Ίσως η πιο κουλ συνέντευξη που έχουμε κάνει μέχρι σήμερα! Η συζήτησή μας με τον παλαίμαχο θρύλο του Ηρακλή, Ντέιβιντ Ίνγκραμ ήταν κάτι παραπάνω από απολαυστική. Αφού ξεκαθαρίσαμε ποια είναι η σωστή προφορά του ονόματός του, κάναμε ένα ταξίδι πίσω στον χρόνο, όταν η Θεσσαλονίκη ήταν το βασικό σημείο αναφοράς στον χάρτη του ελληνικού μπάσκετ. Μια εποχή που μπορεί να μην προλάβαμε να την ζήσουμε, αλλά σίγουρα ακούσαμε πολλά για αυτήν μέσα από τις διηγήσεις των πρεσβύτερων.
Ποιος καταλληλότερος λοιπόν στη θέση του αφηγητή από την καλαθομηχανή του «Γηραιού» που δικαίως θεωρείται το αντίπαλον δέος του Νίκου Γκάλη. Εξάλλου, ο «γκάνγκστερ» είχε πει ότι στην περίπτωση που παίζανε μαζί ως συμπαίκτες, σίγουρα θα χρειαζόταν ένας καινούργιος φωτεινός πίνακας στο γήπεδο για να χωρέσουν οι πόντοι τους!
Όταν ο Μάκης Καλανταρίδης τον έφερνε στην Ελλάδα για λογαριασμό του Ηρακλή το μακρινό 1987, λίγοι θα περίμεναν ότι 36 χρόνια αργότερα, το όνομά του θα μνημονεύεται ακόμα στις κερκίδες του Ιβανώφειου. Με αφορμή λοιπόν την παρουσία του στη Θεσσαλονίκη ως προσκεκλημένος σε θερινά καμπ μπάσκετ, ο Ντέιβιντ Ίνγκραμ μοιράστηκε μαζί μας τις αναμνήσεις του από τα όσα έζησε στην Ελλάδα, μας περιέγραψε τη συνύπαρξή του με τον Φιλ Τζάκσον, ενώ έδωσε τη δική του συμβουλή στα νέα παιδιά που φιλοδοξούν να κατακτήσουν τα παρκέ!
Τον ευχαριστούμε θερμά για τον χρόνο που διέθεσε.
– So Mr. Ingram or should we say Ancrum; Ποια είναι η ιστορία πίσω από τη σύγχυση που υπάρχει σε ό,τι αφορά την προφορά του επιθέτου σου;
– Actually it’s Ancrum…(γέλια). Όταν πρωτοήρθα στην Ελλάδα, απλά με φώναζαν Ίνγκραμ και κάπως έτσι το κρατήσαμε. Πρόσφατα μόλις, οι φίλαθλοι ανακάλυψαν ότι με λένε Άνκρουμ! Παρόλα αυτά, μου αρέσει και το Ίνγκραμ!
– Θα θέλαμε να περιγράψεις σε εμάς τους νεότερους που δεν το ζήσαμε, πώς ήταν το ελληνικό μπάσκετ, την εποχή που έπαιξες στον Ηρακλή;
– It was physical! Ο καθένας μπορούσε να παίξει και τις πέντε θέσεις. Υπήρχε πολύς ανταγωνισμός και τα πράγματα ήταν πολύ απαιτητικά. Οι φίλαθλοι όλων των ομάδων ήταν υπέροχοι. Τρελαίνονταν με την ομάδα τους και ήταν πολύ δυναμικοί. Ήταν ωραία εποχή, δεν πρόκειται να την ξεχάσω ποτέ.
– Τι σε εντυπωσίασε περισσότερο, όταν ήρθες στην Ελλάδα;
– Μάλλον οι οπαδοί του Ηρακλή στο Ιβανώφειο! Ήταν οι καλύτεροι!
– Γνώριζες τίποτα για τη Θεσσαλονίκη, προτού έρθεις στον Ηρακλή;
– Όχι ιδιαίτερα. Ήξερα μερικά πράγματα για την ελληνική ιστορία και ότι η Ελλάδα ήταν η γενέτειρα των Ολυμπιακών Αγώνων. Βασικά, αυτά ήταν και τα μόνα πράγματα που ήξερα! Και όταν έφτασα εδώ, ήμουν σε φάση χμμμ… η ζωή εδώ ξεπερνά τα όσα έχω διαβάσει στα βιβλία!
