Οι 10 καλύτερες ταινίες του 2024

Η αλήθεια είναι ότι η περσινή χρονιά δεν ήταν άρτια ή ιδιαίτερα παραγωγική από άποψη ποιότητας όσον αφορά τον τομέα του κινηματογράφου, κάτι που εξηγείται, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς την πολύμηνη απεργία των σεναριογράφων. Πολλές παραγωγές πήγαν πίσω, άλλες δεν έχουν ακόμη καρποφορήσει, ενώ μερικές βγήκαν πιο γρήγορα από το αναμενόμενο, έτσι ώστε να καλυφθεί το κενό στην αγορά.

Παρόλα αυτά, υπήρξαν αξιόλογες προσπάθειες και ήρθε η ώρα να κάνουμε μία αξιολόγηση των όσων είδαμε για το έτος, που πέρασε. Όπως κάθε χρόνο η καθυστέρηση οφείλεται στη διαφορετική προβολή των ταινιών στην Ελλάδα και στον χρόνο που απαιτείται για τη θέασή τους.

 

  1. Dune: Part Two (Dune: Μέρος Δεύτερο)

Πηγή: primevideo.com

Υπόθεση: Μετά την καταστροφή του οίκου του από τους Harkkonen, ο Paul Atreides καταφεύγει στον Arrakis. Εκεί παίρνει τους Fremmen με το μέρος του και σχεδιάζει την ανασύνταξή του, ενώ οι Harkkonen συνεχίζουν την προσπάθειά εξόντωσής τους.

Άποψη: Δεν είναι πολλά τα sequel, που ξεπερνάνε την πρώτη ταινία. Για την ακρίβεια, είναι ελάχιστα, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τον «Εξολοθρευτή: Μέρα Κρίσης», που θριάμβευσε έναντι του προκατόχου του σε κάθε τομέα. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και εδώ με το δεύτερο μέρος του Dune. Αφού στην πρώτη ταινία, ο Denis Villeneuve άπλωσε τα πιόνια στη σκακιέρα και εισήγαγε τον θεατή στον δυστοπικό κόσμο του Frank Herbert, τώρα εντρυφά με αυτοπεποίθηση και άνεση στη συνέχεια της ιστορίας, αναπτύσσοντας τους ήδη υπάρχοντες χαρακτήρες και φέρνοντας νέους, χωρίς ποτέ όμως να χαθεί η απαραίτητη ισορροπία.

Τα κοντινά, στα όρια του ασφυκτικού, πλάνα στην αρχή της εμφάνισης του φοβισμένου και ανασφαλή Paul Atreides του Timothée Chalamet σταδιακά ανοίγουν, γίνονται πιο σταθερά, καθώς ο Paul γίνεται πιο δυναμικός και διεκδικητικός, αρχίζει να αφουγκράζεται και να αγκαλιάζει το πεπρωμένο του, γεμίζει αυτοπεποίθηση και αλαζονεία, χειραγωγεί τους γύρω του, για να εξυπηρετήσει τα κίνητρά του.

Η μεγάλη αποκάλυψη της ταινίας όμως, είναι ο Austin Butler. Τον γνωρίσαμε ως Elvis Presley στην βιογραφική ταινία του βασιλιά και εδώ μεταμορφώνεται και παραδίδει μία τρομερή ερμηνεία, υποδυόμενος έναν χαρακτήρα παρανοϊκό, ψυχωτικό, τόσο διαστροφικό, που και οι ίδιοι οι ακόλουθοί του τρέμουν, δείγμα της υποκριτικής του κλάσης. Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και όλοι οι υπόλοιποι ηθοποιοί, με τη Rebecca Ferguson να συνεχίζει το κρεσέντο, που ξεκίνησε στην πρώτη ταινία, ενώ άκρως διασκεδαστικός είναι και ο Javier Bardem στον ρόλο του Stilgar, ο οποίος λειτουργεί ως μέντορας, προσφέροντας και μερικές αστείες ατάκες.

