Έφτασε λοιπόν, η ώρα για την αξιολόγηση των ταινιών που κυκλοφόρησαν μέσα στο 2021. Γιατί τώρα θα αναρωτηθεί εύλογα κάποιος, καθώς έχει φτάσει Απρίλιος, ενώ έχουν απονεμηθεί και τα Όσκαρ. Δύο είναι οι λόγοι που απαντούν στο συγκεκριμένο ερώτημα. Ο πρώτος είναι η καθυστερημένη κυκλοφορία ορισμένων ταινιών στις ελληνικές αίθουσες και ο δεύτερος, ο όγκος των ταινιών που χρειάστηκε ένα σημαντικό χρονικό διάστημα, για να καλυφθεί. Πάμε, λοιπόν, να δούμε ποιες ταινίες είχαν αυτό το κάτι την χρονιά που πέρασε. Να σημειωθεί ότι η λίστα που ακολουθεί, δεν αποτελεί ευαγγέλιο, ούτε έχει επηρεαστεί από την πρόσφατη απονομή των βραβείων της Ακαδημίας.
10. Licorice Pizza (Πίτσα Γλυκόριζα)
Υπόθεση: Το 1973 ο 15χρονος Gary γνωρίζει την 25χρονη Alana και μπλέκονται σε μία σειρά από γεγονότα που αλλάζουν την κοσμοθεωρία τους.
Άποψη: Ο Paul Thomas Anderson δεν σκηνοθετεί συχνά ταινίες, αλλά όταν το κάνει γνωρίζει τον τρόπο. Τέσσερα χρόνια μετά το εξαιρετικό Phantom Thread, το κύκνειο άσμα του Daniel Day-Lewis, ο πολύ σημαντικός αυτός κινηματογραφιστής επιστρέφει, αλλάζοντας εντελώς θεματολογία. Μέσα από τα μάτια ενός 15χρονου ο Anderson σχολιάζει την κοινωνικοπολιτική ζωή της Αμερικής κατά τη δεκαετία του 1970 με έντονα σαρκαστικά στοιχεία. Ο Cooper Hoffman, γιος του αδικοχαμένου και στενού φίλου του Anderson, Philip Seymour Hoffman, και η Alana Haim δημιουργούν ένα πολύ ταιριαστό και ευχάριστο δίδυμο, ο πρώτος ως ένας πολύ εύστροφος κομπιναδόρος, παρά την ηλικία του, και η δεύτερη ως η μπερδεμένη και αναποφάσιστη που προσπαθεί να βάλει σε τάξη τη ζωή της. Η σχέση τους παρουσιάζει πολλές ιδιαιτερότητες και περνάει από πολλά στάδια, ενώ παράλληλα ο κόσμος γύρω τους συνεχώς αλλάζει. Ο Anderson δεν ενδιαφέρεται για πολιτικές ορθότητες, δείχνει τα πράγματα όπως ακριβώς ήταν. Μικρές εμφανίσεις, όπως αυτές των Sean Penn, Tom Waits και κυρίως του απολαυστικού Bradley Cooper εντάσσονται σε αυτήν την πρόθεση του δημιουργού να δείξει την αθέατη πλευρά του Χόλιγουντ και τις ιδιαιτερότητες των πρωταγωνιστών της βιομηχανίας του θεάματος, ενώ η μουσική του Jonny Greenwood, συχνού συνεργάτη του Anderson, δίνει μία πολύ όμορφη καλλιτεχνική πινελιά.
9. Nightmare Alley (Το Μονοπάτι των Χαμένων Ψυχών)
Υπόθεση: Ένας άντρας με σκοτεινό παρελθόν εντάσσεται στο επιτελείο ενός τσίρκου. Αφού μυηθεί στα κόλπα και στην εκμετάλλευση ανθρώπων, θα εγκατασταθεί στη Νέα Υόρκη, προς αναζήτηση υποψήφιων θυμάτων.
