Μια συζήτηση με τη Λένα Διβάνη δεν είναι απλώς μια ανταλλαγή ερωτήσεων και απαντήσεων. Είναι μια ζωντανή κουβέντα που ρέει αβίαστα- όπως άλλωστε και η κάθε ιστορία που μας έχει αφηγηθεί η πολυγραφότατη δημιουργός στα βιβλία της, που έχουν αγαπηθεί από το κοινό όσο λίγα.
Η συνάντησή μας έγινε με αφορμή τη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης, εκείνο το Σαββατοκύριακο του Μαΐου που νιώθει κανείς ότι όλη πόλη γιορτάζει με επίκεντρο τον πολιτισμό της. Μιλήσαμε λοιπόν για το μεγάλο συγγραφικό έργο της κυρίας Διβάνη ενώ μάλιστα ανατρέξαμε και σε πολλά ακόμη: από τα παιδικά της χρόνια και την ακαδημαϊκή καριέρα έως την καλλιεργημένη της ενσυναίσθηση, που την βοηθάει να ψυχανεμίζεται τις ιστορικές προσωπικότητες με τις οποίες καταπιάνεται, χωρίς να τις έχει συναντήσει ποτέ.
Με το ανοιχτό μυαλό, την προοδευτικότητα και την ειλικρίνεια που ανέκαθεν την διέκρινε, η Λένα Διβάνη μοιράστηκε μαζί μας σκέψεις και προβληματισμούς για τη σύγχρονη πραγματικότητα, το ΑΙ, τα πανεπιστήμια, τη νέα γενιά συγγραφέων και όχι μόνο… Την ευχαριστούμε από καρδιάς!
-Κυρία Διβάνη συναντιόμαστε στην Θεσσαλονίκη: τι σημαίνει για εσάς αυτή η πόλη;
-Είναι φεστιβάλ, αποκλειστικά και μόνο. Άρχισα να έρχομαι στο Φεστιβάλ κινηματογράφου στα φοιτητικά μου χρόνια, αδιαλείπτως, γιατί είμαι πολύ μεγάλη σινεφίλ. Είναι λίγο άδικο για την πόλη βέβαια, γιατί την ξέρω μόνο γιορταστική, μέρες και νύχτες που συναντιόμαστε, τρώμε, πίνουμε, μιλάμε για αυτά που αγαπάμε. Την υπόλοιπη πόλη την αγνοώ, φοβάμαι.
Έχω όμως ανθρωπόσημα για τη Θεσσαλονίκη! Όταν την περπατούσα παλαιότερα λ.χ. ήλπιζα να μην συναντήσω τον Ντίνο Χριστιανόπουλο στον δρόμο και με βρίσει! Αν τον συναντούσα, ήξερα ότι θα με βρίσει σίγουρα, αλλά εννοείται ότι ήθελα να τον χαιρετήσω, γιατί μου άρεσε η ποίησή του. Είχα λοιπόν το δίλημμα βολτάροντας στην πόλη, αν πετύχω τον Χριστιανόπουλο, να χαιρετήσω ή να μη χαιρετήσω;
-Η συνέντευξή μας γίνεται με αφορμή την Έκθεση Βιβλίου, οπότε αναπόφευκτα θα συζητήσουμε για τα βιβλία σας και ειδικά για “το Εργαζόμενο Αγόρι” και το “Εγώ ο Ζάχος Ζάχαρης” που επανακυκλοφορούν από τις εκδόσεις Πατάκη.
-Κοιτάξτε, αναφορικά με την συγγραφή, πρέπει να σας πω ότι εγώ ήμουν πάντα μέσα στη ζωή αλλά και λίγο έξω από αυτή. Υπήρξα ένα παιδί πολύ σοβαρό, μετά ξε-σοβάρεψα, μετά αποφάσισα να γίνω παιδί. Μικρή ήμουν ένα μάλλον μελαγχολικό παιδί που δεν έπαιζε πάρα πολύ, παρατηρούσε. Αυτό μου χάρισε ένα μεγάλο δώρο που είναι η ενσυναίσθηση, η κατανόηση των ανθρώπων. Πολλοί φίλοι μου μάλιστα με χρησιμοποιούν για ραντάρ για να καταλάβω τι σόι είναι κάποιος άνθρωπος!
