Με αφορμή το 42ο Φεστιβάλ Βιβλίου Θεσσαλονίκης, συναντηθήκαμε με τον ποιητή και εκδότη του περιοδικού «Οδός Πανός», Γιώργο Χρονά. Ήταν μια συνέντευξη που με τον κ. Χρονά κανονίζαμε εδώ και καιρό. Τον γνώρισα το 2016, στο ίδιο φεστιβάλ. Όταν με είδε στο περίπτερο του και κατάλαβε ότι αγαπάω τα βιβλία, μου χάρισε δύο τεύχη του περιοδικού καθώς και το βιβλίο του «η Χάρτινη Εξέδρα».
Από τότε δημιουργήθηκε μια βαθιά φιλία, με συχνή επικοινωνία για τα βιβλία του, το περιοδικό του αλλά και την επικαιρότητα. Φέτος, γνώρισε την Αφροδίτη Κεραμέως που υπογράφουμε μαζί την συνέντευξη, ενώ χάρισε ένα βιβλίο του στον Βασίλη Ιατρούδη, ακριβώς όπως έκανε και σε εμένα όταν τον γνώρισα.
Μου έδωσε επίσης πέντε αντίτυπα του νέου τεύχους του περιοδικού «Οδός Πανός» ώστε να το δώσουμε «στους αναγνώστες που θα βρουν την συνέντευξη ενδιαφέρουσα»! Ο Γιώργος Χρονάς ήταν ο πρώτος καλεσμένος που προσεγγίσαμε όταν ξεκινούσαμε τηνστήλη με το «Πρόσωπο της Εβδομάδας» στο DREAM ON-line και σας παρουσιάζουμε μια συνέντευξη που έγινε μεταξύ φίλων.
– Κύριε Χρονά, πώς ξεκίνησε το περιοδικό σας, “Οδός Πανός”;
– Το περιοδικό ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 1981, σε έναν μήνα που θα τον χαρακτήριζα επικίνδυνο για μια έκδοση περιοδικού, καθώς οι περισσότεροι είναι άφραγκοι από τα Χριστούγεννα, κάτι που βέβαια έμαθα αργότερα. Το πρώτο τεύχος ξεκίνησε με χρήματα του Εκδοτικού Οίκου “Εξάντα”. Τότε στον “Εξάντα” ήταν τρία άτομα, με επικεφαλής την Μάγδα Κοτζιά. Για την Κοτζιά ο Χατζιδάκις είχε πει πως “Αν παντρευόμουν ποτέ γυναίκα, θα παντρευόμουν την Μάγδα Κοτζιά”.
Ζυγός η Μάγδα στο ζώδιο όπως και ο Χατζιδάκις. Εγώ τότε έμενα στο σπίτι της Οδού Πανός, όταν είχα φύγει από το σπίτι των γονιών μου. Δεν θα μπορούσα να επιλέξω άλλη περιοχή της Αθήνας από την Πλάκα, γιατί ήταν δίπλα στα αρχαία. Μάλιστα σε ένα ποίημα μου λέω ότι “ έβγαινα τις νύχτες με τις πυτζάμες του δολοφονημένου μου ξαδέλφου στα αρχαία” με μια δόση αλήθειας μέσα (ο ξάδελφος μου δεν ήταν δολοφονημένος, αλλά είχε αποβιώσει).
Σε εκείνο το σπίτι ήμουν με συγκεκριμένους ανθρώπους και ήθελα με τα ονόματα αυτών να κάνω 5-6 τεύχη και να σταματήσω. Δεν ήταν ένα περιοδικό αυτάρεσκο για να παρουσιαστώ εγώ ως ποιητής, καθώς το 1981 είχα ήδη εκδώσει αρκετά βιβλία. Το περιοδικό είχε μεγάλη επιτυχία, στη Θεσσαλονίκη είχα πουλήσει 1.000 αντίτυπα, μπήκε δηλαδή σε όλα τα σπίτια που διαβάζανε. Ήταν μια μοιραία εποχή για να κυκλοφορήσει ως περιοδικό, φτάνοντας μέχρι σήμερα να μετράει 42 χρόνια ζωής.