– Από την πρώτη στιγμή που έπαιξες με τη φανέλα του Ηρακλή, απέδειξες ότι ήσουν μία πραγματική μηχανή σκοραρίσματος. Θεωρείς ότι έφερες κάτι καινοτόμο στον τρόπο με τον οποίο παιζόταν το μπάσκετ μέχρι τότε στην Ελλάδα;
– Ξέρετε, η Ελλάδα πάντα είχε σπουδαίους παίκτες. Και αναφέρομαι και σε Έλληνες και σε Αμερικανούς. Απλά έτυχε να εμφανιστώ εγώ και επειδή μου άρεσε το παιχνίδι εδώ, τα καλάθια έμπαιναν μερικές φορές πιο εύκολα.
Ήρθα εδώ το 1987 και είχα έναν προπονητή… (σ.σ. τον Σούλη Μαρκόπουλο), ο οποίος μου έλεγε «κάνε αυτό που ξέρεις να κάνεις», οπότε είχα μία ελευθερία κινήσεων και αυτό μας βγήκε σε καλό, όπως αποδείχθηκε.
– Το μπάσκετ είναι ένα ομαδικό σπορ. Τι πραγματικά όμως χρειάζεται ένα σύνολο παικτών για να γίνει μία ομάδα;
– Πρέπει να εμπιστεύεται ο ένας τον άλλον και αυτό σημαίνει ότι όλοι πρέπει να δουλεύουν αρμονικά. Δεν γίνεται οι τρεις να δουλεύουν σκληρά και οι άλλοι δύο όχι, γιατί έτσι χαλάνε οι χορδές. Eίναι σαν ένας κύκλος, στον οποίο ο καθένας έχει τον δικό του ρόλο. Όλοι οι παίκτες πρέπει να δουλεύουν μαζί, ειδικά το καλοκαίρι στην off-season, ώστε στη διάρκεια της χρονιάς να ξέρει ο καθένας τι μπορεί να κάνει ο άλλος. Πολλές φορές το πρόβλημα είναι ότι τρεις άνθρωποι μπορεί να δουλεύουν και οι άλλοι δύο να βρίσκονται στην παραλία.
«I didn’t see too much chocolate around here»
– Ήσουν ένας από τους πρώτους ξένους που έπαιξε ποτέ στην Ελλάδα. Αισθάνθηκες ποτέ κάποια διάκριση εις βάρος σου;
– Εξαιρετική ερώτηση. Μερικές φορές ένιωθα ότι βρισκόμουν στο μικροσκόπιο. I didn’t see too much chocolate around here! Είναι όμως κάτι που το συνηθίζεις, όπως το συνήθισα και στις ΗΠΑ. Υπάρχουν καλοί άνθρωποι σε όλον τον κόσμο. Καμία φορά βέβαια στις ΗΠΑ, άνθρωποι με σταματούσαν, επειδή νόμιζαν ότι έπαιζα αμερικανικό football… (γέλια).
– Θυμάσαι πού έμενες στη Θεσσαλονίκη;
– Προφήτη Ηλία 11, δεν θα το ξεχάσω ποτέ…(γέλια)
«Όταν νικήσαμε τον Άρη, ευθυγραμμίστηκαν τα άστρα»
– Σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει τώρα, οι ομάδες της Θεσσαλονίκης τότε –και βεβαίως ο Ηρακλής- κυριαρχούσαν στο ελληνικό μπάσκετ. Τι θυμάσαι από τις επικές μονομαχίες εναντίον του Άρη και του ΠΑΟΚ;
– Θυμάμαι ότι ποτέ δεν κερδίσαμε τον ΠΑΟΚ στα πέντε χρόνια που ήμουν εδώ. Αλλά μία φορά είχαμε νικήσει τον Άρη στο Ιβανώφειο, νομίζω στην παράταση. Σε εκείνο το ματς, ευθυγραμμίστηκαν τα άστρα! Βάλαμε μεγάλα σουτ, πήραμε τα ριμπάουντ, ευστοχήσαμε στις βολές. Και μόλις τελείωσε το ματς, αυτό που συνέβη ήταν τρελό: υπήρχε παντού καπνός, φωνές, ο κόσμος είχε ενθουσιαστεί. Φανταστική ατμόσφαιρα!
