«Το τελευταίο διάστημα…»: Κάπως έτσι ξεκινούν συχνά τα διάφορα άρθρα που έχουν σκοπό να σχολιάσουν, να τοποθετηθούν, να αναλύσουν ένα γεγονός που μας βρίσκει μάρτυρες την εκάστοτε χρονική περίοδο.
Ωστόσο, τα πολυάριθμα περιστατικά έμφυλης βίας, στο απόγειο το οποίων βρίσκονται οι γυναικοκτονίες, θα ήταν παράλογο να τα οριοθετήσουμε σε τόσο στενά χρονολογικά πλαίσια, με τη φράση «το τελευταίο διάστημα». Κι αυτό γιατί δεν πρόκειται για ένα φαινόμενο που μας συστήνεται τον τελευταίο καιρό. Πρόκειται πια για μια πραγματικότητα ζοφερή και μια είδηση, το άκουσμα της οποίας έχει γίνει τρομακτικά οικεία στα αυτιά μας.
Μόλις μέσα σε μια εβδομάδα, στο φως της δημοσιότητας βγήκαν η γυναικοκτονία μιας 73χρονης στην Αλεξανδρούπολη και ένας βίαιος ξυλοδαρμός, αυτός της κας Σοφίας Πολυζωγοπούλου, από τον ποινικολόγο Απόστολο Λύτρα. Συνολικά, έχοντας διανύσει το μισό του 2024, σημειώνουμε ήδη επτά γυναικοκτονίες στη χώρα μας, που αντιστοιχούν σε περίπου μία γυναικοκτονία τον μήνα.
Βασικές έννοιες προς αποσαφήνιση: Έμφυλη Βία + Γυναικοκτονία
Η έμφυλη βία (Gender-Based Violence) περιλαμβάνει οποιαδήποτε επιβλαβή πράξη που στηρίζεται στο πραγματικό ή κοινωνικό φύλο, αλλά και τον σεξουαλικό προσανατολισμό κάποιου. Θύματα της έμφυλης βίας είναι κατά κύριο λόγο οι γυναίκες, ανεξαρτήτως ηλικίας, εθνικότητας, μορφωτικού επιπέδου ή κοινωνικής τάξης. Με άλλα λόγια, γίνονται στόχοι απλά και μόνο επειδή είναι γυναίκες. Σε αυτό ακριβώς συνίσταται και η διάκριση της έμφυλης από τις άλλες μορφές βίας, δεδομένου ότι στηρίζεται στην παγιωμένη ανισότητα κοινωνικής ισχύος μεταξύ ανδρών και γυναικών.
Η πιο ακραία μορφή έμφυλης βίας είναι η γυναικοκτονία (femicide). Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (Π.Ο.Υ.), οι γυναικοκτονίες αποτελούν «ανθρωποκτονίες γυναικών από πρόθεση επειδή είναι γυναίκες. Στις περισσότερες περιπτώσεις γυναικοκτονία διαπράττει σύζυγος ή πρώην σύντροφος, που συνήθως είχε και μακρόχρονη κακοποιητική συμπεριφορά, απειλούσε, κακοποιούσε ή και εκφόβιζε τη γυναίκα, η οποία πολύ συχνά βρίσκεται σε θέση φυσικής ή και οικονομικής αδυναμίας σε σχέση με αυτόν».
Η έμφυλη βία, διαποτισμένη από τα στοιχεία του μισογυνισμού και της ανδρικής ανωτερότητας, έχει τις ρίζες της στο αίσθημα των ανδρών, της άσκησης και επιβολής ελέγχου προς τις γυναίκες. Συχνά οι γυναίκες είναι σκιαγραφημένες στον ανδρικό νου ως «κτήματα» και με βάση αυτό, οι άνδρες θεωρούν ότι έχουν απόλυτη δικαιοδοσία στο να ορίζουν τον τρόπο που αυτές ζουν και συμπεριφέρονται. Κατ’ επέκταση, όταν μια γυναίκα αποκλίνει από τον ενδεδειγμένο για τους άνδρες τρόπο, οι τελευταίοι τις…τιμωρούν, ενώ δεν σπανίζουν οι περιπτώσεις που τις επιρρίπτουν ακόμη και ευθύνες για τη συμπεριφορά τους: ότι, δηλαδή, εκείνες τους ανάγκασαν να φτάσουν στο σημείο να ασκήσουν βία.
