Νοεμή Βασιλειάδου & Νικόλας Λαμπάκης: «Το να φτιάχνεις καλύτερους κόσμους επί σκηνής, είναι ένας τρόπος να τους διεκδικήσεις»

Στη δυναμική σκηνή του θεάτρου, όπου οι νέες φωνές και ιδέες αναζητούν πάντα τη θέση τους, δύο ταλαντούχοι καλλιτέχνες, η Νοεμή Βασιλειάδου και ο Νικόλας Λαμπάκης υπόσχονται κάτι καινούριο, με την παράσταση “Αφηγήτρια Ταινιών”, του Χιλιανού συγγραφέα, Ερνάν Ριβέρα Λετελιέρ. Η παράσταση, που έχει ανέβει εδώ και λίγο καιρό στο Θέατρο Τ, αποτελεί μια συνάντηση μεταξύ θεάτρου και κινηματογράφου, όπου η ηρωίδα, Μαρία-Μαργαρίτα, περνάει τα παιδικά της χρόνια πηγαίνοντας στο σινεμά ώστε μετά να αφηγηθεί όσα είδε στα μέλη της κοινότητάς της που δεν μπορούν να πληρώσουν το εισιτήριο.

Αφηγούμαι για να κρατηθώ στη ζωή και να φανταστώ έναν κόσμο καλύτερο από αυτόν που ζω“. Η πρωταγωνίστρια δημιουργεί ένα παράλληλο σύμπαν μέσα στη σκληρή πραγματικότητα των ορυχείων, των στερήσεων και της φτώχειας στην άνυδρη πάμπα της Χιλής που μεγαλώνει η ίδια και οι τέσσερεις αδερφοί της: το σύμπαν αυτό δεν είναι άλλο από την τέχνη της αφήγησης και της υποκριτικής.

Η Νοεμή και ο Νικόλας, καταφέρνουν με “τα πιο απλά υλικά” του θεάτρου να μας μεταφέρουν στους κόσμους που έπλασε και ονειρεύτηκε η Μαρία-Μαργαρίτα. Στη συνέντευξή μας, μοιράζονται την προσωπική τους πορεία, τις δημιουργικές τους διαδικασίες και την εμπειρία τους από τη συνεργασία σε μια παράσταση που αφήνει το αποτύπωμά της σε όποιον την παρακολουθεί, ακόμη κι αν είναι η πρώτη του φορά στο θέατρο. Τους ευχαριστούμε!

-Λίγα λόγια για εσάς και για την πορεία σας, πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε με το θέατρο;

Ν.Β: Εγώ τελείωσα τη νομική αλλά πάντα υπήρχε το θέατρο στη ζωή μου. Υπήρχε εξαρχής η σκέψη να περάσω στο πανεπιστήμιο σε μία άλλη σχολή και παράλληλα να κάνω θέατρο. 

Ξεκίνησα από μία σχολή θεάτρου εδώ στη Θεσσαλονίκη, και ταυτόχρονα έδινα εξετάσεις είτε στο Εθνικό θέατρο είτε στο Κρατικό, έδωσα πολλές φορές και τελικά πέρασα στο Εθνικό. Κατέβηκα λοιπόν στην Αθήνα, και στη δραματική σχολή γνωριστήκαμε με τον Νικόλα, αυτός ήταν στο τμήμα σκηνοθεσίας και εγώ στο τμήμα υποκριτικής.

Ν.Λ: Σπούδασα κι εγώ νομική όπως και η Νοεμή, ωστόσο κι εγώ από πολύ μικρό παιδί έκανα θέατρο, από έξι ετών ήμουν σε θεατρικό εργαστήρι, και η αλήθεια είναι ότι είχα στο μυαλό μου να ασχοληθώ με το θέατρο. Ακολούθησε βέβαια η κλασική ιστορία του παιδιού που επειδή είχε καλούς βαθμούς, πέφτει η οικογένεια κι όλος ο περίγυρος από πάνω και λέει “πάρε ένα χαρτί” ,“μάθε τέχνη κι άστηνε”… βέβαια αυτό δεν είναι τέχνη αλλά τέλος πάντων!

