Μία σύντομη ανάλυση για τη στρατηγική, την αδύναμη διπλωματία και την απειλούμενη ευρωπαϊκή ασφάλεια.
Η ένοπλη σύγκρουση μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης έχει πλέον συμπληρώσει έναν ολόκληρο χρόνο αδιάλειπτων επιθέσεων. Από την εναρκτήρια επίθεση της 7ης Οκτωβρίου του 2023 μέχρι και σήμερα, οι εξελίξεις είναι τόσο ραγδαίες που το διεθνοπολιτικό τοπίο στην περιοχή της Μέσης Ανατολής αναπόφευκτα γνωρίζει αλυσιδωτές γεωστρατηγικές μεταβολές, ενώ σε διπλωματικό επίπεδο τα πράγματα φαίνεται να παραμένουν στάσιμα. Τα αδιέξοδα είναι πολλά, η διάθεση για υποχώρηση απουσιάζει και οι πρωτοβουλίες για την εξεύρεση ειρηνικών λύσεων είναι μάλλον αδύναμες.
Τα προβλήματα διογκώνονται και η διένεξη εντείνεται, ιδιαίτερα μετά την πρόσφατη κλιμάκωση μεταξύ Ισραήλ και Χεζμπολάχ, η οποία θέτει τον Λίβανο στο επίκεντρο της διεθνούς πολιτικής σκηνής. Η αναστάτωση αυτή, που δεν είναι καθόλου καινούργια στη Μέση Ανατολή, επηρεάζει σημαντικά την γεωπολιτική ισορροπία και έχει τεράστιο αντίκτυπο στην ευρωπαϊκή ασφάλεια.
Η περιοχή του Λιβάνου ιστορικά έχει υπηρετήσει ως πεδίο αντιπαραθέσεων μεταξύ διαφόρων κρατών και μη κρατικών δρώντων. Οι συγκρούσεις Ισραήλ και Χεζμπολάχ δεν αποτελούν ένα μεμονωμένο γεγονός, καθώς πρόκειται για προϊόν μιας σειράς ιστορικών, πολιτικών και γεωστρατηγικών παραγόντων που χρονολογούνται από τον Λιβανέζικο Εμφύλιο Πόλεμο (1975-1990) και την επακόλουθη ισραηλινή κατοχή του νότιου Λιβάνου (1982-2000).
Η Χεζμπολάχ – που έχει αναδειχθεί σε σημαντικό στρατιωτικό και πολιτικό παράγοντα στον Λίβανο, εκμεταλλευόμενη την αδυναμία της κεντρικής κυβέρνησης και την αποτυχία του κράτους να διασφαλίσει την ασφάλεια και την ευημερία των πολιτών αυτοπροβάλλεται ως υπερασπιστής των παλαιστινιακών δικαιωμάτων και ως αντίπαλος των ισραηλινών προσπαθειών που αποβλέπουν στον πλήρη έλεγχο των κατεχόμενων εδαφών.
Συνεπώς, η κλιμάκωση που σημειώνεται το τελευταίο διάστημα δεν είναι τυχαία, αφού οι πρόσφατες συγκρούσεις αντικατοπτρίζουν την επιθυμία της Χεζμπολάχ να διατηρήσει την πολεμική της παρουσία και να καταστεί παράγοντας αποσταθεροποίησης για το Ισραήλ.
Γίνεται σαφές, λοιπόν, ότι η κατάσταση οδηγήθηκε σε αυτό το σημείο, εξαιτίας των αλληλένδετων παραγόντων που σχετίζονται με τις αλλαγές της σύγκρουσης Ισραήλ – Παλαιστίνης, της οποίας η σύγκρουση Ισραήλ – Χεζμπολάχ αποτελεί παρακλάδι και που ανέκαθεν υπήρξε ο πυρήνας της αταξίας και ανισορροπίας στη Μέση Ανατολή.
Οι στρατηγικές συσπειρώσεις και κατ’ επέκταση οι ανταγωνισμοί, διαμορφώνουν την πολιτική δυναμική της περιοχής και επισημαίνουν τις γεωπολιτικές αντιφάσεις που επικρατούν. Πιο συγκεκριμένα, η Χεζμπολάχ και το Ιράν έχουν αναδείξει την απελευθέρωση
της Ιερουσαλήμ ως μείζονα αποστολή, που ξεπερνά τον τοπικό χαρακτήρα της σύγκρουσης Ισραήλ-Παλαιστίνης και ενσωματώνεται σε ένα ευρύτερο αφήγημα περιφερειακής αντίστασης στον σιωνισμό και τον δυτικό ιμπεριαλισμό.