Η θητεία λοιπόν, στην παρατήρηση, με έκανε να εντοπίζω τα τελείως παράλογα πράγματα που έκαναν οι άνθρωποι. Παραδείγματος χάριν, οι γονείς μου πλακώνονταν όλη τη μέρα, και εγώ τους έβλεπα και σκεφτόμουν: Αν ερχόταν ένας εξωγήινος στη γη και μας έβλεπε θα έλεγε “παιδιά τι κάνετε εδώ, δεν έχετε πολλές ζωές, γιατί σπαταλάτε αυτή τη μία;”. Αυτή η ιδέα λοιπόν του εξωγήινου που έρχεται και μας παρατηρεί και μας λέει πόσο μ@λ@κες είμαστε υπήρχε πάντα στο κεφάλι μου.
Αργότερα είδα και αυτήν την φοβερή ταινία, τον “Πλανήτη των Πιθήκων”, όπου αντιστράφηκαν οι όροι και οι πίθηκοι έγιναν κυρίαρχοι, κάτι που με συγκλόνισε και με βοήθησε να κατανοήσω την άθλια συμπεριφορά μας απέναντι στα ζώα. Αυτά τα δύο ερεθίσματα ενώθηκαν στο υποσυνείδητό μου και γέννησαν το “Εργαζόμενο Αγόρι”, που το είδα χρόνια μετά στον ύπνο μου!

-Εσείς οι συγγραφείς δουλεύετε και στον ύπνο σας!
-Ο ύπνος δουλεύει παιδιά. Θα σας πω ένα περιστατικό. Όταν έγραφα την τελευταία μου ιστορική μονογραφία για να γίνω καθηγήτρια, για πρώτη φορά είχα κάνει αίτηση για εξέλιξη χωρίς να έχω τελειώσει το βιβλίο, που σημαίνει ότι είχα ημερομηνία που έπρεπε να το παραδώσω. Αυτό γενικά δεν το κάνω γιατί με αγχώνει και δεν θέλω να αγχώνομαι ποτέ. Με φάγανε διάφοροι συνάδελφοι που με συμβούλευαν να το τολμήσω και το έκανα. Μετάνιωσα φρικτά.
Επειδή λοιπόν ήμουν επί δύο χρόνια συνεχώς μέσα στο βιβλίο, όταν τελείωσα ένιωσα ότι κάπου χάνει στη δομή αλλά δεν ήξερα πού. Εγώ είμαι “δομάκιας” άνθρωπος: αν προσέξεις τα βιβλία μου όλα έχουν άτεγκτη δομή. Λοιπόν λέω, η δομή αυτή είναι λάθος, αλλά το λάθος δεν μπορούσα να το βρω, και ήταν ήδη Ιούνιος. Προτείνω λοιπόν σε έναν συνάδελφό μου και φίλο, να το διαβάσει για να με βοηθήσει να εντοπίσω το λάθος. Του έδωσα ένα μήνα. Στο τέλος του μηνός τον πήρα τηλέφωνο με ανυπομονησία και μου λέει “Α είμαι στη Μήλο, κάνω διακοπές, αυτό που μου ζήτησες δεν θα το κάνω τελικά”.
Αρχίζω να κλαίω, να θρηνώ και του κλείνω το τηλέφωνο. Ένα ήταν η προδοσία επειδή ο άνθρωπος αυτός ήξερε ότι καίγομαι, θα έχανα τη θέση μου. Έκλαιγα, έκλαιγα, μέχρι που κοιμήθηκα από την κούραση και από το κλάμα. Ξέρετε τι έγινε τότε; Είδα στον ύπνο μου τη δομή, τα κεφάλαια ένα-ένα, με τα υποκεφάλαιά τους! Οπότε δουλεύει ο ύπνος παιδιά κι ας μην τον καταλαβαίνουμε!