Άποψη: Για πρώτη φορά στην καριέρα του, ο Guillermo Del Toro φαίνεται να αφήνει πίσω τις κουραστικές και ακατανόητες εμμονές και τα κολλήματά του με τα τέρατα και τον τρόμο. Στο Nightmare Alley, το οποίο βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του William Lyndsay Gresham, ο Μεξικανός δημιουργός πετυχαίνει διάνα με ένα άκρως υποβλητικό νουάρ, που παραπέμπει σε άλλες εποχές. Ο Bradley Cooper υποδύεται εδώ τον πρωταγωνιστή, έναν τυχοδιώκτη, χωρίς κανένα ηθικό φραγμό και ενδοιασμό και πείθει πλήρως για τους απώτερους σκοπούς και τα ιδιοτελή κίνητρα που θέλει πάση θυσία να εξυπηρετήσει. Δίπλα του στέκεται ένα φανταστικό καστ, με τους Willem Dafoe, Rooney Mara, Richard Jenkins, Toni Collette, Ron Perlman, David Strathairn, και τη σαγηνευτική Cate Blanchett να ξεχωρίζει ως femme fatale ψυχίατρος, με την παρουσία της να είναι εξέχουσας βαρύτητας για την εξέλιξη της πλοκής. Το μυστήριο, το απρόβλεπτο και η αβεβαιότητα για το τι ακολουθεί είναι τα βασικά στοιχεία της όλης ατμόσφαιρας, και τα οποία μεταδίδει με μαεστρία η κάμερα του Del Toro. Η μουσική του Nathan Johnson εντείνει την πίεση και παρατείνει την αγωνία σε κάθε σκηνή, ενώ η φωτογραφία του Dan Laustsen παντρεύει αρμονικά το κλίμα της εποχής με την ψυχοσύνθεση των χαρακτήρων. Κεντρικό θέμα είναι η ύβρις και η τιμωρία που έρχεται ανεξαιρέτως και κατακεραυνώνει τους κομπορρήμονες και τους αλαζόνες, όλους όσους θεωρούν τους εαυτούς υπεράνω κανόνων και καταδυναστεύουν κάθε έννοια σεβασμού και αξιοπρέπειας, με την τελευταία σκηνή να αποτυπώνει με γλαφυρό τρόπο τη μοίρα που επιφύλασσε το μονοπάτι που επέλεξε να διαβεί ο Stanton Carlisle του Bradley Cooper.
8. Dune
Υπόθεση: Στο μακρινό μέλλον η Αυτοκρατορία παίρνει τη διακυβέρνηση του πλανήτη από τον οίκο Harkkonen και τη δίνει στον οίκο Atreides. Μία προδοσία όμως, θα θέσει σε κίνδυνο τον οίκο Atreides και θα αναγκάσει τον διάδοχο του θρόνου, Paul, να εκπληρώσει το πεπρωμένο του.
Άποψη: Ο Denis Villeuneve είναι και επίσημα ο άρχοντας των ταινιών επιστημονικών φαντασίας. Μετά το Arrival και το Blade Runner 2049, o γνωστός Καναδός σκηνοθέτης ξεδιπλώνει ξανά το μοναδικό του ταλέντο στον κόσμο του sci-fi. Αυτή τη φορά, μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το μυθιστόρημα του Frank Herbert, το οποίο θεωρείται μέχρι και σήμερα το σπουδαιότερο βιβλίο επιστημονικής φαντασίας. Στο πρώτο αυτό μέρος από τα δύο, στα οποία έχει χωριστεί η ιστορία, όπως ακριβώς και στα βιβλία, ο Villeuneve επιστρατεύει ένα εκπληκτικό καστ, με ονόματα όπως ο Timothee Chalamet, η Rebecca Ferguson, ο Oscar Isaac, ο Josh Brolin, ο Jason Momoa, η Zendaya και ο Stellan Skarsgard και πλάθει έναν απίστευτα ρεαλιστικό κόσμο. Ο Chalamet ενσαρκώνει με απόλυτη επιτυχία τον Paul Atreides, τον πρωταγωνιστή και εκλεκτό του σύμπαντος του Herbert, ο οποίος πρέπει να ωριμάσει απότομα και να βρει τον δρόμο του. Μαζί