Λίγο από Νταλάρα και Μαρία Αντουανέτα

“Η δυσφήμιση είναι η καλύτερη διαφήμιση”. Το άκουσα μια, το σκέφτηκα δύο και το είδα να συμβαίνει αμέτρητες φορές. Είναι μία από αυτές τις πετυχημένες εκφράσεις που θα πει εκείνος ο φίλος σου “ο ατακαδόρος”,  ή αυτός που είναι πάντα ετοιμόλογος και μέσα στο ύφος της συζήτησης. Από όταν όμως μάθαμε την έννοια του marketing στην Ελλάδα, με όρους επαγγελματικούς και ακαδημαϊκούς, τέτοια μικρά ρητά μπορούν πολύ εύκολα να αναδείξουν μία δυστοπική πραγματικότητα, την εξέλιξη της οποίας προβάλουμε καθημερινά, είτε πίσω από τις κόρες των ματιών μας, είτε πίσω από ένα γυαλί με πολλά χρώματα.

Η προσπάθεια μου λοιπόν, να αποφύγω οποιαδήποτε μορφή διαφήμισης, με έχει απωθήσει από το να επιχειρώ να προσεγγίσω, να σχολιάσω, να αναδείξω κομμάτια της δυστοπίας που ξεπροβάλλουν στα social media ή και στα κανονικά media. Πολλά από αυτά είναι κομμάτι της ειδησεογραφίας, ναι. Ωστόσο, πολλά επίσης δεν είναι. Και μάλιστα, επιτρέψτε μου να πω, ότι ένα μεγάλο δείγμα είναι περισσότερο κίτρινο, νοθευμένο, κατευθυνόμενο. από κοντά και μακριά, παρά γνήσιο, αθώο και λειτουργικό. 

Κόντρα όμως τον ρόλο που καλώς ή κακώς έχω υιοθετήσει, μερικές φορές η συναισθηματική φόρτιση που σου προκαλούν ορισμένες καταστάσεις, σε πλημμυρίζουν με μία ανάγκη εξωτερικής  αποτύπωσης των σκέψεών σου. Στον ελληνικό (και όχι μόνο) κόσμο του σήμερα, όπου ιθύνοντες και μη, θα προσπαθήσουν να σε πείσουν ότι ένα καρύδι δεν είναι πράγματι καρύδι, αλλά ένας προστατευμένος καρπός, του οποίου όμως την ύπαρξη δεν μπορείς να γνωρίζεις αν δεν τρυπήσεις τον εξωτερικό φλοιό, γίνονται αποδεκτές όλες οι τοποθετήσεις.

“Με 4 τοστ χορταίνει όλη η οικογένεια”

Η έλλειψη επαφής με την πραγματικότητα, δεν είναι αδίκημα, αλλά σίγουρα δεν αποτελεί προτέρημα, ανεξάρτητα της ταξικής σου προέλευσης. Συχνά, celebrities και πολιτικοί κατηγορούνται για αποστασιοποίηση από τα κοινά και κυρίως για απουσία ενσυναίσθησης σε απλά, καθημερινά προβλήματα που οι συνάνθρωποι τους αντιμετωπίζουν. Στον αντίποδα, οι celebrities μπορεί να ακολουθήσουν στοχευμένα, μία διαλλακτική στάση κοινωνικής προσφοράς και ενδιαφέροντος, αντιλαμβανόμενοι την μεγάλη ζήτηση που υπάρχει στον κόσμο για ανάδειξη προτύπων.

Ενδεχομένως να είναι υποκριτικό, δεδομένου ότι απέχουν αρκετά από αυτού του είδους την πραγματικότητα, της έλλειψης ανέσεων και παροχών. Στα δικά μου μάτια ωστόσο, το κίνητρο σε περιπτώσεις σαν και αυτές, έχει μικρότερη σημασία από το αποτέλεσμα. Είτε στοχευμένα είτε όχι, αν η κοινωνική επιρροή που ασκείται φέρει έστω μικρά, αργά αποτελέσματα, χαλάλι προς το παρόν.

