Μολονότι οι γυναίκες αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 50% του παγκόσμιου εργατικού δυναμικού, οι μέσες αποδοχές τους παραμένουν σταθερά χαμηλότερες από εκείνες των ανδρών. Αν και η ίση αμοιβή για όμοια εργασία ή για εργασία ίσης αξίας, κατοχυρώθηκε ως θεμελιώδης αρχή στη Συνθήκη της Ρώμης το 1957, στην πραγματικότητα πρόκειται για κενό νόμου, καθώς η ρίζα του προβλήματος δεν είναι άλλη από την έμφυλη βία, στα πολλαπλά πρόσωπα της οποίας κρύβεται και το μισθολογικό χάσμα.
Τι είναι το έμφυλο μισθολογικό χάσμα
Το μισθολογικό χάσμα μεταξύ των φύλων είναι η διαφορά μεταξύ των μέσων ετήσιων αποδοχών ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες. Βασίζεται στους μισθούς που καταβάλλονται απευθείας στους εργαζόμενους πριν αφαιρεθεί ο φόρος εισοδήματος και οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης.
Με αφορμή την «Ημέρα Ίσης Αμοιβής» στις 15 Νοεμβρίου, η Κομισιόν ανακοίνωσε ότι η μισθολογική διαφορά έφτασε να αγγίζει το 13%. Τι σημαίνει αυτό; Για κάθε ευρώ που κερδίζει ένας άνδρας, μια γυναίκα κερδίζει μόλις 0,87 ευρώ: δηλαδή, οι αποδοχές τους είναι κατά μέσο όρο 13% χαμηλότερες ανά ώρα εργασίας από τους άνδρες, ενώ προκειμένου να γεφυρώσουν το μισθολογικό χάσμα, οι γυναίκες θα πρέπει να εργαστούν κατά μέσο όρο 1,5 μήνα παραπάνω.
Χαρακτηριστικές είναι οι μορφές των έμφυλων διακρίσεων που συναντά κανείς (γένος θηλυκού) στην αγορά εργασίας. Αφενός, πρόκειται για τη μισθολογική διάκριση, όταν, δηλαδή, παρά την ίδια θέση εργασίας και των εργασιακών υποχρεώσεων που αυτή συνεπάγεται, άνδρες και γυναίκες δεν αμείβονται το ίδιο. Αφετέρου, διακρίσεις παρατηρούνται και σε επίπεδο προσλήψεων και απολύσεων. Οι γυναίκες είθισται να είναι εκείνες που θα απολυθούν πρώτες και θα προσληφθούν τελευταίες.
Γιατί υπάρχουν έμφυλες μισθολογικές διαφορές
Όπως ήδη αναφέρθηκε, βασική αιτία του εν λόγω προβλήματος είναι η έμφυλη βία, η οποία συντηρείται στη βάση αναχρονιστικών, πατριαρχικών αντιλήψεων και στερεοτύπων. Για παράδειγμα, στην εικόνα ενός δυναμικού και ισχυρού άντρα, αντιπαραβάλλεται σταθερά η εικόνα μιας γυναίκας, που «είναι από τη φύση της» συναισθηματική, ευαίσθητη και συνεπώς λιγότερη ισχυρή. Για πολλούς, ακόμη και ανίσχυρη.
Στην πράξη, μια τέτοια αντίληψη στερεί από τις γυναίκες τη συμμετοχή σε πολλές θέσεις εργασίας και δη, σε ηγετικές θέσεις. Είναι γεγονός ότι παρά την αυξητική τάση που παρουσιάζει το ποσοστό των γυναικών σε ανώτερες διοικητικά θέσεις, εντούτοις, συνεχίζουν να υποεκροσωπούνται στην εργασιακή σφαίρα των παραδοσιακά ανδροκρατούμενων επιπέδων (επιχειρήσεις, πολιτική, επιστήμη, τεχνολογία). Σημειωτέον, τέτοιοι τομείς είθισται να συγκεντρώνουν και τις πιο υψηλές απολαβές. Στον αντίποδα, υπερεκπροσώπηση των γυναικών συναντάται σε κατηγορίες σχετικά χαμηλότερου εισοδήματος, όπως είναι ο χώρος των πωλήσεων και της εκπαίδευσης.