Το δεύτερο τεύχος ανέλαβα (ανόητα) προσωπικά να το εκδώσω εγώ, χωρίς να έχω λεφτά και πείρα. Το εξέδωσα πάλι Ιανουάριο, όπου πάλι ο κόσμος είχε ξοδέψει τα λεφτά των Χριστουγέννων. Το πήρα λοιπόν όλο πάνω μου και άρχισα να διανέμω από την Κηφισιά μέχρι τον Πειραιά. Τότε, πολλοί ποιητές που δεν ζουν μου λέγανε “μα καλά δεν ντρέπεσαι ολόκληρος ποιητής να γυρνάς τους δρόμους και να πουλάς το περιοδικό; Ο Κώστας Ταχτσής όμως, είχε γυρίσει και είχε πει σε εκείνους ότι “αυτός ο διανομέας με την τσάντα είναι πολύ σπουδαιότερος από αυτούς που κάθονται στο γραφείο τους”.
– Το γεγονός ότι κάνατε ολόκληρα χιλιόμετρα για να πουλήσετε το περιοδικό σας σημαίνει ότι σέβεστε απόλυτα τον αναγνώστη;
– Μα βέβαια, εγώ ήθελα να είμαι ένας αναγνώστης από αυτούς που θα με διαβάσουν.
“Οφείλω την ύπαρξη μου στο αναγνωστικό κοινό και στους συνεργάτες μου”
– Είναι για εσάς το μεγαλύτερο κίνητρο οι αναγνώστες;
– Ναι, γιατί χωρίς κοινό δεν υπάρχει κανείς. Ακόμα και οι μεγάλες δυνάμεις να με πληρώνουν πρέπει να επηρεάζω κάποιον, αλλιώς δεν τους ενδιαφέρει. Πολλές πρεσβείες με είχαν πλησιάσει μέσω των εκπροσώπων τους. Θυμάμαι έναν διπλωματικό ακόλουθο της Αμερικανικής Πρεσβείας που με είχε πλησιάσει για να μου δώσει φιλμ από το αμερικανικό σινεμά, και αφού τον ευχαρίστησα δεν πήγα ποτέ.
Πήγαινα στο Λονδίνο με δικά μου λεφτά και έπαιρνα αγγλικά βιβλία για πρόσωπα που ήθελα να εκδώσω και τα έδινα σε ταλαντούχους συνεργάτες μου, ώστε να μάθει το κοινό ποιος είναι ο Sean Connery. Αναφέρω τους συνεργάτες μου γιατί στο περιοδικό δεν είμαι μόνος μου: οφείλω την ύπαρξη μου στο αναγνωστικό κοινό και στους συνεργάτες μου. Εγώ κάνω την παραγωγή και γράφω μερικές φορές κάποιο κείμενο, το οποίο δεν ξεπερνάει τις 300 λέξεις.
– Επειδή αναφέρατε ένα ταξίδι στο Λονδίνο, πώς συνεισφέρουν τα ταξίδια στη δημιουργική διαδικασία;
– Όταν επιστρέφω από κάθε ταξίδι, βλέπω ότι δεν είμαστε η μόνη χώρα στον κόσμο. Υπάρχουν πολλές άλλες χώρες πολύ πιο προχωρημένες και πολύ πιο ωραίες, σε τμήματα των πόλεων, αν και δεν γνώριζα τη ζωή τους παρά μόνο βιαστικά σε καφετέριες και πλατείες. Εκεί διάβαζα τις βιογραφίες των ανθρώπων εικονικά, στον δρόμο. Εγώ χρησιμοποιώ την έκφραση «το ταξίδι στο ταξίδι» δηλαδή το εσωτερικό ταξίδι που κάνεις πηγαίνοντας σε ένα μέρος, το ταξίδι μέσα στο ταξίδι.
– Εκδοτικά είχατε καθοριστικό ρόλο στην Pop Art στην Ελλάδα: βιβλία για την Dalida, τους Doors, τους Depeche Mode, τον Johnny Depp, τον Bryan Adams κ.α. Ταυτόχρονα όμως δημιουργήσατε και εγχώρια Pop Art με την Καίτη Γκρέυ αλλά και με Πάολα Ρεβενιώτη, που για τα δεδομένα των 80’s ήταν μεγάλο ρίσκο να εκδώσει κάποιος το βιβλίο μιας τρανς γυναίκας.