Οπότε τελείωσα τη Νομική, και επειδή είχα κάνει ήδη ένα εξάμηνο στη Γαλλία με το Erasmus, έφυγα εκεί για να δοκιμάσω την τύχη μου. 

Πήγα στο Παρίσι, στο τμήμα θεάτρου του πανεπιστημίου Paris VIII, αλλά επειδή εκεί τελειώνοντας πέρασα στο μεταπτυχιακό, σκέφτηκα ότι έτσι μάλλον ανοίγει κάτι πιο ακαδημαϊκό, ενώ εμένα με ενδιέφερε το πρακτικό κομμάτι, το να κάνω παραστάσεις. Έτσι, σκέφτηκα να δώσω μια ευκαιρία στην Αθήνα. Πέρασα διάφορες οντισιόν σε δραματικές σχολές, έδωσα και στο Εθνικό και τελικά πέρασα στο τμήμα σκηνοθεσίας. Αποφοίτησα από εκεί και τώρα μπορώ ευτυχώς να λέω ότι εργάζομαι στο θέατρο!

-Αυτή άρα είναι η πρώτη σου δουλειά;

Ν.Λ: Η αλήθεια είναι ότι μετά την αποφοίτησή μου είναι η πρώτη επαγγελματική μου δουλειά. Μαζί με τη Νοεμή έχουμε αναλάβει την παραγωγή, το έχουμε τρέξει μαζί. Έχω κάνει και μία ακόμη παράσταση, αλλά σε ένα άλλο πλαίσιο, επειδή ασχολούμαι και με τα θεατροπαιδαγωγικά. Κάνω μάλιστα κι ένα μεταπτυχιακό σχετικό τώρα, στο πανεπιστήμιο του Βόλου, με θέμα το παιδαγωγικό παιχνίδι.

Έκανα λοιπόν μία παράσταση εδώ στη Θεσσαλονίκη την προηγούμενη χρονιά, με μία ομάδα εκπαιδευτικών, που ετοίμασαν μία παράσταση για τους μαθητές τους, και έπαιξε σε διάφορα δημοτικά θέατρα της Δυτικής Θεσσαλονίκης. Έπειτα επισκέφτηκα και τα σχολεία που παρακολούθησαν την παράσταση για να κάνω κάποια εργαστήρια εκεί με τους μαθητές και τους εκπαιδευτικούς.

-Άρα ασχολείσαι με τη σκηνοθεσία και με την παιδαγωγική ταυτόχρονα;

Ν.Λ: Ναι, μου αρέσει πολύ να δουλεύω και με παιδιά και με ενήλικες. Φέτος δουλεύω σε ένα Κέντρο Πρόληψης στην Αθήνα, το βρίσκω πολύ ενδιαφέρον, και ανατροφοδοτεί πάρα πολύ και τη δουλειά μου στο θέατρο όλο αυτό, γιατί το πλαίσιο είναι πολύ πιο ανοιχτό και ελεύθερο.

Νικόλας Λαμπάκης
Νικόλας Λαμπάκης, Φώτο: Ελευθερία Καραμέρη / dreamonline.gr

– Πώς ξεκίνησε η ιδέα να ανεβάσετε την “Αφηγήτρια ταινιών”;

Ν.Λ: Είχαμε βρεθεί μετά τη σχολή, νομίζω δύο χρόνια πριν, κάπου στα Εξάρχεια, για ένα καφέ, μαζί με τον Γιώργο και τον Σπύρο δύο άλλους ηθοποιούς, που έπαιξαν στη διπλωματική μου παράσταση. Πάνω στην κουβέντα, πέταξα την ιδέα να ανεβάσουμε με τη Νοεμή την “Αφηγήτρια Ταινιών”, και μου είπε “και εγώ το έχω διαβάσει και μου αρέσει το κείμενο”. 