Η ιδεολογική αυτή σύγκλιση με το Παλαιστινιακό Ζήτημα χρησιμοποιείται στρατηγικά για να δικαιολογήσει τις στρατιωτικές δράσεις της Χεζμπολάχ και να κερδίσει υποστήριξη από τον αραβικό κόσμο και τον σιιτικό πληθυσμό. Επομένως, τα γεγονότα στην Ανατολική Ιερουσαλήμ και τη Γάζα αποτελούν καταλύτη για τη δράση τους.
Η Τεχεράνη παρέχει επίσης στρατιωτική και πολιτική υποστήριξη στη Χεζμπολάχ, πράγμα που εξασφαλίζει στην τελευταία τα μέσα για να διεξάγει επιχειρήσεις κατά του Ισραήλ, εκφράζοντας παράλληλα τον ιρανικό γεωπολιτικό σχεδιασμό στην περιοχή. Η στρατηγική του Ιράν, που πραγματοποιείται μέσω της Χεζμπολάχ, επικεντρώνεται στο να διατηρήσει την ένταση με το Ισραήλ στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο, ώστε να αποτρέπει πιθανές προσπάθειες επίλυσης της ισραηλινο-παλαιστινιακής σύγκρουσης. Η Τεχεράνη θεωρεί ότι η διαρκής ένταση ωφελεί την ευρύτερη στρατηγική του για την ενίσχυση της περιφερειακής του παρουσίας και την αποδυνάμωση των αραβικών καθεστώτων που βρίσκονται κοντά στη Δύση.
Η συνεργασία του Ιράν με τη Χεζμπολάχ αποσκοπεί ουσιαστικά στην επίτευξη της επέκτασης της ιρανικής επιρροής και στην άσκηση πίεσης στο Ισραήλ και τους Αμερικανούς υποστηρικτές του, αξιοποιώντας τη συνεχή κρίση στη Γάζα και τη Δυτική Όχθη για να αποσπάσει την προσοχή από άλλα ζητήματα, όπως το πυρηνικό του πρόγραμμα ή οι κυρώσεις που του επιβάλλονται.
Από την άλλη πλευρά, το Ισραήλ επιδιώκοντας να διατηρήσει την κυριαρχία του και να αποτρέψει την εξάπλωση της ιρανικής επιρροής, έχει προχωρήσει σε στρατιωτικές επιχειρήσεις, επιβεβαιώνοντας τις δηλώσεις του ότι σε οποιαδήποτε επιθετικότητα θα απαντούσε με ταχύτητα και αποφασιστικότητα. Ταυτόχρονα, ενίσχυσε τους δεσμούς του με χώρες, όπως η Ιορδανία, η Αίγυπτος και η Σαουδική Αραβία, με τις οποίες μοιράζονται κοινά συμφέροντα σχετικά με την αντιμετώπιση του Ιράν και των αντιπροσώπων του στην περιοχή.
Αν και θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι πράγματι η διεθνής κοινότητα παρακολουθεί στενά την κατάσταση, αποδεικνύεται ότι ο ρόλος του παρατηρητή δεν αρκεί και πως θα πρέπει όχι μόνο να αποκτήσει, αλλά και να διατηρήσει μία περισσότερο αποφασιστική στάση. Οι
διαφωνίες μεταξύ των μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ συχνά παραλύουν τις προσπάθειες για την ανάληψη συντονισμένης διεθνούς δράσης, προκαλώντας έτσι κωλύματα στην ομαλή διεξαγωγή διαλόγου για την ειρηνική διευθέτηση του ζητήματος, πράγμα για το οποίο έχει καλέσει σε δράση και η ΕΕ, με τις προτάσεις της να αγνοούνται στην πλειοψηφία των περιπτώσεων. Από αυτό και μόνο καταλαβαίνει κανείς ότι η επεκτεινόμενη αραβο-ισραηλινή αντιπαράθεση έχει αναδείξει νέες διπλωματικές προκλήσεις.
Επιπλέον, οι πολυμερείς διαπραγματεύσεις έχουν ανασταλεί, αφού οι διακυβερνητικοί οργανισμοί δεινοπαθούν στην κυριολεξία να αποκαταστήσουν την όποια εμπιστοσύνη μπορεί να υπήρχε προηγουμένως ανάμεσα στα εμπλεκόμενα μέρη.