με τη Ferguson, η οποία έχει το ρόλο της μητέρας του, αναδεικνύονται ως οι δύο βασικοί χαρακτήρες, το ταξίδι των οποίων ο θεατής ακολουθεί μετά την εκ των έσω προδοσία και τη διάλυση όλων όσων έχουν χτίσει. Η χημεία μεταξύ των δύο ηθοποιών είναι από τα πολύ θετικά σημεία της ταινίας, με την Ferguson να ξεχωρίζει λίγο παραπάνω με το υποκριτικό της ταλέντο ως η μάνα που πρέπει να προστατέψει το γιο της από τις διάφορες απειλές που συνεχώς εμφανίζονται. Αν και η ταινία πλησιάζει τις 2,5 ώρες, ο Villeuneve ξετυλίγει αριστοτεχνικά το κουβάρι της υπόθεσης. Μικρά ή μεγάλα ερωτήματα για την έκβαση ορισμένων γεγονότων και τη μοίρα κάποιων χαρακτήρων υπάρχουν, αφήνονται εσκεμμένα αναπάντητα όμως, καθώς θα αναπτυχθούν στο δεύτερο μέρος. Τα ειδικά εφέ και ο ήχος είναι αψεγάδιαστα, αναγάγοντας το Dune σε ένα οπτικό και ακουστικό υπερθέαμα.
7. King Richard (Η Μέθοδος των Γουίλιαμς)
Υπόθεση: Έχοντας φτιάξει ένα τέλειο σενάριο, πριν καν γεννηθούν, ο Richard Williams, βάζει σκοπό της ζωής του να μετατρέψει τις δύο του κόρες σε κορυφαίες τενίστριες.
Άποψη: Οι βιογραφικές ταινίες παρουσιάζουν πάντα μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς το γεγονός ότι πρόκειται για αληθινές ιστορίες με υπαρκτά πρόσωπα δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για σύνδεση του θεατή με τους πρωταγωνιστές. Στο King Richard ο Will Smith ενσαρκώνει τον μεγαλομανή και φιλόδοξο πατέρα των Venus και Serena Williams, δύο εκ των καλύτερων τενιστριών στην ιστορία του αθλήματος. Έχοντας αποδείξει στο παρελθόν ότι οι βιογραφικοί ρόλοι του ταιριάζουν (αρκεί να θυμηθεί κανείς τις ταινίες Ali και Το Κυνήγι της Ευτυχίας), ο γνωστός ηθοποιός φέρνει στην οθόνη με ακρίβεια έναν ιδιόρρυθμο και ιδιαίτερο άνθρωπο, οι απαιτήσεις του οποίου εύκολα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν εξωπραγματικές. Παρόλα αυτά, δεν πρόκειται για έναν χαρακτήρα άτεγκτο, αλλά για έναν πατέρα που πάντα ήταν εκεί, για να δώσει θάρρος, να παρακινήσει, να μορφώσει, αλλά και να κάνει μεγαλώσει τις κόρες του με αρχές και αξίες. Συχνά αντικοινωνικός και οξύθυμος, ο Richard Williams του Will Smith δεν συμβιβάζεται, ακόμη και αν αυτό τον καθιστά αντιπαθή, έναν πραγματικό «πονοκέφαλο» για όσους συναναστρέφονται μαζί του. Ο Reinaldo Marcus Green στην σκηνοθεσία, αν και σχετικά άγνωστος, καταφέρνει να βρει την κατάλληλη ισορροπία ανάμεσα στο αθλητικό και το ανθρώπινο κομμάτι, ενώ παράλληλα προσφέρει και κάποιες πολύ όμορφα γυρισμένες σκηνές στους αγώνες του τένις.
6. The Tragedy of Macbeth
Υπόθεση: Τρεις μάγισσες προσεγγίζουν το λόρδο Macbeth, ο οποίος επιστρέφει στην Σκωτία έπειτα από μία νικηφόρο εκστρατεία και του ανακοινώνουν ότι θα γίνει βασιλιάς. Εκείνος τυφλωμένος από τη δίψα του για εξουσία, σκοτώνει το νόμιμο βασιλιά και σφετερίζεται τον θρόνο. Το τίμημα όμως είναι βαρύ και η παράνοια θα αρχίσει να στοιχειώνει τις μέρες του.