Στο ήδη υπέρλαμπρο υπάρχον καστ, προστίθενται ο καταξιωμένος Christopher Walken και η Florence Pugh, που υποδύονται τον αυτοκράτορα και την κόρη του αντίστοιχα. Τα εφέ είναι αψεγάδιαστα, ενώ όσον αφορά τη μουσική, γίνεται να μην είναι επιβλητική, όταν την έχει επιμεληθεί ο Hans Zimmer;

 

  1. The Substance (Το Ελιξίριο της Νιότης)

Πηγή: npr.org

Υπόθεση: Την ημέρα των πεντηκοστών γενεθλίων της, μία καταξιωμένη ηθοποιός, που πλέον παρουσιάζει μία επιτυχημένη εκπομπή στην τηλεόραση, ενημερώνεται από το αφεντικό της, ότι προτίθεται να την αντικαταστήσει, λόγω της ηλικίας της. Θολωμένη και απελπισμένη, αποφασίζει να δοκιμάσει ένα ελιξίριο, το οποίο εγγυάται νεότητα, αγνοώντας το κόστος της επιλογής της.

Άποψη: Λίγοι θα περίμεναν, ότι η Demi Moore θα μπορούσε να δώσει μία τέτοια ερμηνεία. Ή μάλλον ελάχιστοι. Και όμως στο «The Substance», η Moore δίνει μακράν την κορυφαία ερμηνεία της καριέρας της, ερμηνεία γεμάτη νεύρο, πάθος και ένταση. Δεν πρόκειται όμως για έναν απλό χαρακτήρα. Η Elizabeth Sparkle της Moore είναι όλες εκείνες οι γυναίκες του Hollywood, που έχουν πέσει θύμα της τυχοδιωκτικής και νιχιλιστικής προσέγγισης και εξοστρακίζονται βιαίως από τη βιομηχανία, όταν θεωρούνται πλέον μεγάλες, για να ικανοποιήσουν την πλεονεξία και απληστία των ιθυνόντων, όπως ακριβώς συνέβη και στην ίδια.

Η Coralie Fargeat στο σενάριο και τη σκηνοθεσία θέλει να κάνει θόρυβο, κατακεραυνώνει τον αδηφάγο και αριβιστικό χαρακτήρα του Hollywood σε κάθε του μορφή και βαθμίδα, εξαπολύει την οργή της στα πρότυπα ομορφιάς που έχουν κατακλύσει την καθημερινότητα και διαφεντεύουν τον κόσμο. Το άλλο μισό της Moore είναι η Margaret Qualley, η πιο νέα, αέρινη και φιλόδοξη Elizabeth Sparkle, η οποία μαγεύεται από όλους τους πειρασμούς και τις ανέσεις της ανόδου της και σταδιακά αρχίζει να γίνεται όλο πιο διεκδικητική και αυταρχική, αψηφώντας κάθε έννοια ισορροπίας του ελιξιρίου και επιδεικνύοντας μία τεράστια δίψα για περισσότερη αναγνώριση.

Ο τρόμος και το γκροτέσκο πηγάζουν από τη διάβρωση του χαρακτήρα και την ηθική κατάπτωση των χαρακτήρων μέσα από τις περιστάσεις και τις αποφάσεις και μοιραία οδηγούν στην πτώση.

 

  1. Sing Sing (Η Παράσταση του Σινγκ Σινγκ)

Πηγή: apnews.com

Υπόθεση: Στην υψίστης ασφαλείας φυλακή Sing Sing, οι κρατούμενοι βρίσκουν διέξοδο από τη σκληρή πραγματικότητα μέσω της θεατρικής ομάδας της φυλακής.

Άποψη: Οι περισσότερες ταινίες, οι οποίες διαδραματίζονται σε φυλακές, παρουσιάζουν τη σκληρότητα και την εξαχρείωση που υφίστανται οι κρατούμενοι και τις προσπάθειές τους να δραπετεύσουν, όπως η «Απόδραση από το Αλκατράζ» με τον Clint Eastwood, ενώ άλλες σε συνδυασμό με τα προαναφερθέντα, υμνούν την φιλία, όπως η «Τελευταία Έξοδος: Ρίτα Χέιγουρθ». Πάντα όμως βασικός άξονας αυτών των ταινία είναι η ελπίδα και προσδοκία για απόδραση και ενίοτε η επιτυχία μία τέτοιας πράξης.