– Η Καίτη Γκρέϋ ξαναέκανε καριέρα μετά την έκδοση του βιβλίου «Καίτη Γκρέυ: αυτή είναι η ζωή μου», για άλλα 20 χρόνια, ξαναμπήκε στα μαγαζιά και τραγουδούσε, από μαγαζί σε μαγαζί. Για τα βιβλία που αναφέρατε ταξίδευα πολύ για να τα βρω, όπως ανέφερα και παραπάνω.
Όσον αφορά την Πάολα Ρεβενιώτη, το τόλμησα γιατί το Μότο μου είναι «ο τολμών νικά». Πάντα τολμάω, ακόμα και σήμερα με νέους συγγραφείς και ποιητές. Όταν τόλμησα να βγάλω το πρώτο μου βιβλίο, στο βιβλιοπωλείο της Εστίας στη Σταδίου πούλαγα 50 αντίτυπα την εβδομάδα. Ο τίτλος του ήταν «Βιβλίο Ι», μου τον είχε προτείνει ο μουσικοσυνθέτης Γιάννης Μαρκόπουλος, λέγοντας μου «εσύ θα βγάλεις 3-4 βιβλία όπως ο Μπαχ με λατινικό αριθμό». Βέβαια, η Οριάνα Φαλάτσι μου είπε πως αυτή η αρίθμηση είναι ινδική και όχι λατινική.
“Η τυπογραφία και η τέχνη διατηρείται από τους φανατικούς”
– Κάνατε πάντως τολμηρά πράγματα εκείνη την εποχή. Το αναγνωστικό κοινό πώς αντέδρασε;
– Η Κατίνα Παξινού, αυτή η μεγάλη Πειραιώτισσα είχε πει κάτι που πιστεύω πως είναι το μεγαλύτερο μάρκετινγκ: «δεν υπάρχει κοινό, το κοινό το κάνουμε εμείς» πάνω σε αυτήν την γραμμή δούλεψα και έκανα το κοινό μου. Εγώ μεγάλωσα με εφημερίδες. Από 6 ετών διάβαζα εφημερίδες, και οι εφημερίδες τότε ήταν ο μεγαλύτερος πολιτισμός, δεν υπήρχε Instagram, Facebook. Η τυπογραφία που πάει να καταργηθεί διατηρείται από τους φανατικούς, όπως και η τέχνη γενικότερα. Η εταιρεία Public έφτιαξε μια εταιρεία με audiobooks.
– Πιστεύετε ότι αυτή η κίνηση μπορεί να μην προωθεί το διάβασμα όπως το ξέρουμε;
– Όχι, μπορεί εννοείται να το προωθεί, δεν ήμουν ποτέ αντίθετος σε καμία εξέλιξη, απλά όντως διατηρούμαστε από τους φανατικούς, οι φανατικοί διαβάζουν εφημερίδες ακόμη, αλλά ακούνε και audiobooks. Εμένα η παρουσία μου στο 42ο Πανελλήνιο Φεστιβάλ Βιβλίου Θεσσαλονίκης οφείλεται στους φανατικούς. Στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της ΔΕΒΘ ήρθανε οι φανατικοί, όσο ακόμα υπάρχουν φανατικοί. Τι θα γίνει όμως μετά, δεν ξέρω. Στο φετινό φεστιβάλ παρατηρώ μεγάλη έλλειψη κοινού.
– Επειδή κάνατε μια αναφορά στους «φανατικούς», πώς πιστεύετε ότι δημιουργείται ένας φανατικός στην ανάγνωση;
– Δημιουργείται από το σπίτι του και από την οικογένεια του, τα παιδιά είναι ευφυή, από τα 7 τους χρόνια. Εγώ το δικό μου φανατικό κοινό το ξέρω, ταυτίζεται με αυτά που διαβάζει. Το κοινό που έχω μου μοιάζει, μοιάζει με τα βιβλία της Οδός Πανός. Έχω φανατικό κοινό και στο περιοδικό και στις εκδόσεις, υπάρχει κοινό που διαβάζει μόνο το περιοδικό μου.