Πέρασε κάποιος καιρός, και έτυχε να ξαναβρεθούμε σε μία παράσταση στην οποία έπαιζε η Νοεμή στο Εθνικό, στη “Γραμμή του Ορίζοντος”, του Χρήστου Βακαλόπουλου, την οποία σκηνοθέτησε ο Γιώργος Παύλου, ο οποίος είναι φίλος μας και ήμασταν μαζί στο τμήμα σκηνοθεσίας. Τότε λοιπόν, το συζητήσαμε λίγο κι είπαμε ας το κάνουμε.

-Και πώς επιλέχθηκε το έργο;

Ν.Λ: Το έργο έπεσε στην αντίληψή μου πριν κάποια χρόνια από διάφορους φίλους και γνωστούς. Το concept της αφήγησης ταινιών, αυτή η σύνδεση ανάμεσα στο σινεμά και το θέατρο, μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρουσα. Κάποια στιγμή το διάβασα κι αμέσως σκέφτηκα ότι αυτό πρέπει να ανέβει στο θέατρο. 

Το έργο τοποθετείται σε μία άλλη εποχή, και σε μία άλλη ήπειρο πράγμα που μας καλεί να διανύσουμε μία απόσταση για να συνδεθούμε με κάτι τόσο μακρινό από εμάς. Με ενδιαφέρουν γενικά δραματουργίες και έργα που εκτυλίσσονται σε μία άλλη εποχή και σε έναν άλλο τόπο, που μας καλούν να ενεργοποιήσουμε τη φαντασία μας για να ταξιδέψουμε νοερά στους κόσμους αυτούς.

Ν.Β: Εμένα το είχε διαβάσει μία φίλη μου και μου το πρότεινε. Μου είπε ότι την συγκίνησε πολύ. Μετά συνειδητοποίησα ότι το είχε διαβάσει και η μαμά μου. Βρήκα ότι με την ηρωίδα, μοιράζομαι κοινές σκέψεις, δηλαδή πράγματα τα οποία θα με συγκινούσαν και εμένα, στο δικό μου όνειρο, παρόλο που έχουμε γεννηθεί σε τόσο διαφορετικές συνθήκες. 

Ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της αφήγησης συμβαίνει χρονικά, όταν η πρωταγωνίστρια είναι παιδί. Αυτό είναι κάτι που μου αρέσει σκηνικά, να υπάρχω σε μία παιδική ηλικία. Είναι κάτι που με εμπνέει, ανοίγει ένα πολύ ευρύ πεδίο δουλειάς γιατί μπορείς να δοκιμάσεις πολλά πράγματα – υπάρχει ένας αυθορμητισμός, μια ζωντάνια, μία τρομερή συναισθηματική εμπλοκή. Επίσης, το κείμενο παρόλο που είναι λογοτεχνία, μου φάνηκε εν δυνάμει πολύ προφορικό, πολύ οικείο, ότι θα μπορούσε να απευθυνθεί στο εδώ και τώρα.  

Νοεμή Βασιλειάδου, Φώτο: Ελευθερία Καραμέρη/ dreamonline.gr

-Το έργο είναι η ιστορία ενός κοριτσιού στη Χιλή το 1960, που είναι πράγματι “Αφηγήτρια ταινιών”, καθώς βλέπει μία ταινία στο σινεμά του χωριού της, και μετά στήνει μια ολόκληρη παράσταση για να παρουσιάσει την ταινία στα μέλη της κοινότητας της που δεν έχουν να πληρώσουν για το εισιτήριο. Είναι ένα έργο για την τέχνη της υποκριτικής; Εσείς πώς το αντιλαμβάνεστε; 

Ν.Β: Όσο εξελίσσεται η τεχνολογία και μπαίνει στο θέατρο και σε όλα τα είδη παραστατικών τεχνών, κάποια πολύ απλά υλικά του θεάτρου όπως η αφήγηση και η φαντασία, τα λησμονούμε, τα χρησιμοποιούμε λιγότερο ή τα θεωρούμε ανεπαρκή. 

