Γιάννης Τομαράς: «Το όνειρο μου ήταν πάντα να παίξω στον Παναθηναϊκό»

Υπάρχουν ιστορίες που δεν ξεθωριάζουν στον χρόνο. Το έπος του Γουέμπλεϊ είναι μία απ’ αυτές. Ήταν η πρώτη φορά που μια ελληνική ομάδα κοίταξε στα μάτια τα ευρωπαϊκά μεγαθήρια της εποχής και με κύριο όπλο την ψυχή που έβγαζαν οι ποδοσφαιριστές στο γήπεδο έφτασε μια ανάσα από το θαύμα — την κατάκτηση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, του σημερινού Champions League.

Η πορεία του Παναθηναϊκού το 1971 έχει χαραχτεί ανεξίτηλα στη συλλογική μνήμη και αποτελεί μία από τις σπάνιες περιπτώσεις στην ιστορία του αθλητισμού όπου ο ηττημένος έμεινε στη συνείδηση του κόσμου πιο έντονα από τον νικητή. Γιατί το ταξίδι, η υπέρβαση, το όνειρο — ήταν τελικά αυτά που κέρδισαν.

Συνάντησα για πρώτη φορά τον Γιάννη Τομαρά στη Σαντορίνη, στο πλαίσιο μιας εκδήλωσης μνήμης για το έπος του Γουέμπλεϊ. Η κουβέντα με έναν από τους αυθεντικούς πρωταγωνιστές εκείνης της χρυσής πορείας είναι εμπειρία ξεχωριστή — όχι μόνο για όσα λέει, αλλά για τον τρόπο που σε μεταφέρει πίσω στον χρόνο, μέσα από λέξεις που μοιάζουν με εικόνες.

Μισό αιώνα μετά τον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, ο κύριος Τομαράς ξεδιπλώνει την πορεία του Παναθηναϊκού όπως την έζησε: από το πρώτο σφύριγμα ως την τελευταία ανάμνηση. Με λόγο λιτό αλλά μεστό, φέρνει στην επιφάνεια μια εποχή όπου το αδύνατο έμοιαζε εφικτό.

Η αγάπη του για το ποδόσφαιρο υπάρχει από τότε που θυμάται τον εαυτό του.

«Όπως όλα τα πιτσιρίκια που ξεκινάνε να ασχολούνται με τη μπάλα από μικρή ηλικία, όπως και ο εγγονός μου που ξεκίνησε από πιτσιρικάκι με αυτή. Στη δική μας περίπτωση βέβαια, ήταν λίγο αλλιώς. Δεν υπήρχαν αυτά που υπάρχουν σήμερα. Παίζαμε μπάλα στους δρόμους, στα χώματα, στις μικροαλάνες κλπ. Εδώ πιο κάτω υπήρχε ένα γηπεδάκι αλάνας. Γύρω γύρω είχε σπίτια. Από εκεί ξεκινήσαμε. Στον Άτλα Θυμαρακίων.

13ων χρονών έπαιζα κανονικά με μεγάλους. Δεν έπαιζα ποτέ με συνομήλικους γιατί ήμουν πιο προχωρημένος για την ηλικία μου. Οπότε έπαιζα με μεγαλύτερους και πιο φτασμένους ποδοσφαιριστές. Το όνειρο μου ήταν πάντα να παίξω στον Παναθηναϊκό. Δεν άλλαξε ποτέ».

Τον ρωτάω πως προκύπτει η μεταγραφή στον Παναθηναϊκό.

«Πήγα και δοκιμάστηκα. Ήταν η μεταγραφική περίοδος του καλοκαιριού του ’66. Ήμουνα 17 χρονών τότε. Τους άρεσα και με πήραν».

«Είχα πολύ μεγάλη καριέρα μπροστά μου»

Προσωπικό αρχείο Γιάννη Τομαρά / Στιγμιότυπο από τον τελικό Κυπέλλου Πρωταθλητριών κόντρα στον Άγιαξ

Το αξιοσημείωτο είναι ότι η φυσική του θέση στο γήπεδο δεν ήταν ποτέ η άμυνα, αλλά η επίθεση.