– Θεωρείς ότι ο Ηρακλής άξιζε έναν τίτλο στα χρόνια που έπαιξες;
– Για να πω την αλήθεια, νομίζω πως όχι. Ήταν πολύ δύσκολο να κατακτήσεις τότε έναν εγχώριο τίτλο, πόσο μάλλον έναν ευρωπαϊκό. Έπρεπε να έχεις τέσσερις 7-Footers και πέντε γκαρντ άνω του 1.86. Έπρεπε να έχεις πολλά κομμάτια για να συμπληρώσεις το παζλ. Εμείς τότε ακόμα το συναρμολογούσαμε, ενώ άλλες ομάδες όπως ο Άρης και ο ΠΑΟΚ, το είχαν ήδη φτιάξει. Εμείς είχαμε ακόμα δουλειά να κάνουμε.
– Μίλησες προηγουμένως για το παιχνίδι που κερδίσατε απέναντι στον Άρη. Υπάρχει όμως και κάποιο άλλο παιχνίδι που το θυμάσαι σαν να το έπαιξες χθες;
– Θυμάμαι ένα παιχνίδι εναντίον του ΠΑΟΚ στο Ιβανώφειο, όπου έπαιξαν οι μικροί του ΠΑΟΚ, επειδή η πρώτη ομάδα δεν κατέβηκε. Και λέω: να τώρα είναι η ευκαιρία να τους νικήσουμε! Τελικά και πάλι χάσαμε στην παράταση…
– Μία ακόμα ερώτηση που μου ήρθε μέσα από τη συζήτηση. Πώς αντιμετώπισες στη διάρκεια της καριέρας σου την ψυχολογική πίεση, πριν από τα κρίσιμα παιχνίδια;
– Κοίταξε, επειδή εγώ δούλευα πολύ, πάντα έλεγα στον εαυτό μου «γιατί να αγχώνεσαι»; Το έχεις δουλέψει τόσες και τόσες φορές, οπότε άστο απλά να φανεί στο γήπεδο. Και επιτρέψτε να σας πω και ένα μυστικό που είχα και συνήθιζα να το εφαρμόζω: πριν από κάθε παιχνίδι, είτε παίζαμε με τον ΠΑΟΚ, είτε με τον ΒΑΟ, πήγαινα πάντα έξω από μία παιδική χαρά, έβγαινα από το αυτοκίνητό μου και έβλεπα τα παιδιά να παίζουν. Έπιανα τον εαυτό μου και του θύμιζα: hey, it’s only a kid’s game. Το έκανα αυτό κάθε φορά.
Συν ότι, όπως είπα, δούλευα πολύ πάνω στο παιχνίδι μου, οπότε δεν ήμουν πολύ νευρικός. Οι περισσότεροι είναι αγχωμένοι, επειδή δεν έχουν δουλέψει όσο θα έπρεπε. Είσαι λίγο τσιτωμένος μέχρι να αρχίσει το παιχνίδι, αλλά μόλις η μπάλα είναι στον αέρα, τα πράγματα αλλάζουν. Πάντα όμως έβαζα τη δουλειά πάνω από όλα. Είναι κάτι σαν εγγύηση για το μέλλον. Άμα θες να είσαι πραγματικά καλός, πρέπει να δουλέψεις. Δεν γίνεται αλλιώς.
– Τα χρόνια που έπαιξες στον Ηρακλή ήταν τα καλύτερα στην καριέρα σου;
– No question! Υπήρχε επίσης μία περίοδος που ήμουν πολύ καλός, τρία χρόνια πριν έρθω στον Ηρακλή, όταν είχα προπονητή τον Φιλ Τζάκσον. Αλλά όταν ήρθα εδώ, όλα ήταν υπέροχα, πολύ καλύτερα από όσο φανταζόμουν ποτέ. Έχετε μία σπουδαία χώρα.
