Disclaimer: Το παρακάτω άρθρο περιέχει spoilers για την ταινία, οπότε εάν δεν την έχετε δει, συνεχίστε με δική σας ευθύνη!
Θα μπορούσε κάποιος να πει άπειρα πράγματα για το Everything Everywhere All At Once, την ταινία των Daniel Scheinert και Daniel Kwan που συγκέντρωσε τις περισσότερες υποψηφιότητες των βραβείων Όσκαρ 2023 (11 στο σύνολο). Θα μπορούσε, για παράδειγμα, κάποιος να μιλήσει για το πως είναι μια ταινία που πραγματεύεται το χάσμα γενεών, τη μετανάστευση και το κυνήγι για το αμερικάνικο όνειρο. Την απογοήτευση που αισθάνεται κάποιος όταν το τελευταίο μετατρέπεται σε κάτι το άπιαστο.
Την κρίση μέσης ηλικίας και την αποπνιχτική σκέψη ότι κάθε στιγμή που περνάει, μπορεί να έχασες την ευκαιρία να κάνεις κάτι σημαντικό στη ζωή σου. Το παράλληλο σύμπαν, όπου όλοι έχουν hot dogs αντί για δάχτυλα και η Jamie Lee Curtis είναι ζευγάρι με τη Michelle Yeoh. Θα μπορούσε κάποιος να αναλύσει όλα τα παραπάνω κι ακόμα περισσότερα.
Προσωπικά, θα ήθελα να επικεντρωθώ στον σχολιασμό μου σε δύο χαρακτήρες γραμμένους με μαεστρία από τους Daniels, που αναπαριστούν δύο αντίθετες στάσεις ζωής και στο γιατί θα έπρεπε να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε περισσότερο σαν τον έναν και λιγότερο σαν τον άλλον. Αυτοί οι χαρακτήρες δεν είναι άλλοι από την Jobu Tupaki (Stephanie Hsu) και τον Waymond Wang (Ke Huy Quan).
Ας ξεκινήσουμε με το yin της υπόθεσης, την Jobu Tupaki. Όποιος έχει δει την ταινία γνωρίζει ότι η Jobu είναι κάθε εκδοχή της Joy, της κόρης της Evelyn (Michelle Yeoh), μέσα στο ατέρμονο πολυσύμπαν. Είναι πανταχού παρούσα και τα πάντα πληρούσα. Το μυαλό της είναι κατακερματισμένο και μπορεί να βιώσει κάθε κόσμο, κάθε πιθανότητα, την ίδια χρονική στιγμή. Βιώνει τα πάντα και τα βιώνει παντού, με αποτέλεσμα να έχει απολέσει κάθε αίσθηση ηθικής. Πρόκειται για ένα πλάσμα χωρίς κίνητρα κι επιθυμίες. Δεν είναι ποτέ εξολοκλήρου παρούσα κι αυτό την έχει οδηγήσει στο μηδενιστικό συμπέρασμα ότι τίποτα δεν έχει σημασία, καθώς κάθε πράξη μας χάνεται σε μια θάλασσα ατέρμονων πιθανοτήτων.
Όλοι είμαστε ηλίθιοι σύμφωνα με την Jobu, ασήμαντοι κι ανόητοι μέσα στο χωροχρόνο και κάθε νέα ανακάλυψη αποτελεί μια υπενθύμιση αυτού. Ωστόσο, αυτή η νιχιλιστική σκοπιά της ύπαρξης μας κρύβει και μια τεράστια παρηγοριά…Εάν δεν έχει τίποτα σημασία, τότε όλη η απογοήτευση και όλες οι ενοχές απέναντι στον εαυτό μας για όλα όσα δεν κάναμε στη ζωή μας… δεν έχουν ούτε αυτά σημασία. Εξαφανίζονται, δεν μετράνε.
Όταν, ωστόσο η Evelyn, στην προσπάθεια της να νικήσει την Jobu φτάνει στο σημείο να δει ό,τι βλέπει εκείνη, δηλαδή τα πάντα, αντιλαμβάνεται κι αυτή με τη σειρά της ότι όλοι στην πραγματικότητα κάνουμε κύκλους. Κάθε μέρα πλένουμε τα ρούχα μας, πληρώνουνε τους φόρους μας και φτου ξανά από την αρχή. Ο κόσμος είναι σκληρός και όλοι διατρέχουμε φαύλους κύκλους, επομένως ποιο το νόημα να κάνουμε το οτιδήποτε; Καλύτερα να είμαστε πέτρες που δεν κάνουν τίποτα και μένουν στάσιμες. Κι εδώ είναι που έρχεται ο χαρακτήρας του Waymond, το yang της υπόθεσης και δίνει τη δική του έξοδο κινδύνου από όλο αυτό το υπαρξιακό αδιέξοδο.