Ελληνικά ΜΜΕ
Τα ΜΜΕ απολαμβάνουν το μονοπώλιο για το ποιες ειδήσεις θα βγουν στο φως της δημοσιότητας και κυρίως, το πώς αυτές θα παρουσιαστούν. Με μια φράση, έχουν τη δύναμη να σμιλεύουν αντιλήψεις.
Οι γυναικοκτονίες τείνουν να παρουσιάζονται από τα ΜΜΕ με πολύ συγκεκριμένους τρόπους. Φαίνεται να αποφεύγεται ο τονισμός των έμφυλων χαρακτηριστικών της βίας των γυναικών, που εκτείνεται μέχρι το αποτρόπαιο έγκλημα της γυναικοκτονίας. Τις περισσότερες φορές, παρουσιάζονται σαν γεγονότα που πλήττουν κατά κύριο λόγο ανθρώπους «διαφορετικούς» από το ευρύ κοινό, τονίζοντας, για παράδειγμα, τη φυλετική και θρησκευτική ταυτότητα, ή το κοινωνικό status του θύματος ή του θύτη.
Πέραν τούτου, τα ΜΜΕ εξακολουθούν να μην είναι αποδεσμευμένα από αφηγήματα που θέλουν το θύμα συνυπεύθυνο για τη βία που υπέστη, έστω κι αν αυτά εκφράζονται φαινομενικά χαριτολογώντας και με μια διάθεση ενσυναίσθησης προς τον θύτη. Έτσι, συχνά ο θύτης εμφανίζεται ως τραγικός πρωταγωνιστής, αντιμέτωπος με ψυχιατρικά προβλήματα ή άτομο που δεν έχει δώσει ποτέ ξανά δικαίωμα.
Το είδαμε να συμβαίνει αυτό πολλές φορές. Ενδεικτικό παράδειγμα, η τελευταίος βίαιος ξυλοδαρμός που μονοπωλεί τις τρέχουσες μέρες το τηλεοπτικό ενδιαφέρον, αυτός της κας Σοφίας Πολυζωγοπούλου από τον Απόστολο Λύτρα. Και σε αυτή την περίπτωση δεν έλειψαν τηλεοπτικές δηλώσεις όπως «έχει ανδρικά χαρακτηριστικά, παραδέχτηκε την πράξη του», «είδατε και τον ίδιο, είναι πολύ στεναχωρημένος», «μια καριέρα τόσο χτισμένη, καταστρέφεται», θαρρείς ότι οι επαγγελματικές προοπτικές του θύτη είναι πιο σημαντικές από το τραύμα του θύματος. Άλλες δηλώσεις: «(ο άνθρωπος αυτός) για να δείξει τέτοιο πράγμα, πάει να πει ότι έχει ψυχολογικό πρόβλημα», «ήταν η κακιά η ώρα που οδήγησε στο κακό χέρι», «η χώρα αυτή δεν έχει ζήσει Αναγέννηση, αλλά 400 χρόνια σκλαβιάς».