– (Βαγγέλης) Με ευκολία τότε θεωρούμαι κι εγώ κοινό σας!
– Μα Βαγγέλη, σε γνωρίζω από όταν ήσουν 16 ετών, γνωριζόμαστε από το 2016, όταν ήσουν πολύ νέος.
– (…) Και ακόμα θυμάμαι το πρώτο τεύχος του περιοδικού «Οδός Πανός» που μου είχατε δώσει το οποίο ήταν αφιερωμένο στον Παντελή Παντελίδη. Γενικά πάντα το περιοδικό αλλά και οι εκδόσεις είχαν πολλές επιλογές για όλους.
– Μια γνωστή αδερφή των Αθηνών που κάνει τον μεγάλο ποιητή και δίνει και κρατικά βραβεία είπε ότι δεν θα ξαναδιαβάσει το περιοδικό, επειδή λέει έκανα αφιέρωμα στον Παντελή Παντελίδη. Δίχως να καταλάβει ότι ο Παντελίδης συνοδεύτηκε στην κηδεία του από χιλιάδες ανθρώπους. Εγώ έκανα λάθος λοιπόν ή αυτός; Και εμένα μ’ αρέσει ο Μπέκετ και ο Έλιοτ, αλλά αυτό ήταν άλλο προϊόν. Ήταν νέος ταλαντούχος και σκοτώθηκε.
– Κάτι παρόμοιο φαντάζομαι ότι θα είχατε ακούσει και για την Καίτη Γκρέυ.
– Ναι, και δεδομένων των αναλογιών, η περίπτωση του Παντελίδη ήταν ίδια με του James Dean. Στην παράσταση που ανέβασα «Το Όνομα μου Είναι James Dean» είναι ο ηθοποιός ξαπλωμένος στο τέλος και από πίσω έπαιζε ένα βίντεο του Χρήστου Δήμα όπου έχουν κομμάτια από την κηδεία του James Dean το 1956 και του Παντελή Παντελίδη το 2016. Και στις δυο κηδείες ο κόσμος έκλαιγε.
– Όταν χάνεται ένας αγαπημένος καλλιτέχνης πάντα η αντίδραση του κοινού είναι θερμή.
– Όταν είχα ανεβάσει την παράσταση είχε έρθει στην πρεμιέρα ο Κωνσταντίνος Ρήγος, ο γνωστός σκηνοθέτης που σκηνοθετούσε τον Παντελίδη. Όταν τελείωσε μου είπε «ρε Χρονά μας αναστάτωσες».
– Θέλουμε να σας ρωτήσουμε για τους σπουδαίους ανθρώπους που έχετε γνωρίσει και ήσασταν στενός τους φίλος. Πείτε μας για αρχή μερικά πράγματα για τον δικό μας Θεσσαλονικιό, Ντίνο Χριστιανόπουλο…
– …Που τόσο απουσιάζει… Τον έχω δει στον δρόμο να τον σταματάνε αστυνομικοί και να του φιλάνε το χέρι, και φυσικά το τράβαγε!
“Τον Χριστιανόπουλο τον λάτρευε ο λαός και τον μισούσαν οι διανοούμενοι”
– Μιας και μιλάμε για τον Χριστιανόπουλο, ποια είναι η άποψή σας για το βιβλίο «Τα Εσώψυχα του Ντίνου Χριστιανόπουλου» των εκδόσεων Ιανός, το οποίο σήκωσε θύελλα αντιδράσεων.
– Εγώ το συγκεκριμένο βιβλίο το παρουσίασα στον Ιανό της Αθήνας, σώζεται στο YouTube η παρουσίαση αυτή. Τον Χριστιανόπουλο τον λάτρευε ο λαός και τον μισούσαν οι διανοούμενοι, γιατί όλους τους έχει περιλάβει.
– Είχε σχέση η πολιτική ορθότητα σε αυτό;
– Όχι, γιατί τους έβριζε όλους χωρίς καμία εξαίρεση.
– Ακόμα και τον Εκδότη του Ιανού και του βιβλίου, Νίκο Καρατζά.