«Όταν ξεκίνησα να παίζω μικρός, ήμουν σέντερ φορ και είχα αυτόν τον παικταρά από πίσω μου (Νίκος Λάζος), ο οποίος ήταν απίστευτος πασέρ. Μπορούσαμε να βάλουμε και 35 – 40 γκολ στο πρωτάθλημα. Μπορούσε να περάσει τη μπάλα ακόμα και μέσα από βελόνα.

Στον Παναθηναϊκό δοκιμάστηκα ως σέντερ φορ. Έπαιζα, έβαζα γκολ. Στις μικρές ομάδες, γιατί όταν πήγα δεν ήμουν ακόμα έτοιμος για τη μεγάλη ομάδα. Έπρεπε να μάθω τεχνική, να αποκτήσω αντοχές, να τρέχω κλπ. Έμαθα πάρα πολλά για να φτάσω σε σημείο να παίζω στη μεγάλη ομάδα του Παναθηναϊκού και το κατάφερα σχετικά γρήγορα. Όταν πήγα, ήμουν 17 στα 18. Στα 20 μου ήμουν στη μεγάλη ομάδα. Τα δύο αυτά χρόνια ήμουν στις μικρές ομάδες και έκανα προπόνηση. Προπόνηση στην προπόνηση. Ατελείωτες ώρες. Δεν ήμουν κανένα μεγάλο ταλέντο. Ό,τι κατάφερα το πέτυχα μετά από πολλή δουλειά. Βελτιώθηκα, έγινα καλός μετά από δουλειά έχοντας πάντα έναν στόχο. Να παίξω στον Παναθηναϊκό»

Στην ερώτηση για το αν θα έπαιζε σε άλλη ομάδα εκτός του Παναθηναϊκού ο καλεσμένος απαντάει.

«Μετά τον Παναθηναϊκό είχα όνειρο να παίξω στην Εθνική Ομάδα και τη Ρεάλ Μαδρίτης. Δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω το τελευταίο. Δεν ξέρω αν θα κατάφερνα να πήγαινα, αν δεν τραυματιζόμουν. Γιατί μέχρι να τραυματιστώ το επίπεδο της απόδοσης μου… ήμουν στους τρεις καλύτερους στην Ευρώπη. Είχα πολύ μεγάλη καριέρα μπροστά μου. Και στα 24 σταμάτησα.

Είχα προτάσεις από την Άντερλεχτ και από διάφορες ισπανικές ομάδες που παίζαμε μαζί τους Τουρνουά. Η Άντερλεχτ ειδικά με ήθελε πολύ. Αλλά δεν το σκεφτόμουν. Ήταν καλή ομάδα τότε στην Ευρώπη, όμως ο Παναθηναϊκός ήταν πάντα Panathinaikos στην Ελλάδα. Αλλά τότε εκείνη την εποχή ήμασταν σκλάβοι στις ομάδες μας. Δεν μπορούσαμε να πάρουμε μεταγραφή. Έβαζες υπογραφή ότι θα είσαι εφ’ όρου ζωής «σκλαβωμένος». Μετά αλλάξαν τα πράγματα. Έγιναν τα συμβόλαια επαγγελματικά. Πριν αλλάξουν όμως… ήθελες να φύγεις; Δεν σου έδιναν το δελτίο και δεν έπαιζες πουθενά».  

Όπως αντιλαμβάνεται κανείς, η σχέση αγάπης του κ. Τομαρά με τον Παναθηναϊκό είναι μία σχέση που κρατάει από τα παιδικά του χρόνια.

«Ο Παναθηναϊκός ήταν και είναι η ζωή μου. Από παιδί πήγαινα στο γήπεδο και έβλεπα όλους τους μεγάλους παίκτες. Ήταν οι μεγάλες ομάδες τότε με τους Δομάζο, Καμάρα, Νικολόπουλο, Παπαεμαννουήλ. Από τη δεκαετία του ’60 μέχρι που πήγα εγώ, τους έβλεπα κάθε Κυριακή. Δεν υπήρχε η τηλεόραση τότε. Οπότε Κυριακή παρά Κυριακή, όποτε έπαιζε ο Παναθηναϊκός στο πρωτάθλημα, Κύπελλο ή στην Ευρώπη, τους έβλεπα. Δεν έχανα παιχνίδι. Τις Τετάρτες έκανα ακόμη και κοπάνα από το σχολείο (γελάει)»

Πώς είναι να αγωνίζεσαι δίπλα σε ποδοσφαιριστές που θαύμαζες από μικρός;