Για εμάς η παράσταση ήταν μία διαδικασία επιστροφής στα πρωταρχικά υλικά του θεάτρου. Υποκριτικά και σκηνοθετικά προσπαθούμε ακριβώς αυτό, να δούμε ποια είναι η ουσία της θεατρικής πράξης, της αφήγησης ενός ανθρώπου απέναντι σε έναν άλλον άνθρωπο. 

Ν.Λ: Βρίσκω καταπληκτικό στο κείμενο αυτό, ότι η Μαρία-Μαργαρίτα, η αφηγήτρια ταινιών, επινόησε τη θεατρική τέχνη: πήγε στο σινεμά και αναρωτήθηκε “τώρα εγώ αυτό πώς θα το αφηγηθώ;” Μιμήσεις, γκριμάτσες, αλλαγές φωνής, σωματικότητα, μάσκες, προπς, φιοριτούρες… Σκέφτηκε ότι δεν αρκούν απλώς τα λόγια, αλλά κι ότι δεν χρειάζεται πάντα να μεταφέρει αυτούσιες τις ιστορίες. Μπορούσε να κάνει τις απαραίτητες τροποποιήσεις – τη διασκευή δηλαδή – αλλά και να αυτοσχεδιάζει…

-Η σκηνογραφία πάντως, με τα λίγα έστω υλικά που χρησιμοποιήσατε, δεν περνά απαρατήρητη και έχει και αυτή τον ρόλο της στην παράσταση. 

Ν.Λ: Ο στόχος ήταν με τα πιο φτωχά χειροποίητα υλικά, να δημιουργήσουμε και μια οπτική αφήγηση που δεν στερείται καθόλου φαντασίας. Θέλαμε μέσα από το πιο απλά υλικά, να εξερευνήσουμε πώς μπορούμε να δημιουργήσουμε τη μαγεία επί σκηνής στο εδώ και τώρα.

“Το θέατρο δεν έχει να κάνει μόνο με εσωτερικά ένστικτα, αλλά και με τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες που αναγκάζουν κάποιον να αφηγηθεί μία ιστορία ως ζήτημα ζωής και θανάτου”

-Η Μαρία-Μαργαρίτα δεν είχε πάει ποτέ στο θέατρο κι όμως το επινόησε. Η υποκριτική τέχνη φαίνεται σαν κάτι το αρχέγονο, το ενστικτώδες.

Ν.Β: Είναι ενδιαφέρον στο κείμενο ότι το θέατρο γεννιέται σε μία συγκεκριμένη ταξική συνθήκη, και σε ένα πλαίσιο στο οποίο η αφήγηση είναι αναγκαία για να δώσει μία προοπτική στους ανθρώπους που δεν έχουν τίποτα άλλο. 

Αφηγούμαι για να κρατηθώ στη ζωή και να φανταστώ έναν κόσμο καλύτερο από αυτόν που ζω. Το θέατρο δεν έχει να κάνει μόνο με εσωτερικά ένστικτα, αλλά και με τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες που αναγκάζουν κάποιον να αφηγηθεί μία ιστορία ως ζήτημα ζωής και θανάτου.

-Ποιος είναι ο ρόλος της τέχνης και της αφήγησης σε αυτήν την κοινωνία της Μαρίας-Μαργαρίτας σε σχέση με τη δική μας; Γιατί υπάρχει η αναγκαιότητά τους;

Ν.Λ: Οι άνθρωποι στην κοινότητα της Μαρίας-Μαργαρίτας δεν είχαν καμία άλλη διασκέδαση, κανέναν άλλο τρόπο διαφυγής από τη σκληρή πραγματικότητά που βίωναν. Στο επίμετρο του βιβλίου υπάρχει ένα κείμενο του Πάμπλο Νερούδα για τη ζωή εκεί, για τις αντίξοες συνθήκες ζωής στην πάμπα… Προσπαθώ να φανταστώ κι εγώ πόσο δύσκολο είναι να ζεις σε ένα τόπο που υπάρχει μόνο χώμα και σκόνη και τίποτα άλλο, μόνο ορυχεία και λαμαρίνες… 