Άποψη: Η εξουσία διαφθείρει και η απόλυτη εξουσία διαφθείρει απόλυτα. Αυτή η φράση αρμόζει στον χαρακτήρα που εμπνεύστηκε πολλά χρόνια ο William Shakespeare. Για πρώτη φορά ο Joel Coen υπογράφει το σενάριο και την σκηνοθεσία, χωρίς τη συμμετοχή του αδερφού και για πολλά χρόνια συνοδοιπόρου του, Ethan, έπειτα από το καλλιτεχνικό τους διαζύγιο. Στο The Tragedy of Macbeth o ευφυής αυτός δημιουργός επιλέγει να ακολουθήσει μία μινιμαλιστική οπτική και να φέρει στο επίκεντρο τους χαρακτήρες, χωρίς εντυπωσιακούς σκηνικούς περισπασμούς. Η θεατρικότητα των σκηνικών είναι μία δυνατή σκηνοθετική παρέμβαση, η οποία αναδεικνύει την ποιητική σημασία και υπόσταση της ιστορίας. Στον πρωταγωνιστικό ρόλο συναντάμε έναν από τους καλύτερους ηθοποιούς όλων των εποχών, τον σπουδαίο Denzel Washington. Όπως πάντα, ο Washington είναι απολαυστικός και ανεβάζει κατά πολύ τη γενική εικόνα του θεατή, καθώς και το επίπεδο της ταινίας. Δίπλα του βρίσκεται η Frances McDormand, σύζυγος του Joel Coen στην πραγματική ζωή, η οποία ενσαρκώνει άψογα τον χαρακτήρα της μηχανορράφου γυναίκας του και η οποία κινεί τα νήματα και καθοδηγεί τον άνδρα της από τα παρασκήνια. Γενικότερα, οι ερμηνείες είναι όλες πολύ καλές και απογειώνουν την ταινία, η οποία χωρίς τεχνάσματα και περιττούς και ανούσιους εντυπωσιασμούς καταπιάνεται με την μεθυστική επίδραση της εξουσίας και της απόκτησης δύναμης, κάνοντας μία βαθιά βουτιά στη σκοτεινή πλευρά που όλοι οι άνθρωποι κρύβουν.
5. The Green Knight (Ο Πράσινος Ιππότης)
Υπόθεση: Τη νύχτα των Χριστουγέννων ο Πράσινος Ιππότης εισέρχεται στο παλάτι του βασιλιά Αρθούρου και προκαλεί τους ιππότες να συμμετάσχουν σε ένα παιχνίδι. Ο Sir Gawain, ανιψιός του Αρθούρου, αποδέχεται την πρόκληση, χωρίς όμως να έχει αντιληφθεί το τίμημα της απόφασής του.
Άποψη: Βασισμένη στο ποίημα του 14ου αιώνα Sir Gawain and the Green Knight η ταινία αφηγείται το ταξίδι του ήρωά μας μέχρι την εκπλήρωση της υπόσχεσης στον Πράσινο Ιππότη. Πρόκειται για μία πολύ πιστή απόδοση, η οποία ξεδιπλώνεται με τρόπο μοναδικό και αξιοθαύμαστο από τον David Lowery. Ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης της ταινίας επιτυγχάνει να συνδυάσει τη φαντασία και τη λογική, δημιουργώντας μία τρομερά έντονη ατμόσφαιρα, η οποία απογειώνεται από τη μοναδική φωτογραφία του Andrew Droz Palermo. Πραγματικά το αισθητικό κομμάτι της ταινίας είναι αψεγάδιαστο, με τα χρώματα της ταινίας να αντανακλούν πλήρως τόσο το κλίμα της εποχής και της ταινίας, αλλά και την ιδιοσυγκρασία και τον εσωτερικό κόσμο των χαρακτήρων. Παράλληλα ο Daniel Hart με τη μουσική του αφουγκράζεται απόλυτα το όραμα του Lowery. Ο Dev Patel στον πρωταγωνιστικό ρόλο δίνει μία εξαιρετική ερμηνεία, αποδεικνύοντας ότι είναι ένας ιδιαίτερα ταλαντούχος ηθοποιός, καθώς πείθει στο έπακρο τον θεατή για το ταξίδι του ήρωα που υποδύεται, ένα ταξίδι αυτογνωσίας και ενδοσκόπησης, ενώ και το υπόλοιπο καστ είναι πολύ καλό. Οι αλληγορικές αναφορές είναι εμφανείς σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, με τη μεγαλομανία του ανθρώπου να είναι η πιο τρανταχτή, όσο βλέπουμε τον πρωταγωνιστή να προσπαθεί να επιβιώσει, να ξεπεράσει τα εμπόδια που ορθώνονται στο διάβα του και να φανεί αντάξιος των προσδοκιών.