– Ακόμα και εμένα, μέσα στο βιβλίο με βρίζει, αλλά εγώ όπως είπα στην εισαγωγή, έχω έναν νόμο στη ζωή μου, αν κάποιος με βρίζει κοιτάω τι λέει για μένα. Αν αυτό που λέει είναι αλήθεια, το διορθώνω. Αν όμως δεν είναι αλήθεια, δεν με ενδιαφέρει.
– Αυτό που είχαμε απορία με την Αφροδίτη και ξέραμε πως εσείς θα το απαντούσατε, είναι το τι θα έλεγε αν ζούσε ο Χριστιανόπουλος για την Meghan Markle που χρησιμοποίησε τον στίχο του στο Podcast της.
– Θα έλεγε «κάντε ότι θέλετε, αρκεί να έχω τα δικαιώματα».
– Τον κληρονόμο του τον ανακοίνωσε στο βιβλίο «μια συζήτηση με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο», σωστά;
– Από το βιβλίο έμαθε ο κληρονόμος ότι ο Χριστιανόπουλος τον όρισε κληρονόμο. Εγώ του είχα βάλει την ιδέα να βρει έναν όταν πέθανε η Σωτηρία Μπέλλου, το 1997. Ο Χριστιανόπουλος την λάτρευε. Το βιβλίο βγήκε το 2004, όταν κάναμε το βιβλίο αποφάσισε ποιος θα είναι ο κληρονόμος.
– Την είχατε γνωρίσει την Σωτηρία Μπέλλου;
– Ναι, την γνώρισα όταν έμενε κοντά μου. Την αναφέρω σε τρία ποιήματα μου στο «Βιβλίο Ι» και πήγα να της δώσω ένα αντίτυπο και την έχω συνδυάσει με την Μέρλιν Μονρό. Γιατί η Μπέλλου με έκανε να αρχίσω να βλέπω ταινίες της, με ρώτησε «μα δεν έχετε δει την Μέρλιν Μονρό»; Η Μπέλλου ήταν μεγάλη σινεφίλ, εξαιτίας της είδα τις ταινίες της Μονρό.
– Πείτε μας για τη γνωριμία σας με τον Γιάννη Τσαρούχη.
– Τον γνώρισα το 1975. Το βιβλίο «Οι Λάμπες» βγήκε με χρήματα του Χατζηδάκι σε σχέδια του Τσαρούχη. Τον γνώρισα λοιπόν το 1975 όταν ήρθε στην Ελλάδα και έφευγε για το Παρίσι. Εγώ δούλευα στο εικαστικό περιοδικό «Ζυγός» όπου εκεί έκανα εξωτερικές δουλειές, μια από τις οποίες ήταν να πηγαίνω να παίρνω τα κείμενα των εικαστικών.
Τότε το αφεντικό μου, ο Φρατζεσκάκης μου είχε πει ότι ο Τσαρούχης ήθελε να με γνωρίσει, και πήγαμε για φαγητό και όταν έφυγα μου είπε πως την επόμενη μέρα θα έρθει από το σπίτι μου. Το σπίτι μου ήταν γεμάτο υγρασία κι όμως ήρθε! Σε μια συνάντηση που έκανα με τον Τσαρούχη και μερικούς φίλους, ένας του είπε πως ο Σεφέρης είχε γράψει κάπου πως απορούσε ότι ο Τσαρούχης μπόρεσε και βρήκε ένα σχέδιο που του είχε ζητήσει για τις εκδόσεις «Ίκαρος» σε εκείνο το σπίτι που ήταν υπό διάλυση.
Εκείνος απάντησε πως και στα Ανάκτορα του Μπάκινγκχαμ αν έμενε, πάλι σε αυτήν την κατάσταση θα το είχε.
Ο Τσαρούχης ήταν πολύ άγριο παιδί, Αιγόκερως στο ζώδιο. Οι Αιγόκεροι έχουν ένα ελάττωμα: όσο τους την μπαίνεις, τόσο σε εκτιμούν. Θέλουν θηριοδαμαστή, θέλουν κάποιον να είναι ο θηριοδαμαστής του εαυτού τους.
