17 Φεβρουαρίου 2020
Το μεγάλο κανάλι επιστρέφει και μαζί του επιστρέφουν κι όλες οι παιδικές μας αναμνήσεις από την ποιοτική ελληνική τηλεόραση των δεκαετιών του ’90 και του ’00.
Το ημερολόγιο έγραφε 28 Οκτωβρίου 2018, ανήμερα της εθνικής εορτής, όταν το πάλαι ποτέ Mega Channel, ο πρώτος ιδιωτικός σταθμός που λειτούργησε σε πανελλαδική εμβέλεια έριχνε «μαύρο», ενώ στις οθόνες έπαιζαν οι εμβληματικοί «Απαράδεκτοι». Οι εναπομείναντες εργαζόμενοι του σταθμού αποχαιρέτησαν το μεγάλο κανάλι, αφήνοντας μια υπόσχεση για το μέλλον.
Πλέον, υπό νέο καθεστώς και διοίκηση Β. Μαρινάκη, το MEGA επαναλειτουργεί, εκπληρώνοντας αυτήν την υπόσχεση και αποδεικνύοντας ότι η αποχή του από τα ελληνικά media δεν ήταν παρά μόνο μια κακή παρένθεση στην τριακονταετή ιστορία του σταθμού. Ο ισχυρός άνδρας του Ολυμπιακού είχε καταβάλει στις αρχές Νοεμβρίου, το ποσό των 34 εκατομμυρίων ευρώ για να αποκτήσει το σήμα, την ταινιοθήκη και το αρχείο ειδήσεων του καναλιού. Σήμερα 17/2, είναι όλα έτοιμα για να εκπέμψει ξανά, ανακαταλαμβάνοντας την κενή θέση «4» στους τηλεοπτικούς δέκτες.
Ας ανατρέξουμε όμως μερικά χρόνια πίσω και να ξεκινήσουμε από την ημέρα έκδοσης της συστατικής πράξης ιδρύσεως του πρώτου νόμιμου ιδιωτικού ελληνικού σταθμού.
Τα πρώτα βήματα
Το Mega Channel, ιδιοκτησία του Ομίλου «Τηλέτυπος» άνοιξε «τον χορό» των ιδιωτικών καναλιών στη χώρα, που έμελλε να υποκαταστήσει σε πολύ μεγάλο βαθμό την ελληνική δημόσια τηλεόραση, που όπως υποστήριζαν πολλοί εκείνη την εποχή δεν ήταν παρά ένα χουντικό κατάλοιπο.
Στις 20 Νοεμβρίου του 1989, το κανάλι βγαίνει στον τηλεοπτικό αέρα επί κυβέρνησης Μητσοτάκη(θα μπορούσε να πει κανείς χαριτολογώντας ότι από γεννησιμιού του, ο σταθμός ήταν καταδικασμένος κάποτε να κλείσει…). 31 χρόνια μετά, τα τερτίπια της μοίρας φέρουν το Mega στο προσκήνιο και πάλι επί κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Πρωτοπορία και πρωτοτυπία
Το Mega εγκαινιάζει για πρώτη φορά στην Ελλάδα ένα νέο είδος ενημέρωσης, που είχε πρωτοεμφανιστεί στην Αμερική και στη συνέχεια στην Ευρώπη: το λεγόμενο “info-tainment”. Η σύγχυση αυτή μεταξύ ενημέρωσης και ψυχαγωγίας, πρωτόγνωρη για τα ελληνικά δεδομένα κεντρίζει το ενδιαφέρον των θεατών, που βλέπουν πια να αμφισβητείται έντονα ο παραδοσιακός ρόλος της ενημέρωσης.
Το «παραπαίδι» του παραδοσιακού αυτού ρόλου, ο Τύπος περνάει πια σε μια άλλη εποχή, όπου έχει να ανταγωνιστεί την ανεξέλεγκτη εισβολή των ραδιοτηλεοπτικών μέσων.
Πέραν λοιπόν του ενημερωτικού σκέλους, το υπόλοιπο πρόγραμμα του MEGA θα καλυφθεί σιγά-σιγά από μερικές εκ των πιο αγαπημένων σειρών της ελληνικής τηλεόρασης. Η κωμωδία, το δράμα, το ντοκιμαντέρ και μεταγενέστερα και η σάτιρα γεμίζουν το ωρολόγιο πρόγραμμα του σταθμού με την πρώτη και πιο μεγάλη εμπορική επιτυχία να είναι φυσικά «Οι Απαράδεκτοι», με τον αείμνηστο Βλάση Μπονάτσο και μια σειρά από -γνωστούς ή ανερχόμενους- καταξιωμένους πια ηθοποιούς. Η σειρά έσπασε κάθε ρεκόρ τηλεθέασης και δημιούργησε πρόσφορο έδαφος για την περαιτέρω ανάπτυξη του κλάδου της μυθοπλασίας. (Εδώ μπορείτε να βρείτε το άρθρο του Βαγγέλη Λαζαρίδη για τους Απαράδεκτους.)