«He put me in a position to succeed»
– Ανέφερες μόλις τον Φιλ Τζάκσον, τον οποίο είχες προπονητή στους Albany Patroons στο CBA. Τι θυμάσαι από τη συνεργασία σου μαζί του και τι έμαθες από αυτόν;
– You did your homework… (γέλια). He put me in a position to succeed! Δεν ήμουν ένας «αστραφτερός» παίκτης σαν όλους αυτούς που είχε ή που έπαιζα μαζί τους. Εγώ ακόμη μάθαινα και διόρθωνα πολλά στο παιχνίδι μου. Ήταν υπομονετικός μαζί μου, με πίεζε πολύ και με μάλωνε όταν έπρεπε, όμως ήταν πάντα εκεί για εμένα. Ένας προπονητής μπορεί να σε φτιάξει ή να σε καταστρέψει. Για κάποιον λόγο πάντως του άρεζα και με είχε από κοντά του. Μόλις ήρθα στην Ελλάδα, εφάρμοσα όλα αυτά που έμαθα από τον Φιλ Τζάκσον και όλα πήγαν καλά.
– Τι είδους χαρακτήρας είναι;
– Ακριβώς όπως τον βλέπεις στην τηλεόραση. Δεν είναι διαφορετικός. Σε ένα roadtrip για παράδειγμα, θα σου έδινε ένα βιβλίο ή ένα περιοδικό και θα σου έλεγε: «θέλω να διαβάσεις αυτό το άρθρο, νομίζω ότι θα σου αρέσει» ή αργότερα θα σε ρωτούσε την άποψή σου για αυτό που διάβασες. Ήταν ανέκαθεν ο στοχαστής, ο διανοούμενος και γι’ αυτό όλοι οι παίκτες τον σέβονταν, από το νούμερο 1 έως τον τελευταίο αναπληρωματικό.
Εάν έβλεπε κάποιον να μην το νιώθει και πολύ στην προπόνηση, του έλεγε να βαρέσει 100 βολές, οπότε την επόμενη μέρα ερχότανε στην προπόνηση, έτοιμος για να παίξει. Επιτρέψτε μου να σας δώσω ένα παράδειγμα: Πήγαμε μετά από μία δύσκολη μέρα στην προπόνηση και εκεί που ήμασταν έτοιμοι να αλλάξουμε για να ξεκινήσει, τον βλέπουμε στην κεντρική είσοδο του γηπέδου και λέει «μη, μη, μη ελάτε μαζί μου» και μας πηγαίνει πίσω από το γήπεδο, όπου μας περίμενε λεωφορείο για να πάμε σινεμά. Έτσι απλά.
Γκάλης, Χριστοδούλου, Γιαννάκης και… Γιάννης
– Στη διάρκεια της καριέρας σου έχεις παίξει συμπαίκτης ή αντίπαλος με πολλούς χαρισματικούς παίκτες. Τι ήταν όμως αυτό που έκανε τον Νίκο Γκάλη τόσο ξεχωριστό;
– Ήταν πολύ μικρόσωμος για μπασκετμπολίστας. Ήταν μόλις 1.83. Ήταν πολύ δύσκολο τότε να γίνεις κυρίαρχος του παιχνιδιού, έχοντας ένα τέτοιο μέγεθος. Είχε τα πάντα στη φαρέτρα του. Μπορούσε να σουτάρει πίσω από τη γραμμή των τριών πόντων, να διεσδύει μέχρι μέσα, να σκοράρει από οποιαδήποτε απόσταση και βέβαια δεν έχανε βολές. Το να τα συνδυάζεις όλα αυτά σε ένα τέτοιο μέγεθος και να κυριαρχείς στο παιχνίδι όπως παιζόταν τότε το μπάσκετ, ήταν πραγματικά κάτι το απίστευτο.
– Εκτός από τον Γκάλη, ποιους άλλους παίκτες ξεχωρίζεις από εκείνη την εποχή;
– Τον Φάνη Χριστοδούλου. Ήταν ο αγαπημένος μου παίκτης, μπορούσε να κάνει τα πάντα. Να τριπλάρει, να πασάρει, να παίρνει τα ριμπάουντ, τα πάντα. Υπήρχαν πολλοί καλοί Έλληνες παίκτες, όμως εκείνον ξεχώριζα. Και φυσικά τον Γιαννάκη. Ήταν ένας παίκτης που έπαιζε για την ομάδα και ξεχώριζε για τη σκληράδα του. Τέτοιους παίκτες, τους εκτιμάς λίγο παραπάνω.