Μερίδιο ευθύνης για τον διχασμό που υπάρχει στην διεθνή κοινότητα φέρει εν μέρει η αντιφατική στάση των ΗΠΑ, που παραδοσιακά διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στη Μέση Ανατολή. Ενώ επιδιώκουν να περιορίσουν την επιρροή του Ιράν και παρουσιάζονται (σε επίπεδο ρητορικής) ένθερμοι υποστηρικτές του Ισραήλ, έχουν μειώσει την άμεση στρατιωτική εμπλοκή τους στην περιοχή, ειδικά μετά τις αποχωρήσεις από το Ιράκ και το Αφγανιστάν.
Η μείωση της αμερικανικής παρουσίας και η αναποφασιστικότητα της Ουάσινγκτον να εμπλακεί πιο ενεργά στην περιοχή έχουν δημιουργήσει κενό ισχύος, το οποίο εκμεταλλεύονται περιφερειακοί παίκτες, όπως είναι η Ρωσία. Η μετατόπιση του αμερικανικού ενδιαφέροντος προς την Ασία και την αναμέτρηση με την Κίνα έχει περιορίσει την ικανότητα των ΗΠΑ να αναλάβουν ηγετικό ρόλο στη διπλωματική επίλυση της κρίσης στη Μέση Ανατολή. Αυτή η μετατόπιση έχει αποδυναμώσει τις διεθνείς διπλωματικές πρωτοβουλίες, καθώς οι σύμμαχοι της Ουάσινγκτον στην περιοχή δεν αισθάνονται ότι έχουν την υποστήριξη που χρειάζονται για να εμπλακούν σε διαπραγματεύσεις με τους αντιπάλους τους.
Οι ατελέσφορες διπλωματικές πρακτικές αυξάνουν την ανησυχία της Ευρώπης για το αποτύπωμα που θα έχουν τα γεγονότα αυτά στον τομέα της ασφάλειας. Ο κίνδυνος εισόδου εκπαιδευμένων εξτρεμιστών σε ευρωπαϊκές χώρες που αποτελούν την ενωσιακή
συνοριογραμμή, μέσω προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών είναι πιο υπαρκτός από ποτέ, δημιουργώντας σοβαρά διλήμματα ανθρωπιστικής βοήθειας και εσωτερικής ασφάλειας.
Παρά το γεγονός ότι οι ευρωπαϊκές αρχές έχουν αυστηροποιήσει τα μέτρα ασφαλείας, η διαρκής ροή ανθρώπων από αποσταθεροποιημένες περιοχές καθιστά δυσεπίτευκτο έργο τον έλεγχο και την παρακολούθηση όλων των πιθανών απειλών. Ας μην ξεχνάμε ότι στο πρόσφατο παρελθόν η Ευρώπη αντιμετώπισε παρόμοιες καταστάσεις, κυρίως με την προσφυγική κρίση του 2015-2016 από τη Συρία. Οι χώρες της Νότιας Ευρώπης, όπως η Ελλάδα και η Ιταλία, είναι τα πρώτα σημεία εισόδου για τους μετανάστες, γεγονός που προκαλεί επιπλέον πίεση στα εθνικά συστήματα ασύλου και ασφάλειας.
Η αύξηση των μεταναστευτικών ροών μπορεί να πυροδοτήσει πολιτικές εντάσεις εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς τα κράτη-μέλη διαφωνούν σχετικά με τη διανομή των μεταναστών και τις ευθύνες για την ασφάλεια των εξωτερικών συνόρων. Η αδυναμία αυτή τονίζει την προβληματική πτυχή της Ένωσης ως προς την ανάπτυξη μιας ενιαίας και συνεκτικής στρατηγικής για την ασφάλεια, αφού η σύνθετη φύσης της και τα διαφορετικά συμφέροντα των κρατών-μελών της, δημιουργούν εσωτερικές προστριβές και αγκυλώσεις, όσον αφορά τον καθορισμό των προτεραιοτήτων της εξωτερικής της πολιτικής.
Η ΕΕ έχει χρέος να προτάσσει σε κάθε περίπτωση το ενωσιακό συμφέρον. Με άξονα αυτό, θα πρέπει να παραβλέψει -τουλάχιστον για την ώρα- τυχόν διαφορές και να εστιάσει στην ουσία των πραγμάτων. Διαθέτοντας το σημαντικό πλεονέκτημα ότι θεωρείται πιο ουδέτερη δύναμη από τις ΗΠΑ, θα πρέπει να έχει πιο ενεργή συμμετοχή στις εξελίξεις, έτσι ώστε ν φέρει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων τις αντιμαχόμενες πλευρές.