“Σκεφτείτε το παράδειγμα που είμαστε 10 άτομα και πάμε σινεμά, και είμαστε 9 κορίτσια και 1 αγόρι, δεν θα πούμε ποτέ “πάμε όλες σινεμά”, έτσι δεν είναι; “
-Ποιες είναι οι προκλήσεις που αντιμετωπίσατε από το είδος γραφής στο “Εργαζόμενο Αγόρι” στο οποίο μας συστήσατε έναν άλλο κόσμο, την Ελλάδα με εγκατεστημένη την μητριαρχία αντί της πατριαρχίας;
-Καμία πρόκληση! Ήταν ένα υπέροχο παιχνίδι που με βοήθησε κι εμένα να ανοίξω τα μάτια μου. Ήταν βέβαια δύσκολο γιατί η ελληνική γλώσσα είναι έμφυλη, σεξιστική όπως και η γαλλική. Εγώ ήθελα να το καταπίνει το κείμενο ο αναγνώστης και η αναγνώστρια, να μην φαίνεται γελοίο, να μην παραξενεύεται με τον τρόπο που χειρίζομαι την γλώσσα. Σκεφτείτε το παράδειγμα που είμαστε 10 άτομα και πάμε σινεμά, και είμαστε 9 κορίτσια και 1 αγόρι, δεν θα πούμε ποτέ “πάμε όλες σινεμά”, έτσι δεν είναι;
Λόγω της δουλειάς που έκανα στη γλώσσα, οι μόνες που το κατάλαβαν τότε, πριν 20 χρόνια που εκδόθηκε το βιβλίο, ήταν οι καθηγήτριες γλωσσολογίας από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, γυναίκες, φεμινίστριες, η μία ήταν η σύζυγος του καθηγητή Μανιτάκη. Αυτές κατάλαβαν τι δουλειά είχε το “Εργαζόμενο Αγόρι”, μιλάμε για γκασμά όχι αστεία!
-Και για τον Ζάχο, το βιβλίο που περιγράφει τη ματιά του γάτου σας, που σας παρατηρεί και σας βιογραφεί;
-Ήταν πολύ εύκολο, γιατί ο πανέξυπνος αυτός γατούλης είναι ξεκάθαρα ο εξωγήινος που σας προανέφερα και που είχα τόσα χρόνια στο μυαλό μου να μας παρατηρεί.
-Τα κατοικίδια αντιπροσωπεύουν σε έναν βαθμό τους ιδιοκτήτες τους;
-Εγώ ήθελα πάντα σκύλο, αλλά δεν μπορούσα να έχω σκύλο-πώς να τον σέρνω από εδώ και από εκεί καθώς ταξιδεύω τόσο πολύ; Οπότε μου δώσανε έναν γάτο, να τον κρατήσω υποτίθεται για λίγες μέρες. Τελικά τον κράτησα για πάντα, αλλά στην αρχή τον άφηνα να φεύγει απ΄το σπίτι. Μου λέγανε να μην το αφήνω στον δρόμο, γιατί θα «αγριέψει» και θα φύγει.
Απαντούσα «ε άμα θέλει να φύγει, ας φύγει. Εγώ δεν θα τον καταπιέσω. Στην πραγματικότητα δεν τον είχα αγαπήσει ακόμα γιατί, όπως λέει ο Ζάχος, «αν βλέπετε πολλή δημοκρατία στη σχέση θέλουν να σας σουτάρουν, εκτός αν είναι τίποτα Δαλάι Λάμα!» Τελικά τον αγάπησα τον Ζάχο τρομερά κι αυτός για να με ευχαριστήσει φερόταν σαν σκύλος!

“Οι απώλειες έρχονται πάντα μαζεμένες και οι χαρές το ίδιο”
-Πάντως το βιβλίο για τον Ζάχο είναι ένα πολύ προσωπικό βιβλίο.
-Πράγματι, γράφτηκε σε μία πολύ δύσκολη στιγμή της ζωής μου, για αυτό είναι και τόσο συγκινησιακά φορτισμένο. Στα τελευταία κεφάλαια, έκλαιγα με λυγμούς αφού περιέγραφα την στιγμή που έχασα τον γάτο αλλά και τον μπαμπά μου, τον άνθρωπο που με αγάπησε ανιδιοτελώς, με στήριξε πανταχόθεν, και ποτέ δεν έκανα την κίνηση να του το αναγνωρίσω, επειδή έλεγα ότι ξέρει ότι του έχω αδυναμία. Όχι παιδιά, δεν το ξέρει ποτέ κανείς, αυτό που νιώθουμε πρέπει να το λέμε.