Πάντα υπάρχει μία ανάγκη να ξεφύγουμε, έστω λίγο από αυτό που ζούμε, να πάμε κάπου αλλού, να ταξιδέψει λίγο το μυαλό μας… και ίσως τελικά αυτό που λείπει από τη ζωή μας να το συναντάμε καμιά φορά στην τέχνη. Για αυτό και οι άνθρωποι εκεί είχαν μία ιδιαίτερη λατρεία για τις μεξικάνικες ταινίες γεμάτες πάθος και περιπέτεια, που αφηγούνται ένα κόσμο όπου όλα είναι τόσο έντονα και μελοδραματικά.

Ν.Β: Η πραγματικότητα στενεύει πολύ τα όρια μέσα στα οποία φανταζόμαστε τους εαυτούς μας. Πιστεύουμε ότι μπορούμε να κάνουμε λιγότερα από ό,τι μπορούμε, να διεκδικήσουμε λιγότερα πράγματα από όσα μπορούμε να διεκδικήσουμε. 

Σε όλους τους τομείς, ενώ κατακτούνται κάποια δικαιώματα, βλέπουμε ότι κάνουμε και πίσω σε κάποια πράγματα, και νομίζω ότι η τέχνη μπορεί να ανοίξει τον χώρο στο να φανταστούμε τους εαυτούς μας διαφορετικά, σε τι συνθήκες θέλουμε να ζούμε, και άρα να τις διεκδικήσουμε κιόλας. 

Ν.Λ: Η τέχνη σου επιτρέπει ακόμη και να αποδώσεις σκηνές της ζωής με έναν πιο ποιητικό τρόπο. Είναι κάτι που λείπει πλέον από τον τρόπο ζωής μας, αυτή η ποιητική διάσταση, ζούμε πιο μηχανιστικά. Αυτό το καταλαβαίνουμε λίγο και από το κοινό, ο κόσμος αναγνωρίζει ότι η τέχνη λειτουργεί λυτρωτικά, είναι μια μεγάλη ανάσα…

Στιγμή από την παράσταση

“Και η ίδια η επιλογή ενός κειμένου είναι θέση”

-Το κείμενο καταδεικνύει πολύ το έμφυλο ζήτημα, δηλαδή τη θέση της Μαρίας-Μαργαρίτας, ως το μόνο κορίτσι στην οικογένεια, σε συνάρτηση με όλα όσα βίωσε η μητέρα της ως γυναίκα σε εκείνη την κοινωνία. 

Ν.Β: Παρόλο που η πρωταγωνίστρια δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτήν την πραγματικότητα, σε κάθε στάδιο της ζωής της ανακαλύπτει κάτι ακόμα: το πώς συμπεριφέρεται ο πατέρας της, γιατί έφυγε η μητέρα της, τι σημαίνει το να είναι το κορίτσι σε μία ανδροκρατούμενη κοινωνία, ανακαλύπτει το τι σημαίνει το σώμα της να είναι αντικείμενο στα μάτια των ανδρών. Έχει σημασία το ότι τα συνειδητοποιεί αυτά, ακόμα και αν δεν μπορεί να διαφύγει, το ότι αρθρώνονται στο κείμενο και στην παράσταση έχει μία σημασία.

Ν.Λ: Κάναμε μία προσπάθεια στην παράσταση να είμαστε ειλικρινείς ως προς τα ζητήματα που θίγουμε, να μην τα κρύβουμε, να τα αντιμετωπίζουμε, να δούμε την πραγματικότητα όπως ήταν σε αυτές τις κοινωνίες που ήταν πράγματι πολύ σκληρή.