«Με τους περισσότερους έπαιξα λίγο. Δεν εννοώ φυσικά τους Δομάζο, Ελευθερόπουλο και Καμάρα. Έπαιξα μία χρονιά μόνο με τον Λουκανίδη, τον Παπαεμαννουήλ. Με κάποιους έπαιξα και αντίπαλος στη συνέχεια. Εμένα εκτός από τον Δομάζο μου άρεσε και ο Λουκανίδης. Ήταν απίστευτος ποδοσφαιριστής. Έχεις ακούσει φαντάζομαι για τον Μπεκενμπάουερ. Ήταν καλύτερος και από τον Μπεκενμπάουερ. Αλλά έτυχε να είναι Έλληνας. Καθόταν πίσω στην άμυνα όπως έπαιζε και ο Μπεκενμπάουερ και ήταν αυτό που λέμε «Όλοι τους και μόνος του».

«Ο Πούσκας δεν ήταν καλός προπονητής»

Onsports.gr

Ποιο ήταν το κλίμα στα αποδυτήρια όταν πρωτοβρέθηκε στη μεγάλη ομάδα;

«Όταν πήγα θεωρούμουν καινούριος, μικρός. Σεβόμουν  κιόλας τους παίκτες. Αλλά το θέμα μου ήταν ότι ήμουν αφοσιωμένος. Δεν με ενδιέφερε το τι θα έλεγε ο ένας και ο άλλος. Υπήρχαν κάποιες μικροπεριπτώσεις όπου προσπαθούσαν να κάνουν κλίκα κλπ. αλλά εγώ ήμουν αφοσιωμένος στον στόχο μου. Δεν παρέκκλινα λεπτό από αυτόν. Προπόνηση, προπόνηση, προπόνηση».

Για τη σχέση του με τους προπονητές ο κ. Τομαράς αφοπλίζει.

«Είχαμε τον Μπόμπεκ, τον Χοχμπεργκ, τον Πετρόπουλο, τους οποίους θεωρώ από τους καλύτερους προπονητές. Και μετά τον Πετρόπουλο ήρθε ο Πούσκας, ο οποίος δεν ήταν καλός προπονητής. Έκανε λάθη. Φυσικά έγραψε ιστορία. Μας έδωσε πολλά πράγματα. Προσωπικότητα και ελευθερία στο παιχνίδι μας. Πράγματα που άλλοι δεν μας έδωσαν. Μπορεί σε κομμάτια τακτικής και πειθαρχίας να μην ήταν καλός, όμως έδωσε ταυτότητα στην ομάδα. Αγωνιστική πειθαρχία και τακτική μέσα στο γήπεδο γνωρίζαμε ήδη καλά από τον Πετρόπουλο.

Ήταν παθιασμένος με την τακτική. Περνούσαμε ώρες ατελείωτες σε κομμάτια τακτικής και φυσικής κατάστασης. Πολύ φυσική κατάσταση. Υπήρχαν περιπτώσεις που παίζαμε και δύο αγώνες συνεχόμενα. Μιλάμε για εξουθενωτικές προπονήσεις που με το τέλος τους δεν σκεφτόμασταν τίποτε άλλο από το να πάμε σπίτι να πέσουμε στο κρεβάτι. Έπαιξε ωστόσο πολύ σημαντικό ρόλο στη συνέχεια. Ο Πούσκας δεν ήταν της προπόνησης. Ήταν της λογικής «άντε να μαζευτούμε να παίξουμε ένα ματς και άντε γεια» (γελάει).

Δεν είχε πολλά πάρε-δώσε μαζί μου αλλά με είχε σε μεγάλη εκτίμηση. Δεν τον έγλυφα ποτέ. Δεν το είχα ανάγκη. Υπήρχαν κάποιοι άλλοι που τον γλύφανε. Με τους προπονητές γενικότερα δεν είχα πολλά πάρε – δώσε. Με εκτιμούσαν γιατί ήμουν σοβαρός, συνεπής στην ώρα μου. Μισή ώρα πάντα πριν την προπόνηση. Δεν έλειπα ποτέ. Αυτά τα εκτιμούσαν οι προπονητές».

Η ιστορική πορεία προς το Γουέμπλεϊ δεν ξεκίνησε με δάφνες και νίκες. Όπως θυμάται ο Γιάννης Τομαράς, το ξεκίνημα ήταν κάθε άλλο παρά ενθαρρυντικό.