Για να καταλάβετε τι εννοώ δεν έπαιρνα ποτέ εγώ τηλέφωνο τον μπαμπά μου, με έπαιρνε εκείνος. Και όταν τον έχασα, πέθανε και ο Ζάχος την ίδια ακριβώς εποχή. Φαίνεται οι απώλειες έρχονται μαζεμένες πάντα, και οι χαρές το ίδιο. Και στον Ζάχο χρωστούσα μια συγνώμη. Ήταν ένα ον το οποίο προσπαθούσε επίμονα να κερδίσει την αγάπη μου. Εγώ τον αγαπούσα πολύ, αλλά τον έσπρωχνα κιόλας όταν γινόταν κολλιτσίδα, τον φώναζα “τριχόπτωση”, με εκνεύριζαν κάπως οι τρίχες του πάνω στα μαύρα ρούχα μου και η επιμονή του να είναι διαρκώς πάνω μου.
-Ποιες αντιδράσεις λάβατε από το κοινό για αυτές τις ιστορίες;
-Ενθουσιώδεις, για τον Ζάχο που έχει μεταφραστεί σχεδόν σε όλον τον κόσμο. Αλλά το “Εργαζόμενο Αγόρι” δεν το κατάλαβαν παρά τώρα που επανεκδόθηκε, 20 χρόνια μετά.
-Το “Εργαζόμενο Αγόρι” τότε δεν το κατάλαβαν, σήμερα;
-Σήμερα -ας είναι καλά το me too- είναι απόλυτα κατανοητό. Και ξέρετε κάτι; Ωραίο σημαίνει να είναι κάτι στην ώρα του, τότε όμως δεν ήταν.
-Ήταν πιο μπροστά από την εποχή του;
-Το “Εργαζόμενο Αγόρι” ήταν πολύ πιο μπροστά από την εποχή του, τουλάχιστον 20 χρόνια. Εγώ όταν το έγραφα είχα μόλις γυρίσει από την Αγγλία που είχε ο The Guardian κάθε μέρα ένα δισέλιδο για ζητήματα πατριαρχίας, οπότε τα είχα διαφορετικά τα πράγματα στο κεφάλι μου. Γύρισα στην Ελλάδα και νόμιζα ότι κάπως έτσι ήταν κι εδώ η κατάσταση. Οι φίλοι μου ήταν όλοι της ίδιας σχολής, οπότε και εγώ είχα την ψευδαίσθηση ότι η κοινωνία συζητάει ανοιχτά για έμφυλα ζητήματα. Έλα όμως που η Ελλάδα κοιμόταν τον ύπνο του 19ου αιώνα…
-Απογοητευτήκατε;
-Ναι, γιατί είχα προσδοκίες ότι αυτό το βιβλίο θα γίνει Talk of the Town, ότι θα ανοίξει τη συζήτηση. Πήγε καλά το βιβλίο, αλλά ως ευθυμογράφημα! Α τι χαριτωμένη ιδέα, χα χα χα και τα λοιπά. Και το χειρότερο είναι ότι με πήραν δύο δημοσιογράφοι, και μου είπαν “έχεις δίκιο Διβάνη, αν οι γυναίκες ήταν στην εξουσία θα μας είχαν πηδήξει όλους”. Καταλάβατε; “Πανωλεθρίαμβος!”

-Πώς ένας συγγραφέας συνεχίζει μετά από μία απογοήτευση;
-Δύσκολο να απογοητευτώ για πολύ εγώ, είμαι Κριός σαν τον Κασσελάκη (χα χα). Έτσι είμαστε εμείς, δεν μας πτοεί τίποτα. Δηλαδή κλαίμε, και μετά σαν τα μωρά βλέπουμε έναν φίλο μας να έρχεται, μας λένε κοίτα εκεί ποιος έρχεται και χαμογελάμε πάλι! Πραγματικά έχω μέσα μου ένα αιώνιο μωρό γεμάτο ενέργεια και ελπίδα…
“Όταν δήλωνες φεμινίστρια πριν 20 χρόνια, λέγανε “Α δηλαδή γυναικεία λογοτεχνία” γράφεις. “
-Την κακοπροαίρετη κριτική πώς την δέχεστε;
-Η αλήθεια είναι ότι δεν μου έχουν κάνει ιδιαίτερα κακοπροαίρετες κριτικές. Βέβαια πλήρωσα το γεγονός ότι δήλωνα φεμινίστρια ανοιχτά – ήμουν νομίζω ανάμεσα στις ελάχιστες δυό-τρεις που το τόλμησαν. Όταν δήλωνες φεμινίστρια πριν 20 χρόνια, λέγανε “Α δηλαδή γυναικεία λογοτεχνία” γράφεις.