Νταλάρα

Το να ακούς ψέματα από πολιτικούς και διάσημους, που προστατεύουν αξιώματα, καρέκλες και δημοφιλίες, είναι σύνηθες και σε ένα ευρύ φάσμα του, αποδεκτό. Εξάλλου, για όποιον  αντιλαμβάνεται τα πράγματα με μία μεγαλύτερη κυνικότητα, η πολιτική δεν έχει να κάνει με την πολιτική και η δημοφιλία δεν έχει να κάνει με το ταλέντο. Στο κάτω κάτω, δεν πρόκειται απαραίτητα για ανόητους ανθρώπους που προσπαθούν να σε εξαπατήσουν, αλλά για όντα με ξεκάθαρο προγραμματισμό των προσωπικών τους στόχων και αναγκών. Σε αυτό λοιπόν, το σύμπαν που κανονικοποιεί και κυρίως αδυνατεί να εντοπίσει το ψέμα και την υποκρισία, ποιος είναι ο ρόλος του δημοσιογράφου; 

Δεοντολογικά προσεγγίζοντας το, η εύκολη απάντηση είναι “ Ως διεκπεραιωτής, ως μεσολαβητής”.  Τι γίνεται λοιπόν, όταν ο τηλεοπτικός δημοσιογράφος, δηλώνει σε live μετάδοση, τοποθετούμενος σε ρεπορτάζ για την ακρίβεια στα τρόφιμα,  ότι “με 4 τοστ χορταίνει μία οικογένεια το 2024”;  

– “Κάτσε ρε Γιώργο, τέσσερα τοστ θέλει να φτιάξει, πρέπει να πάρει δέκα φέτες, να τις πετάξει τις μισές; 

-Παλιά αυτό έκαναν, έλεγαν “βάλε 10-15 φέτες, και τις μισές τις πετούσαν. Πάνε αυτά, τελειώσανε” απαντάει ο συνάδελφός του.

Τα παραπάνω σχόλια δεν έγιναν από τον υπουργό οικονομικών, κάποιον αρμόδιο φορέα ή  ανθρώπους, που ένας μέσος πολίτης θα κατηγορούσε, για τις οικονομικές δυσχέρειες που αντιμετωπίζει στο σούπερ μάρκετ. Έγιναν από δύο δημοσιογράφους, τηλεοπτικού σταθμού που κάνει μάλιστα ρεπορτάζ για την ακρίβεια. Αναγνωρίζει δηλαδή τις ακριβές τιμές που κοστολογούνται τα τρόφιμα, αλλά μάλλον δεν κοστίζουν τα ίδια για όλους. Ο ρεπόρτερ μάλιστα, ήταν αυτός που έφερε τη συζήτηση στο τραπέζι, όταν σχολίασε: 

–  “Η καθημερινότητα έχει γονατίσει. Είχα πάει σούπερ μάρκετ πριν τρεις μέρες κι άκουσα μια γυναίκα να λέει “τέσσερις φέτες ζαμπόν, τέσσερις ψωμί, τέσσερις φέτες τυρί, για τοστ εννοώ. Τέσσερις φέτες”.

Η ακρίβεια δεν έχει πλάκα. Ποτέ δεν είχε δηλαδή, απλά συνήθως οι άνθρωποι προσπαθούσαν να την αντιμετωπίσουν με μία δόση χιούμορ και προσωρινότητας, για να της αποδώσουν μικρότερη σημασία και να ξεφύγουν από την τραγικότητα της κατάστασης. Ένας στους τρεις  Έλληνες δεν τρώει ψάρι, κρέας και κοτόπουλο, λόγω φτώχειας σύμφωνα με έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ, αποδεικνύοντας ότι όσο και να προσπαθούμε να κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας, μία απλή δημοσκοπική έρευνα θα προβάλει την αλήθεια. Και ξέρετε ποιος θα έπρεπε να είναι ο πρώτος που θα την προβάλλει, θα την αναδείξει και θα την εντοπίσει; Σίγουρα όχι οι παραπάνω δημοσιογράφοι.