Το Sing Sing πρωτοτυπεί και φέρνει στο επίκεντρο της προσοχής μας μία φυλακή, η οποία αγκαλιάζει έννοιες όπως ο σωφρονισμός, η επανένταξη και η φιλία και δημιουργεί ένα υπέροχο αμάλγαμα για το πώς θα έπρεπε να λειτουργούν όλα τα ιδρύματα αυτού του τύπου. Οι κρατούμενοι όχι απλά αποδέχονται και συμφιλιώνονται με το παρελθόν τους, αλλά ανακαλύπτουν τη φαντασία και τη δημιουργικότητά τους, επενδύουν στην καλλιτεχνική τους πλευρά, συνάπτουν δεσμούς φιλίας, δείχνουν την αλληλεγγύη τους, στηρίζοντας ο ένας τον άλλον, για να βελτιωθούν, να μάθουν από τα λάθη τους και να προχωρήσουν, βρίσκουν μία διέξοδο από το βάρος της συνείδησής τους.

Το γεγονός ότι ο σκηνοθέτης Greg Kwedar επιλέγει να στελεχώσει τους επαγγελματίες ηθοποιούς με ανθρώπους, οι οποίοι πράγματι υπήρξαν κρατούμενοι και συμμετείχαν σε αυτό το πρόγραμμα, προσδίδει έναν έξτρα ρεαλισμό, αφού γνωρίζουν ακριβώς τι σημαίνει για αυτούς η παρουσία τους εκεί. Παρά όμως την πιο θετική νότα, σε κανένα σημείο δεν υπάρχει πρόθεση εξιδανίκευσης και ωραιοποίησης της κατάστασης, αντίθετα το δραματικό στοιχείο είναι πάντα παρόν, για να θυμίσει την αληθινή διάσταση.

 

  1. Small Things like These (Μικρά Πράγματα σαν Αυτά)

Πηγή: avopolis.gr

Υπόθεση: Σε μία μικρή πόλη στην Ιρλανδία του 1985, ο Bill Furlong, οικογενειάρχης και έμπορος κάρβουνων, προσπαθεί να βγάλει τα προς το ζην. Ένα βράδυ επισκέπτεται το τοπικό μοναστήρι για μία παράδοση και στην αποθήκη του οποίου βρίσκεται μία νεαρή κοπέλα σε συνθήκες αιχμαλωσίας.

Άποψη: Στην πρώτη του ταινία μετά το Όσκαρ για το Oppenheimer, ο Cillian Murphy παραδίδει μία ακόμη καθηλωτική ερμηνεία. Στο «Μικρά Πράγματα σαν Αυτά» ο χαρισματικός ηθοποιός υποδύεται έναν απλό, καθημερινό άνθρωπο, που παλεύει να προσφέρει στην οικογένειά του, βρίσκεται όμως και σε ένα πολύ μεγάλο δίλημμα σχετικά με τον κώδικα αξιών και κυρίως την ανθρωπιά του.

Αυτή η εσωτερική πάλη αποτυπώνεται όχι με εξάρσεις και φωνές, αλλά με την αξιοποίηση των εκφράσεων του προσώπου του Murphy και κυρίως των ματιών του και των συναισθημάτων που αυτά μεταδίδουν. Παρόλο που θέλει να ζήσει ήρεμα και μακριά από προβλήματα, δεν μπορεί να μείνει αμέτοχος, δεν μπορεί να στείλει αυτό το μήνυμα στα παιδιά του, θέλει να κάνει το σωστό, το ηθικό, αλλά κυρίως το ανθρώπινο, ακόμη και όταν πρόκειται για μία μικρή πόλη, για μία χώρα και μία κοινωνία δέσμια και υποταγμένη στην εκκλησία, ακόμη και αν πρέπει να πάει κόντρα στην ίδια του την πίστη, για να αποδείξει την πίστη του.

Χρώματα σκοτεινά, άψυχα, πλάνα που ενίοτε αποπνέουν θλίψη και πεσιμισμό έρχονται στο επίκεντρο, με την Emily Watson, που υποδύεται την ηγουμένη του μοναστηριού να εκπροσωπεί την αυταρχικότητα και την εξουσία της εκκλησίας, που υπαγορεύει τις ζωές των μικρών κοινωνιών και να ενσταλάζει τον φόβο με τη δεσποτική της παρουσία.

 

  1. Anora

Πηγή: rottentomatoes.com

Υπόθεση: Η Ανόρα, μία νεαρή ιερόδουλη, γνωρίζει τον γιο ενός πλούσιου Ρώσου ολιγάρχη και σύντομα παντρεύονται και ζει το απόλυτο παραμύθι, μέχρι τη στιγμή που το μαθαίνουν οι γονείς του.