“Τον δολοφόνο του Ταχτσή δεν τον συλλάβανε ποτέ, γιατί είναι πρόσωπο της υψηλής κοινωνίας”
– Για τον Κώστα Ταχτσή;
– Ο Ταχτσής ήταν συνδρομητής μου και ήταν το πρώτο αφιέρωμα του περιοδικού. Πήγα στην κηδεία του, ήμασταν τότε ελάχιστοι γιατί υπήρξε παγωμάρα μετά τη στυγερή δολοφονία του. Τον ταυτίζω με τον Ίβυκο, τον ποιητή, που ήρθε στην Κόρινθο και τον σκοτώσανε. Βρήκανε όμως τους δολοφόνους του Ίβυκου. Τον δολοφόνο του Ταχτσή δεν τον συλλάβανε ποτέ, γιατί είναι πρόσωπο της υψηλής κοινωνίας, όπως είχατε μια παρόμοια ιστορία εδώ στη Θεσσαλονίκη με τον δράκο του Σέιχ Σου. Ο φίλος μου ο Θωμάς Κοροβίνης είπε πως ήταν αθώος ο Παγκρατίδης.
– Παρόμοιο τέλος είχε και ο Μένης Κουμανταρέας.
– Ο Μένης ήταν καλός μου φίλος. Θυμάμαι ήμασταν στον Πατάκη και παρουσίαζε ένα βιβλίο, παρόλο που ήταν στο κοινό δεκάδες λογοτέχνες, εκείνος ευχαρίστησε μόνο εμένα για την παρουσία μου και ντράπηκα.
– Θυμάστε τον εαυτό σας να γράφετε το πρώτο σας ποίημα;
– Την πρώτη εικόνα για τη λογοτεχνία την είχα στο δημοτικό, πήγαινα στο ιδιωτικό σχολείο «Αυγέρη». Ήμουν πέμπτη δημοτικού, με γνώσεις ιστορίας και γεωγραφίας. Εκεί περιέγραψα ένα ταξίδι μου στο Βουκουρέστι, χωρίς να έχω πάει, μόνο με ιστορικά και γεωγραφικές γνώσεις. Τότε ο δάσκαλος με σήκωσε ως υπόδειγμα να διαβάσω αυτό που έγραψα.
– Ίσως με αυτήν την κίνηση του δασκάλου, είχατε την πρώτη σας επαφή με το κοινό.
– Την ίδια ερώτηση μου έκαναν σε ένα σχολείο δεύτερης ευκαιρίας της Θεσσαλονίκης. Όταν πήγα και διηγήθηκα την ιστορία εκεί, τότε το συνειδητοποίησα, πριν από 14 χρόνια.
“Εγώ οφείλω ό,τι έχω γίνει από μια φιλόλογο”
– Πώς βλέπετε την παιδεία σήμερα;
– Η παιδεία προέρχεται από αυτά που θα μάθει κανείς από το σπίτι του. Εγώ οφείλω ό,τι έχω γίνει από μια φιλόλογο, Παπαδάκη την λέγανε, η οποία διάβαζε Παπαδιαμάντη κι έκλαιγε. Απορούσα κι έλεγα «τι κάνει αυτή η τρελή»; Εκείνη μας έμαθε τον «Ρινόκερο» του Ιονέσκο, τον οποίο είδα και σε παράσταση του Καρόλου Κουν. Στο γυμνάσιο που μας πήγαινε ο πατέρας μας με τον αδερφό μου -που δεν ζει πλέον- ήταν καταπληκτικό. Ήμουν εξαιρετικός στα αρχαία και στην έκθεση, αλλά βόδι στα μαθηματικά.
– Όπως κι εμείς (γέλιο)!
– Το πήρα το χαρτί όμως!
– Για τη λογοτεχνία στο σχολείο, ποια είναι η γνώμη σας; Ο Χριστιανόπουλος είχε πει «βγάλτε τα ποιήματά μου από τα σχολικά βιβλία, είναι πρόστυχα».