Για να καταλάβετε πόσο σε στοχοποιούσε αυτό στα μέσα της δεκαετίας του ’90, κάποια κριτικός, για το “Πεινασμένο Στόμα” που το θεωρώ το πιο δυνατό βιβλίο μου από άποψη τεχνικής, έγραψε “ένα ακόμα φεμινιστικό μυθιστόρημα της Λένας Διβάνη”, όταν πρωταγωνιστούν δύο άντρες- τι να πω; Δεν με πολυενδιαφέρει βέβαια, ιστορικός είμαι, έχω δει με τον χρόνο πώς αλλάζουν οι καιροί.
-Πώς αξιοποιείτε τα social media; Ποιον ρόλο πιστεύετε ότι μπορούν να διαδραματίσουν στην εποχή μας στο μοίρασμα των ιδεών;
-Μεγάλο, δεν το συζητώ, και για αυτό και τα αξιοποιώ φανατικά εξαρχής. Μόλις εμφανίστηκε το Facebook μπήκα, μόλις εμφανίστηκε το Instagram μπήκα, Tik Tok έχω, αλλά δεν ανεβάζω. Θα ανεβάσω όμως στο μέλλον, γιατί ήταν λίγο γελοίο μέχρι τώρα. Δηλαδή πάλι κάπως γελοίο είναι, αλλά θέλω να επικοινωνώ με τον κόσμο που με διαβάζει για να τον «διαβάζω» κι εγώ.
-Ενημερώνεστε κιόλας από αυτά;
-Όχι βέβαια, δεν θα εμπιστευτώ τώρα το Tik Tok να με ενημερώσει, διαβάζω κυρίως ξένες εφημερίδες και δυο τρία ανεξάρτητα δημοσιογραφικά ερευνητικά site. Και αυτοί τα αξιοποιούν βέβαια πολύ τα social, αλλά εγώ προτιμώ να πηγαίνω στην πηγή.
“Αν θέλει το ΑΙ να μας μιμηθεί, be my guest! “
-Το ΑΙ πώς σας φαίνεται που πλέον μπορεί να γράφει από μόνο του βιβλία;
-Και τι μας πειράζει; Εμένα δεν με αγχώνει ότι θα μου φάει τη θέση. Αν θέλει το ΑΙ να μας μιμηθεί, be my guest! Το όλον θέμα όμως της ΑΙ είναι εκφοβιστικό, αλλά όχι για το δικό μου μέλλον, αλλά για αυτό της ανθρωπότητας.
-Αλλά παραμένει μίμηση, δεν είναι κάτι original.
-Η genAI μπορεί να γεννήσει δικές της ιδέες πια. Με φοβίζει το γεγονός ότι δεν γνωρίζουμε τις εξελίξεις στο AI, ότι οι άνθρωποι που δουλεύουν εκεί έχουν υπογράψει συμβόλαια εμπιστευτικότητας, που δεν μπορούν να αποκαλύψουν τι γίνεται.
Είδα ένα πολύ ενδιαφέρον vidcast στο Astronio. Συζητούσε με δύο άτομα της Silicon Valley, Έλληνες που δουλεύουν εκεί. Έβλεπες λοιπόν ότι τα άτομα που δουλεύουν σ΄αυτή τη βιομηχανία είναι τόσο ενθουσιώδη για αυτό που γίνεται, που δεν τους νοιάζει τι επιπτώσεις θα έχει. Δεν έχουν κοινωνική σκέψη, τίποτα.
Τους ρωτούσε το Astronio, δεν πρέπει να ελεγχθεί όμως κάπως αυτό; Ξέρετε τι του απάντησαν; Πώς να μας ελέγξουν αποτελεσματικά, αφού δεν ξέρουν τι κάνουμε;

-Προκύπτει από το βιβλίο σας “Τι έμαθα περπατώντας στον κόσμο” ότι είστε μια φανατική ταξιδιώτισσα! Τι ταξίδι προγραμματίζετε τώρα;
-Συνέχεια προγραμματίζω ταξίδια! Τώρα τον Ιούλιο θα πάω στην Κίνα για μια πολιτιστική διερεύνηση και τον Αύγουστο με την ορειβατική ομάδα θα πάμε στα Πολωνικά Βουνά.
-Θα υπάρχει part 2 του βιβλίου;
-Ποτέ δεν κάνω part 2, βαριέμαι.