«Στο πρώτο φιλικό που παίξαμε, χάνουμε 5-0 από τη Χάιντουκ στην τότε Γιουγκοσλαβία. Φύγαμε μετά για την Ισπανία. Παίζουμε με τη Ρεάλ φιλικό. Ισοπαλία. Παίξαμε και κάτι τουρνουά εκεί πέρα και από εκεί φύγαμε κατευθείαν στο Λουξεμβούργο για τον πρώτο γύρο με τη Ζενές Ες. Τους κερδίσαμε στο Λουξεμβούργο. Εδώ φάγανε 5.

Παίζουμε μετά με τη Σλόβαν, η οποία την προηγούμενη χρονιά είχε πάρει το Κύπελλο Κυπελλούχων, το σημερινό Europa League. Φανταστική ομάδα. Βάλαμε 3 γκολ εδώ. Χάσαμε όμως 2-1 εκεί. Ήταν πολύ καλή ομάδα.

Θυμάμαι στον αγώνα κάτι τρελό που έκανε ο Πούσκας. Χτυπάει ο Καμάρας 17 λεπτά πριν τη λήξη του ημιχρόνου. Έφυγε για τα αποδυτήρια με διάσειση. Με βάζει εμένα στο κέντρο της άμυνας. Δεν έβαλε τον Καψή που ήταν στον πάγκο και παίξαμε 17 λεπτά με 10 παίκτες. Και έβαλε στο δεύτερο ημίχρονο τον Μητρόπουλο δεξιά. Έπαιζα για 17 λεπτά σε δύο θέσεις. Κανείς δεν έχει καταλάβει μέχρι σήμερα γιατί το έκανε αυτό».

Και μετά η Έβερτον. Περίμενε κανείς να φέρουμε τέτοια αποτελέσματα με την Έβερτον; Κανείς. Το παιχνίδι στην Αγγλία ήταν προγραμματισμένο για την Τετάρτη όμως είχαμε ταξιδέψει στην Αγγλία από την Παρασκευή. Το Σάββατο έπαιζε η Έβερτον με τη Κόλτσεστερ για το Κύπελλο. Και κερδίζει 5-0. Είχε ένα δεξί εξτρέμ. Φωτιά και λάβρα. Λέω «που ήρθαμε; Στον λάκκο των λεόντων;» (γελάει). Έπαιζε ο Βλάχος αριστερά. Του λέγαμε «Ρε Βλάχο πως θα τον σταματήσεις αυτόν;».

Ήρθαμε 1-1. Μας είχαν μονότερμα. Τελείωσε το πρώτο ημίχρονο. Αλλάξαμε τέρματα και από τη μεριά που πήγαμε, δεν είχε πατημασιά μας. Αλλά όταν ήρθαν στη Λεωφόρο είδαμε ότι δεν ήταν και καμία ανίκητη ομάδα. Τους παίξαμε στα ίσια και μπορώ να πω ότι γλύτωσαν την ήττα εδώ. Είχαμε δοκάρια, είχαμε ευκαιρίες, εκείνοι δεν έκαναν κάποια ευκαιρία και τελείωσε 0-0. Μόνο σε αυτό το ματς και στον τελικό δεν σκοράραμε.

Μετά την Έβερτον ήταν η ώρα του Ερυθρού Αστέρα. Πήγαμε στη Σερβία και η αλήθεια είναι ότι δεν περιμέναμε να φάμε 4 εκεί πέρα. Ξέραμε ότι ήταν καλή ομάδα με καλούς παίκτες όμως εκεί υπήρχε τρομοκρατία. Έξω από τα αποδυτήρια είχε αστυνομικούς και όταν βγήκαμε στο γήπεδο είχε έναν διάδρομο για να κάνουμε ίσα – ίσα ζέσταμα. Και οι αστυνομικοί είχαν κάτι σκύλους δύο μέτρα. Όσο και να προσπαθείς να μην σε επηρεάσει όλο αυτό, μόνο το να βλέπεις την ατμόσφαιρα και τους αστυνομικούς θα έχεις αναπόφευκτα κάποιον φόβο. Και στο γήπεδο υπήρχε 100.000 κόσμος. Σειρήνες, καπνοί, χαμός.