– Δεν ξέρω τι είπε, είναι φίλος μου και χρησιμοποιώ ενεστώτα γιατί για εμένα «είναι». Δεν ξέρω, πάλι ο δάσκαλος θα μάθει τα παιδιά, εγώ που θεωρούμαι καβαφικός ποιητής θυμάμαι έναν δάσκαλο που ενώ διάβαζε Καβάφη στο λύκειο ο διπλανός μου είπε κάτι, εγώ γέλασα και ο καθηγητής με έβγαλε απ’ την τάξη, με απέβαλε στον Καβάφη!
– Ποιον ποιητή θαυμάζετε περισσότερο;
– Όλη η νεότερη ποίηση είναι επηρεασμένη από τον Καρυωτάκη και το γράμμα του Καρυωτάκη. Ήταν ένα τέλειο μυαλό, αλλά κατεστραμμένο από την κοινωνία, μετά κόλλησε σύφιλη και άρχισαν οι παρενέργειες, όπως λέει ο Σαββίδης.
“Μόνο ο Σεφέρης κατάλαβε ότι είναι διεθνής ο Καβάφης”
– Θεωρείτε ότι είναι παρεξηγημένος; Όταν διάβαζα για τη ζωή του, έμαθα ότι έβγαζε ένα περιοδικό, την «Γάμπα» που ήταν σαρκαστικό, ενώ ο κόσμος τον έχει ταυτίσει ως τον καταθλιπτικό που αυτοκτόνησε, δεν ήταν πολλά παραπάνω από αυτό;
– Εννοείται, και μόνο ότι δεν τον δέχτηκαν τον καιρό που εμφανίστηκε -τον θεώρησαν περιθώριο και περιττό- είναι σπουδαίο γιατί εισήγαγε τη νέα γραμμή. Όπως ο Παλαμάς δέχτηκε τον Ρίτσο αλλά ποτέ τον Καβάφη, τον οποίο έβλεπε ως αντίπαλο. Μόνο ο Σεφέρης κατάλαβε ότι είναι διεθνής ο Καβάφης. Ο μόνος νεοέλληνας ποιητής που γνώρισα προσωπικά και δεν ήταν επηρεασμένος από τον Καβάφη ήταν ο Οδυσσέας Ελύτης.
– Είχατε γνωρίσει τον Ελύτη;
– Βέβαια, είχα πάει ένα πρωινό στις 11:00 το πρωί και τον ξύπνησα, γιατί κοιμόταν αργά επειδή το βράδυ ή έγραφε ή πήγαινε βόλτα. Μου άνοιξε την πόρτα γυμνός με το εσώρουχο και το μπουρνούζι και μου είπε να κανονίσουμε να γνωριστούμε και πιο ανθρώπινα, μου έδωσε και το τηλέφωνο του, τον πήρα δύο φορές αλλά είχε δουλειές, εγώ ρωσική ρουλέτα μια ζωή, απομακρυνθήκαμε.
Ήταν όμως φίλη μου η Μαριανίνα Κριεζή, η πρώην φιλενάδα του Ελύτη που τον παράτησε, η οποία πέθανε πριν λίγα χρόνια. Ήταν ανηψιά του Φρατζεσκάκη που σας προανέφερα. Ζούσε στην Ερέτρια αποτραβηγμένη, είχε γράψει παιδικά βιβλία. Όταν πήρα σκύλο μου έγραψε ένα χαρτί η Κριεζή για τα φαγητά που ο σκύλος απαγορεύεται να φάει, αλλά και πού πουλάνε κόκαλα.
– Πείτε μας έναν αγαπημένο σας στίχο; Αν η ζωή σας ήταν ένας στίχος, ποιος θα ήταν αυτός;
– «Θα παίζουν όπως τότε τα γραμμόφωνα, τότε που έφυγε η Ρίτα και μείναμε μοναχές μέσα στα Μπορντέλα». Όχι στα βιβλιοπωλεία, αλλά στα Μπορντέλα!
Εγώ σώθηκα στην ποίηση, αν σώθηκα, διότι δεν χρησιμοποιώ το «εγώ» μου, μπήκα πίσω από ήρωες, πίσω από φτωχούς, πόρνες, αμόρφωτους και τους περιγράφω, πιθανόν με κάποιο ταλέντο ή γνώση. «Νομίζω» λένε οι Άγγλοι, I think.