-Από τις ιστορικές προσωπικότητες με τις οποίες έχετε ασχοληθεί, ποια σας έχει εκπλήξει με την έρευνα και γιατί;
–Όταν κάνανε την σειρά ντοκιμαντέρ “Μεγάλοι Έλληνες”, με είχε φωνάξει η εταιρεία παραγωγής για να λάβω μέρος. Εγώ ήθελα να κάνω τον Βενιζέλο που τον έχω αδυναμία, αλλά εκείνοι ήθελαν να κάνω τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, που δεν τον συμπαθούσα. Δεν το χώνεψα ποτέ αυτό το “Αμαλία σκάσε” που είχε πει και επειδή τα πορτρέτα εκείνα ήταν λίγο δοξαστικά, θα μου ήταν δύσκολο.
Άρχισα λοιπόν να τον ψάχνω και ξεκίνησα να τον συμπαθώ! Συνειδητοποίησα ότι ήταν από τους λίγους που είχαν όραμα. Έγραψα το σενάριο και αναρωτιόμουν αν είχα πέσει μέσα για την προσωπικότητά του. Έτσι έβαλα λυτούς και δεμένους να μου βρουν το τηλέφωνο της Αμαλίας Μεγαπάνου. Μου λένε δεν μιλάει και εγώ τους λέω θα την ψήσω!
Την βρήκα και ήταν ευγενέστατη, μου εξήγησε ότι δεν θέλει να μιλάει δημόσια. Της ζήτησα μόνο να διαβάσει το σενάριό μου και να μου πει ένα ναι ή ένα όχι, εάν είμαι εντός ή εκτός. Λίγες μέρες μετά μου τηλεφώνησε και μου είπε “ναι, είσαι τελείως εντός”!
-Πώς μνημονεύετε την εποχή που ήσασταν καθηγήτρια στην νομική σχολή του ΕΚΠΑ;
-Η φάση ήταν καλή, γιατί δίδασκα το μάθημα “η Ιστορία της Ελληνικής Πολιτικής” και δεν είχα ανταγωνισμό, δεν ήθελε κανείς να μου φάει τη θέση, ούτε παίζονταν παιχνίδια πίσω από την πλάτη μου. Εγώ δεν έκανα παρέες, ούτε πήγαινα στις εκδηλώσεις του Πρύτανη και τέτοια. Έκανα αυτό που μου άρεσε που ήταν τα μαθήματα, οι διαλέξεις και η έρευνά μου.
Η επαφή με τους φοιτητές ήταν τέλεια, περνούσα φίνα. Αυτό άρχισε να στενεύει όταν μέσα από τον τομέα μου είδα σάπιες συμπεριφορές. Όταν ένιωσα ότι δεν μπορώ να κοιτάξω κάποιους ανθρώπους στα μάτια είπα ότι είναι η ώρα να φύγω. Έτσι υπέβαλα πριν κάποια χρόνια την παραίτησή μου.

-Τα σημερινά πανεπιστήμια πώς τα βλέπετε;
-Ε όπως ήταν, χάλια. Ότι δεν μπορεί κάποιος δηλαδή να βάλει μία μπάρα, να ελέγχει ποιος μπαίνει μέσα και ποιος βγαίνει, όπως έχουν όλα τα πανεπιστήμια στον κόσμο; Όταν μπαίνεις μέσα και βλέπεις ένα τσαντίρι, αυτό είναι απογοητευτικό.
Εμένα αυτό με ενοχλεί, γιατί δεν περίμενα πράγματα από τους μεγάλους- από τα παιδιά περιμένω. Δεν μπορείς επειδή κάνεις κατάληψη, να κάνεις σκουπίδι τον χώρο του Πανεπιστημίου. Να το κάψεις για να το διαφυλάξεις. Πήγαινε να το κάνεις στα ιδιωτικά αυτό.
-Πώς πιστεύετε ότι θα επηρεάσει η συνύπαρξη με ιδιωτικά;
-Αυτά τα τσαντίρια που ήταν πριν Κολλέγια λεγόμενα, πήραν τον τίτλο πανεπιστήμια. Τίποτα, καμία επιρροή. Είδατε να έρχεται κανένα πανεπιστήμιο; Αυτά που είχαμε βάλανε άλλη ταμπέλα. Είναι ντροπή να λες ότι βελτιώνεις την κατάσταση της παιδείας όχι προσφέροντας στο δημόσιο πανεπιστήμιο, αλλά ενισχύοντας τα τσαντίρια.
