε περίοδο μάλιστα που αφενός η οικονομία δεν αντέχει άλλα πισωγυρίσματα και αφετέρου το τέταρτο κύμα δείχνει εβδομάδα με την εβδομάδα τα δόντια του, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι οι νοσηλείες στα νοσοκομεία παραμένουν σε ανεκτά επίπεδα, λόγω του χαμηλού μέσου όρους ηλικίας των νοσούντων και της αύξησης του ποσοστού των εμβολιασμένων στις μεγαλύτερες ηλικίες.