Προσωπικό αρχείο Γιάννη Τομαρά

Ξεκινήσαμε καλά, κάναμε ευκαιρίες όμως ήταν το χειρότερο παιχνίδι του Τάκη. Μας αδίκησε και ο διαιτητής. Έληξε 4-1 υπέρ του Ερυθρού. Μετά το παιχνίδι μαζευτήκαμε όλοι στο αεροδρόμιο και είπαμε ότι ό,τι και να γίνει στην Αθήνα θα τους κερδίσουμε. Δεν ξέραμε αν θα προκριθούμε, αλλά ξέραμε ότι θα το παλέψουμε και θα τους κερδίσουμε. Και όντως παίξαμε πολύ καλά και έγινε αυτό που έγινε. Τους κερδίσαμε και ήρθε και η πρόκριση παράλληλα»

Για την ατμόσφαιρα στη Λεωφόρο δεν χρειάστηκαν πολλές λέξεις.

Ήταν φωτιά. Τότε δεν υπήρχαν καθίσματα και η Λεωφόρος χωρούσε 27 με 28.000 κόσμο».

Για το μυστικό της επιτυχίας:

Η εμπιστοσύνη που είχαμε στον εαυτό μας. Είχαμε πίστη και ξέραμε ότι όταν θα παίζαμε θα τους κερδίζαμε»

«Πήγαμε και κάναμε 15 ημέρες τουρισμό στο Λονδίνο»

Για τον Γιάννη Τομαρά, ο χαμένος τελικός του Γουέμπλεϊ δεν ήταν μόνο θέμα αγωνιστικής ανωτερότητας του Άγιαξ, αλλά και αποτέλεσμα εσωτερικών λαθών και κακών επιλογών.

«Τα έχω πει χίλιες φορές. Ήταν τα μεγάλα λάθη που κάνανε διοίκηση και προπονητής. Το βασικότερο λάθος ήταν ότι μετά την πρόκριση με τον Αστέρα πήραν τα μυαλά μας αέρα. Ότι είμαστε εμείς και κανείς άλλος. Σταματήσαμε να είμαστε χαμηλών τόνων. Αλλά πήγαμε και κάναμε 15 ημέρες τουρισμό στο Λονδίνο. Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν πηγαίνεις να κάνεις τουρισμό. Πας να παίξεις τη ζωή σου.

Την ημέρα του αγώνα, χάσαμε ένα ημίχρονο μέχρι να συνειδητοποιήσουμε το τι συμβαίνει. Στο δεύτερο παίξαμε καλύτερα. Άμα τους ισοφαρίζαμε θα ήταν διαφορετικά τα πράγματα. Χάσαμε κάποιες καλές ευκαιρίες. Ο Αντώνης έχασε ένα με κενή εστία. Είχαμε τρεις – τέσσερις καλές ευκαιρίες να σκοράρουμε. Δεν το καταφέραμε. Στο τέλος μπήκε και ένα γκολ από καραμπόλα και τελείωσε εκεί. Μπορούσαμε να έχουμε ένα ανάλογο αποτέλεσμα με αυτό που πιστεύαμε αν ήταν διαφορετικές οι συνθήκες.

Παίζεις τελικό Ευρώπης. Σε βλέπει όλος ο κόσμος. Θέλεις-δεν θέλεις, το συνειδητοποιείς, αλλά το να χαλιναγωγήσεις τα συναισθήματα σου δεν είναι εύκολο. Ήταν και το γεγονός ότι δεν είχαμε ξαναβρεθεί εκεί. Ο Άγιαξ είχε ήδη έναν τελικό στα πόδια του. Είχε φάει 4 γκολ από τη Μίλαν πριν από 2 χρόνια. Και μάλιστα ήρθε την παραμονή του αγώνα στο Λονδίνο. Είχε παίξει 3-4 αγώνες πρωταθλήματος μέχρι να παίξει μαζί μας. Εμείς δεν είχαμε κανένα παιχνίδι στα πόδια μας. Είχαμε παίξει με κάτι γκαρσόνια στο Hyde Park. Πηγαίναμε σε δεξιώσεις δεξιά και αριστερά. Απίστευτο μου φαίνεται».