4. Belfast
Υπόθεση: Στο Μπέλφαστ του 1969, εν μέσω εντάσεων και ταραχών, ο εννιάχρονος Buddy προσπαθεί να συνειδητοποιήσει το τι συμβαίνει γύρω του, την στιγμή που οι γονείς του καλούνται να πάρουν μία δύσκολη απόφαση.
Άποψη: Βασισμένος στις δικές του εμπειρίες, ο σκηνοθέτης Kenneth Branagh μας αφηγείται τα παιδικά του χρόνια. Στην πιο προσωπική του ταινία, ο γνωστός δημιουργός μας μεταφέρει στην ιδιαίτερη πατρίδα του, εκεί όπου γεννήθηκε και έζησε μέχρι τη μετακόμισή του στην Αγγλία. Στην κορυφαία στιγμή της μέχρι τώρα καριέρας του, ο Branagh περιγράφει με νοσταλγικό, αλλά συνάμα αισιόδοξο τόνο όλα τα όνειρα, τις ελπίδες, τα ερεθίσματα, τους προβληματισμούς ενός εννιάχρονου αγοριού, το πώς το σχολείο επιδρά στην ψυχική του ωρίμανση, τη θέλησή του να ενσωματωθεί και να γίνει αποδεκτό στην κοινωνία των συνομήλικών του. Μικρός, αλλά έξυπνος και γεμάτος ενέργεια, ο Buddy αδυνατεί να καταλάβει τον λόγο των επεισοδίων και των επιθέσεων που διαταράσσουν την ήρεμη ζωή της γειτονιάς του, τον διαχωρισμό των Καθολικών και των Προτεσταντών, ο οποίος βασανίζει μέχρι και σήμερα τη Βόρεια Ιρλανδία. Μέσα από τα αθώα μάτια του παιδιού που κάποτε ήταν, ο Kenneth Branagh προσπαθεί να βρει πειστική απάντηση στο γιατί, ακόμη και αν τέτοια δεν φαίνεται να υπάρχει. Αν και η ταινία είναι γυρισμένη σε ασπρόμαυρο φόντο, τα πλάνα του δημιουργού μεταδίδουν μία υπέροχη ζεστασιά και μία θέρμη που διαπερνούν τις καρδιές των θεατών και τους ωθούν να θυμηθούν τις δικές τους παιδικές αναμνήσεις και τις όμορφες οικογενειακές στιγμές. Ο πρωτοεμφανιζόμενος Jude Hill είναι απολαυστικός ως Buddy, ενώ οι Jamie Dornan (ως ο πατέρας), Caitriona Balfe (ως η μητέρα), Judi Dench (ως η γιαγιά), Ciaran Hinds (ως ο παππούς) πλαισιώνουν τον νεαρό πρωταγωνιστή, όλοι με τις δικές τους ωραίες ατάκες και τη δική τους ξεχωριστή συμβολή στη ζωή του μικρού ήρωα. Τέλος, ειδική αναφορά πρέπει να γίνει και στη μουσική του μοναδικού Van Morrison, με τραγούδια που μαγεύουν και παρασύρουν τον θεατή να τα τραγουδήσει.
3. Don’t Look Up (Μην Κοιτάτε Πάνω)
Υπόθεση: Όταν ένας επικίνδυνος κομήτης πλησιάζει τη γη, ένας καθηγητής αστρονομίας και μία διδακτορική φοιτήτρια προσπαθούν να ενημερώσουν την Πρόεδρο για την επικείμενη απειλή, αντιμετωπίζονται όμως με χλεύη και απάθεια.