Δεν θα έπρεπε να ενδιαφέρει κανέναν, αν τα παραπάνω σχόλια έγιναν με χαριτωμένο τρόπο και σε ένα πλαίσιο χαλαρότητας. Η δύναμη των Μέσων, των προτύπων που αυτά προβάλλουν και η ευάλωτη θέση στην οποία βρίσκονται πολλοί Έλληνες, δεν σηκώνουν αστεία για το νούμερο 1 πρόβλημα του σύγχρονου ελληνικού νοικοκυριού. Ειδικά από την στιγμή, που εν γνώση σου παράγεις “χιούμορ” ενάντια στους φανερά, ασθενέστερους από εσένα. Εκτός αν έχεις κάποια μακρινή συγγένεια με τη Μαρία Αντουανέτα, αδυνατώντας να διακρίνεις τη διαφορά με το παντεσπάνι.

Δεν μας… ρε Νταλάρα

Ο Νταλάρας τον τελευταίο καιρό, ηθελημένα και μη (μάλλον το πρώτο), ήρθε στο φως της δημοσιότητας σε διαφορετικές περιστάσεις. Αρχικά, άσκησε κριτική σε σύγχρονους καλλιτέχνες για την εμπορικότητά τους, η οποία πηγάζει από την καλλιτεχνική τους επιτυχία, αλλά παρεκκλίνει σε άσχετες οδούς, όπως η παραγωγή διαφημίσεων. Αναφέρθηκε μάλιστα σε μπιφτέκια και λουκάνικα, προκαλόντας άνετα τον εκνευρισμό ενός φιλόδοξου επιχειρηματία-κρεοπώλη. 

Όπως ήταν λογικό, έσπευσαν αμέσως να τον κρίνουν, είτε με έμμεσες απαντήσεις καλλιτεχνών που θίχτηκαν, είτε μέσα από τις συνεχείς ενοχλήσεις-ερωτήσεις των κίτρινων πρωινών εκπομπών της ελληνικής τηλεόρασης. Σε μία από αυτές, ο λαϊκός Γιώργος Νταλάρας, είπε μάλλον αυτό που πολλοί σκέφτονται, αλλά λίγοι μπορούν να διατυπώσουν με σωστό τρόπο μπροστά σε κάμερα.

Ούτε και ο Γιώργος μπορούσε δηλαδή, αλλά μας έδωσε μία ιδέα του τι εννοεί και ένας καλοπροαίρετος, απομακρυσμένος από τους συστημικούς μηχανισμούς λειτουργίας, θα του έδινε ακόμα και δίκιο. Επιτέθηκε στις ερωτήσεις των ρεπόρτερ, λέγοντας περιφραστικά ότι είναι ντροπιαστικό το επάγγελμα που έχουν επιλέξει, αναφερόμενος στο κουτσομπολίστικο και τοξικό κλίμα που προσπαθούν να διαμορφώσουν γύρω από ένα θέμα.

Φυσικά, η διατύπωση και το ύφος του Νταλάρα ήταν τέτοια, που δεν θα μπορούσαν να μην την σχολιάσουν αρνητικά, οι άνθρωποι που θεωρούν ότι η καθημερινή ενασχόληση με τις προσωπικές ζωές ανθρώπων, είναι λειτούργημα. 

Και φτάνουμε αισίως στο κομμάτι του συσχετισμού ανάμεσα στα κεντρικά σημεία αυτού του κειμένου. Εντελώς ειρωνικά και ίσως με έναν περίεργο τρόπο, βλέποντας τον Νταλάρα να φωνάζει σε ρεπόρτερ και δημοσιογράφους να κοροϊδεύουν νοικοκυριά που δεινοπαθούν, σχηματίστηκε μπροστά μου μία μικρογραφία την ελληνικής πραγματικότητας.