Ν.Β: Και η ίδια η επιλογή ενός κειμένου είναι θέση. 

-Μου αρέσει πολύ αυτό που λέτε, γιατί κάποιες φορές γίνεται με έναν πολύ πιο διδακτικό -με την κακή έννοια- τρόπο.

Ν.Β: Το ζήτημα του φύλου και των στερεοτύπων βρίσκεται παντού, είναι κομμάτι της πραγματικότητας μας, του τρόπου με τον οποίο οι κοινωνίες συντίθενται, του τρόπου με τον οποίο σκεφτόμαστε. Και ως εκ τούτου επηρεάζει και όλα τα καλλιτεχνικά προϊόντα. Ερχόμαστε σε επαφή με αυτό καθημερινά, συνειδητά ή ασυνείδητα. Νομίζω πως δεν χρειάζεται να είναι «μια ειδική παράσταση για το έμφυλο ζήτημα» ώστε να τίθενται τέτοια ζητήματα ή να προβάλλεται αυτό ως μια «προεξέχουσα» θεματολογία.

Δεν πρόκειται περί θεματολογίας, είναι κομμάτι της ζωής μας, είναι ζητήματα που βιώνουν οι άνθρωποι, σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου. Δεν χρειάζεται να «υπογραμμίσουμε» εμείς κάτι σε αυτό το κείμενο, βρίσκεται ήδη μέσα στην ιστορία και την αφήγηση της με πολύ έντονο τρόπο. 

Ν.Λ: Τώρα ίσως ανοίγω άλλο θέμα, αλλά μιας που έγινε λόγος και για τα στερεότυπα, υπάρχουν μερικά σημεία στο έργο, όπως μια στιγμή που η αφηγήτρια περιγράφει ένα κωμικό σκηνικό με τον αδερφό της που τραύλιζε και το κοινό γελάει… Έχει πολύ ενδιαφέρον αυτό γιατί το γέλιο είναι μία πηγαία και αυθεντική αντίδραση. Όταν γελάμε ακόμη και με κάποια πιο στερεοτυπικά στοιχεία, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι το γέλιο ταυτίζεται με το στερεότυπο κι ότι ερμηνεύεται ως χλεύη και υπονόμευση, όπως μονοδιάστατα θέλει να βλέπει τα πράγματα η πολιτική ορθότητα που καταδυναστεύει την ελεύθερη έκφραση σήμερα. Το γέλιο μπορεί να σημαίνει αποδοχή και να αποτελεί ακόμη και μια πράξη τρυφερότητας.

-Το έργο διαδραματίζεται στη Χιλή σε μία άλλη εποχή, πώς πιστεύατε ότι θα το εκλάβει το κοινό; 

Ν.Β: Για μένα ο τρόπος γραφής του κειμένου είναι προσιτός, οικείος, θα μπορούσε να το διαβάσει ο καθένας. Σε σχέση με το κομμάτι της άλλης ηπείρου, πιστεύω πως είναι κοινό βίωμα όλων των ανθρώπων το πώς ένας άνθρωπος επιβιώνει όταν έρχεται αντιμέτωπος με μία δυσμενή συνθήκη. 

Εννοείται ότι στον Δυτικό Πολιτισμό είμαστε προνομιούχοι, αλλά το ταξίδι ενός ανθρώπου που ξεκινάει από το μηδέν και ονειρεύεται να γίνει κάτι άλλο, νιώθω ότι το μοιράζονται διαφορετικοί πολιτισμοί. 

Ν.Λ:  Όταν αποφοιτήσαμε από το Εθνικό, η παράσταση που σκηνοθέτησα ήταν βασισμένη στο έργο ενός Νοτιοαφρικανού συγγραφέα που διαδραματίζεται το 1970, εν μέσω Απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική. Νιώθω ότι αυτή η απόσταση (χρόνου και τόπου) μας επιτρέπει να δούμε λίγο πιο καθαρά, με άλλα φίλτρα τη ζωή μας… 

-Στο έργο βλέπουμε να διασταυρώνεται θέατρο και κινηματογράφος, είδη συγγενή που όμως σπάνια συναντιούνται. 