Άποψη: Ποιος θα το έλεγε, ότι μία ταινία με πρωταγωνίστρια μία ιερόδουλη θα εξελισσόταν σε ένα τόσο ωραίο και διασκεδαστικό roller coaster συναισθημάτων. Και όμως ο Sean Baker, σεναριογράφος και σκηνοθέτης, επιτυγχάνει να βρει την ιδανική ισορροπία, για να ξετυλίξει το κουβάρι ενός τόσο ευαίσθητου και ταμπού θέματος. Δεν περιορίζεται όμως, στο δραματικό κομμάτι, αντίθετα το στοιχείο της κωμωδίας είναι έντονο καθόλη τη διάρκεια.

Ενώ οι υπάλληλοι του πατέρα του μικρού Μαξ, οι οποίοι έχουν επιφορτιστεί το έργο της επιτήρησής του, έχουν μαύρα μεσάνυχτα και προσπαθούν με νύχια και με δόντια να συμμαζέψουν τα ασυμμάζευτα, φοβούμενοι την οργή και απόγνωση της μητέρας του, οι γκάφες τους στην χαλιναγώγηση των δύο νεόνυμφων διαδέχονται η μία την άλλη.

Η Anora της Mikey Madison, που δεδομένα θα μας απασχολήσει τα επόμενα χρόνια, είναι απελευθερωμένη, άνετη, παρορμητική, έχει τσαμπουκά και κυρίως δεν είναι διατεθειμένη να αφήσει την ευκαιρία να πάει χαμένη, μαγεύεται από τη μεθυστική επίδραση του πλούτου, της χλιδής και της εξουσίας. Μέσα από την ενέργεια και το νεύρο της, ο Baker επιθυμεί να απενοχοποιήσει την ευρύτερα παγιωμένη κοινωνική αντίληψη για το επάγγελμα της σεξεργάτριας, καθώς και ο ίδιος θεωρεί, ότι αυτό πρέπει να αποποινικοποιηθεί.

Από την άλλη πλευρά, ο Max είναι ένας απερίσκεπτος και παρορμητικός γόνος μίας πλούσιας οικογένειας, που δεν έχει την αίσθηση του τι συμβαίνει γύρω του, αποφεύγει οποιαδήποτε ευθύνη και ξοδεύει χρήματα, για να διασκεδάσει και να περάσει την ώρα του και παρά τη σχετικά μεγάλη διάρκεια, το «Anora» διαθέτει έναν φρενήρη ρυθμό, χωρίς ποτέ να γίνει ανιαρό.

  1. The Room Next Door (Το Δωμάτιο της Διπλανής Πόρτας)

Πηγή: wwd.com

Υπόθεση: Η Ingrid και η Martha είναι δύο παλιές φίλες, που επανασυνδέονται μετά από χρόνια λόγω του καρκίνου της δεύτερης. Η Martha πείθει την Ingrid να μείνει μαζί της στον καιρό που της έχει απομείνει και της ζητάει να την βοηθήσει να αυτοκτονήσει.

Άποψη: Είναι πραγματικά τρομερός ο τρόπος με τον οποίο ο Pedro Almodóvar καταφέρνει να προσδίδει ρεαλισμό και «να πλάθει» προσγειωμένους χαρακτήρες σε ιστορίες και σενάρια, που θεωρητικά θα φάνταζαν αλλόκοτα και ανεφάρμοστα. Στο αγγλόφωνό του ντεμπούτο, όσο παράξενο και αν είναι αυτό, ο σπουδαίος αυτός δημιουργός καταπιάνεται για μία ακόμη μία φορά με την πολυπλοκότητα και την παραδοξότητα των ανθρωπίνων σχέσεων και το πώς αυτές γαλουχούνται και αποκρυσταλλώνονται.

Η γνώριμη για τον Ισπανό δημιουργό θεματολογία, εξετάζεται από τη σκοπιά της ζωής και του θανάτου, του αναπόφευκτου, της ενδοσκόπησης και της ανασκόπησης, της συμφιλίωσης και της αλληλεγγύης, όπως άλλωστε έχει ξανακάνει και στο παρελθόν με αριστουργήματα, όπως το «Γύρνα Πίσω» και το «Μίλα της».