Άθικτο θράσος. Αυτή νομίζω ότι είναι η πιο εύστοχη περιγραφή που θα μπορούσα να δώσω. Δεν καταλαβαίνω και μάλλον δεν θα το κάνω ποτέ, γιατί ενώ η συντριπτική πλειοψηφία κρίνει απαραίτητη την απόδοση ευθυνών σε θύτες και αυτουργούς, παράλληλα αδιαφορεί για την ανάληψή των ευθυνών αυτών. Πώς γίνεται ανεκτό ηθικά και υπαρξιακά, το εξόφθαλμο θράσος και η παραβίαση ελευθεριών και δικαιωμάτων. Τι λένε άραγε αυτοί οι “επαγγελματίες” στους εαυτούς τους, για να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους και πώς καταφέρνουν να διατηρούν το κοινό τους, τη δουλειά τους και την αυτοπεποίθησή τους, να πράττουν και να λένε ό,τι θέλουν, όποτε το θέλουν;

Ο Νταλάρας είχε δίκιο. Όχι για τα λουκάνικα, αλλά για τους δημοσιογράφους. Οι ερωτήσεις των ρεπόρτερ είναι συνήθως, στην καλύτερη παρεμβατικές και στην ρεαλιστική τους προσέγγιση, επιθετικές και απαράδεκτες. Δεν αποσκοπούν σε τίποτε άλλο, πέρα από το να τραβήξουν τα βλέμματα, φέρνοντας διασημότητες σε άβολες θέσεις και δημιουργώντας ίντριγκες. Φυσικά, όταν έχουμε συνηθίσει στο να σχολιάζουμε καθημερινά τις ζωές τους, τις συμπεριφορές τους, τις σχέσεις τους και όλα τα ασήμαντα αυτού του κόσμου, πρέπει να εξηγούμε το αυτονόητο όταν ξεπερνά κάποιος το όριο. 

Αν μας μαθαίνει κάτι η εποχή μας, είναι ότι οφείλουμε να προσέχουμε τον λόγο μας και την συμπεριφορά μας, να αμφισβητούμε τις επιλογές μας και να είμαστε ανοιχτοί στην προβολή πραγμάτων που δεν κατανοούμε και αντιλαμβανόμαστε πλήρως. Είναι υποχρέωσή μας να αναδεικνύουμε και να παραμερίζουμε λανθασμένα πρότυπα, ρητορικές και ενέργειες, αλλά πάνω από όλα να αναλαμβάνουμε την ευθύνη για τυχόν προβληματικές συμπεριφορές μας. Η ταχύτητα της τηλεόρασης ελλοχεύει κινδύνους και δυσκολίες. Ωστόσο, παρέχει και δυνατότητα άμεσης επικοινωνίας, προφορικού και περιφραστικού λόγου και φυσικά αναδιατυπώσεων. Δεν υπάρχουν δικαιολογίες και ας πάψουμε να ανεχόμαστε παντεσπάνια και ερωτήσεις για το κρεβάτι μας.

Μοιράσου το:

Γιάννης Κωστάκογλου

Γιάννης Κωστάκογλου

Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη, ανακάλυψα από μικρός την επαφή μου με το ρεπορτάζ, την ειδησεογραφία και τα Μέσα. Ως απόφοιτος της σχολής Δημοσιογραφίας του ΑΠΘ, προσπαθώ να υπηρετώ την εικόνα που έχω στο μυαλό μου για ένα σωστό και αντικειμενικό δημοσιογραφικό μοντέλο ενημέρωσης. Το DREAM ON-line αποτελεί ένα αληθινό δημιούργημα ανθρώπων με μεράκι, με το οποίο απολαμβάνω κάθε λεπτό της συνεργασίας μας.

 

Πρόσφατα

Διαβάστε Περισσότερα

Σχετικά Άρθρα