-Τι διαβάζετε; Ξεχωρίζετε κάποιον Έλληνα συγγραφέα;
-Ξεχωρίζω αρκετούς, καθώς παρακολουθώ στενά και την ελληνική και την παγκόσμια λογοτεχνία. Με χαρά βλέπω ότι αναδύονται καινούργιοι συγγραφείς πολύ ενδιαφέροντες, η Αλεξάνδρα Κ* για παράδειγμα, που τυχαίνει να είναι και κουμπάρα μου και έτσι είμαι ιδιαίτερα περήφανη. Ειδικά το τελευταίο της βιβλίο “πράγματα που σκέφτεται η Παρθένος καπνίζοντας κρυφά στο μπάνιο”, είναι ό, τι καλύτερο έχω διαβάσει τον τελευταίο καιρό.
Επίσης μου αρέσει ο Φοίβος Οικονομίδης. Τα πιο μικρά παιδιά φέρνουν καλούς οιωνούς και πιστεύω ότι έχουμε μέλλον για τη λογοτεχνία στην Ελλάδα.
-Τώρα έχετε κάτι στην τσάντα σας;
-Βέβαια, τώρα έχω την Πανδώρα, το τελευταίο του Χωμενίδη! Τα αγαπημένα μου βιβλία, είναι συνήθως βέβαια τα πρώτα βιβλία των συγγραφέων. Πάρα πολύ μου άρεσε της Μαργαρίτας Καραπάνου “η Κασσάνδρα και ο Λύκος”. Όταν το διάβασα είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό. Αριστούργημα. Μιλάει για πλούσιο παιδάκι, εγκαταλελειμμένο στα χέρια του προσωπικού, με μία γλώσσα απίστευτη, δηλαδή δεν κοιμάσαι αν το διαβάσεις. Φοβερό.
Μου άρεσε πολύ το βιβλίο της Σώτης Τριανταφύλλου, “Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης”, που δοξάζει τη φιλία. Το πρώτο μυθιστόρημα του Σάλιντζερ, “Ο Φύλακας στην Σίκαλη”. Εγώ έχω μία εμμονή με την αθωότητα. “Ο ηλίθιος”, που έχει τον αθωότερο ήρωα όλων των εποχών. Η εφηβεία είναι μία εποχή στην οποία ακριβώς το πλάσμα είναι αθώο ακόμα και ταλανίζεται ανάμεσα στο σκοτάδι και το φως. Λατρεύω να το βρίσκω αυτό στην λογοτεχνία.
-Ποια συμβουλή θα δίνατε σε έναν νέο συγγραφέα; Είναι εύκολη η έκθεση; Είναι εύκολο το να διαχειριστεί το κοινό;
-Κοίτα είναι τύχη, δηλαδή το να είσαι καλός, να έχεις αυτοπεποίθηση να μην σε επηρεάζει η αποτυχία. Δηλαδή εγώ δεν δημοσίευσα, είχα στόχευση, έγραφα από μικρό παιδί, όταν άρχισε να γίνεται σοβαρό αυτό που γράφω, είπα εγώ θα τα εκδώσω μόλις γίνω λέκτορας, δηλαδή μόλις με τρέφει ένα επάγγελμα.
Δεν ήθελα να κρέμομαι εγώ από τα βιβλία, και πιστεύω ότι πήγα καλά αμέσως μόλις βγήκα, γιατί δεν με ενδιέφερε. Δεν σκέφτηκα ποτέ “μήπως να γράψω αυτό το θεματάκι γιατί είναι πιασάρικο;”, ποτέ. Γιατί είχα άλλη πηγή να με θρέψει.
-Είναι πιο απελευθερωτικό έτσι.
-Πολύ. Γιατί κάθεσαι και ό,τι κατεβάσει η κούτρα σου! Γράφεις την αλήθεια σου.

-Πάμε και στο βιβλίο σας για την Διδώ Σωτηρίου, “Ονειρεύτηκα την Διδώ”. Πόσο εύκολο είναι να γράφεις μία βιογραφία ενός ανθρώπου που δεν είναι απέναντί σου;
-Την ονειρεύτηκα όντως την Διδώ. Είναι το μοναδικό μου ίνδαλμα, δεν είχα ποτέ πόστερ, ούτε τραγουδιστών, ούτε ηθοποιών, ούτε τίποτα, είχα τη Διδώ. Την ψυχανεμιζόμουν, δεν πήγα ποτέ να την συναντήσω για να μην μου διαλυθεί η εικόνα που είχα για αυτήν. Μου ήρθε σε δύσκολες ώρες, που κλεινόμασταν μέσα, στην οικονομική κρίση, που έχασα το κουράγιο μου, γιατί αρχίσαμε να μην μιλιόμαστε μεταξύ μας, φίλοι, οικογένειες.