– Πώς αισθάνθηκες, όταν η Ελλάδα νίκησε την Τeam USA στο Μουντομπάσκετ του 2006;
– Ήμουν χαρούμενος, αλλά και ταυτόχρονα λυπημένος, γιατί έβλεπα ότι ο κόσμος πλησιάζει στο επίπεδό μας. Καταλάβαμε ότι δεν μπορούσαμε να νικήσουμε απλά και μόνο με τη φανέλα. Έπρεπε να βγούμε έξω και να παίξουμε! Από εκείνη τη διοργάνωση και μετά, αρκετοί Έλληνες παίκτες άρχισαν να έρχονται στις ΗΠΑ. Είχα χαρεί βέβαια για την Ελλάδα, όμως στην Αμερική είχαμε γίνει έξαλλοι! Το πανηγυρίσατε πάντως, όπως μόνο εσείς οι Έλληνες ξέρετε!
– Μιας που αναφέρθηκες στους Έλληνες παίκτες που μετακομίζουν στις ΗΠΑ, ποια είναι η άποψή σου για τον Γιάννη Αντετοκούνμπο;
– Είναι σπουδαίος παίκτης και έχει από πίσω του μία τρομερή ιστορία. Από πού ξεκίνησε και πού είναι τώρα… πραγματικά του βγάζω το καπέλο. Δούλεψε πάρα πολύ, τίποτα δεν του χαρίστηκε. Αυτό το παιδί πουλούσε CD στον δρόμο και πλέον μπορεί να αγοράσει όλο το τετράγωνο, εάν θέλει. Και εκτός των άλλων, είναι και ένας εξαιρετικός παίκτης. Μου αρέσει πολύ η αποφασιστικότητά του. Παρόλο που πληρώνεται καλά, συνεχίζει να δουλεύει σκληρά και δεν παίρνει τίποτα ως δεδομένο. Παίζει λες και δεν έχει εξασφαλίσει ακόμα το οικονομικό του. Είναι από τους παίκτες που εκτιμώ.
«Δεν έπαιζα μπάσκετ για να πάω στο NBA»
– ΝΒΑ ή Euroleague; Ποιο από τα δύο προτιμάς;
– NBA, no question!
– Ήσουν ποτέ κοντά στο να παίξεις σε μία ομάδα του NBA;
– Όχι. Το πλησιέστερο σε NBA για μένα ήταν η συνεργασία μου με τον Φιλ Τζάκσον. Δεν έκανα ποτέ κάποιο try-out. Και για να είμαι ειλικρινής μαζί σου, δεν έπαιζα μπάσκετ για να πάω στο NBA. Έπαιζα μπάσκετ, γιατί αγαπάω το παιχνίδι. Και έτσι απλά έτυχε να με δει ένας άνθρωπος και να μου πει τα πακετάρεις και φεύγεις για την Ελλάδα. Εγώ ήμουν χαρούμενος που απλά έπαιζα, πού να φανταζόμουν ότι θα πληρωνόμουν κιόλας από αυτό.
– Παρακολουθείς καθόλου παιχνίδια της Euroleague;
– Ναι, παρακολουθώ τον Ολυμπιακό και διάφορες άλλες ομάδες, γιατί καμιά φορά δείχνουν τους αγώνες και στην Αμερική. Το παιχνίδι πάντως έχει αλλάξει, είναι πολύ πιο physical. Aκόμα και η μπάλα είναι διαφορετική.
– Τι σου αρέσει περισσότερο στην Euroleague σε σχέση με το NBA;
– You can knock the ball off the rim! Και επίσης ότι το παιχνίδι είναι πραγματικά πολύ σκληρό. Μερικές φορές είναι σαν να βλέπεις αγώνα μποξ. Στο NBA, το παιχνίδι γίνεται πιο physical μόνο κατά τη διάρκεια των playoffs. Σε όλη την υπόλοιπη χρονιά, οι διαιτητές δεν σφυρίζουν πολλά φάουλ. Παρόλα αυτά, τείνουν να προστατεύουν τον Λεμπρόν, τον Κάιρι, τον Γιάννη. Στην Ευρώπη δεν νοιάζονται για το ποιον έχουν απέναντί τους. Είναι πραγματικά πολύ σκληρό το παιχνίδι εδώ. Υπάρχουν φάσεις που λες «oh my goodness».