Ν.Λ: Ο κινηματογράφος γεννήθηκε από το θέατρο, οι πρώτες ταινίες ήταν σε ταμπλό, αντέγραφαν δηλαδή τον κώδικα του θεάτρου.  Η σκηνοθεσία στον κινηματογράφο, επηρεάσε τη σκέψη και τη σκηνοθεσία στο θέατρο, υπάρχει δηλαδή μία επικοινωνία αυτών των τεχνών. Επίσης υπάρχει πλέον κι ο «κινηματογράφος» μέσα στις παραστάσεις, το βίντεο το συναντάμε πολύ συχνά στο θέατρο. 

Νοεμή Βασιλειάδου
Φώτο: Ελευθερία Καραμέρη/ dreamonline.gr

-Νοεμή, ποιες είναι οι προκλήσεις του μονολόγου;

Ν.Β: Υπάρχει μια παράξενη μοναξιά στον μονόλογο, ένα αίσθημα σαν να σε πέταξαν στη μέση του πουθενά και μου είπαν «αφηγήσου αυτή τη ζωή». Σαν ένα ογκώδες βουνό, που πρέπει να το ανέβω, σιγά σιγά, με πίστη, μέχρι το τέλος. Αυτό είναι πρόκληση. Το δύσκολο είναι να κρατήσω τη συνέχεια της ιστορίας, να περάσω από όλες τις λεπτομέρειες, να είμαι ειλικρινής απέναντι στις προθέσεις… αλλά κυρίως να διατηρώ ζωντανή τη σχέση με το κοινό. Το κοινό είναι ο μόνος μου παρτενέρ. 

-Πώς ήταν οι αντιδράσεις του κοινού στις παραστάσεις σε Αθήνα και Θεσσαλονίκης; Τι κρατάτε από αυτές; 

Ν.Β: Περισσότερο με εντυπωσιάζουν οι αντιδράσεις κατά τη διάρκεια της παράστασης, γυναίκες που μου γνέφουν σαν να συμφωνούν, ο ήχος κάποιου που κλαίει, τα γέλια, τα μάτια που με κοιτάνε περιμένοντας τη συνέχεια. Κρατάω πως όλους τους ανθρώπους μας συνδέουν τα ίδια υλικά: η ανάγκη για επιβίωση, η ανάγκη για προοπτική, ο τρόμος της απώλειας, της εγκατάλειψης. 

Ν.Λ: Εγώ χαίρομαι λίγο παραπάνω με τους ανθρώπους που έρχονται ενώ δεν πηγαίνουν γενικά στο θέατρο, που τους έχουν κουβαλήσει οι φίλοι για να μας στηρίξουν, που λένε ότι όταν άκουσαν ότι είναι μονόλογος είπαν “ωχ αλλά άντε θα πάω”… και φεύγουν λέγοντας ότι συγκινήθηκαν, ότι γέλασαν, ότι τους ενδιέφερε τελικά αυτό που παρακολούθησαν… 

Για μένα αυτό είναι το στοίχημα, το να απευθυνόμαστε με απλότητα και χωρίς επιτήδευση στον κόσμο, γιατί αυτός είναι ο λόγος που κάνουμε θέατρο… Έχουμε ανάγκη να μοιραζόμαστε ιστορίες με τον διπλανό μας.

-Τα μελλοντικά σας σχέδια;

Ν.Β: Εγώ αυτή την στιγμή παίζω ταυτόχρονα και στην Αθήνα, στην παράσταση “Ζ_Χ μια ημιτελής χαρτογράφηση ενός χάσματος” σε σκηνοθεσία του Γιώργου Βαλαή.