Δεν μπορούσα να το αντέξω, ήθελα να κρατηθώ από κάπου. Και λέω θα γράψω τη βιογραφία της Διδώς, για να μου δώσει κουράγιο, και μου έδωσε, πολύ. Βρήκα πολλούς ανθρώπους που την είχαν συναντήσει, αλλά δεν ήταν δικοί της άνθρωποι.
Συνέβη όμως κάτι το απίστευτο: με παίρνει τηλέφωνο, μία άγνωστη, τη δεύτερη μέρα που έχει βγει το βιβλίο, και μου λέει “κυρία Διβάνη πρέπει να σας πω ότι έκλαιγα διαβάζοντας το βιβλίο σας, γιατί ήταν σαν να μιλούσε η Διδώ” και λέω “την ξέρατε;”, και μου λέει “ήμουν η κολλητή της φίλη”.
Πες το κυρία μου! Πού ήσουν τόσο καιρό! “Ήταν σαν να την ακούω”, μου είπε. Έπαθα πλάκα, ήταν σαν να μου την έστειλε η Διδώ, σαν να μου είπε “μην ανησυχείς, καλά τα πήγες”. Έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι είμαι κωλόφαρδη στη ζωή.
-Δηλαδή;
-Δείτε πώς βγήκα στα γράμματα. Κρατούσα το σώμα των βιβλίων, μέχρι να γίνω λέκτορας. Ένας φίλος μου με έπρηζε και μου έλεγε τι τα κρατάς αδημοσίευτα τα γραπτά σου. Παίρνει λοιπόν ένα διήγημα, το “Σημάδι του Θανάτου”, και το πηγαίνει στον φίλο του τον Μιχάλη Γκανά. Ο Γκανάς τρελαίνεται και του λέει ποια είναι αυτή θέλω να την γνωρίσω, και επειδή είναι ένα διήγημα πολύ μαύρο όπου τελειώνει με ένα φόνο μητέρας, ο Μιχάλης νόμιζε ότι εγώ είμαι ένα πενθόν πρόσωπο. Πάω εγώ, με φωνάζουν για φαγητό σπίτι του, και πάω και μου λέει ρε παιδάκι μου, είχα τελείως άλλη εικόνα για σένα!
Μετά από ένα μήνα μου φέρνει τον “Πλανόδιο”, και ήταν δημοσιευμένο το διήγημα! Μου είπε συγγνώμη που το έκανα χωρίς την άδειά σου, αλλά έπρεπε να δημοσιευθεί. Μετά από πέντε μήνες, τη στιγμή που τελείωνα το διδακτορικό, μου λέει ότι το εξώφυλλο του βιβλίου, θα το βγάλουν οι τάδε εκδόσεις, και έτσι πήρα και βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου, χωρίς να κάνω τίποτα. Μετά έγραψα το πρώτο μυθιστόρημα και πήγα διακοπές και έγινε best-seller, γύρισα και ήμουν πλούσια. Γινόντουσαν μόνα τους τα πράγματα, δεν επιδίωξα κάτι εγώ.
-Κλείνοντας, θα θέλατε να στείλετε ένα μήνυμα στη νέα γενιά που διαβάζει αυτή την συνέντευξη;
-Να είναι ανθεκτική, να είναι ευέλικτη, να μη λέει “α τι με βρήκε”, δεν σε θέλει ένας, σε θέλει ένας άλλος, κάνε το γούστο σου! Είναι δύσκολη στιγμή στην ιστορία, μεγαλώνετε σε μία πολύ απαιτητική περίοδο, μην λες αυτή η δουλειά θα βγάλει λεφτά: μπορεί να εξαφανιστεί αύριο! Να κάνετε λοιπόν αυτό που σας αρέσει και θα σας αποζημιώσει, γιατί θα το κάνετε καλά. Το πιστεύω απόλυτα αυτό.
Συνέντευξη: Αφροδίτη Κεραμέως & Βαγγέλης Λαζαρίδης
Φωτογραφίες: Βασίλης Ιατρούδης