Το μπάσκετ σαν άθλημα έλαβε τεράστια αναγνώριση και απέκτησε αρκετούς οπαδούς μετά τον άθλο του 1987. Η κατάκτηση του Ευρωμπάσκετ έστρεψε πολλά νέα παιδιά στην καλαθοσφαίριση και από τότε άρχισε μία παράδοση με το άθλημα. Στα νεότερα χρόνια, η χρυσή φουρνιά Ελλήνων παικτών προσέφερε και άλλες επιτυχίες στην Ελλάδα, κατατάσσοντάς την ανάμεσα στις παραδοσιακές δυνάμεις του χώρου. Παρόμοιο κλίμα επικράτησε και στα εγχώρια πρωταθλήματα, με το επίπεδο του ανταγωνισμού να είναι υψηλό, ενώ δεν έλειψαν και οι διακρίσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο (Ευρωλίγκα).
Όμως, από το 2013 και ύστερα, τα αποτελέσματα των ελληνικών ομάδων στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις δεν είναι τα επιθυμητά. Συνολικά υπήρξαν 4 διαφορετικές περιπτώσεις κατά τις οποίες ελληνικές ομάδες βρέθηκαν σε κάποιον ευρωπαϊκό τελικό, έχοντας απολογισμό 1 νίκη (ΑΕΚ το 2018 στο Τσάμπιονς Λιγκ) και 3 ήττες (Ολυμπιακός το 2015 και το 2017 για την Ευρωλίγκα και ΑΕΚ το 2020 για το Τσάμπιονς Λιγκ).
Είναι γνωστό πως το ελληνικό μπάσκετ βρίσκεται σε ένα περίεργο τέλμα και οι ελληνικές ομάδες, πλέον, δεν αποτελούν σοβαρούς διεκδικητές για κάποιο ευρωπαϊκό τρόπαιο. Στο φαινόμενο αυτό συνέβαλε σημαντικά η μείωση των μπάτζετ των ελληνικών ομάδων – που ήταν απότοκο της γενικότερης μείωσης των αποδοχών τους – και την ενίσχυση ομάδων από άλλα πρωταθλήματα. Τα πιο ανταγωνιστικά είναι αδιαμφισβήτητα το τουρκικό και το ισπανικό.
Τα «πέτρινα» χρόνια του μπάσκετ φαίνεται πως σιγά-σιγά τελειώνουν, με τα πρώτα θετικά σημάδια να έρχονται από ομάδες όπως το Λαύριο, το Περιστέρι και ο Προμηθέας. Μετά από καιρό βρέθηκαν επενδυτές που θα δραστηροποιούνται στον χώρο του μπάσκετ, οδηγώντας αυτές τις ομάδες από την αφάνεια στην επιφάνεια. Μπορεί να τους λείπουν οι ευρωπαϊκές διακρίσεις, και να μην έχουν καταφέρει να σπάσουν το δίπολο Παναθηναϊκός-Ολυμπιακός, η σημαντική βελτίωση των ρόστερ τους όμως φέρνουν στην Ελλάδα προβολή, έσοδα, περισσότερη ποιότητα και αυξημένο ενδιαφέρον.
Αν σε αυτό το σημείο προσθέσουμε τις προσπάθειες που κάνει η ΑΕΚ, κυρίως, αλλά και οι υπόλοιπες ιστορικές ομάδες του θεσμού, δηλαδή ο ΠΑΟΚ και ο Άρης, μπορούμε να παρατηρήσουμε μία γενικότερη άνοδο του ελληνικού πρωταθλήματος. Αυτό βοηθάει και στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις, με τον Ολυμπιακό να έχει, ξανά, έναν πρωταγωνιστικό ρόλο στην Ευρωλίγκα, αλλά και την ΑΕΚ να έχει μία αξιοπρεπή πορεία στο Τσάμπιονς Λιγκ.
Ένα πρόβλημα με το μπάσκετ στην Ελλάδα είναι η υπερβολική στήριξη σε ξένους παίκτες. Βέβαια, αυτό δεν είναι ένα ελληνικό φαινόμενο αποκλειστικά, αλλά έχοντας δει μερικούς από τους καλύτερους Έλληνες παίκτες να προέρχονται από τα φυτώρια μικρότερων ομάδων, ίσως θα ήταν καλό να προβάλλονται περισσότερο οι μικρότερες κατηγορίες. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Γιάννη Αντετοκούνμπο, ο οποίος μετακόμισε στο NBA από ομάδα της δεύτερης κατηγορίας (Φιλαθλητικό).
Προφανώς το επίπεδο των ελληνικών ομάδων δεν είναι εκεί που βρισκόταν στις αρχές της δεκαετίας του 2010, αλλά φαίνεται να αλλάζει η τροχιά που είχε πάρει το ελληνικό μπάσκετ. Πρωτοβουλίες και επενδύσεις όπως αυτή του Προμηθέα, αλλά και των υπόλοιπων ομάδων, είναι απαραίτητες για την περαιτέρω βελτίωση του αθλήματος. Παράλληλα, με αυτόν τον τρόπο γίνεται πιο εύκολο να αναδειχθούν νέα ταλέντα, Έλληνες παίκτες που έχουν την προοπτική να διαπρέψουν σε μεγάλες ομάδες και την εθνική ομάδα.
Νομίζω πως απέχουμε λίγο καιρό μέχρι οι ελληνικές ομάδες να αποκτήσουν το χαμένο στάτους και την αίγλη τους, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουν γίνει βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση. Και η βελτίωση του επιπέδου του ελληνικού πρωταθλήματος θα έχει άμεσο αντίκτυπο στην «Επίσημη Αγαπημένη», η οποία θέλει να επιστρέψει στον πρωταγωνιστικό της ρόλο. Για αυτό και οι φίλαθλοι θα πρέπει να αγκαλιάσουν επιχειρήματα που μπορούν να αποδειχθούν σημαντικά για την εξέλιξη του συγκεκριμένου αθλητικού τομέα στην Ελλάδα.