Αυτή δεν είναι άλλη από την ευγένεια. Την ευγένεια απέναντι στον εαυτό μας και στους άλλους. Ο κόσμος είναι και θα είναι πάντα σκληρός, είτε επιλέγεις να δεις την καλή πλευρά της ζωής, είτε την κακή. Το να επιλέξεις όμως να δεις την καλή πλευρά δεν θα πρέπει να θεωρείται αφέλεια, αλλά μηχανισμός επιβίωσης. Τι κι αν δεν είμαστε η καλύτερη εκδοχή του εαυτού μας;
Ακόμη και σε ένα σύμπαν, όπου όλα είναι ασήμαντα, υπάρχει κάτι να βρεις να αγαπήσεις. Ακόμα και σε ένα άλλο σύμπαν, όπου ο Waymond και η Evelyn δεν είναι μαζί, αλλά είναι και οι δυο επιτυχημένοι, ο Waymond θα προτιμούσε να έχει απλώς ένα πλυντήριο, τους φόρους και την Evelyn. Πάντα θα υπάρχει κάτι που θα λείπει, κάτι που δεν είναι απολύτως σωστό. Ωστόσο, ακριβώς αυτές οι ελλείψεις μας είναι που συμπληρώνονται από τα άτομα που μας αγαπάνε, τα οποία δίνουν νόημα στα πάντα, με αποτέλεσμα όλα να μετράνε, όλα να έχουν σημασία.
Η διαφορά των δύο χαρακτήρων έγκειται στο εξής: η Jobu δεν βρίσκει νόημα σε τίποτα κι είναι καταδικασμένη να ζήσει στη μοναξιά εξαιτίας αυτού, εφόσον θεωρεί ότι ακόμα και η αγάπη είναι κάτι το εφήμερο. Ο Waymond, όμως, βλέπει ξεκάθαρα ότι η μόνη σωστή στρατηγική για να επιβιώσει κάποιος σε έναν κόσμο όπου τίποτα δεν έχει νόημα μακροπρόθεσμα είναι να σχηματίσει δεσμούς με τους ανθρώπους γύρω του, οι οποίοι θα δώσουν νόημα στα πάντα.
Η μία αναπαριστά το χάος (βλ. το bagel), ο άλλος την ισορροπία (βλ. το γουρλωτό μάτι). Το γεγονός ότι στο τέλος η Evelyn επιλέγει να αρχίσει να μάχεται όπως ο άντρας της αποδεικνύει ότι η ταινία είναι ένα τεράστιο middle finger απέναντι στον μηδενισμό, ο οποίος αναπόφευκτα οδηγεί στο απόλυτο τίποτα. Κι αυτός είναι ο λόγος που αυτός ο κόσμος χρειάζεται περισσότερους Waymonds και λιγότερες Jobus.
To Everything Everywhere All At Once μέσα στην τρέλα του και τον σουρεαλισμό του, την τεχνική του αρτιότητα και τις καθηλωτικές του ερμηνείες είναι πάνω από όλα μια ταινία με ένα πανίσχυρο δίδαγμα που αφορά το ίδιο το παράδοξο της ζωής. Και ας μην λέμε ψέματα στους εαυτούς μας, είναι επίσης μια ταινία που μας έκανε να κλάψουμε με δύο πέτρες. Εάν αυτό δεν αποτελεί σεναριακό επίτευγμα δεν ξέρω τι άλλο θα μπορούσε να αποτελέσει στη θέση του.
Σίγουρα, πάντως, πρόκειται για ένα φιλμ που θα κάνει πολλούς να ερωτευτούν με το σινεμά σαν μορφή τέχνης κι έκφρασης και θα αποτελέσει πηγή έμπνευσης για ακόμα περισσότερους δημιουργούς στο μέλλον. Μια ταινία που μου χαρίζει αισιοδοξία για τον κινηματογράφο του αύριο.