Οι Julianne Moore και Tilda Swinton, δύο κορυφαίες ηθοποιοί των τελευταίων πολλών χρόνων, είναι καταπληκτικές, με τη χημεία τους να αναδεικνύεται ως ένα από τα πιο δυνατά στοιχεία του έργου. Η Martha της Tilda Swinton έχει πλέον αποδεχθεί τη μοίρα της, ρίχνει τις άμυνές της και είναι αφοπλιστικά ειλικρινής, χωρίς να προσπαθεί να ωραιοποιήσει ή να διαστρεβλώσει πρόσωπα και καταστάσεις.

Αντίθετα, η Ingrid της Julianne Moore είναι πιο αφελής και σοκάρεται με το αίτημα της παλιάς της φίλης, με τη δυναμική που αναπτύσσεται μεταξύ τους να φέρνει στην οθόνη έναν βαθύ δεσμό φιλίας και κατανόησης, ενώ ο πάντα εξαιρετικός John Turturro είναι η άγκυρα λογικής της ταινίας.

 

  1. Nosferatu

Πηγή: imdb.com

Υπόθεση: Το 1838, ο Thomas Hutter αποστέλλεται από τον εργοδότη του στην Τρανσιλβανία, για να ολοκληρώσει μία επικερδή συμφωνία με έναν μυστηριώδη πελάτη, που αποτελεί τον φόβο και τρόμο της περιοχής.

Άποψη: Ποιος θα το έλεγε, ότι εν έτει 2024 και μετά από τόσες και τόσες μεταφορές, ένας σκηνοθέτης όχι μόνο θα κατάφερνε να μεταφέρει για ακόμη μία φορά στη μεγάλη οθόνη, αλλά θα εμβάθυνε τόσο πολύ, εκσυγχρονίζοντας τον μύθο του Δράκουλα; Και όμως, ο Robert Eggers, δεν διστάζει να καταπιαστεί με αυτό που για πολλούς φαντάζει τετριμμένο και να το προσαρμόσει στο δικό του στιλ, το οποίο τον καθιερώνει ως έναν από τους σημαντικούς κινηματογραφιστές του σήμερα.

Χωρίς να παραβλέπει παλαιότερες προσπάθειες, ο Eggers κρατάει το αλλόκοτο του Herzog (στην ταινία Nosferatu the Vampyre) και την κομψότητα του Coppola (στο Bram Stoker’s Dracula), εμποτίζει το δικό του Nosferatu με μία ατμόσφαιρα αποπνικτική και απόκοσμη, με μουντά και άψυχα χρώματα. Εκεί που ο Coppola ρομαντικοποιούσε την σχέση μεταξύ του Κόμη Δράκουλα με τη Mina Harker, ο Eggers δημιουργεί μία άρρωστη σχέση εξάρτησης και πόθου, όμως το σημείο-κλειδί της επιτυχίας του είναι ο τρόπος που παρουσιάζει τον τρόμο.

Τρόμο που εκμαιεύει από τους θρύλους, που συνοδεύουν τον μύθο του Κόμη Orlock και τον φόβο που ενσταλάζει στις ψυχές των γύρω του και μέσα από πλάνα σκοτεινά, που δείχνουν τη σκιά του κακού, κυριολεκτικά και μεταφορικά και την επιβλητική παρουσία του. Ο Bill Skarsgård χάνεται πίσω από το μακιγιάζ και τη βαριά προφορά του χαρακτήρα του ως η πηγή του κακού, ενώ η Lily-Rose Depp φέρνει στην οθόνη όλη την πειθώ της γυναίκας που δένεται άρρηκτα μαζί του και είναι σε μία αέναη πάλη.

 

  1. Juror No.2 (Ο Δεύτερος Ένορκος)

Πηγή: abcnews.com

Υπόθεση: Ο Justin, ένας δημοσιογράφος, καλείται ως ένορκος σε μία υπόθεση δολοφονίας. Και ενώ αυτή μοιάζει απλή, σταδιακά αρχίζει να συνειδητοποιεί, ότι ίσως ευθύνεται ο ίδιος και ο άνθρωπος, που κατηγορείται, είναι στην πραγματικότητα αθώος.