Άποψη: Και πού δεν ασκεί κριτική με αυτή την ταινία ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης Adam McKay; Έχοντας στη διάθεσή του ένα απίστευτο καστ, με ονόματα όπως ο Leonardo DiCaprio, η Jennifer Lawrence, η Meryl Streep, η Cate Blanchett, ο Jonah Hill και πολλούς άλλους ο γνωστός δημιουργός διακωμωδεί και στηλιτεύει όλα τα κακώς κείμενα του 21ου πρώτου αιώνα. Είναι πραγματικά απίστευτο το πόσο επίκαιρο είναι το Don’t Look Up, λόγω και της πανδημίας του κορονοϊού και τα προβλήματα που ταλανίζουν τον κόσμο εξαιτίας αυτής. Η αδιαφορία της πολιτικής ηγεσίας, η ψηφοθηρία, οι εξωφρενικά παράλογες θεωρίες συνομωσίας, η περιφρόνηση της επιστημονικής κοινότητας, η αναξιοπρέπεια των δημοσιογράφων, η εστίαση της προσοχής των νέων σε ανόητες «ειδήσεις» είναι μόνο μερικά από τα πολλά επιμέρους κομμάτια που το σενάριο θίγει, με τον McKay να κατακεραυνώνει όσους ανήκουν σε μία (ή και σε όλες) τις προαναφερθείσες κατηγορίες. Οι βασικοί πρωταγωνιστές, Leonardo DiCaprio και Jennifer Lawrence, είναι αυτοί που επιφορτίζονται την αποστολή της ενημέρωσης της ανθρωπότητας, γρήγορα όμως παρασύρονται και αυτοί στον κόσμο της παραφροσύνης και των πειρασμών της δημοσιότητας. Αντίπαλός τους δεν είναι μόνο ο χρόνος, αλλά και η προπαγάνδα που αναδύεται και λειτουργεί αποπροσανατολιστικά, ωραιοποιώντας ή και διαστρεβλώνοντας καταστάσεις. Όπως και η προηγούμενη ταινία του Adam McKay, το αριστουργηματικό Vice με τον Christian Bale, έτσι και το Don’t Look Up συνδυάζει τη σάτιρα με τα δραματικά στοιχεία, για να φέρει στην οθόνη ένα αποτέλεσμα που θυμίζει κλαυσίγελο και αφήνει πολλά ερωτήματα για το πώς αντιλαμβάνεται πολύς κόσμος αυτά που συμβαίνουν γύρω του. Υποκριτικά όλοι είναι άψογοι, αν υπάρχει όμως κάποιος που πρέπει να ξεχωρίσουμε, αυτός είναι ο Jonah Hill στο ρόλο του γλοιώδη Αντιπροέδρου και γιου της Προέδρου.
2. The Last Duel (Η Τελευταία Μονομαχία)
Υπόθεση: Στο Παρίσι του 1386 ο Jean de Carrouges κατηγορεί τον πρώην φίλο του, Jacques Le Gris, για τον βιασμό της γυναίκας του. Για να λύσουν τις διαφορές τους συμφωνούν να αναμετρηθούν μέχρι θανάτου και στις 29 Δεκεμβρίου θα λάβει μέρος η τελευταία επίσημη καταγεγραμμένη μονομαχία στη Γαλλία.