Πράγματι, βιώνουμε μια σκλαβιά ηθικής. Τέτοιες φράσεις κυριαρχούν στον δημόσιο λόγο, διαμορφώνοντας επικίνδυνες απόψεις και οιωνεί κακοποιητές, μοιράζουν ελαφρυντικά και επανατραυματίζουν τα θύματα. Πώς περιμένουμε να ενθαρρύνονται οι γυναίκες να σπάσουν τη σιωπή τους και τον φαύλο κύκλο της κακοποίησης όταν βιώνουν τέτοιες συμπεριφορές;
Η ενοχοποίηση του θύματος (victim blaming), φανερή ή λανθάνουσα, περιλαμβάνει εκτός από την αντίληψη ότι το θύμα έκανε κάτι και προκάλεσε τη βία που του ασκήθηκε, και την αντίληψη ότι φταίει που δεν φεύγει, παραβλέποντας όλους τους δομικούς, οικονομικούς και κοινωνικούς παράγοντες που αποτρέπουν τις γυναίκες από το να εγκαταλείψουν μια κακοποιητική σχέση. Η πολιτεία φαίνεται να αναμένει από τις γυναίκες να είναι δυναμικές και ανεξάρτητες προσωπικότητες, μέσα σε έναν κόσμο που συχνά τις καθιστά δέσμιες οικονομικά: δεν είναι λίγες οι φορές που μια γυναίκα θυσίασε την καριέρα της για να μεγαλώσει τα παιδιά της, πληρώνεται λιγότερο, αντιμετωπίζει μεγαλύτερα ποσοστά ανεργίας και έχει λιγότερες ευκαιρίες επαγγελματικής ανέλιξης.
Ακόμη κι αν υπό αυτές τις συνθήκες, βρει μια γυναίκα το θάρρος να καταγγείλει τον κακοποιητή της, η ιστορία δείχνει ότι τα αποτελέσματα παραμένουν τα ίδια. Ακόμη κι αν φύγει, τις περισσότερες φορές, βρίσκει τραγικό θάνατο. Έτσι, παρά τις διαβεβαιώσεις ότι η γυναικοκτονία της Κυριακής Γρίβα, στο πλατύσκαλο του Αστυνομικού Τμήματος των Αγίων Αναργύρων, την 1η Απριλίου, ήταν το αποκορύφωμα που θα οδηγούσε στην αλλαγή των υφιστάμενων πρωτοκόλλων, γίναμε ξανά μάρτυρες, μετρώντας την 7η γυναικοκτονία για το 2024, αυτή τη φορά στην Αλεξανδούπολη και με θύμα μια 73χρονη.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, η ελληνική πολιτεία περιορίζεται σε αφηγήματα για το υποτιθέμενο αποτελεσματικό δίκτυο προστασίας, που ολοκληρώνεται με το πολυδιαφημισμένο panic button, χωρίς κανείς να σκέφτεται ότι τα θύματα συχνά δεν προλαβαίνουν καν να προβούν στην ενεργοποίησή του. Κανείς δεν σκέφτεται ότι συχνά δεν έχουν ούτε τον έλεγχο του κινητού τους κι ότι φυσικά οι αστυνομικές αρχές δεν αποκρίνονται εγκαίρως.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, τα συμβουλευτικά κέντρα παραμένουν υποστελεχωμένα, τα αστυνομικά κέντρα κατά το δοκούν στελεχωμένα και οι ξενώνες φιλοξενίας εκλείπουν, με αποτέλεσμα οι γυναίκες να καταφεύγουν, αν έχουν αυτή την εναλλακτική, σε χώρους που είναι γνώριμοι στους κακοποιητές και επίδοξους γυναικοκτόνους τους.
Είναι επιτακτική η νομική, οικονομική, στεγαστική και ψυχολογική μέριμνα των θυμάτων. Επιτακτική είναι και η νομική κατοχύρωση του όρου «γυναικοκτονία», όπως έχει αναγνωριστεί σε τόσες ευρωπαϊκές χώρες και διεθνείς οργανισμούς, όχι επειδή οι γυναίκες είναι άλλο είδος, αλλά επειδή υπάρχουν εγκλήματα που διακρίνονται από συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, κι αν δεν αναγνωριστούν ως τέτοια, δεν θα μπορέσουν να αντιμετωπιστούν.
Ως πότε θα συζητάμε για τα ίδια;