2 Φεβρουαρίου 2021
Ο Ιανουάριος πέρασε και σίγουρα ήταν ένας μήνας όπου πολλές σπουδαίες αλλαγές έλαβαν χώρα.
Η Σοφία Μπεκατώρου, η Ελληνίδα ολυμπιονίκης στην ιστιοπλοΐα με σημαντικές διακρίσεις, αποφάσισε να κάνει κάτι για το οποίο ήξερε ότι θα κριθεί, κάτι για το οποίο πολλοί σιωπούν και καταπίνουν τον πόνο προκειμένου να συνεχίσουν προσπαθώντας να ξεχάσουν ότι συνέβη. Αποφάσισε λοιπόν να μιλήσει δημόσια για την άσχημη και ντροπιαστική εμπειρία της που βίωσε το 1998 όταν και δέχθηκε σεξουαλική παρενόχληση από τον «x» όπως αποκαλούσε η ίδια τον Αριστείδη Αδαμόπουλο, πρώην πλέον αντιπρόεδρο της Ε.Ι.Ο. (Ελληνική Ιστιοπλοϊκή Ομοσπονδία) ο οποίος, όπως καταγγέλλει, ασέλγησε πάνω της χωρίς τη συγκατάθεση της.
Την κίνηση της κ. Μπεκατώρου ακολούθησαν και ακολουθούν άνδρες και γυναίκες τόσο από τον χώρο του αθλητισμού όσο και του θεάτρου, της τηλεόρασης και άλλων, καταγγέλλοντας ότι δέχθηκαν παρενόχληση οποιασδήποτε μορφής από τον προπονητή, τον σκηνοθέτη τον συνεργάτη τους, και κατονομάζοντας σε αρκετές περιπτώσεις τους θύτες. Παράδειγμα αποτελεί και η ηθοποιός Ζέτα Δούκα η οποία μίλησε επίσης ανοικτά για την κακοποίηση που δέχτηκε από τον ηθοποιό και σκηνοθέτη Γιώργο Κιμούλη. Και οι καταγγελίες δεν σταματούν εκεί.
Πρέπει να διευκρινιστεί σε αυτό το σημείο ότι σεξουαλική παρενόχληση θεωρείται οποιαδήποτε ανεπιθύμητη λεκτική, μη λεκτική ή σωματική συμπεριφορά γενετήσιου χαρακτήρα που αποβλέπει στην προσβολή της αξιοπρέπειας ενός ατόμου. Επίσης, κάθε μορφή φραστικής παρενόχλησης προκαλεί σκληρά ψυχικά τραύματα που δύσκολα επουλώνονται. Τέτοιες συμπεριφορές που προσβάλλουν την αξιοπρέπεια του καθενός είναι και πρέπει να είναι καταδικαστέες και δεν έχουν χώρο ούτε στον αθλητισμό, ούτε πουθενά αλλού.
Η πράξη αυτή της κ. Μπεκατώρου αλλά και ο δρόμος που άνοιξε μέσω αυτής είναι κάτι που δεν πρέπει να κρίνεται, αλλά αντίθετα να αποτελεί παράδειγμα για όλους ώστε να μιλάνε και να κατακρίνουν τέτοιες πράξεις γιατί η σιωπή δεν κάνει τίποτα περισσότερο από το να δίνει χώρο και πάτημα στο να συντελούνται και άλλα τέτοια φαινόμενα.
Αναγνωρίζω το θάρρος τόσο της Σοφίας Μπεκατώρου αλλά και όσων αποφάσισαν να βγουν δημόσια και να καταγγείλουν με την σειρά τους τις παρενοχλήσεις που δέχθηκαν, παρενοχλήσεις που τους άφησαν ανεξίτηλα ένα βάρος το οποίο αναγκάζονταν να κουβαλούν επί χρόνια.
Γιατί όμως να βγουν να μιλήσουν τώρα; Γιατί δεν μίλησαν όταν έπρεπε; Είναι η συνήθης ερώτηση που συναντάς τον τελευταίο καιρό. Η απάντηση στην ερώτηση είναι πολύ απλή. Γιατί τώρα βρήκαν το θάρρος. Γιατί τώρα θεώρησαν ότι θα τις/τους ακούσει η κοινωνία. Γιατί δεν είναι εύκολο. Επομένως αντί να κολλάμε σε ερωτήσεις τέτοιου τύπου γιατί να μην κοιτάξουμε το δάσος και όχι το δέντρο; Γιατί να μην αναρωτηθούμε τον λόγο που συμβαίνουν τέτοιου τύπου περιστατικά. Γιατί δεν είναι απλά «μόδα» να βγαίνει κάποιος ανοικτά και να μιλάει για τέτοια βιώματα, δεν είναι κάτι που πρέπει να αγνοηθεί. Πρόκειται για ένα σημαντικό κίνημα, ένας σημαντικός αγώνας κατά τέτοιων αποτρόπαιων φαινομένων που δεν έχουν θέση σε καμία κοινωνία και ειδικά σε χώρους που προάγουν αξίες όπως ο σεβασμός απέναντι στον άλλον, χώροι όπως ο αθλητισμός και το θέατρο.