Άποψη: Μεγάλος μέρος της φιλμογραφίας του Clint Eastwood, όσον αφορά τη σκηνοθετική του παρουσία είναι αφιερωμένο στην ηθική των χαρακτήρων του, την έννοια του ενάρετου και δίκαιου ανθρώπου, που συχνά βρίσκεται σε μία κατάσταση εσωτερικής πάλης. Το «Juror No.2» είναι μία ακόμη βουτιά του μυθικού αυτού κινηματογραφιστή στην ηθική πυξίδα και την αξιοπρέπεια του απλού καθημερινού ανθρώπου.

Εδώ ο Nicholas Hoult, ένας πρώην αλκοολικός, έχει πλέον φτιάξει τη ζωή του και περιμένει το πρώτο του παιδί. Καλείται να παραστεί ως ένορκος και παρά την προσπάθειά του να απεμπλακεί όσο πιο γρήγορα γίνεται, για να αφοσιωθεί στη φροντίδα της γυναίκας του και τον ερχομό του παιδιού του, κάτι τέτοιο καθίσταται αδύνατο. Όσο η δίκη εξελίσσεται, μία σκέψη αρχίζει να τριβελίζει στο μυαλό του. Μήπως είναι αυτός ο ένοχος; Και αν όντως είναι, τι πρέπει να κάνει;

Η αποστασιοποίησή του μετατρέπεται σε αγωνία και βρίσκεται μπροστά σε ένα τεράστιο δίλημμα. Να θέσει ως προτεραιότητά του την οικογένειά του, αφού ήταν ατύχημα ή να αποδεχθεί την ευθύνη της πράξης του και να κάνει το ηθικό του καθήκον; Ο Eastwood με τη στιβαρή του και εύστοχη σκηνοθεσία αξιοποιεί με άψογο τρόπο κάθε στοιχείο του σεναρίου και αφήνει χώρο στους ηθοποιούς να αναδείξουν τους χαρακτήρες τους.

Ο Hoult παραδίδει μία από τις κορυφαίες ερμηνείες της καριέρας του, με το βλέμμα απόγνωσης και απελπισίας, με τη Zoey Deutch στον ρόλο της υποστηρικτικής συζύγου, που θέλει να προστατέψει την οικογένειά της, να είναι επίσης εξαιρετική. Για τον βετεράνο J.K. Simmons, τα λόγια περιττεύουν.

 

  1. A Complete Unknown

Πηγή: theartofcostume.com

Υπόθεση: Το 1961, ένας νεαρός μουσικός ονόματι Bob Dylan φτάνει στη Νέα Υόρκη. Η γνωριμία του με το είδωλό του Woody Guthrie και τον Pete Seeger τον εισάγει στον χώρο της μουσικής και του ανοίγει το δρόμο προς την καταξίωση.

Άποψη: Δεν είναι αυτή η πρώτη ταινία, που καταπιάνεται με τον τεράστιο Bob Dylan. Είχε προηγηθεί το «I’m Not There» του Todd Haynes, μία υπαρξιακή, βαθιά ποιητική ταινία, η οποία αγκάλιασε την ποιητικότητα της προσωπικότητας του Dylan, που παρουσίαζε πολλές διαφορετικές πτυχές του χαρακτήρα, μία προσέγγιση αντισυμβατική στο είδος της βιογραφίας.

Αντίθετα, το «A Complete Unknown» ακολουθεί τις επιταγές και τις νόρμες του βιογραφικού είδους με τη συμβατική έννοια του όρου. Eπιχειρεί να εμβαθύνει στο ποιος είναι πράγματι ο Bob Dylan, όχι απλά ο καλλιτέχνης, αλλά και ο άνθρωπος, ένας άνθρωπος ευφυής, εσωστρεφής, ενίοτε σκληρός, απαθής απέναντι στον κόσμο της δημοσιότητας και της δόξας, ένας καλλιτέχνης αφοσιωμένος στην τέχνη του, φιλόδοξος, όχι όμως με ματαιόδοξη έννοια.

Εξάλλου, ο James Mangold, σκηνοθέτης της ταινίας, διαθέτει εμπειρία στον τομέα των biopic, έχοντας σκηνοθετήσει και το καταπληκτικό «Walk the Line» για τη ζωή ενός άλλου μεγάλου μουσικού, του Johnny Cash και αυτή η εμπειρία είναι έκδηλη. Είναι διάχυτη, διότι ο Mangold ξέρει ακριβώς πώς να χειριστεί τους χαρακτήρες, τους ηθοποιούς, τις μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις με προσεγμένα πλάνα και την εύστοχη χρήση των τραγουδιών του Bob Dylan σε όλη τη διάρκεια της ταινίας.