Η “χρυσή” εποχή
Σε μία Ελλάδα στην οποία είχε ανατείλει για τα καλά η εποχή των παχουλών αγελάδων, τα ποσά που δαπανούνταν για την παραγωγή σίριαλ, ριάλιτι και ψυχαγωγικών εκπομπών ήταν απλησίαστα σε σύγκριση με το σήμερα. Η ποιότητα των προγραμμάτων παρουσίαζε σοβαρές μεταπτώσεις, αλλά κοινή παραδοχή ήταν πως το Μεγάλο Κανάλι πάντα καινοτομούσε, φέρνοντας ακριβά concepts, πριν από οποιονδήποτε άλλον ανταγωνιστή του.
Η «χρυσή» δεκαετία του 2000 έφερε για τον σταθμό αναρίθμητες επιτυχίες με την πρωτοκαθεδρία στην πρωινή ζώνη να ανήκει στον «Όμορφο κόσμο» του Γρηγόρη Αρναούτογλου, ενώ η κυριαρχία του έναντι των «απέναντι» αποτυπωνόταν ευκρινώς και στην prime time ζώνη, με σειρές όπως «οι Σαββατογεννημένες» και το «Πάρα 5» του Καπουτζίδη, το «Είσαι το Ταίρι μου», το «50-50», οι «7 Θανάσιμες Πεθερές», οι «Ευτυχισμένοι Μαζί» και φυσικά η μεγαλύτερη και ίσως η ποιοτικότερη ελληνική παραγωγή στη μικρή οθόνη, «το Νησί».
Τα νούμερα τηλεθέασης «τρέλαιναν» τα μηχανάκια της AGB, ενώ κάτω από τη στέγη του σταθμού βρίσκονταν και μεγάλες αθλητικές διοργανώσεις, όπως το Champions League και τα προκριματικά διεθνών διοργανώσεων, παρουσίας της εθνικής μας ομάδας ποδοσφαίρου.
Οικονομική κρίση, απομυθοποίηση, κατάρρευση
Ωστόσο, όλα άλλαξαν με την οικονομική κρίση του 2009. Οι παχυλοί μισθοί των μεγαλοδημοσιογράφων μειώθηκαν δραματικά, ενώ έγιναν προσπάθειες για low-budget παραγωγές, χωρίς τις επιτυχίες του παρελθόντος. Τα χρέη του καναλιού πολλαπλασιάστηκαν και ήδη ο σταθμός μετρούσε αντίστροφα.
Το «μεγάλο φαγοπότι» είχε περάσει ανεπιστρεπτί και όπως η πλειοψηφία των Ελλήνων, έτσι και το MEGA έμελλε να πληρώσει ακριβά τις αμαρτίες και τις υπερβολές των προηγούμενων ετών.
Από το 2012 και μετά, όλοι ήξεραν -κι ας μην ήθελαν να το παραδεχτούν- πως ο σταθμός οδηγείται με μαθηματική ακρίβεια προς τη διάλυση.
Τα απανωτά χτυπήματα που δεχόταν το κανάλι είχαν αντίκτυπο και στην ακεραιότητά του, αφού ο σταθμός απέκτησε τη φήμη του μεγαλύτερου φορέα διαπλοκής στα ιδιωτικά μέσα, καθώς οι σχέσεις των ιδιοκτητών και των κυβερνήσεων, μόνο στο απυρόβλητο δεν περνούσαν από την ελληνική κοινή γνώμη.
Το δημοψήφισμα του 2015 και η στάση που επέλεξε να κρατήσει το μεγάλο κανάλι κλόνισαν και την τελευταία ασπίδα αξιοπιστίας που είχε απομείνει στον σταθμό. Η απόπειρα παραπλάνησης του ελληνικού κοινού, μέσω των “fake news” που αναπτύχθηκαν εκείνο το δεκαήμερο, αποτέλεσε ίσως την ταφόπλακα του MEGA στη συνείδηση του κοινού.
Πλέον, ο σταθμός ήταν ανήμπορος μέσα στα οικονομικά του προβλήματα και καταδικασμένος στη μιζέρια και στην εσωστρέφεια του.
Το Mega από αύριο γυρίζει σελίδα, έχοντας αφήσει παράμερα τις αμαρτίες του παρελθόντος και ελπίζοντας να μην υποπέσει σε νέες που θα τροφοδοτούσε μια σύγκρουση ανάμεσα στους ιδιοκτήτες των μέσων. Το κλίμα που ενυπάρχει είναι ιδιαίτερα τοξικό, με την αντιπαλότητα ανάμεσα στους γνωστούς και μη εξαιρετέους ποδοσφαιρικούς παράγοντες να περνάει πια και στο τηλεοπτικό τοπίο, φτάνοντας μέχρι τα ανώτερα κλιμάκια της κυβέρνησης.