Άποψη: Τι και αν έχει φτάσει στα 84; Ο Ridley Scott συνεχίζει να μας χαρίζει αριστουργήματα και το The Last Duel δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση. Διαθέτοντας δύο φανταστικούς ηθοποιούς στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, ο τρεις φορές υποψήφιος για Όσκαρ σκηνοθέτης εναρμονίζει το σήμερα με το τότε και παρουσιάζει την εποχή των ιπποτών όπως πραγματικά ήταν και όχι όπως πολλοί φαντάζονται ή πιστεύουν ότι ήταν, ενώ παράλληλα διατηρεί το σασπένς σε υψηλά επίπεδα. Το πραγματικό σημείο-κλειδί του όλου εγχειρήματος είναι ο χωρισμός του σεναρίου σε τρεις διαφορετικές ιστορίες. Έτσι, βλέπουμε την εκδοχή του κάθε ενός εκ των τριών πρωταγωνιστών, μέχρι να φτάσουμε στην αλήθεια του θύματος. Οι Matt Damon και Adam Driver δίνουν δύο εκπληκτικές ερμηνείες, όμως η πραγματική αποκάλυψη είναι η Jodie Comer, ως γυναίκα του πρώτου, που μάχεται για τη ζωή της ενάντια στο κατεστημένο και στην κοινή γνώμη, ορθώνει το ανάστημά της, για να υπερασπιστεί την αξιοπρέπειά της, αλλά κυρίως την αξιοπρέπεια και θέση όλων των γυναικών, απέναντι σε ακραίες και παράλογες πεποιθήσεις. Τα χρώματα είναι μουντά, όπως και τα κίνητρα των χαρακτήρων, ενώ η μουσική είναι άλλοτε επική και άλλοτε ανατριχιαστικά ήρεμη. Αν και η ταινία πραγματεύεται ένα πολύ σοβαρό θέμα, δεν λείπουν και οι αστείες σκηνές, στις οποίες πρωτοστατεί ο χαρακτήρας του Ben Affleck. Ο Ridley Scott κρατάει καθηλωμένο τον θεατή σε όλη τη διάρκεια και τον αποζημιώνει στο τέλος με την απίστευτη τελική μονομαχία, η έκβαση της οποίας μόνο δεδομένη δεν μπορεί να θεωρείται.
1.The Power of the Dog (Η Εξουσία του Σκύλου)
Υπόθεση: Στη Μοντάνα του 1925, δύο αδέρφια ιδιοκτήτες ενός ράντσου, θα δουν τη σχέση τους να διαταράσσεται, μετά το γάμο του μικρότερου με μία γυναίκα και τη μετακόμιση αυτής και του γιου τους στο ράντσο.
Άποψη: Δεν χρειαζόταν αυτή η ταινία, για να καταλάβουμε πόσο ταλαντούχος είναι ο Benedict Cumberbatch. Το The Power of the Dog αποτελεί απλά μία υπενθύμιση και επίρρωση της παραπάνω πρότασης. Ο Άγγλος ηθοποιός δίνει εδώ μία από τις καλύτερες ερμηνείες όχι μόνο της μέχρι τώρα καριέρας του, αν όχι την καλύτερη, αλλά και μία από τις πιο επιβλητικές των τελευταίων χρόνων. Ο χαρακτήρας του είναι μισάνθρωπος, σαδιστής, προσπαθεί με κάθε τρόπο να μετατρέψει σε εφιάλτη τον ερχομό της γυναίκας του αδερφού του και του γιου της. Η κάμερα της Jane Campion είναι πάντα εκεί, για να μεταδώσει τις σκέψεις, τα κίνητρα, την απελπισία ενίοτε των χαρακτήρων, δένοντας αρμονικά με την υποβλητική μουσική του Jonny Greenwood. Δίπλα στον Cumberbatch στέκονται επάξια οι Jesse Plemons, Kirsten Dunst και Kodi Smit-McPhee, με τον καθένα να υπηρετεί άψογα τον ρόλο που έχει αναλάβει, συνθέτοντας ένα εντυπωσιακό πλέγμα σχέσεων. Το σενάριο εστιάζει στην ανάπτυξη των χαρακτήρων και το πώς αυτοί αλληλεπιδρούν, χωρίς εξάρσεις. Αργά, μα σταθερά, και με ποιητικά πλάνα η Campion χτίζει ένα περιβάλλον, πίσω από την ηρεμία του οποίου, κρύβεται ένας κόσμος έτοιμος να εκραγεί. Μπορεί ο Cumberbatch να κλέβει την παράσταση, όμως το The Power of the Dog είναι στο σύνολό του ένα πραγματικό αριστούργημα, που εξερευνά την ίδια τη φύση του ανθρώπου.