“Είναι πλέον πολύ αργά για κάτι τέτοιο”. Έως πότε αυτές οι λέξεις θα παραμονεύουν κάτω από την χοντρή σου γλώσσα, έτοιμες να τις εκτοξεύσεις κάθε στιγμή που θα σου φανερώνονται καινούργιες ευκαιρίες στη ζωή σου; “Είναι πλέον πολύ αργά για κάτι τέτοιο” και ένα ντροπαλό χαμόγελο σχηματίζεται στις άκρες των ρυτιδιασμένων χειλιών σου, προσπαθώντας να παρηγορήσει την ταραγμένη συνείδηση σου, και οι ίδιες οι λέξεις που αυτή τη στιγμή αποτελούν τα θεμέλια της στάσης σου απέναντι στη ζωή, ταυτόχρονα σε δηλητηριάζουν ως το μεδούλι. Τώρα τα μάτια σου έχουν συνηθίσει να βλέπουν μόνο καθαρούς ουρανούς, τα πόδια σου έχουν συνηθίσει να πατάνε με δύναμη μόνο σε ίσιους δρόμους. “Είναι πλέον πολύ αργά για κάτι τέτοιο, είμαι μια άθυμη και δυσκίνητη μηχανή, είμαι ικανός μόνο για όσα έχω προγραμματιστεί και για τίποτε άλλο” αναφωνείς με ένα πραγματιστικό ύφος και με έντονη αγαλλίαση βυθίζεις τις ρίζες σου πιο βαθιά στο ξηρό χώμα.
Η ζωή σου: ένα αμάλγαμα από υποχρεώσεις, υποχρεώσεις απέναντι στη δουλειά σου, την οικογένεια σου, την κοινωνία και στους ιθύνοντες της. Σπανίως, τολμάς να ρίξεις μια οργισμένη ματιά σε αυτά τα παράσιτα του πνεύματος, κατά βάθος τα μισείς, “δεν τις επέλεξα εγώ, ένας κρύος άνεμος τις εμφύσησε βαθιά μέσα μου” λες, αλλά στο τέλος πάντα τους παραχωρείς το δικαίωμα να οριοθετήσουν την δράση σου. Κάτω από τον ίδιο απαλό ουρανό περνάς τις μέρες σου, μέρες μακριά από οτιδήποτε χαλάει την καλή συνείδηση και τον ήσυχο ύπνο, το σήμερα σου απόλυτα εναρμονισμένο με το χθες σου.
Έρχεται ωστόσο η μέρα όπου έχοντας φτάσει στην επίγνωση ότι η ζωή σου κυλάει κάτω από το αυστηρό βλέμμα του Χρόνου, θα κοντοσταθείς μπροστά στον καθρέφτη, και αντικρύζοντας τα κουρασμένα μάτια και τις ρυτίδες που διανύουν το μέτωπο σου, για ακόμα μια φόρα θα ξεστομίσεις τις λέξεις- σύνθημα: “Είναι πλέον πολύ αργά για κάτι τέτοιο”. Αυτή τη φορά ωστόσο τις λέξεις αυτές δεν θα ακολουθήσει εκείνο το καθησυχαστικό χαμόγελο που άλλοτε, με τόση ευκολία, φορούσες. Ξάφνου θα αισθανθείς τον αέρα να βαραίνει, θα κλείσεις τα μάτια όσο αγκομαχάς για να πάρεις μια ανάσα και ένα δάκρυ θα αρχίσει να σέρνεται πάνω στις πλατιές διπλωμένες σακούλες των ματιών σου: Ξέρεις ότι αυτή τη φόρα και μόνο αύτη τη φορά, τα λόγια ήταν αληθινά.
Με φρικτή αναστάτωση συνειδητοποιείς ότι αόρατες δυνάμεις σε λύγισαν και σε έπλασαν στο σχήμα που θα τους φαινόταν πιο χρήσιμο, και με ακόμα περισσότερη φρίκη συνειδητοποιείς ότι μπροστά σε αυτά τα αόρατα χέρια, εσύ στάθηκες εντελώς ανυπεράσπιστος. Προτίμησες να ζήσεις εκ του ασφαλούς, με φόβο απέφευγες τα ύψη και τα δύσβατα μονοπάτια και κινδυνολογούσες για το τι περιμένει τους αναβάτες. Επέτρεψες σε άλλους να σου δείξουν τον δρόμο, θεωρούσες τον εαυτό σου πλούσιο όταν τρεφόσουν από τους καρπούς που θέρισαν οι άλλοι για σένα.
Τώρα βλέπεις τη ζωή σου σαν μια σειρά από πόρτες, πάντα στεκόσουν έξω από αυτές περιμένοντας με ανυπομονησία κάποιον να τις διαβεί, δεν ήξερες ότι αυτές οι πόρτες φτιάχτηκαν αποκλειστικά για σένα, και τώρα θα κλείσουν για πάντα. “Μακάρι να είχα το θάρρος να ορίσω εγώ τη ζωή μου. Μακάρι να είχα το θάρρος να ανεβώ στα ύψη και να γεμίσω τα πνευμόνια μου με τον δικό μου αέρα, μακριά από τον αέρα του συνόλου”, βροντάς έξω από τις αμπαρωμένες πόρτες.
“Μακάρι να είχα ακούσει εκείνη τη φωνή- έχει πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια τώρα- αλλά την θυμάμαι να μου δείχνει δρόμους νέους και ανεξερεύνητους, δεν την ένοιαζε αν την αποκαλούσαν τρελή”. “Μακάρι να είχα δημιουργήσει τραγούδια και ποιήματα μέσα στα οποία θα έβρισκε καταφύγιο το κομμάτι της ψυχής μου που θα λαχταρούσε ζωή”. “Μακάρι να είχα ταξιδέψει περισσότερο, μακάρι να ερωτευόμουν πιο συχνά, μακάρι να έλεγα πιο συχνά ναι στη ζωή και στη γενναιοδωρία της”. “Μακάρι να είχα πει όσα ήθελα να πω, τα συναισθήματα μου αναζητούσαν τις κατάλληλες λέξεις για να πάρουν μορφή, άλλα καμία δεν ήταν αρκετή”.
Τώρα, με την αίσθηση ότι δεν έχεις ζήσει, ακούς τα τελευταία σιδερένια μάνταλα να σέρνονται, όλες οι πόρτες είναι κλειστές. Ποιος φέρει ευθύνη για την άσχημη μοίρα σου; Η κοινωνία που τιμούσε την εργαλειακή σου φύση και φρόντιζε να σε ανταμείβει με μικροχαρές ή εσύ ο ίδιος που αποφάσισες να υποβιβαστείς σε απλό θεατή της ζωής, αντί να ξηλώσεις το χρυσοκέντητο πέπλο και να αναλάβεις εσύ τα σκοινιά; Απόλυτη ησυχία, αφήνεις την τελευταία σου πνοή στη μέση του δρόμου των αμέτρητών χαμένων δυνατοτήτων. Είναι άραγε η μοίρα σου η μοίρα ολόκληρης της σύγχρονης ανθρωπότητας; Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από έναν άνθρωπο που μετανιώνει για τη ζωή που έζησε.
Την ίδια στιγμή όμως, μια ομάδα ανθρώπων αποφασίζει να δείξει το δρόμο για τα πιο δύσβατα αλλά και τα πιο πλούσια μονοπάτια, αυτά τα άτομα ονομάζονται… καλλιτέχνες.