Η πρόσφατη ανακοίνωση της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) για τη μείωση της ανεργίας στο 8,3% τον Απρίλιο του 2025, το χαμηλότερο ποσοστό των τελευταίων 17 ετών, αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα θέματα στον πολιτικό και δημόσιο διάλογο των τελευταίων ημερών (ΕΛΣΤΑΤ, 2025). Η εξέλιξη αυτή αναμφίβολα εγγράφεται ως μια θετική οικονομική είδηση, αλλά ταυτόχρονα φέρει μαζί της ένα ευρύ φάσμα πολιτικών, κοινωνικών και επικοινωνιακών προεκτάσεων, τόσο για την κυβέρνηση όσο και για την αντιπολίτευση.
Ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, σε μία προσπάθεια ανάδειξης της επιτυχίας, επέλεξε την πλατφόρμα TikTok για να απευθυνθεί ιδιαίτερα στη νεολαία και να τονίσει ότι η Ελλάδα, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, έχει πλέον χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας από χώρες όπως η Σουηδία, η Φινλανδία και η Ισπανία (Καθημερινή, 2025). Ο Πρωθυπουργός υποστήριξε πως αυτή η μείωση δεν προέκυψε τυχαία, αλλά αποτελεί αποτέλεσμα συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών: μείωση φόρων, ενίσχυση των επενδύσεων και ενδυνάμωση της επιχειρηματικότητας, με σκοπό τη δημιουργία θέσεων εργασίας στον ιδιωτικό τομέα.
@kyriakosmitsotakis_Έχουμε την χαμηλότερη ανεργία των τελευταίων 17 χρόνων!♬ original sound – Kyriakos Mitsotakis
Τα στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα είναι όντως εντυπωσιακά: η ανεργία σημείωσε πτώση 24,7% σε σχέση με τον Απρίλιο του 2024, καθώς καταγράφηκαν 128.525 λιγότεροι άνεργοι. Η απασχόληση αυξήθηκε κατά 24.554 άτομα, ενώ η ανεργία στους νέους μειώθηκε από 24% σε 20,4% μέσα σε έναν χρόνο. Η μείωση της ανεργίας στις γυναίκες επίσης υπήρξε σημαντική, από 13,6% σε 10,8% (Πρώτο Θέμα, 2025).
Ωστόσο, όπως είναι φυσικό σε κάθε επιτυχία που επικοινωνείται έντονα από την κυβέρνηση, η αντιπολίτευση έσπευσε να σχολιάσει και να αμφισβητήσει το περιεχόμενο και την ουσία των θετικών στατιστικών. Κόμματα όπως το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ και ο ΣΥΡΙΖΑ υποστήριξαν ότι πίσω από τη μείωση της ανεργίας κρύβονται ελαστικές μορφές απασχόλησης, χαμηλοί μισθοί και επισφαλείς συνθήκες εργασίας, ιδιαίτερα στον τουρισμό και τη φιλοξενία (tvxs.gr, 2025). Τόνισαν επίσης πως μεγάλο ποσοστό των νέων εξακολουθεί να εργάζεται part-time χωρίς επαρκή ασφάλιση, κάτι που δεν αντανακλά μια βιώσιμη και ουσιαστική ανάκαμψη.
Η συζήτηση, επομένως, δεν περιορίζεται στους αριθμούς, αλλά αγγίζει βαθύτερες πτυχές του ελληνικού παραγωγικού μοντέλου. Είναι όντως οι νέες θέσεις εργασίας που δημιουργούνται βιώσιμες; Προσφέρουν προοπτικές επαγγελματικής ανέλιξης; Παρέχουν ασφάλεια και αξιοπρεπή αμοιβή; Ή μήπως το ποσοστό ανεργίας μειώνεται μεν, αλλά χωρίς να μεταβάλλονται ουσιαστικά οι συνθήκες της αγοράς εργασίας; Αυτά τα ερωτήματα παραμένουν ανοιχτά και απαιτούν περισσότερη ανάλυση από απλές αριθμητικές συγκρίσεις.
Παράλληλα, ο διεθνής συγκριτικός λόγος που χρησιμοποίησε η κυβέρνηση δημιουργεί εντύπωση αλλά μπορεί να οδηγήσει και σε παρερμηνείες. Η Σουηδία και η Φινλανδία, για παράδειγμα, διαθέτουν ανεπτυγμένα κράτη πρόνοιας, πολύ υψηλότερους κατώτατους μισθούς και χαμηλότερα επίπεδα ανισότητας. Το να συγκρίνει κανείς απλώς τα ποσοστά ανεργίας, χωρίς να εξετάζει την ποιότητα των θέσεων εργασίας ή το κοινωνικό πλαίσιο, ενδέχεται να δημιουργεί στρεβλές εντυπώσεις για την πραγματική πρόοδο (OT.gr, 2025).
Από την πλευρά της κοινωνίας, η αίσθηση που επικρατεί είναι μικτή. Πολλοί πολίτες αναγνωρίζουν ότι υπάρχουν περισσότερες ευκαιρίες απασχόλησης σε σχέση με το παρελθόν, αλλά η εργασιακή ανασφάλεια, οι εξαντλητικές ώρες, οι αμοιβές που δεν καλύπτουν το κόστος ζωής και η αίσθηση ότι «όλα είναι προσωρινά» συνεχίζουν να υποσκάπτουν την εμπιστοσύνη στο σύστημα. Η μαζική μετανάστευση νέων τα προηγούμενα χρόνια και η δυσκολία επαναπατρισμού τους δείχνει ότι η μάχη για μια υγιή και ισότιμη αγορά εργασίας δεν έχει ακόμα κερδηθεί.
Εν τέλει, η είδηση της μείωσης της ανεργίας είναι θετική, αλλά δεν αρκεί από μόνη της για να περιγράψει την πλήρη εικόνα. Η πραγματική πρόκληση για την κυβέρνηση είναι η διατήρηση της πτωτικής τάσης σε σταθερή βάση, με ταυτόχρονη βελτίωση της ποιότητας των θέσεων εργασίας, των αμοιβών και της κοινωνικής κινητικότητας.
Από την πλευρά της αντιπολίτευσης, το ζητούμενο είναι να καταθέσει ρεαλιστικές και κοστολογημένες προτάσεις που να ανταποκρίνονται στις νέες ανάγκες της κοινωνίας και της αγοράς. Μέχρι τότε, η συζήτηση για την ανεργία θα παραμένει στο επίκεντρο, όχι μόνο ως στατιστικό μέγεθος, αλλά και ως πολιτικό και κοινωνικό στοίχημα για το μέλλον της χώρας.