Η ιστορία με τον ταξιτζή… και το πάρκινγκ
– Μετά από πολλά χρόνια είσαι και πάλι στη Θεσσαλονίκη. Υπάρχουν άνθρωποι που σε αναγνωρίζουν στον δρόμο, ακόμα και σήμερα;
– Ναι, και όμως συμβαίνει προς έκπληξή μου. Έχουν περάσει 31 χρόνια από τότε που έφυγα από εδώ και μάλιστα έχει αλλάξει και η εμφάνισή μου. Με αναγνωρίζουν κυρίως οι γηραιότεροι, αλλά αυτό που είναι πολύ περίεργο είναι ότι έχει τύχει να με αναγνωρίσουν ακόμη και μικρά παιδιά, οι πατεράδες των οποίων ήταν στη δική τους ηλικία, όταν εγώ έπαιζα.
Θα σας πω και μια ιστορία: ένα βράδυ που γυρνούσα στο ξενοδοχείο με το ταξί, ήταν ένας οδηγός, ο οποίος μιλούσε σπαστά αγγλικά και γυρνάει σε μια φάση να με ρωτήσει αν μου αρέσουν τα σπορ. Και άρχισε να μου λέει ότι εδώ στη Θεσσαλονίκη έχουμε καλό ποδόσφαιρο, καλό μπάσκετ… και του λέω: «tell me about basketball».
Και αρχίζει να μου λέει ότι ήταν οπαδός του Ηρακλή και να μου διηγείται για τα παιχνίδια εναντίον του ΠΑΟΚ και του Άρη. Και σε μια φάση λέει ότι «να τότε είχαμε και εκείνον τον παικταρά τον Ντέιβιντ Ίνγκραμ». Τον διακόπτω και τον ρωτάω «μήπως τον λέγανε Άνκρουμ;» «Όχι, όχι» μου απαντάει, «Ίνγκραμ τον λέγανε». Εγώ καθόμουν πίσω και ο τύπος δεν είχε καταλάβει τίποτα. Αυτό, ναι, ήταν ένα αστείο περιστατικό!
– Του είπες τελικά ποιος είσαι;
– Nah (γέλια)!
– Τι σου λείπει περισσότερο από τη Θεσσαλονίκη;
– Μου λείπουν οι άνθρωποι. People are very nice here… Και επίσης μου λείπει και η νυχτερινή ζωή. Έβγαινες έξω να φας στις 10 το βράδυ και κανείς δεν σου έλεγε τίποτα. Εδώ κανένας δεν βιάζεται!
Ένιωθα ασφάλεια σε αυτήν την πόλη, σε αντίθεση με την Αμερική που έχουμε τα δικά μας ζητήματα. Σίγουρα έχετε και τα δικά σας εδώ, αλλά εγώ δεν το ένιωθα αυτό. Έβγαινα έξω να απολαύσω τον καφέ μου και είχα την άνεση του χρόνου.
Και κάτι άλλο που μου έχει μείνει είναι το θέμα του πάρκινγκ, το οποίο είναι μία πολύ αστεία υπόθεση. Όποιος θέλει, παρκάρει όπου θέλει. Πάνω στα πεζοδρόμια, όπου βρει (γέλια). Και το χειρότερο είναι τα μηχανάκια! Οι άνθρωποι εδώ οδηγούν σαν τρελοί. Και το παράδοξο είναι ότι δεν βλέπω να γίνονται πολλά ατυχήματα. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι οι οδηγοί εδώ είναι πολύ επιδέξιοι!
«Δεν πρέπει να ακούς πολύ ούτε τα θετικά, ούτε τα αρνητικά»
– Ποια είναι η συμβουλή που θα έδινες σε ένα νέο παιδί που θα ήθελε να ασχοληθεί επαγγελματικά με το μπάσκετ;
– Θα πρέπει να δουλέψει σκληρά, να πιστέψει στον εαυτό του και απλά να αγνοήσει όλες τις φωνές που του λένε ότι δεν μπορεί. Οι περισσότεροι δεν μπορούν να αντιληφθούν ότι εγώ κόπηκα στο High School. Κατάφερα να πάω σε κολέγιο, μόνο και μόνο επειδή τα είχα καλά με τον προπονητή. Όταν εν τέλει πήγα στο κολέγιο, μου είπανε ότι δεν υπάρχει χώρος για μένα. Εντελώς ξαφνικά, μετά από τέσσερις ημέρες και αφού είχε έρθει ο coach στο γυμναστήριο και με είχε δει να παίζω, μου είπε ότι τελικά έχουμε λίγο χώρο και για σένα. Κάπως έτσι κατάφερα να μπω, αλλά δεν ήταν όλα ρόδινα από την αρχή.