«O Κρόιφ με πέρασε μόνο μία φορά»

Προσωπικό αρχείο Γιάννη Τομαρά

Τι θα άλλαζε σε εκείνον τον αγώνα αν είχε τη δυνατότητα;

«Θα άλλαζα σίγουρα το κομμάτι της προετοιμασίας πριν το παιχνίδι. Πήγαμε να παίξουμε τελικό Ευρώπης χωρίς προετοιμασία και το βασικότερο είναι ότι παίξαμε χωρίς ψυχολογική προετοιμασία. Δεν ήρθε ένας να μας προετοιμάσει για το που πάμε να παίξουμε και με ποιον. Ήταν μεγάλη υπόθεση να έρθει ένας να σου μιλήσει, να σε καθοδηγήσει για το πως πρέπει να παίξεις και τι να βελτιώσεις. Παλαιότερα, άσχετα με την προετοιμασία που κάναμε το πρωί της Κυριακής μέχρι την ώρα του αγώνα, μας μιλούσε ο αρχηγός της ομάδας και μας ανέλυε κομμάτια τακτικής. Μετά μας μιλούσε και ο Πρόεδρος. Μας προετοίμαζαν ψυχολογικά για το πως θα μπούμε στο γήπεδο. Αυτό δεν το είχαμε στον τελικό».

Ο Γιάννης Τομαράς θυμάται πρόσωπα και στιγμές σαν να ‘ταν χθες. Αντιπάλους που του έβγαλαν το λάδι, άλλους που “τους είχε για πλάκα” και εκείνον τον έναν που τον στοίχειωσε – μέχρι να πάρει τη ρεβάνς στη Λεωφόρο.

«Ήρθα πολλές φορές αντιμέτωπος μαζί του στον τελικό (Γιόχαν Κρόιφ). Με πέρασε μόνο μία φορά. Ήρθαμε αντιμέτωποι γύρω στις 8-9 φορές. Δεν είχε θέση. Έπαιζε σε όλο το γήπεδο. Φυσικά και ήταν δύσκολος αντίπαλος, αλλά υπήρχαν και ποδοσφαιριστές που ήταν και πιο δύσκολοι. Για παράδειγμα, είχε έναν εξτρέμ η Έβερτον τον Μορισέι. Είτε έπαιζε είτε όχι, ήταν σαν να μην υπήρχε στο γήπεδο.  Τον είχα για πλάκα.

Ο Ερυθρός Αστέρας είχε τότε τον Τζάγιτς. Ήταν ο μεγαλύτερος παίκτης της Ευρώπης. Αριστερό εξτρέμ. Δεν έπαιξε μαζί μας γιατί ήταν τιμωρημένος. Παίζει στη θέση του ο Οστόιτς και μας βάζει τρία γκολ. Είχα τρελαθεί. Το έφερνα βαρέως, γιατί ο παίκτης που μάρκαρα μας έβαλε τρία γκολ. Δεν έφυγε από το μυαλό μου μέχρι τον επαναληπτικό. Στη Λεωφόρο τον έπαιξα τόσο σκληρά που είχε πάει στην απέναντι πλευρά και δεν κουνιόταν. Ήμουν σκληρός παίκτης αλλά ταυτόχρονα καθαρός. Έχω παίξει 150 παιχνίδια ίσως και παραπάνω. Δεν είχα ούτε κίτρινη κάρτα».

Προσωπικό αρχείο Γιάννη Τομαρά / Μονομαχία με τον Γιόχαν Κρόιφ

Κάτι που κάνει το κατόρθωμα του Παναθηναϊκού ακόμα πιο σπουδαίο, είναι ότι επετεύχθη σε μια εποχή όπου οι Έλληνες ποδοσφαιριστές αγωνίζονταν υπό πολύ πιο δύσκολες και άνισες συνθήκες σε σχέση με τους αντιπάλους τους στην Ευρώπη.

«Ήμασταν πάρα πολύ πίσω από την υπόλοιπη Ευρώπη. Παίζαμε τις Τετάρτες σε γήπεδα με χορτάρι που ήτανε χαλί και γυρίζαμε την Κυριακή και παίζαμε στο χώμα. Οι συνθήκες με την Ευρώπη δεν ήταν ίσες. Μειονεκτούσαμε, αλλά ανταπεξήλθαμε γιατί είχαμε και ψυχή. Και με αυτές τις συνθήκες φτάσαμε τελικό. Όταν τελείωσε το ματς στη Μπρατισλάβα μας πήγανε στα αποδυτήρια στους χώρους όπου είχανε το τζακούζι και τη σάουνα. Εκεί μάθαμε για πρώτη φορά τι πάει να πει σάουνα. Κάτι που δεν καταλαβαίνει ο κόσμος σήμερα είναι ότι οι ομάδες που αντιμετωπίσαμε ήταν πιο προχωρημένες ποδοσφαιρικά».