Άλλωστε, σε επίπεδο απαρχαιωμένων κοινωνικών προσταγών, οι γυναίκες είναι αυτές που επωμίζονται παραδοσιακά το βάρος για τη φροντίδα της οικογένειας. Ως εκ τούτου, δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που οδηγούνται σε θέσεις μερικής απασχόλησης. Μάλιστα, σύμφωνα με στοιχεία του 2022, σχεδόν μία στις τρεις γυναίκες (28%) εργάζεται με μερική απασχόληση, την ίδια στιγμή που το ποσοστό των ανδρών ανέρχεται μόλις στο 8%. Κάτι ανάλογο ισχύει και για την οικιακή εργασία, η οποία δεν είναι αμειβόμενη, παρέχεται κατεξοχήν από τις γυναίκες και σύμφωνα με μελέτες, εκτιμάται σε πάνω από 16 ώρες/βδομάδα.
Ξεχωριστή μνεία, στις μισθολογικές διαφορές στη βάση φυλετικών στερεοτύπων. Ο λόγος για τις διακρίσεις λόγω μητρότητας (motherhood pay gap), η οποία θα οδηγήσει τις γυναίκες σε απουσία από την εργασία τους για ένα διάστημα προκειμένου να αναθρέψουν το παιδί τους. Συνέπεια δεν μπορεί να είναι άλλη από τις χαμηλές απολαβές. Σε αυτό το σημείο δεν μπορεί παρά να γεννηθεί το ερώτημα: «γιατί και μέχρι πότε η κοινωνία θα επωμίζει τη γυναίκα με αυτές τις επιταγές;
Επιταγές που η κοινωνία δεν διστάζει να βαφτίσει «ιερότητα της μητρότητας», προκειμένου να αποδυναμώσει τη σιωπηλή επανάσταση της γυναίκας, μια επανάσταση που ξεκίνησε από τις αρχές του 19ου αιώνα, εκτυλίχτηκε αργά και έχει μέλλον. Κι ακόμη, πώς επιδρά και ποιον βαθμό η κρατική παρέμβαση και κοινωνική φροντίδα; Σε ποιον βαθμό είναι άραγε επιτεύξιμη –και επιτρεπτή- στην κοινωνία μας η διασταύρωση εργασίας και οικογένειας;»
Οι χαμηλές συγκριτικά με τους άνδρες απολαβές των γυναικών, δεν επηρεάζουν μόνο τη θέση τους στην αγορά εργασίας. Στους κόλπους τους καλλιεργούνται παράλληλα και ευρύτερες κοινωνικές παράμετροι, όπως τα αισθήματα ανασφάλειας, κατωτερότητας και μιας βαθιάς εξάρτησης των γυναικών από τους συζύγους τους. Ως εκ τούτου, οι άνδρες παραμένουν δεμένοι σε ένα αρχαίο νήμα ανωτερότητας και κυριαρχίας, βασιζόμενοι στο γεγονός ότι η ιστορία ποτέ δεν τους είπε τίποτα διαφορετικό.
Σε τελευταία ανάλυση, το αφήγημα πως οι μισθολογικές διαφορές έχουν τη βάση τους σε βιολογικές διαφορές δεν είναι παρά κοινωνικό κατασκεύασμα. Η καρδιά του προβλήματος καθρεφτίζεται στα στερεότυπα, στις κοινωνικές επιταγές, στην ίδια τη σχέση των ζευγαριών μέσα στο σπίτι: στον καταμερισμό της φροντίδας των παιδιών και των ηλικιωμένων, και της απλήρωτης οικιακής εργασίας, μέσα στην ίδια την οικογένεια. Με βάση αυτό, προκειμένου να επιτευχθεί ισότητα στην εργασία, καθίσταται αναγκαία προϋπόθεση η επίτευξη της ισότητας εντός της οικογένειας.