Ν.Λ: Ετοιμάζω κάτι για το καλοκαίρι, αλλά είμαι ακόμα σε αχαρτογράφητα νερά.

-Θα θέλατε να πείτε κάτι για τα νέα παιδιά που θέλουν να δραστηριοποιηθούν στον χώρο;

Ν.Λ: Υπάρχει ένα μεγάλο ζήτημα για τις λεγόμενες «ευκαιρίες» που δίνονται σε ηθοποιούς μέσα από τις οντισιόν, αλλά και σε εμάς τους σκηνοθέτες μέσα από το κάλεσμα για κατάθεση προτάσεων… Ξέρουμε καλά πως δεν είναι πραγματικές ευκαιρίες και τις περισσότερες φορές αυτά γίνονται για το φαίνεσθαι.

Το πλαίσιο μέσα στο οποίο γίνονται οι οντισιόν και οι προτάσεις δεν είναι καθαρό, οι κανόνες του παιχνιδιού είναι πάντα ασαφείς… Επί της ουσίας δεν υπάρχουν κανόνες. Στο τέλος αυτός που βρίσκεται στη θέση εκείνου που επιλέγει, στη θέση του κυρίαρχου δηλαδή, κάνει ό,τι θέλει. Αυτό είναι καθρέφτης και της πολιτικής πραγματικότητας που βιώνουμε…

-Ωστόσο εάν κάποιος θα ήθελε να ασχοληθεί με αυτό; Τι θα του λέγατε;

Ν.Β: Εγώ θα του έλεγα να κάνει ό,τι θέλει, μία ζωή έχουμε. 

Ν.Λ: Νομίζω ότι είμαστε μία γενιά που μεγάλωσε από ανθρώπους που δίνουν διαρκώς συμβουλές. Εμείς δεν δίνουμε συμβουλές, δεν θέλουμε να έχουμε το προνόμιο να δίνουμε συμβουλές, να είμαστε δηλαδή στη θέση του κυρίαρχου που ξέρει και θα σου πει τι να κάνεις.

Ν.Β: Έχουμε μεγαλώσει σε συνθήκες μόνιμης αβεβαιότητας, χωρίς καμία εγγύηση για το οτιδήποτε, παλεύουμε με ό,τι έχουμε. Υπάρχουν πολύ λίγοι άνθρωποι στον χώρο οι οποίοι έχουν προνόμια, και μπορούν σταθερά να εργάζονται και να βιοπορίζονται από αυτό και οι υπόλοιποι επιθυμούμε διαφανείς συνθήκες και ζούμε με την ελπίδα ότι θα έχουμε τον χώρο μας να δημιουργούμε…

Η αφηγήτρια ταινιών συνεχίζεται για ακόμη δύο παραστάσεις στο Θέατρο Τ. Εισιτήρια εδώ.

Συνέντευξη: Αφροδίτη Κεραμέως

Επιμέλεια: Ελένη Κολυμπιανάκη

Μοιράσου το:

Αφροδίτη Κεραμέως

Αφροδίτη Κεραμέως

Γεννήθηκα και ζω όλη μου την ζωή- μ’ένα ευχάριστο διάλειμμα 6 μηνών στο Αμβούργο- στην Θεσσαλονίκη. Το μεγαλύτερο μου ίσως flex είναι ότι όταν ήμουν μικρή είχα απομνημονεύσει τις πρώτες σελίδες (και τις παραπομπές τους) από τα «88 ντολμαδάκια» του Ευγένιου Τριβιζά. Η απομνημονευτική μου ικανότητα με οδήγησε αισίως στα 18 μου στην Νομική του ΑΠΘ και έπειτα με άφησε. Από τότε, αυτά που θέλω να θυμάμαι τα κρατάω σε σημειώσεις σε τετράδια, στο μαγνητόφωνο του κινητού μου (podcast alert) και στα φιλμ των αγαπημένων μου καμερών.

 

Πρόσφατα

Διαβάστε Περισσότερα

Σχετικά Άρθρα