Μερικοί νομίζουν ότι ήρθα στην Ελλάδα έτσι απλά, αλλά δεν γνωρίζουν ότι έπρεπε να διαλέξω έναν άλλο δρόμο για να φτάσω εδώ. Υπάρχουν κάποιοι παίκτες που πηγαίνουν μόνο ευθεία, όπως ο Λεμπρόν. Υπάρχουν πολλοί που θα σου πουν ότι δεν μπορείς και ότι απλά χάνεις τον χρόνο σου. Εγώ αγαπώ το μπάσκετ και δόξα τω Θεώ πήρα την ευκαιρία μου. Όμως ξαναλέω: θα πρέπει να δουλέψεις σκληρά, να πιστέψεις σε σένα και να μην δίνεις σημασία στο τι λένε οι άλλοι για σένα.
Αυτό ισχύει και για όλα τα πράγματα στη ζωή, ακόμα και για τη δουλειά σου. Είτε είσαι δικηγόρος, είτε δημοσιογράφος, όπως εσείς, πάντα κάποιοι θα έχουν κάτι να πουν για εσάς, είτε θετικό, είτε αρνητικό. Και κατά την άποψή μου, δεν πρέπει να ακούς πολύ ούτε τα θετικά, ούτε τα αρνητικά.
– Ποια είναι η άποψη που έχεις σχηματίσει για τους νεαρούς Έλληνες αθλητές από αυτά που έχεις δει;
– Είναι πολύ ταλαντούχοι και κάνουν κάποια πράγματα με έναν πολύ φυσικό τρόπο. Πρέπει όμως να δουλέψουν σκληρά. Από αυτά που έχω δει, έχουν πραγματικά πολλές δεξιότητες.
– Κάποιο αρνητικό που έχεις παρατηρήσει;
– Δεν ξέρω αν το αγαπάνε πραγματικά. Δεν ξέρω αν τους αρέσει να πηγαίνουν σε ένα καυτό γυμναστήριο στις 10 η ώρα το βράδυ και να βαράνε 200 σουτ. Νομίζω ότι απλά τους αρέσει να παίζουν, δεν ξέρω αν τους αρέσει όλος αυτός ο μόχθος που απαιτείται για να φτάσεις ψηλά. Και για να γίνει αυτό, πρέπει να είσαι πειθαρχημένος, να σηκώσεις βάρη, να σουτάρεις εκατοντάδες σουτ από το πρωί μέχρι το βράδυ.
Τα περισσότερα πράγματα απαιτούν τριβή, πόσο μάλλον στο μπάσκετ που είναι ένα πολύ ανταγωνιστικό άθλημα, άμα κρίνεις από το πόσοι παίκτες παίζουν. Για να απαντήσω λοιπόν στην ερώτησή σου, δεν ξέρω το κατά πόσο πρόθυμα είναι τα παιδιά να κάνουν όλα αυτά τα μικρά πράγματα που χρειάζονται για να φτάσουν ψηλά, γιατί πολύ απλά όλα αυτά που λέμε δεν είναι και τόσο διασκεδαστικά.
– Άρα θα έλεγες ότι είμαστε και λίγο τεμπέληδες;
– Όχι μόνο οι Έλληνες, αλλά και οι Αμερικανοί το ίδιο. Θα πρέπει να ακολουθείς κάποιους κανόνες για να πετύχεις. Να κοιμάσαι καλά, να τρέφεσαι σωστά, να παίρνεις τις βιταμίνες σου, να εξασκείς το παιχνίδι τόσο ατομικά, όσο και με την ομάδα… Δεν μπορείς να βγαίνεις έξω, να ξενυχτάς, να πίνεις και παράλληλα να θες να είσαι πραγματικά καλός.
Το μήνυμα στους Ηρακλειδείς
– Και για το τέλος, υπάρχει κάποιο μήνυμα που θέλεις να στείλεις στους φίλους του Ηρακλή;
– Θέλω να δώσω απλά τους χαιρετισμούς μου σε όλους τους φιλάθλους του Ηρακλή. Μου λείπετε και θέλω να σας ευχαριστήσω που με υποστηρίζετε όλα αυτά τα χρόνια, όπως ακριβώς κάνετε και με την ομάδα. Θα σας δω σύντομα!
Συνέντευξη: Αφροδίτη Κεραμέως & Βασίλης Ιατρούδης