«Είναι δυνατόν ένας ποδοσφαιριστής να κάνει αυτό το πράγμα;»

Τη στιγμή που η καριέρα του έδειχνε να απογειώνεται, η μοίρα του επιφύλασσε ένα σκληρό χτύπημα. Το “θανατηφόρο” χτύπημα του Μοράλες στον τελικό του Διηπειρωτικού Κυπέλλου “θα κόψει” το πόδι και την καριέρα του.

«Πάνω στη φάση έγινε. Ήταν ένα εσκεμμένο χτύπημα. Όσο και να ήθελα να το φανταστώ ότι θα μπορούσε αυτός που ήταν πεσμένος κάτω και εγώ περνώντας να μου ρίξει μία και να μου κόψει το πόδι στη μέση. Το έχω ακόμα στο μυαλό μου. Είναι δυνατόν ένας ποδοσφαιριστής να κάνει αυτό το πράγμα; Το πρώτο που θυμάμαι πέφτοντας κάτω είναι τον διαιτητή να βγάζει την κόκκινη κάρτα.

Την πλήρωσα εγώ τη νύφη. Αλλά ξεκινάμε με το γεγονός ότι δεν έπρεπε να παίξουμε. Μας υποχρέωσε ο Ασλανίδης. Ήταν η Χούντα τότε και ήταν Γεν. Γραμμ. Αθλητισμού. Εμείς δεν μπορούσαμε να πούμε όχι. Εκεί ήταν το λάθος του Πούσκας. Γιατί φύγαμε από την έδρα μας και παίξαμε στο Καραϊσκάκης με τη λογική να έχει περισσότερο κόσμο. Φύγαμε από τη δύναμή μας, εκεί όπου πήραμε όλα τα μεγάλα αποτελέσματα για να πάμε σε ένα ουδέτερο γήπεδο. 

Αν έλεγε όχι, δεν θα πηγαίναμε. Δύο λάθη καταλογίζω στον Πούσκας. Το ένα που πήγαμε για πολλές μέρες στο Λονδίνο και κάναμε τουρισμό και αυτό που έγινε με την έδρα στο Διηπειρωτικό Κύπελλο.

Στον χρόνο απάνω ξανά έπαιξα, μέχρι που ξαναέπαθα τραυματισμό. Σπάσιμο στο πόδι. Ήταν βέβαια ρωγμώδες το κάταγμα τη δεύτερη φορά όμως δεν είχα τη ψυχική δύναμη να ακολουθήσω την ίδια διαδικασία με τις φυσικοθεραπείες, τις ατροφίες… θυμάμαι όταν έβγαλα το γύψο από το πόδι μου το κοιτούσα και έλεγα «είναι δυνατόν να είναι αυτό πόδι ποδοσφαιριστή;» Εκεί αποφάσισα να σταματήσω το ποδόσφαιρο».

Στιγμιότυπο από τον τραυματισμό του Τομαρά στον τελικό του Διηπειρωτικού κυπέλλου κόντρα στη Νασιονάλ

Αν και η επαγγελματική του πορεία είχε τυπικά ολοκληρωθεί, ο Γιάννης Τομαράς δεν είχε πει την τελευταία του λέξη στα γήπεδα. Η φιλία και το πάθος για την μπάλα τον οδήγησαν σε μια απρόσμενη επιστροφή με τον Ήφαιστο Περιστερίου – μια ιστορία που, όπως λέει ο ίδιος, είχε και πολλή πλάκα.

«Είχα έναν φίλο, ο οποίος ήταν προπονητής στον Ήφαιστο. Κάναμε οικογενειακή παρέα. Κυριάκο τον λέγανε. Και μου λέει:

-Ρε Γιάννη δεν έρχεσαι να μας βοηθήσεις, η ομάδα πάει να πέσει.

-Και τι φταίω εγώ ρε Κυριάκο.

Κουβέντα στην κουβέντα με έπεισε. Πάω και παίζω και κάναμε 17 νίκες συνεχόμενες. Από τελευταίοι καταφέραμε και σωθήκαμε. Α’ Αθηνών. Ήμουν 30-31 χρονών».