Φυσικά, τίποτα από αυτά δεν θα είχε σημασία, αν ο Timothee Chalamet, που υποδύεται τον Bob Dylan, δεν παρέδιδε μία τόσο υπέροχη ερμηνεία. Έχοντας μελετήσει την κινησιολογία, τη φωνή και έχοντας μάθει να ερμηνεύει 40 τραγούδια, ο Chalamet επιβεβαιώνει, ότι όχι μόνο εξελίσσεται διαρκώς ως ηθοποιός, αλλά και ότι δεν έχουμε δει παρά ψήγματα του ταλέντου του.

 

  1. Conclave (Κονκλάβιο)

ταινίες
Πηγή: townepost.com

Υπόθεση: Μετά τον θάνατο του Πάπα, καρδινάλιοι από όλο τον κόσμο συγκεντρώνονται στο Βατικανό, με στόχο την ανάδειξη του διαδόχου του, σε ένα κονκλάβιο γεμάτο εκπλήξεις.

Άποψη: Όταν είχε κυκλοφορήσει το «Ουδέν Νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο», πίσω στο 2022, ο σκηνοθέτης Edward Berger ήταν σχετικά άγνωστος. Τώρα, μετά την κυκλοφορία του «Κονκλαβίου» είναι ένας από τους πιο χαρισματικούς και εξέχοντες κινηματογραφιστές της εποχής μας. Είναι αξιοθαύμαστος ο τρόπος, με τον οποίο καταφέρνει να πάρει το υλικό, που διαθέτει και να προσφέρει ένα τόσο άρτιο αποτέλεσμα, που δρα ποικιλοτρόπως σε πολλαπλά επίπεδα.

Παράλληλα, ο Berger θέτει και πλήθος ηθικοπλαστικών διλημμάτων και νοημάτων, τα οποία εμποτίζει με ερωτήματα περί σωστού-λάθους, δύναμης της παράλειψης για το κοινό καλό, με βάση την προσωπικότητα, τον χαρακτήρα και το σθένος της ψυχής και φυσικά περί θρησκείας, όχι όμως με την πεζή και συμβατική έννοια, αλλά με μία καθαρά ανθρωποκεντρική προσέγγιση.

Και μαζί με όλα τα προαναφερθέντα, ξεδιπλώνει το χάρισμά του να κλιμακώνει και να ρίχνει τον ρυθμό, να ανεβάζει την ένταση και να επαναφέρει τη γαλήνη, πάντα με μέτρο και με αρμονική ισορροπία και πάντα σε συνδυασμό με την υποβλητική και επιβλητική μουσική επένδυση του Volker Bertelmann, με τόσο σασπένς και αγωνία, που υπό φυσιολογικές συνθήκες δεν θα ταίριαζαν σε μία ταινία αυτής της θεματολογίας.

Για τις ερμηνείες τι να πούμε; Είτε βλέπουμε τον Ralph Fiennes ως τον τίμιο και αξιοπρεπή πρωταγωνιστή, που λειτουργεί με την ηθική, είτε τον Stanley Tucci ως τον πιο δυναμικό «μνηστήρα», ή τον ραδιούργο και υποχθόνιο John Lithgow και την Isabella Rossellini ως ασπίδα προστασίας απέναντι στα αρπακτικά του Βατικανού, όλοι είναι απλά καθηλωτικοί και απογειώνουν το -επίκαιρο πλέον- «Κονκλάβιο».

Μοιράσου το:

Γιώργος Ψάλλας

Γιώργος Ψάλλας

Αντισυμβατικός και υπερβολικά διαφορετικός για την ηλικία μου, θα με βρεις να προτιμάω την ηρεμία από την ένταση και την παράνοια, να βλέπω ταινίες, να ακούω μουσική (την κανονική, όχι αυτή που βρίσκεται στη μόδα), να παρακολουθώ τα αθλητικά τεκταινόμενα και ενίοτε να διαβάζω βιβλία.

 

Πρόσφατα

Διαβάστε Περισσότερα

Σχετικά Άρθρα