Παρόλο το πρόωρο τέλος στην καριέρα του, ο κ. Τομαράς δεν θέλησε να ασχοληθεί με το ποδόσφαιρο από άλλο πόστο. Όπως μας λέει:

«Δεν με ενδιέφερε. Δεν είναι και εύκολο. Επειδή παίζουμε ποδόσφαιρο δεν σημαίνει ότι θα γίνουμε και καλοί προπονητές. Το θέμα δεν είναι να λες στον άλλον «κλώτσα έτσι τη μπάλα». Το θέμα είναι το πώς θα μπορέσεις να μεταδώσεις τις ιδέες σου ώστε να τις εμπεδώσει ο πιτσιρίκος. Εγώ δεν το είχα αυτό».

Γιάννης Τομαράς
Προσωπικό αρχείο Γιάννη Τομαρά / Με τους Δομάζο και Αντωνιάδη

Είναι αξιοσημείωτο ότι ο κ. Τομαράς δεν βλέπει την εξέλιξη του ποδοσφαίρου με κακό μάτι.

«Έχει αλλάξει ο τρόπος παιχνιδιού. Έχει γίνει πιο γρήγορο. Όχι ότι ήμασταν αργοί τότε, αλλά ήταν διαφορετικά τα συστήματα. Έχουν αλλάξει η φροντίδα των ποδοσφαιριστών, τα ρούχα, τα παπούτσια, η διατροφή τους, οι βιταμίνες τους. Η εξέλιξη είναι πάντα καλή».

«Αν είσαι αστέρι στο σχολείο, θα σε κάνω αστέρι στο ποδόσφαιρο»

Στη συμβουλή που έχει για ένα νέο παιδί που ονειρεύεται να γίνει ποδοσφαιριστής ο κ. Τομαράς εξηγεί:

«Αυτά που λέω και στον εγγονό μου που παίζει σε μία ομάδα εκεί στη Νέα Ιωνία. Mε ρωτάει “παππού θα γίνω καλός ποδοσφαιριστής;” Θέλω να είσαι αστέρι στο σχολείο, του απαντάω. Αν είσαι αστέρι στο σχολείο, θα σε κάνω αστέρι στο ποδόσφαιρο. Τα παιδιά κοιτάνε σήμερα να γίνουν ο Μέσι, γιατί είναι εύκολο το χρήμα, αλλά για να πάρεις χρήμα πρέπει να φτύσεις αίμα». 

Φωτ: Νίκος Ζαφειρόπουλος / dreamonline.gr

Όταν τον ρώτησα τι σημαίνει ο Παναθηναϊκός για εκείνον με μία λέξη, η απάντηση ήταν εύκολη:

«Είναι η ζωή μου. Μέχρι να πεθάνω δεν θα σταματήσω να τον βλέπω».

Μισό αιώνα μετά το έπος του Γουέμπλεϊ, ο Γιάννης Τομαράς παραμένει ένα ζωντανό κομμάτι της ιστορίας του Παναθηναϊκού. Με λόγια γνήσια, αυθεντικά και γεμάτα συναίσθημα, μας υπενθυμίζει πως κάποια ιδανικά – όπως η πίστη, η αυταπάρνηση και η αγάπη για τη φανέλα – δεν αλλοιώνονται στον χρόνο. Ίσα-ίσα, γίνονται φλόγα που περνά από γενιά σε γενιά.

Μοιράσου το:

Νίκος Ζαφειρόπουλος

Νίκος Ζαφειρόπουλος

Γεννήθηκα στην Θεσσαλονίκη αλλά μεγάλωσα στην Σαντορίνη. Σπούδασα  Δημοσιογραφία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Μου αρέσουν πολύ ο αθλητισμός και τα ταξίδια. Στον ελεύθερο μου χρόνο μου παίζω ερασιτεχνικά ποδόσφαιρο, ακούω podcast και  ενημερώνομαι για θέματα επικαιρότητας. Το DREAM ON-line είναι μία ευκαιρία να γράψω για ό,τι με απασχολεί αλλά και να κάνω εξάσκηση πάνω στο κομμάτι που έχω σπουδάσει.

 

Πρόσφατα

Διαβάστε Περισσότερα

Σχετικά Άρθρα